Τα μπρος – πίσω, το έλλειμμα στρατηγικού βάθους και το κάλεσμα του λαού στο «όχι»
Πώς φτάσαμε ως εδώ και τι μπορεί να σηματοδοτήσει ένα ηχηρό «όχι»
Η ταχύτητα των γεγονότων είναι ραγδαία και από τη στιγμή που αναγγέλθηκε από τον Α. Τσίπρα το δημοψήφισμα μπήκαμε σε νέα φάση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, που θα σημαδέψει έντονα τις εξελίξεις.
Το σάλτο του δημοψηφίσματος…
Η χρεοκοπία του σίριαλ της διαπραγμάτευσης -αφού οι δανειστές εφάρμοσαν μέχρις εσχάτων τη στρατηγική και τακτική τους- το κενό πρότασης για την επόμενη μέρα και η ανικανότητα διακυβέρνησης όπως φάνηκε τους προηγούμενους μήνες, οδήγησε σε φυγή προς τα μπρος με την πρόταση για διενέργεια δημοψηφίσματος, ώστε να απορριφθούν από το λαό οι τροϊκανές προτάσεις.
Η πρωτοβουλία αυτή, ενταγμένη σε ένα επικοινωνιακό τρόπο άσκησης της πολιτικής και απογυμνωμένη από στοιχεία στρατηγικής πνοής που θα συγκροτούσε δυναμικά τον υπαρκτό ριζοσπαστισμό, λειτούργησε θετικά μόλις εξαγγέλθηκε, αποδείχθηκε όμως λαθεμένη καθώς πυροδοτεί όσα ζούμε τα τελευταία 24ωρα. Χωρίς στρατηγικό βάθος και χωρίς απάντηση για το τι θα γίνει την επόμενη μέρα, προσέφερε ένα ανέλπιστο δώρο στη μνημονιακή αντιπολίτευση και τα ξένα στηρίγματά της, να προσδώσουν στο «ναι» μια στρατηγική ματιά (μένουμε Ευρώπη, ευρώ και όχι δραχμή) που αποκτά μαζική στήριξη και απειλεί ευθέως με επικράτηση στο δημοψήφισμα αλλά και προώθηση της συστημικής παλινόρθωσης με ανοικτό τρόπο.
Δημοψήφισμα σε πέντε μέρες, χωρίς προετοιμασία και με έντονες ταλαντεύσεις και υπονομευτικές κινήσεις εκ των έσω, και κυρίως χωρίς σύνδεση με μια προοπτική –μέχρι την Τετάρτη ο στόχος ήταν να δυναμώσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην διαπραγμάτευση «με ελπίδα μια καλύτερη συμφωνία», την ίδια στιγμή που αποστέλλονταν επιστολές για αποδοχή των προτάσεων των σαδο-δανειστών- δεν δημιουργούσαν όρους μιας αναγκαίας μάχης.
Οι διαρκείς υπονομεύσεις υπόσκαπταν το ηθικό των υποστηρικτών του «όχι» και μόνο χάρη στην πρωτοβουλία και την αυτενέργεια των φτωχών λαϊκών στρωμάτων προωθήθηκε η περιορισμένη, ούτως ή άλλως, καμπάνια των 3-4 ημερών. Για άλλη μια φορά ο κόσμος βρέθηκε πιο μπροστά από μηχανισμούς και κόμματα.
Η αυτοπαγίδευση
Όταν δεν υπάρχει ενεργή συμμετοχή του κόσμου στην πολιτική διαδικασία, όταν συγκαλύπτονται διλήμματα και επιλογές και δεν λέγεται όλη η αλήθεια στο λαό, όταν το πολιτικό σύστημα με την ψευδαίσθηση εδραιωμένων συσχετισμών οργανώνει την ύπαρξή του έξω από τα «θέλω» του κόσμου, τότε συντελούνται βουβές μεταστροφές. Αυτό το λάθος στο οποίο υποπίπτουν δυνάμεις που παρασύρονται από τη λογική της εξουσίας, είναι δομικό, αν και σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα που βοά ότι υπάρχει οργανική κρίση του πολιτικού συστήματος και πως δεν μπορεί να υπάρξει σταθεροποίηση πάνω σε βάση μνημονιακών συνταγών. Μόνο στα τελευταία 5 χρόνια έχει επιβεβαιωθεί πως 44άρια ως ποσοστά, μετατρέπονται σε 4άρια και 4άρια, σε 37άρια. Η αίσθηση της κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ στον εσωτερικό πολιτικό στίβο αγνοούσε τις τάσεις και πιέσεις από ποικίλες δυνάμεις για «διαχείριση», «συνεννόηση», για «οικουμενικές λύσεις». Τις αντιμετώπιζε, μάλιστα, εύκολα διαχειρίσιμες και ξεκομμένες από την πίεση και τις μεθοδεύσεις των σαδο-δανειστών.
