Δεν είμαι έτοιμος να αποχαιρετήσω τον παιδικό μου φίλο Νίκο Χιωτάκη. Για πολλούς λόγους. 51 χρόνια φιλίας βαραίνουν, κάνουν την ανάσα πιο δύσκολη. Μια ζωή ολόκληρη. Μα πάλι, αν δεν μπορώ να τον αποχαιρετήσω, δεν μπορώ να παραστήσω πως δεν έγινε τίποτα και να συνεχίσω να κάνω όλα όσα έκανα.
Συμμαθητές στο Γυμνάσιο, την Ιταλική Σχολή (της Πατησίων, πριν πάει στην Μητσάκη και κλείσει πριν από λίγο καιρό μέσα στην αδιαφορία και τις περικοπές του ιταλικού κράτους), Κυψελιώτες, παιδιά, μετά έφηβοι, παρέες, γιορτές, πάρτι, πλάκες, σχέσεις, μετά φοιτητικά χρόνια –απομακρυσμένοι από πολιτικές διαφορές–, γάμοι, παιδιά, χωρισμοί, επαγγελματικά, αλλά πάντα δεμένοι. Εκείνος κράτησε την φιλία μας, της έδινε σημασία, την υπολόγιζε, έκανε κινήσεις. Είχαμε στενή επαφή και μια αλληλεγγύη μεταξύ μας στα καλά και στα δύσκολα. Η κρίση μας έφερε ακόμα πιο κοντά και μας έκανε να αισθανόμαστε τα ουσιαστικά περισσότερο.
Πλακατζής, ζωντανός, έξυπνος, χαρισματικός, ψυχή και σύνδεσμος μιας ολόκληρης τάξης (που αποφοίτησε το 1972), ικανός αρχιτέκτονας με πολλά ενδιαφέροντα και πλούσια μόρφωση.
Την τελευταία μέρα του, το Σάββατο 16/9, είχαμε ραντεβού. Μου είχε γράψει (δεν μπορούσε να μιλήσει) «φέρε μου την εφημερίδα κι ό,τι άλλο γκωσίστ βγάζετε». Τον πρόλαβα πριν μπει στο ασθενοφόρο. Κούνησε το χέρι σαν να μου έλεγε «τι να πούμε τώρα…». Του έστειλα φιλιά, μου έστειλε και εκείνος. Σε 5 ώρες είχε φύγει οριστικά.
Αυτές τις μέρες, αυτός ο θάνατος με πονάει περισσότερο από όσο μπορούσα να φανταστώ.
Επειδή ήταν πλακατζής – τι γέλια κάναμε, ρε Νίκο– θα του έλεγα μόνο: «Amici miei», «Vieni a prendere il caffé da noi» (δύο ταινίες με τον Ούγκο Τονιάτσι).
Συνεχίζουμε φίλε!
Η Κυψέλη, (ο Άη Γιώργης, η Ύδρας, η Άνδρου, η Τροίας, η Φωκίωνος) είναι θλιμμένη και άδεια τούτες τις μέρες…
Ρούντι Ρινάλντι