Παρακολουθήστε την ομιλία του Ρούντι Ρινάλντι στην εκδήλωση με τίτλο Να βρουν έκφραση τα “θέλω” και οι “ανάγκες” του Κανένα ,που πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα 20 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη.
Παρακολουθήστε την ομιλία του Ρούντι Ρινάλντι στην εκδήλωση με τίτλο Να βρουν έκφραση τα “θέλω” και οι “ανάγκες” του Κανένα ,που πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα 20 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη.
Τι δείχνει η λαϊκή διάθεση -και ο τρόπος που εκδηλώνεται- για το θέμα της Μακεδονίας
Στην Ελλάδα του καναπέ και της καθήλωσης, πραγματοποιείται ένα συλλαλητήριο, που δεν το προβάλλουν επίσημοι και κρατικοί φορείς και συγκεντρώνει περίπου 300.000 κόσμο (αν συμφωνήσουμε σε αυτήν την τάξη μεγέθους, δεν απέχουμε πολύ από την πραγματικότητα, είτε παραπάνω είτε λιγότεροι κι αν ήταν οι συγκεντρωμένοι). Ένα συλλαλητήριο που ταρακουνά και προβληματίζει.
1.
Ο αριθμός, το πλήθος απαιτούν μια ερμηνεία, όπως απαιτεί μια ερμηνεία το τι ζητούσε ο κόσμος που πήγε στο συλλαλητήριο και ποιος ήταν ο χαρακτήρας του. Τα περί φασιστών και ακροδεξιών ως κύριων χαρακτηριστικών, διαστρεβλώνουν εντελώς την πραγματικότητα και δεν εξηγούν τίποτα.
Το συλλαλητήριο ήταν μια έκφραση της οργής των ανθρώπων –πολλών ανθρώπων, χιλιάδων ανθρώπων, δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων– που δεν θέλουν να φάνε ακόμα μια ήττα που θα συμπληρώσει τη συνολικότερη απαξίωση και υποβάθμιση της ζωής τους. Ήταν και είναι η έμπρακτη εκδήλωση της διάθεσης, της τάσης ενός μεγάλου τμήματος (περίπου το 80%) της ελληνικής κοινωνίας να μην «παραδοθεί» το όνομα της Μακεδονίας, να μην υποχωρήσουμε άλλη μια φορά, να μην ανοίξουμε τις πόρτες και τα παράθυρα σε αμφισβητήσεις της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Ήταν και ιδιαίτερη έκφραση μιας πατριωτικής διάθεσης και στάσης απέναντι στους αλυτρωτισμούς και τις επιβουλές σε ολόκληρο τον βορειοελλαδίτικο χώρο.
2.
Το συλλαλητήριο είχε δύο αιχμές. Μία ιδιαίτερη απέναντι στην κυβέρνηση που χειρίζεται «υπεύθυνα» το θέμα και είναι πρόθυμη να προσυπογράψει τους νατοϊκούς σχεδιασμούς, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Και μία συνολικά απέναντι στο πολιτικό κόσμο που κοροϊδεύει τους πολίτες και σύρεται σε μια «εθνική γραμμή» συμβιβασμού και υποτέλειας. «Μην μας ξεπουλάτε άλλο». «Φτάνει πια». Δεν είχε ένα πιο ξεκάθαρο προσανατολισμό για τον ρόλο των ΗΠΑ, του Νίμιτς, του ΝΑΤΟ ή αιχμές για αυτά. Τα στοιχεία αυτά ήταν υποβαθμισμένα.
Το συλλαλητήριο, για να πραγματοποιηθεί, έπρεπε να περάσει από πολλούς σκοπέλους και εχθρότητα του πολιτικού κόσμου, της επίσημης εκκλησίας, των ΜΜΕ και της αριστεράς. Κι όμως, αυτός ο πόλεμος που δέχθηκε ήταν ευεργετικός γιατί αποκάλυψε δύο αλήθειες ισχυρές:
α) Ο ακηδεμόνευτος χαρακτήρας μιας πρωτοβουλίας είναι όρος για την μαζικοποίησή της, γιατί έχει διευρυνθεί η αναξιοπιστία του πολιτικού κόσμου και υπάρχει μεγάλη διάσταση κοινωνίας και πολιτικού κόσμου.
β) Οι μηχανισμοί προπαγάνδας, κινητοποίησης, συκοφάντησης, διαστρέβλωσης, τα κόμματα, τα ΜΜΕ κ.λπ. δεν έχουν τόση δύναμη όση πιστεύουν οι ίδιοι. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για σοβαρά θέματα επιβίωσης, θέματα εθνικά, θέματα που προσβάλουν την αξιοπρέπεια ενός λαού.
3.
