Ένα ακαδημαϊκό μάθημα του χειμερινού εξαμήνου του Τομέα Φιλοσοφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης θα είναι αφιερωμένο στην θεωρία για την Συμπαντική Αρμονία του Μίκυ Θεοδωράκη. Για αυτή την ιδιαίτερη πρωτοβουλία μιλήσαμε με τον εμπνευστή της, τον καθηγητή φιλοσοφίας Παναγιώτη Δόικο.
Πήρες την απόφαση να αφιερώσεις ένα ακαδημαϊκό μάθημα Φιλοσοφίας –στον Τομέα Φιλοσοφίας του ΑΠΘ, στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος πανεπιστημιακού έτους (2017-2018)– στη σκέψη του Μίκη Θεοδωράκη και, ειδικότερα, στη θεωρία του για τη Συμπαντική Αρμονία. Πώς οδηγήθηκες σε αυτή την απόφαση;
Οδηγήθηκα προπάντων από τη θέλησή μου να ανταποκριθώ –κατά το μέρος που μου αναλογεί– στην ανάγκη για τη συγκρότηση μιας φιλοσοφικής πρότασης που να δίνει περιεχόμενο στη θετική αναμέτρηση με τον εαυτό μας και στην εθνική μας αυτοκατάφαση. Το πρώτο ισχύει για τον κάθε άνθρωπο, στο πλανητικό επίπεδο της κρίσης, στο σκηνικό του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ενώ το δεύτερο παίρνει ξεχωριστή σημασία για τον Έλληνα και την Ελληνίδα. Η δυνατότητα να υπερβούμε, μετουσιώνοντάς το σε αλληλέγγυα δύναμη συνεξύψωσης, το αυτοκαταστροφικό μέρος της φύσης μας, αποκτά δημιουργικό νόημα μέσα στην προσωπική σχέση μας με την αρμονία του σύμπαντος, σύμφωνα με τη θεωρία του Μίκη Θεοδωράκη. Ο μεγάλος συμπολίτης μας, ενεργώντας ως καλλιτέχνης και ως στοχαστής, συνδέει τη δυναμική της πνευματικής δημιουργίας με την πεποίθησή του σχετικά με την ικανότητα της νεοελληνικής πολιτισμικής συνείδησης να παραγάγει έργο διεξόδου από τον κλοιό της εθνικής μας υποτέλειας, ως αντίδοτο στην αγωνία και το χάος, μέσα στο άνοιγμα ενός άλλου –υπαρξιακού και πολιτικού– ορίζοντα. Αυτή ακριβώς η σύνδεση συναντά με έναν ιδιαίτερο τρόπο τη φιλοσοφική μου έρευνα, τον οποίο επιχειρώ να εξηγήσω και να επικοινωνήσω με το συγκεκριμένο μάθημα.
Θέλω εδώ να πω ότι αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά και τιμή για το γεγονός ότι διδάσκω στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τη σκέψη του Μίκη Θεοδωράκη, αυτού του μέγιστου Έλληνα και φορέα του αγαθού. Η συγκίνησή μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ο ίδιος, σε μια συνάντησή μας, η οποία είναι από κάθε άποψη σταθμός στη ζωή μου, μου εκδήλωσε τη δική του χαρά για την απόφασή μου.
Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό και ενδιαφέρον το γεγονός ότι ένας Έλληνας μουσουργός παγκοσμίας εμβέλειας, πολιτικός αγωνιστής –στο χώρο της Αριστεράς– αλλά και μεγάλος πατριώτης, εμπνεύστηκε και διατύπωσε μια φιλοσοφική θεωρία. Θέλεις να μας δώσεις το στίγμα αυτής της θεωρίας του Μίκη Θεοδωράκη για τη Συμπαντική Αρμονία;
Ο Μίκης Θεοδωράκης αισθάνεται και διαβλέπει το βάθος της σχέσης ανάμεσα στην όψη της αρμονίας των συμπαντικών δονήσεων (των άστρων, των πλανητών και των γαλαξιών) και τη μορφή της έντασης των ηχητικών ποιοτήτων κατά τη διεργασία της μουσικής σύνθεσης. Μέσα σε ένα τέτοιο βίωμα ο δημιουργός αφουγκράζεται την ορμή για εξύψωση που χαρακτηρίζει την κοσμική δύναμη του απείρου, καθώς ο ίδιος συγκλονίζεται δίνοντας μουσική υπόσταση στην αχανή ζωή των ήχων του εσωτερικού του κόσμου. Από τον συγκλονισμό αναδύεται η πνοή της αρμονίας του έργου, μέσα στο οποίο η ποιητική δύναμη του μέλους (τα σύμφωνα) επιβεβαιώνει την υπερνίκηση των τάσεων του χάους (τα διάφωνα) από τη δημιουργικότητα της προσωπικής έμπνευσης. Συχνά η αντίσταση στη μουσικότητα προέρχεται από τη δυστροπία εγωκεντρικά φοβικών δυνάμεων του ψυχισμού, οι οποίες αρνούνται να απελευθερώσουν τη νοητικότητά τους μέσα στον αισθητικό οίστρο της μεταρσίωσης, με το πρόσχημα της προσήλωσής τους στην ορθολογικότητα. Εδώ εντοπίζουμε τον δυναμισμό του ιδανικού της αισθητοποίησης των νοημάτων στο εσωτερικό μιας στοχαστικής φαντασίας, η οποία νιώθει την ποιητικότητα των ήχων, ενόσω μορφοποιεί τη ροή τους. Έτσι όσα ορθολογικά στοιχεία συμπεριφέρονται κυριαρχικά με το να ανθίστανται στην εξύψωσή τους, υπερβαίνονται από την ορμή των μορφών ενός διονυσιακού πάθους που τα εξαγνίζει, διαλύοντας το σκότος της επιθετικότητάς τους μέσα στην ευφορία του απολλώνειου βιώματος της ομορφιάς, δηλαδή της επαφής μας με την ιερότητα του συμπαντικού κέντρου.
Ακούγοντας την ανάλυσή σου, αισθάνομαι ότι η θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας συλλαμβάνει με ιδιαίτερα διεισδυτικό τρόπο το βάθος του υπαρξιακού αγώνα, στον οποίο συνίσταται η πνευματική δημιουργία. Μπορούμε να συνδέσουμε αυτόν τον αγώνα με το συνολικό ζήτημα της ανθρώπινης πράξης;
Ο Θεοδωράκης αντιλαμβάνεται στην επικράτηση των ποιητικών δυνάμεων, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, τη δράση μιας πνευματικότητας, η οποία απελευθερώνει τη φωτεινή της ενέργεια μέσα στην ένταση του αγώνα του ανθρώπου για την υπέρβαση του κτηνώδους μέρους της φύσης του: είναι εκείνο που τον στρέφει εναντίον του εαυτού του και των άλλων, αφενός οδηγώντας τον στην προδοσία των βαθύτερων ιδανικών, στην παραγωγή βίας, στην επιβολή καθεστώτων αδικίας, στην εξάπλωση του πιο άγριου ανταγωνισμού, στη δικαίωση του κυνικού αυταρχισμού και στην υπονόμευση της ειρήνης και, αφετέρου, απειλώντας τον με αυτοαφανισμό. Επιδρώντας με αυτόν τον τρόπο στην ανθρώπινη πράξη, η Συμπαντική Αρμονία φανερώνει την πολιτική της διάσταση. Εδώ φαίνεται η διορατική σκέψη του Θεοδωράκη, ο οποίος