Το βαθύτερο πρόβλημα πολιτικής εκπροσώπησης (ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δεν εκπροσωπείται διά μέσου του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος και της λειτουργίας του) δεν αντιστοιχεί στην πολιτική ισορροπία που υπάρχει, ούτε και θα αναδειχθεί καθαρά από τις διαδικασίες του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος (αφού ως διαδικασία έχει πολλά αμφίσημα στοιχεία αλλά και πολυσήμαντες ερμηνείες (ιδιαίτερα αν οι διαφορές στα ποσοστά δεν είναι μεγάλες).
Αυτά τα ζητήματα μέσα από μια υπεροψία και μια αυτόκεντρη λογική τα αγνόησε ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να διανοηθεί τι μεταστροφές μπορεί να επιφέρει η αποτυχία της διαπραγμάτευσης (αφού διαλαλούσε ως σίγουρη την συμφωνία), η ανικανότητα διαχείρισης προβλημάτων, το κλείσιμο των τραπεζών, ο φόβος της ραγδαίας επιδείνωσης της κατάστασης.
Κυρίως, όμως, δεν στάθμισε ότι το δημοψήφισμα θα γινόταν τροφοδότης πολιτικών εξελίξεων σε βάρος της κυβέρνησης, στο βαθμό που έμοιαζε με πρόχειρη και βιαστική κίνηση εντυπώσεων, η οποία δεν συνδέθηκε με κάποιο όραμα (εκτός από την «καλύτερη συμφωνία»).
Η επόμενη μέρα έχει ξεκινήσει…
Η λήξη της διαπραγμάτευσης (κατά την διάρκεια της οποίας ο λαός γενικά ήταν χωρίς ενημέρωση) και η πρωτοβουλία δημοψηφίσματος, που αντικειμενικά έθεσαν την χώρα σε τροχιά αθέτησης πληρωμών και ρήξης με την ευρωκρατία, έχουν τραντάξει το πολιτικό και κοινωνικό στάτους της χώρας έλκοντας με σφοδρότητα σε ένα νέο τοπίο. Τοπίο αβεβαιότητας, χρεοκοπίας, τοπίο γοργών πολιτικών εξελίξεων. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων και η εκθετική τους ένταση οδηγεί στο να μην είναι μπορετό να σηκωθεί όλο αυτό το βάρος από το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Με τις τελευταίες εξελίξεις και την κλιμάκωση της κρίσης-υπονόμευσης, έχουν ήδη ανοίξει διεργασίες για την δημιουργία μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας-συνεργασίας» που θα κλείσει γρήγορα μια μνημονιακή συμφωνία και θα επιχειρήσει να διαχειριστεί την πολιτική κρίση. Η διεθνής απομόνωση της κυβέρνησης, οι αστοχίες σε εσωτερικό επίπεδο, η ταχύτατη συγκρότηση ενός μαζικού μετώπου της μνημονιακής αντιπολίτευσης (δώρο ανέλπιστο και προϊόν του σάλτου και των βουβών μετατοπίσεων, αλλά και προϊόν πολιτικών λαθών και χειρισμών) και ένα «όχι» που δεν συνδέεται με ελπιδοφόρα προοπτική-σχέδιο διεξόδου, θέτει τη χώρα στην τροχιά μεταβατικών σχημάτων «εθνικής ενότητας», που θα ορίσουν μια νέα εντελώς καινούργια, φάση.
Οι δανειστές έχουν κάθε λόγο να κλιμακώσουν τις απαιτήσεις τους, να σφίξουν το κλοιό, να θέσουν πιο επαχθείς όρους, να τιμωρήσουν. Να απαιτήσουν κυβερνητικά οικουμενικά σχήματα συμβατά με τα νέα μνημονιακά δεσμά που θα οδηγούν σε καθεστώς απίστευτα σκληρού ελέγχου και με υφαρπαγή της περιουσίας του καθενός μας με συνοπτικές διαδικασίες ξεπουλήματος της χώρας.
Η παράταξη του «ναι» τα ξεχνά, βέβαια, όλα αυτά «πουλώντας» στον κόσμο την ιδέα πως αν επικρατήσουν οι σαδο-δανειστές θα νοιαστούν για την προκοπή της χώρας.