Ταλαιπωρημένος ο λαός από τα απανωτά κτυπήματα στα 8 μνημονιακά χρόνια, κουρασμένος από λόγια και ταξίματα που ποτέ δεν τηρούνται, οργισμένος με τα ψέματα και τις κωλοτούμπες των πολιτικών, φτάνει ορισμένες φορές, όπως τώρα, σε κορυφαία θέματα και επιβουλές, να σηκώνει το ανάστημα και να βροντοφωνάζει ένα «ΟΧΙ» σε μια ακόμα ήττα που στερεί την ταυτότητα, ως κάποιο τελευταίο καταφύγιο ή κάτι ισχυρό και ιερό μαζί που δεν πρέπει να απολεσθεί.
Ο λαός που διαδήλωσε δεν το έκανε μετά από κάλεσμα της αστικής τάξης (των εκπροσώπων της), αντίθετα το έκανε εναντίον της καθαρής και απροσχημάτιστης ευθυγράμμισής της στην νατοϊκή ιμπεριαλιστική πολιτική. Γιατί αυτή ήταν η γραμμή της και ενάντια σε μια ακόμα τέτοια ήττα κατευθύνθηκε το συλλαλητήριο. Γιατί ο λαός έχει ένα αισθητήριο που ο «ρεαλισμός» της αστικής πολιτικής το «ξεχνάει»: Η παράδοση του ονόματος «Μακεδονία» σε μια κρατική οντότητα, στην καρδιά των ταλαιπωρημένων Βαλκανίων από την ακατάπαυστη δράση των Μεγάλων Δυνάμεων και των γεωπολιτικών παιχνιδιών, δεν προμηνύεται τίποτα καλό για ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα από τον Έβρο μέχρι την Αδριατική θάλασσα. Η άμεση εμπλοκή τριών χωρών (Τουρκία, Αλβανία και Βουλγαρία) και οι αλυτρωτισμοί για «Μακεδονία του Αιγαίου» μόνο μεγάλους κινδύνους εγκυμονεί. Αυτά σαν αίσθηση κι όχι ως πολιτική θέση.
4.
Η αστική τάξη εύκολα και σε τέτοιες συνθήκες λέει «ας τα μοιραστούμε όλα», νομίζοντας ότι το «μοίρασμα» περιορίζεται σε σύμβολα και ιστορία. Ψεύδεται και αδιαφορεί για τις συνέπειες ακολουθώντας μια φιλοϊμπεριαλιστική πολιτική εξυπηρέτησης των ΗΠΑ και της Ε.Ε. και της αντιπαράθεσής τους προς τη Ρωσία στην περιοχή των Βαλκανίων. Άλλο ένα ξεπούλημα, άλλο ένα άδειασμα κυριαρχίας από την οντότητα Ελλάδα, δεν τους πολυαπασχολεί. Είτε αυτό το άδειασμα γίνεται μέσω οικονομικού στραγγαλισμού και εκχώρησης πλούτου και παραγωγικών δυνατοτήτων στους τροϊκανούς, είτε ποδοπατώντας κυριαρχικά δικαιώματα και αξιοπρέπεια στο θέμα του Μακεδονικού, είτε έρχεται από τον επεκτατισμό της Τουρκίας σε Αιγαίο, Θράκη, Κύπρο.
Η αστική τάξη και τα κόμματά της, δεν μπορούν να εγγυηθούν την κυριαρχία, λαϊκή και εθνική, της χώρας. Υπάρχουν μόνο εκχωρώντας και παραδίδοντας. Παράλληλα, αναπαράγοντας μια αδιέξοδη καμαρίλα μικροπολιτικής, διαδρομισμού, διαρροών, υπηρεσιών, ποσοστών και κυνισμού.
5.
Η φωνή λαού απέναντι σε αυτήν την παράδοση και εκχώρηση, σε αυτό το άδειασμα κυριαρχίας, λαϊκής και εθνικής, αποκτά προοδευτικό χαρακτήρα όταν ακούγεται ακηδεμόνευτα και δυνατά. Ταρακουνά και φοβίζει. Μετατοπίζει και εξαναγκάζει σε ελιγμούς και επανατοποθετήσεις.
Παρόλο που η καθήλωση του λαϊκού ριζοσπαστισμού χαρακτηρίζει την συγκυρία, εντούτοις στιγμές όπως το συλλαλητήριο δείχνουν ότι υπάρχουν «αντισώματα», αντιστάσεις ανακατεμένα με σύγχυση και καρτερία.