αντιλαμβάνεται πως η δύναμη της πνευματικής δημιουργίας έχει πολιτική χροιά, από την άποψη ότι τα έργα του πνεύματος μετουσιώνουν την συγκρουσιακή ένταση των σχέσεων δύναμης σε ένταση εξύψωσης, με την οποία προτείνεται κάθε φορά μια συγκεκριμένη μορφή βίωσης της πεμπτουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Είναι γνωστή σε όλους μας, παράλληλα με την έντονη και αδιάκοπη καλλιτεχνική του δραστηριότητα, η μακρόχρονη, πολυκύμαντη και δημιουργική πολιτική δράση του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος αγωνίζεται για την εθνική ανεξαρτησία, την κοινωνική αλλαγή και την πολιτιστική αναγέννηση της Ελλάδας. Μάλιστα, στον καιρό της σημερινής κρίσης αυτή η δράση του συνθέτη έχει φανερώσει τη βαθύτερη σύνδεσή της με την αναμέτρηση της Ελλάδας με τον εαυτό της. Ποια είναι η παρουσία αυτού του θέματος στο περιεχόμενο του μαθήματός σου;
Ο Μίκης Θεοδωράκης συσχετίζει την πολιτική διάσταση της Συμπαντικής Αρμονίας με την υπαρξιακή κρίση της Ελλάδας και το ζήτημα της ελληνικότητας. Ο ίδιος εύστοχα συνδέει τη δυνατότητα για μια ριζική μας ανάκαμψη με τη διερεύνηση της αντίθεσης ανάμεσα σε έναν διευρυνόμενο εθνικό μηδενισμό και την πολιτισμική συνείδηση μιας ορμής για αυτοκατάφαση, η οποία μας ενώνει. Οι αρμοί της διαχρονικής υπόστασης της ελληνικότητας βιώνουν –επίσης διαχρονικά– την προσβολή της συνοχής τους από την ύπουλη δύναμη της αυτοαμφισβήτησης. Ο ιστός αυτής της συνοχής, η δυναμική της ελληνικής αρμονίας, ενώ προτείνει στην ανθρωπότητα τη σύνθεση των πράξεων και των ιδανικών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αυτογνωσίας και της ομορφιάς ως αποτελέσματος της ισόρροπης συνύπαρξης του ποιητικού με το ορθολογικό στοιχείο, δοκιμάζεται συχνά και οριακά –όπως συμβαίνει κατεξοχήν στα χρόνια που ζούμε– από το μικρόβιο της αυτοπροδοσίας και της αυτοϋπονόμευσης. Αυτή την καίρια συλλογιστική του Μίκη, που αναπτύσσεται πολύπλευρα στα κείμενα του πολύ σημαντικού βιβλίου του Μονόλογοι στο λυκαυγές, τη σχολιάζω και τη συζητώ με τους φοιτητές στην ενότητα του μαθήματος, όπου επιχειρούμε μια φιλοσοφική θεώρηση της ελληνικότητας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης συνέδεσε πάντοτε τον αγώνα του μέσα στην Αριστερά με την κριτική του στις αντιφάσεις της ηγεσίας της, κυρίως όταν αυτή εκτρέπεται από το πρωταρχικό ιδανικό της και γίνεται μονοδιάστατα κυριαρχική, πλήττοντας την ανθρώπινη ελευθερία. Κάτι τέτοιο αισθανόμαστε έντονα στις σημερινές παρεμβάσεις του μεγάλου συνθέτη και αγωνιστή, όταν ο ίδιος αναφέρεται στην κρίση της ίδιας της Αριστεράς στο σκηνικό του σύγχρονου καπιταλισμού, ο οποίος, μολονότι διέρχεται οριακή κρίση, δεν δείχνει να βρίσκει πια ουσιαστικό αντίπαλο. Αυτή η στάση του Μίκη Θεοδωράκη είναι ορατή στον φιλοσοφικό του στοχασμό;