Το «γαμώτο» είναι πως η μάχη στη οποία κλήθηκε ο λαϊκός ριζοσπαστισμός, υπονομεύεται για μια ακόμα φορά από τα Μέσα, ναρκοθετείται από σχεδιασμούς και ταλαντεύσεις, από έλλειψη επιτελείου και κέντρου αποφασισμένου, από έλλειψη στρατηγικής ματιάς. Η μη απάντηση στο ερώτημα «τι θα γίνει στις 6 Ιούλη» δρα καταλυτικά και αδρανοποιεί, επιτρέποντας στην παράταξη του «ναι» να κερδίζει ποσοστά. Η απάντηση ότι «θα φέρουμε μια καλή συμφωνία», δεν είναι πειστική όχι μόνο γιατί αυτή τη συμφωνία δεν τη φέραμε ώς τώρα αλλά και γιατί οι σαδο-δανειστές έχουν κι άλλα όπλα ενάντια σε έναν λαό που δεν είναι ενήμερος και προσανατολισμένος σωστά. Αλλιώς πρέπει να δίνονται οι μάχες για να είναι νικηφόρες και να «δένουν» αποτελέσματα.
Το κάλεσμα του λαού να πει «όχι» έπρεπε να συνοδεύεται από μια ριζική αλλαγή πορείας, από εμβάθυνση των δημοκρατικών προοδευτικών αναγεννητικών στοιχείων και στόχων μιας κυβέρνησης που με συναίσθηση του βάρους και της σημασίας του αγώνα, θα στηρίζονταν στο λαό, θα άκουγε το λαό, θα προωθούσε με συνέπεια τα «θέλω του». Ένας ευρύτατος ανασχηματισμός θα έπρεπε να συμβολίζει την αλλαγή πορείας, δίνοντας ζωή σε μια μορφή κυβέρνησης εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας. Ένας «ανασχηματισμός» υπέρβασης του υπάρχοντος σχήματος, μέσα από την εξαγωγή συμπερασμάτων αλλά και δραστικών αποφάσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης, στον αντίποδα των νόθων σχημάτων «εθνικής ενότητας» που κυοφορούνται.
Η σημασία της μάχης
Παρ’ όλα όσα ειπώθηκαν, ένα ηχηρό «όχι» διατηρεί τη σημασία του και σε μεγάλο μέρος επαφίεται στο σθένος, στο φιλότιμο, στο ριζοσπαστικό, αντιστασιακό χαρακτήρα μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού. Το «όχι» συγκροτεί και συγκρατεί μια μαγιά σε κατάσταση θέλησης και διάθεσης για μια νέα προοπτική. Το ηχηρό «όχι» αντιστέκεται στα αντιδραστικά σχέδια ματαίωσης και εξαΰλωσης των οραμάτων και πόθων, των καημών του λαού. Αποτελεί το υπόστρωμα της ελπίδας που μένει να συμπυκνωθεί σε ένα σχέδιο πολιτικής διεξόδου και να χειραφετηθεί από νόθες και επιφανειακές εκπροσωπήσεις. Η συμπύκνωση της πείρας 5 χρόνων αγώνων και προσπαθειών οφείλει να τροφοδοτήσει την προσπάθεια οικοδόμησης του λαού γύρω από μια πολιτική σωτηρίας, διεξόδου και αναγέννησης του λαού και της χώρας.
Το «όχι», αυτό το «όχι», δεν νιώθει πως το χωρίζουν πολλά από εκείνους που δεν θα ψηφίσουν καθόλου, είτε αυτούς που ενώ ανήκαν στον αντιμνημονιακό χώρο, θα ψηφίσουν «ναι». Ο διχασμός και η διάσπαση των λαϊκών δυνάμεων είναι ένα δώρο σε όσους απεργάζονται σχέδια υποταγής και λεηλασίας. Από την άποψη αυτή, τα όσα υποστηρίζει ο Μίκης Θεοδωράκης (δείτε και σελ. 11) στην πρόσφατη παρέμβασή του διατηρούν ακέραια την σημασία τους:
«Το πιο σπουδαίο, είναι τι θα γίνει την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος. Μετά την πλήρη, όπως ανέφερα και προηγουμένως, αποτυχία του συνόλου του πολιτικού μας κόσμου, που έχει οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα μιας εθνικής δοκιμασίας, μακάρι να υπήρχε τρόπος να σχηματιστεί μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» για να βγάλει τη χώρα από το σημερινό αδιέξοδο στο οποίο την έχουν οδηγήσει ηγέτες κατώτεροι των συνθηκών και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ο λαός και η χώρα κατά τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαίτερα κατά την εποχή των Μνημονίων.
Εφόσον όμως αυτό δεν είναι εφικτό, και πάλι το μόνο όπλο που μένει στον ελληνικό λαό είναι η ενότητα. Μόνο ενωμένοι σαν μια γροθιά μπορούμε να αγωνιστούμε να αντιμετωπίσουμε το καρκίνωμα που μας απειλεί ακόμα και με θάνατο. Ο ελληνικός λαός πρέπει να επιδείξει ψυχραιμία, ωριμότητα και υπευθυνότητα και να αναδειχθεί με κάθε νόμιμο τρόπο σε κυρίαρχο υπερασπιστή των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του».