Το συλλαλητήριο, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού που δεν θέλει χρήση του όρου Μακεδονία στην ονομασία μιας κρατικής οντότητας η οποία συνορεύει με την Ελλάδα, οι φωνές για δημοψήφισμα (και η κατηγορηματική άρνησή του από την κυβέρνηση και τα κόμματα), ήδη έχουν φέρει αποτελέσματα, δημιουργώντας δυσκολίες στο πέρασμα της νατοϊκής φόρμουλας του «παραθύρου ευκαιρίας». Δύσκολα θα υπογράψουν μια συμφωνία όταν η λαϊκή αντίθεση είναι τόσο συντριπτική και εκφρασμένη.
6.
«Δεν γίνεται εξωτερική πολιτική με συλλαλητήρια και δημοψηφίσματα». Αυτό είναι το απαύγασμα (λέξη που αρέσει στον κ. Κοτζιά) όλων των αστών πολιτικών. Η αλήθεια είναι ότι κάλλιστα μπορούν να είναι αποτελεσματικά, συμπληρώματα και στοιχεία μιας εξωτερικής πολιτικής. Αναγκαία ορισμένες στιγμές. Το θέμα είναι ποια είναι η εξωτερική πολιτική, ποια η κατεύθυνσή της. Εκεί βρίσκονται οι μεγάλες αποκλίσεις, μιας πολιτικής που υπερασπίζεται την κυριαρχία (οικονομική, εδαφική, κοινωνική, πολιτική κ.λπ.) μιας χώρας, από μια πολιτική που την παραχωρεί, την εκχωρεί και την συρρικνώνει.
Το «απαύγασμα» απεχθάνεται τον «λαϊκισμό», δηλαδή την ενεργό έκφραση και εκδήλωση – παρουσία του λαού με λόγο, άποψη, στόχους και επιδιώξεις, με πολιτική. Ο λαός, όποτε παρέμβηκε τα τελευταία 8 χρόνια, στις πλατείες για τα μνημόνια, στο προσφυγικό με την αλληλεγγύη και τώρα για την Μακεδονία, ο ρόλος του ήταν προοδευτικός – προωθητικός, άσχετα αν ήταν ευκολόπιστος και εξαπατήθηκε από τους πολιτικούς εκφραστές στους οποίους ανέθεσε τη διαχείριση.
Η ίδια η πρόσφατη ιστορία δείχνει πως σε μια χώρα σαν την Ελλάδα το κοινωνικό ζήτημα συμπλέκεται με το εθνικό και αυτά τα δύο δεν μπορούν μηχανιστικά να οριοθετηθούν. Δεν είναι καν «σιαμαία» που μπορούν να διαχωριστούν. Πρέπει να αντιμετωπιστούν στην ενότητά τους και στις διασυνδέσεις που οργανικά τα συνενώνουν. Οι κάθε λογής «χειρούργοι» που θα επιμένουν να τα διαχωρίσουν, θα σπάνε τα μούτρα τους.
Η οπτική με την οποία αντιμετωπίζεται το σύνολο «Ελλάδα» στον σύγχρονο κόσμο είναι καθοριστικής σημασίας.
https://www.e-dromos.gr/eksagomena-kai-parepomena-tou-syllalitiriou/
Ραδιοφωνική συνέντευξη στο Ράδιο 9,84 και την εκπομπή του Γιώργου Σαχίνη
Ακούστε εδώ το ηχητικό
«Ευκαιρίες», αλυτρωτισμός και γεωπολιτικές ανακατατάξεις
Εβδομάδα πυκνών διπλωματικών επαφών και διεργασιών για το όνομα της ΠΓΔΜ, με δύο να ξεχωρίζουν για την σημασία τους: Την επίσκεψη του γ.γ. του ΝΑΤΟ Γ. Στόλτεμπεργκ στα Σκόπια και τις επαφές του με όλους τους παράγοντες της πολιτικής ζωής της χώρας καθώς και την συνάντηση, υπό τον Μάθιου Νίμιτς, των εκπροσώπων Ελλάδας και ΠΓΔΜ για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής ονομασίας. Ο μεν ισχυρός του ΝΑΤΟ δήλωσε, πιέζοντας τους σλαβομακεδόνες, πως αν δεν υπάρξει συμφωνία για το όνομα δεν υπάρχει καν πρόσκληση για την ΦΥΡΟΜ ώστε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Ο δε Νίμιτς ξεκαθάρισε πως δεν υπάρχει λύση χωρίς την λέξη «Μακεδονία» στην ονομασία.