Είναι έντονα ορατή, προπάντων από δύο απόψεις. Αφενός, όταν ο Θεοδωράκης δείχνει πώς η ηγεσία της Αριστεράς, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες (κυρίως στις πρώην σοσιαλιστικές), συχνά εκφύλισε τη διαπροσωπική δυναμική της διαλεκτικής αντίθεσης, κατά το ότι οικειοποιήθηκε τον αντίλογο: δεν αναγνώρισε τον άλλο άνθρωπο ως φορέα μιας ενδεχόμενης αντίθεσης στη δική της θέση, αλλά αυτοαναγνωρίστηκε ως η μόνη εστία τόσο του λόγου όσο και του αντιλόγου. Μια τέτοια στάση βιάζει δραματικά τη σχέση με την ετερότητα του άλλου προσώπου, εφόσον επιχειρεί τον σφετερισμό της ίδιας της δυνατότητας της ελευθερίας. Με όρους αρμονίας και χάους, θα λέγαμε ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η κυριαρχική σκέψη των ηγεσιών της Αριστεράς βίασε το νόημα των αρμών –δηλαδή των συνδέσεων– ανάμεσα στα όντα, ευνοώντας την αποκλειστικότητα των πολιτικών εγωκεντρισμών, επομένως ενεργώντας τελικά προς όφελος του χάους. Αφετέρου, ο Μίκης Θεοδωράκης επισημαίνει τη συχνή άρνηση της Αριστεράς να αισθανθεί και να συλλάβει τη φύση του πνευματικού παράγοντα και τη σημασία της ποιότητας του ψυχισμού στις επιλογές του ανθρώπου και, ειδικότερα, στην πολιτική του ζωή. Έτσι, στις αντίστοιχες περιπτώσεις, η Αριστερά δεν αντιλαμβάνεται ότι η ουσιαστική πολιτική αλλαγή, την οποία επιδιώκει, προϋποθέτει την πολιτισμική συνείδηση, τη δημιουργική ανησυχία του πνεύματος και την ευρύτερη αναμέτρηση του ανθρώπου με τον εαυτό του: από τη φύση τους, και τα τρία αυτά στοιχεία συναρτώνται άμεσα με τον υπαρξιακό και τον αισθητικό χαρακτήρα του βιώματος της σχέσης ανάμεσα στη Συμπαντική Αρμονία και τη χαοτική εκτροπή.
Η απόφαση για την πραγματοποίηση ενός ακαδημαϊκού μαθήματος, και μάλιστα φιλοσοφικού, εύλογα προϋποθέτει μια δημιουργική συνάντηση του ερευνητικού ενδιαφέροντος του πανεπιστημιακού καθηγητή με το θέμα που διδάσκεται. Με ποιον τρόπο η θεωρία του Μίκη Θεοδωράκη για τη Συμπαντική Αρμονία συναντά τη δική σου φιλοσοφική σκέψη;
Στη συναρπαστική σχέση μεταξύ του πνευματικού –ειδικότερα, του μουσικού– δημιουργού και της Αρμονίας του Σύμπαντος, ο κρισιμότερος πρωταγωνιστής είναι η καλλιτεχνική φαντασία. Σύμφωνα με τη συλλογιστική του Μίκη, μέσα από τη συνεργασία της με τον νου, η φαντασία αφουγκράζεται τις συμπαντικές δονήσεις, βιώνει την πρό(σ)κληση που εκείνες απευθύνουν στην ετοιμότητα των ηχητικών παλμών του ψυχισμού, εμπνέεται το περιεχόμενο των μορφών, οι οποίες θα δώσουν συγκεκριμένη υπόσταση στην απέραντη ροή μουσικής που κατακλύζει την εσωτερική ζωή του συνθέτη, και το απελευθερώνει. Μέσα σε μια τέτοια διεργασία απελευθέρωσης, η φαντασία δε δρα χωριστά από τον νου, αλλά νιώθει και στοχάζεται η ίδια τα νοήματα των κινήσεων του σύμπαντος, δημιουργώντας τις μουσικές μορφές που τα αισθητοποιούν. Αυτή είναι μια φαντασία της εξύψωσης, η οποία διαθέτει το προνόμιο να νιώθει και να σκέπτεται. Την ονομάζω στοχαστική φαντασία, τη διερευνώ συστηματικά στα βιβλία και τα μαθήματά μου, την αναγνωρίζω –σε μια σπουδαία έκφανσή της– στη θεωρία του Μίκη Θεοδωράκη για τη Συμπαντική Αρμονία και την αντιλαμβάνομαι ως τη βαθύτερη ενωτική μας δύναμη, αφού μόνο μέσα της τα νοήματα μας απευθύνονται κυριολεκτικά, σμίγοντας με τα συναισθήματα.