Έτσι, οδηγούμαστε σε ένα προσωρινό μπλοκάρισμα της ευφορίας που είχε καλλιεργηθεί στις αρχές του χρόνου. Ως επόμενη «στιγμή» ορίζεται η συνάντηση Τσίπρα – Ζάεφ, στα πλαίσια του Φόρουμ του Νταβός, προς τα τέλη Ιανουαρίου. Μέχρι τότε το ψάξιμο θα συνεχίζεται…
Επί της ουσίας, για την ελληνική πλευρά, δεν υπάρχει καμιά διασάφηση για το αν θα ισχύει το erga omnes, δηλαδή μια ονομασία για όλες τις χρήσεις, δεν έχει διευκρινιστεί η υπηκοότητα και η εθνικότητα που θα δηλώνονται σε όλα τα έγγραφα και η γλώσσα που θα αναγράφεται ως επίσημη (βέβαια από εδώ και στο εξής θα είναι και η αλβανική επίσημη γλώσσα της ΠΓΔΜ μαζί με τα σλαβομακεδονικά), ούτε φυσικά όσα αλυτρωτικά ισχύουν στο σύνταγμα, την ιστορία και το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας.
Ορισμένοι, επιμένουν στην ιδέα του συμβιβασμού ή της «ευκαιρίας», θεωρούν συμπληρωματικά πως το ζήτημα της ονομασίας δεν έχει πολύ σημασία. Στην συνέχεια αποσυνδέουν την ονομασία από την ουσία του ζητήματος: Ανά πάσα στιγμή ο «μακεδονισμός», ως ιδεολογία, συμπληρωμένος με αλυτρωτικά στοιχεία, αποτελεί μια απειλή για την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας στο βόρειο τμήμα της. Μια χώρα, ως Μακεδονία με κάποιο προσδιοριστικό γεωγραφικό ή χρονικό, μπορεί να παρουσιάζει τμήματα της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας ως κατακτημένα από άλλες χώρες και να τα διεκδικεί. Άλλωστε η Σολούν (Θεσσαλονίκη) θεωρείται και πρωτεύουσα υπό ελληνική κατοχή. Αυτά δεν είναι διόλου υπερβολικά. Αν προστεθούν οι πιέσεις από το αλβανικό στοιχείο που είναι συστατικό του κρατικού μορφώματος που γεννήθηκε το 1990 με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, και ακόμη περισσότερο, οι συμμαχίες τόσο Αλβανίας όσο και ΠΓΔΜ με την Τουρκία, τότε καταλαβαίνουμε ότι το μπλέξιμο μεγαλώνει. Η ρευστοποίηση της Βόρειας Ελλάδας, από Έβρο μέχρι Αδριατική, είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος. Η απρόσκοπτη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ δεν εξασφαλίζει διόλου την ελληνική πλευρά, αφού και η Τουρκία είναι μέλος της συμμαχίας. Κινδυνεύουμε να έχουμε δύο χώρες εντός της συμμαχίας (Τουρκία και ΠΓΔΜ) που θα στρέφονται κατά της Ελλάδας. Τα πρόσφατα γεγονότα στα Ίμια με το «ακούμπισμα» ενός ελληνικού και ενός τουρκικού πλοίου, δείχνουν πόσο μεγάλος κίνδυνος υπάρχει από την τουρκική επιθετικότητα.
Οι ΗΠΑ θέλουν άμεσα να μπει η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Θεωρούν επείγον ζήτημα την ανάσχεση της Ρωσίας στην περιοχή και την συνέχιση των κυκλωτικών τους σχεδίων εναντίον της. Οι Ρώσοι, από την πλευρά τους, ξεκαθάρισαν προς την ελληνική πλευρά, δια δηλώσεων Λαβρώφ, ότι θα επικροτούσαν μια άρνηση της Ελλάδας ώστε να αποτραπεί η είσοδος της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Βέβαια και οι δύο μεγάλες χώρες να την αναγνωρίσουν με τη συνταγματική της ονομασία, δηλαδή «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Πρόκειται για μια εκδήλωση του τρόπου και του κυνισμού που επιδεικνύουν οι μεγάλες δυνάμεις απέναντι σε φίλους, συμμάχους και εν γένει άλλες χώρες. Η Βουλγαρία, ως μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ πλέον, δεν ενεργοποιείται άμεσα εναντίον της ΠΓΔΜ (ενώ δεν την αναγνωρίζει ως ξεχωριστή εθνότητα και αμφισβητεί την υπόστασή της) απλά δίνει με ευκολία σε όποιους σλαβομακεδόνες ζητήσουν την βουλγαρική υπηκοότητα, περιμένοντας καταλληλότερες συνθήκες για να προβάλλει πιο επιθετικές ενέργειες. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη τους τουρκογενείς πληθυσμούς στη Βαλκανική και το Ισλάμ, δημιουργεί όρους επέκτασης της και στήριξη όλων των βλέψεών της από Μέση Ανατολή έως Αδριατική! Το «yes men» της Ελλάδας σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ε.Ε., είναι μεν εξηγήσιμο, με την πολύπλευρη εξάρτηση και τον χαρακτήρα της μεγαλοαστικής τάξης της χώρας και του πολιτικού της κόσμου, αλλά δεν έχει καμία σχέση με τα δημοκρατικά, εθνικά, πατριωτικά αισθήματα του ελληνικού λαού, ούτε κατοχυρώνει την εθνική κυριαρχία της χώρας απέναντι σε υπαρκτές αμφισβητήσεις (που δεν αρχίζουν και τελειώνουν από ανατολάς αλλά έρχονται και από το βορρά).
Η καθαρόαιμη μνημονιακή, ψιλομνημονιακή, γκρινιάζουσα αλλά πάντα υποτελής και ραγιάδικη μεγαλοαστική τάξη της Ελλάδας, φορά τον μανδύα του «ρεαλισμού», σπεύδοντας να φανεί πρόθυμη για έναν «έντιμο συμβιβασμό» αφού το επιθυμούν οι ΗΠΑ. Καταδικάζει τα συλλαλητήρια και αναγορεύει σε κύριο εσωτερικό εχθρό τις «ακραίες απόψεις» και τον «εθνικισμό». Μιλώντας στην γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας ανέφερε πως πρέπει «να ηττηθούν οι εθνικιστικές θέσεις και την ίδια στιγμή να κατανοήσουν όλοι ότι έχουν τεράστια ευθύνη να τοποθετηθούν με σαφήνεια, χωρίς να παίζουν κρυφτούλι, διότι πρόκειται για ένα εθνικό ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί, καθώς έχει ταλαιπωρήσει τη χώρα για παραπάνω από 25 χρόνια και είναι προς το συμφέρον της χώρας και της ευρύτερης περιοχής να επιλυθεί». Έτσι όμως, αντί να κλείνει, ξανανοίγει ένα μεγάλο ζήτημα που θα παίξει ρόλο στις εξελίξεις στα Βαλκάνια τα προσεχή χρόνια. Και ξανανοίγει διάπλατα.
Η δεύτερη βαλκανοποίηση της περιοχής ξεκίνησε το 1990 και εκμεταλλεύτηκε αλυτρωτισμούς και εθνικισμούς κάθε είδους. Είχε όμως σαν σφραγίδα την προέλαση του Δυτικού ιμπεριαλιστικού παράγοντα (ΗΠΑ, Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία και λοιπές δυνάμεις) και όργανο τον επιθετικό συνασπισμό του ΝΑΤΟ. Πρώτος μεγάλος σταθμός της ήταν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η δημιουργία στη θέση της κρατιδίων – προτεκτοράτων που θα έπαιζαν κάθε ρόλο.
Τώρα, ίσως να γνωρίσουμε μια τρίτη βαλκανοποίηση. Σε συνθήκες μάλιστα που οι μεγάλες δυνάμεις να μην μπορούν να περιμαζέψουν ό,τι σπέρνουν όπως μερικές δεκαετίες πριν…
Το «Μακεδονικό» πάντα ξεπρόβαλλε όταν ξεκινούσε ή εξελίσσονταν ένα γενικότερο άρπαγμα…
Ο όρος «βαλκανοποίηση» πολιτογραφήθηκε στη διπλωματική γλώσσα και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στους διεθνείς πολιτικούς κύκλους με βάση την πραχτική που αποκτήθηκε την περίοδο συγκρότησης των βαλκανικών κρατών, τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού. Ο σχηματισμός των κρατών στην περιοχή αυτή γινόταν με έναν ιδιότυπο τρόπο: χάραξη και επαναχάραξη συνόρων, άμεση ανάμιξη των μεγάλων και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με πολλούς τρόπους (υποκίνηση εθνικιστικών και αποσχιστικών κινήσεων, σφαίρες επιρροής, συγκρούσεις διά αντιπροσώπων, άμεση στρατιωτική παρουσία, οικονομικοί και στρατιωτικοί αποκλεισμοί κ.λπ.). Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν κράτη με αυθαίρετη χάραξη συνόρων, με συχνές ανταλλαγές πληθυσμών και με την κληρονόμηση από πλευράς των νέων κρατικών οντοτήτων σημαντικών μειονοτικών προβλημάτων που την κατάλληλη στιγμή μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την προώθηση των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων.
Με βάση λοιπόν αυτή την εμπειρία ο όρος «βαλκανοποίηση» χρησιμοποιήθηκε για πολλές περιοχές του κόσμου όπου σημειώθηκε μια ανάλογη διαδικασία χειρισμού εθνικών προβλημάτων και ενδοϊμπεριαλιοτικών αντιθέσεων.
Η δεύτερη βαλκανοποίηση των Βαλκανίων συντελέστηκε την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, στο κενό που δημιούργησε η πτώση της ΕΣΣΔ και των τότε βαλκανικών καθεστώτων. Το κενό που δημιουργήθηκε έσπευσαν να καταλάβουν βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Για πρώτη φορά οι ΗΠΑ «ήρθαν» τόσο αποφασιστικά στην περιοχή, ενώ άλλες υποδεέστερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ξαναγύρισαν σε γνώριμούς τους χώρους. (Γερμανία, Ιταλία, Αγγλία κ.λπ.) Ορισμένοι, προσπαθούν να εντοπίσουν την κύρια εστία τροφοδότησης της βαλκανικής κρίσης στις εθνικιστικές και ίσως ιμπεριαλιστικές, ακόμη, τάσεις των αστικών τάξεων της περιοχής και αγνοούν ή υποτιμούν τον ρόλο της ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Είναι ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός που δίνει τον τόνο και τον ρυθμό των εξελίξεων. Είναι οι άμεσες ή διά αντιπροσώπων επεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (στην περίπτωση των Βαλκανίων, των ΗΠΑ και της Γερμανίας) που δημιουργούν τετελεσμένα και σειρά προβλημάτων. Οι αστικές τάξεις της περιοχής, συνηθισμένες στο κλίμα της εξάρτησης και της υποταγής στους μεγάλους (στις περισσότερες περιπτώσεις), ευθυγραμμίστηκαν με τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Αν οδηγούμαστε σε έναν τρίτο βαλκανικό γύρο, 30 περίπου χρόνια μετά τον δεύτερο, πρέπει να αναλογιστούμε ποιες θα είναι οι εμπλοκές και ποιες οι πιθανές συνέπειες. Αν στον δεύτερο ανταγωνίστηκαν ΗΠΑ και Γερμανία, τώρα το παιχνίδι παίζεται ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, ενώ ξεπροβάλλει μια αρκετά ενισχυμένη Τουρκία με παρουσία στα Βαλκάνια και έντονες αντιθέσεις με την Ελλάδα που μπορεί να φτάσουν μέχρι και σε μια πολεμική αντιπαράθεση.
Η ταινία Βαλκανιζατέρ του Σ. Γκορίτσα, είναι μια κωμωδία που περιγράφει τις περιπέτειες δύο νεοελλήνων, στην προσπάθειά τους να πιάσουν την καλή με μια κομπίνα στα ρημαγμένα από την δεύτερη βαλκανοποίηση Βαλκάνια. Προσοχή, να μην μπερδευόμαστε: άλλο βαλκανοποίηση, άλλο Βαλκανιζατέρ…
Όποτε άνοιγε το «Μακεδονικό» μεγάλες φουρτούνες έρχονταν…
Εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε και γέλασε
Η νέα ενορχηστρωμένη παράσταση «επίλυσης» του «Μακεδονικού» εκκινεί από την εσπευσμένη ανάγκη των ΗΠΑ να σταθεροποιήσουν την ΠΔΓΜ ενόψει της αναμέτρησης που έχουν με την Ρωσία στην Βαλκανική. Η βιασύνη των ΗΠΑ είναι δεδομένη γιατί το «παράθυρο ευκαιρίας» υπάρχει γι αυτούς. Αφού περιμάζεψαν τον Γκρουέφσκι (που τον προσμετρούσαν στην ρώσικη επιρροή) και υποχρέωσαν το αλβανικό στοιχείο να «συμφωνεί», θέλουν να εκμεταλλευτούν πλήρως την προθυμία της κυβέρνησης Τσίπρα να ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις αμερικάνικες (και ευρωπαϊκές) υποδείξεις στην περιοχή. Το χρονοδιάγραμμα είναι «τα βρίσκουμε στο όνομα κάπως» και τον Ιούνιο στην σύνοδο του ΝΑΤΟ η Ελλάδα αποδέχεται την ένταξη της ΠΔΓΜ (υπό την νέα ονομασία) στο ΝΑΤΟ.
Αυτά λένε οι σχεδιασμοί που σε μεγάλο μέρος έχουν διακηρυχτεί και στον καμβά αυτόν έχει ξεκινήσει ένα παζάρι μυστικών συνομιλιών και διπλωματίας ώστε να υπάρξουν καταλήξεις.
Το μακεδονικό πρόβλημα όμως, εδώ και ενάμισι αιώνα, αποτελεί ένα από τα πλέον δύσκολα να επιλυθεί, αφού εμπλέκονται σε αυτό οι ιδιαίτερες βλέψεις τεσσάρων χωρών της περιοχής (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Αλβανία), η Τουρκία αλλά και κυρίως οι μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ – Ρωσία – ΕΕ).
Αναμφισβήτητα η λύση που προκρίνεται είναι σε βάρος της Ελλάδας, και ακόμα περισσότερο, δεν πρόκειται καν για λύση γιατί στην ουσία ξανανοίγει ένα θέμα σαν να απασφαλίζει μια χειροβομβίδα στην καρδιά της Βαλκανικής.
Κι ακριβώς επειδή είναι σύνθετο και δύσκολο πρόβλημα, φορτωμένο με ιστορία, πληθυσμούς, εθνικισμούς, αλυτρωτισμούς, συμμαχίες, πολέμους, αντιθέσεις κ.λπ. η διαταχθείσα βιασύνη μάλλον θα σκοντάψει σε μεγάλες δυσκολίες. Και μάλλον θα φανεί πως αυτός ο γεωπολιτικός παράγοντας θα τροφοδοτήσει σημαντικές πολιτικές διεργασίες και επιπτώσεις στην περιοχή.
Μέχρι τώρα είχαμε ιστορικά δύο μεγάλα κύματα βαλκανοποίησης της χερσονήσου. Το πρώτο συντελέστηκε κατά την δημιουργία των βαλκανικών κρατών όπου οι Μεγάλες Δυνάμεις κυρίως ευνόησαν την δημιουργία κολοβών κρατικών οντοτήτων με φυτεμένες στο εσωτερικό πληθυσμιακές και μειονοτικές καταστάσεις που σε κάθε ευκαιρία μπορούσαν να ευνοήσουν και να λειτουργήσουν ως μοχλός αποσταθεροποίησης και επιβολής. Το δεύτερο κύμα βαλκανοποίησης της Βαλκανικής έγινε μετά το 1990, όταν διαλύθηκε κυρίως η Γιουγκοσλαβία, γεννήθηκαν νέες κρατικές οντότητες και προτεκτοράτα, φτιάχτηκαν υβρίδια κρατικών μορφών που διοικούνται από παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων. Η Βαλκανική των πέντε χωρών δεν υπάρχει πλέον και τώρα στην θέση της υπάρχει μια Βαλκανική με 12 χώρες!
Τώρα, φαίνεται να εισερχόμαστε σε ένα τρίτο κύμα βαλκανοποίησης, που θα διαφοροποιήσει τα πράγματα στα Δυτικά Βαλκάνια αλλά και σε όλη την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας από τον Έβρο έως το Ιόνιο. Δύο θα είναι οι καθοριστικές γραμμές: αναχαίτιση της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια και εξασφάλιση ενεργειακών και στρατιωτικών ροών και δρόμων με γνώμονα τα συμφέροντα των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ. Φυσικά υπάρχει και το ζήτημα της δράσης της Τουρκίας που δεν αποτελεί, όπως κάποτε, τον πειθήνιο σύμμαχο των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και έχει αναπτύξει έντονη παρουσία στην Βαλκανική.
Άρα το θέμα ανοίγει και ο «συμβιβασμός» προς όφελος της σταθερότητας που ζητείται, ούτε συμβιβασμός είναι, ούτε επιλύει έστω προσωρινά το πρόβλημα.
Πέρα από το γενικό, οι λαοί της περιοχής, η θέση της Ελλάδας είναι αδύναμη και αυτή καλείται να καταπιεί ότι σερβίρεται αδιαμαρτύρητα. Δεν είναι άλλωστε ευκαιρία, τώρα που κυβερνά η Αριστερά, να φορτωθεί αυτή τον μουτζούρη μιας «λύσης» αμερικανατοϊκής; Και μάλιστα χωρίς να μπορεί να διεκδικήσει τίποτα που να εξασφαλίζει το βόρειο μέρος της χώρας, που μαζί με το Αιγαίο απειλείται η εθνική κυριαρχία;
Η κύρια δυσκολία που συναντούν τόσο οι μεγάλοι παίκτες όσο και οι πρόθυμοι στην περιοχή είναι αυτό που θα αποκαλούσαμε γενικά ως λαϊκό παράγοντα. Ο αναπληρωτής πρωθυπουργός –αρμόδιος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις– Μπούγιαρ Οσμάνι αφού συνομίλησε με τον κ. Κοτζιά δήλωσε: «Κάποιες από τις προτάσεις θα πρέπει να είναι επαρκώς ώριμες ώστε να αντέξουν στην πίεση του κοινού. Προσπαθούμε να βρούμε μια αποδεκτή λύση που δεν θα χτυπήσει ευαίσθητες αξίες των δύο χωρών. Το ζήτημα έχει έναν ορθολογικό πυρήνα, με πολλές ωστόσο συναισθηματικές προεκτάσεις που έχουν συσσωρευτεί με την πάροδο των ετών». Δεν ξέχασε βέβαια να θέσει το γενικό πλαίσιο (που προς το παρόν αποσιωπά η ελληνική πλευρά) τονίζοντας πως «είναι η κατάλληλη εποχή προκειμένου να επιλυθεί η διαμάχη και να ανοίξει ο δρόμος για ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, που είναι σημαντικό για λόγους ασφαλείας».
Οι δυσκολίες είναι λοιπόν δεδομένες ακόμα και για το όνομα. Για του λόγου το αληθές σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις στις δύο χώρες τα αποτελέσματα ήταν καταλυτικά: Στην ΠΓΔΜ συμφωνεί στην αλλαγή ονόματος το 35%. Εξ αυτών, το 15,6% είναι αυτοί που προσδιορίζονται ως «Μακεδόνες» και το 81,4% ως Αλβανοί. «Όχι» απαντά το 49%, με τα αντίστοιχα ποσοστά να είναι 67,1% και 7,2%. Επίσης, κατά της ένταξης στο ΝΑΤΟ τάσσεται το 10,3%.
Στην Ελλάδα, «Όχι» λέει το 81% των πολιτών σε ονομασία που να περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία» (MRB για λογαριασμό της Real News). Στην ίδια δημοσκόπηση το 68,6% δεν θεωρεί πιθανό να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση κοινά αποδεκτή μεταξύ των δύο χωρών…
Ποτέ άλλοτε σε κυβερνητικό κόμμα δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί που να έχουν εκδηλωθεί ανοικτά για το ότι θα επιθυμούσαν μια ονομασία καθαρή για την γειτονική χώρα. Οι παρακάτω είτε έχουν υπογράψει κείμενα παλιότερα είτε έχουν τοποθετηθεί δημόσια: Κώστας Γαβρόγλου, πανεπιστημιακός, υπουργός Παιδείας, Χρήστος Καραγιαννίδης, βουλευτής Δράμας του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Καρανίκας, ειδικός σύμβουλος του Τσίπρα στο Μαξίμου, Ευκλείδης Τσακαλώτος, Π.Γ. ΣΥΡΙΖΑ, υπουργός Οικονομικών, Τασία Χριστοδουλοπούλου, Π.Γ. ΣΥΡΙΖΑ, Προεδρείο της Βουλής, Μάκης Μπαλαούρας, βουλευτής Ηλίας του ΣΥΡΙΖΑ.
«Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι ο ελληνικός εθνικισμός έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα τα τελευταία χρόνια, η δημόσια συζήτηση περί τα Βαλκάνια ακόμα κινείται μεταξύ αντιαλβανισμού και σκοπιανοφαγίας από τη μια και ενός αντιαμερικανισμού από την άλλη, που περιγράφει αλλά δεν εξηγεί σχεδόν τίποτα. (…) Οι υπογράφουσες και υπογράφοντες υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα: δεν υπάρχει κανένα “εθνικό συμφέρον” που να διακυβεύεται αν δοθεί η δυνατότητα στη γειτονική χώρα να διατηρήσει τη συνταγματική της ονομασία και δεν υπάρχει καμιά “αλβανική απειλή” που δήθεν συνδέεται με την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου –πόσο μάλλον που αυτή η τελευταία είναι προϊόν ενός πολέμου που φέρει και την ελληνική υπογραφή». (Από δήλωση που είχαν υπογράψει με άλλους το 2008 και έχει απαλειφθεί από το left.gr)
Πίσω ΝΑΤΟ και σας φάγαμε. Έρχεται η παγκοσμιοποιητική Αριστερά…
https://www.e-dromos.gr/viasyni-alla-kai-dyskolies/
Ανοίγουν ξανά ασκοί του Αιόλου στα Βαλκάνια
Ξεπερνώντας εύκολα τους ασύνειδους (κι όχι τόσο αθώους) που δηλώνουν ότι δεν έχουν πρόβλημα αν το γειτονικό κράτος ονομαστεί σκέτα «Μακεδονία» (Μπαλαούρας και πολλά στελέχη της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ) όπως και αυτούς που αμέσως λαμβάνουν την «παραγγελιά» και το αναγορεύουν σε «τριτεύον» πρόβλημα που «δημιούργησε η ανοησία των πολιτικών» και σε υπόλειμμα «ακραίων κύκλων».
Ξεπερνώντας τους «πονηρούς», που ευθυγραμμιζόμενοι με τα αμερικάνικα non paper, παρουσιάζουν την συγκυρία ως «μεγάλη ευκαιρία» για την ελληνική πολιτική ώστε να κλείσει το ακανθώδες πρόβλημα (Ξυδάκης, Παπαχελάς κ.α.).
Κατανοώντας τον «ρεαλισμό» της κυβέρνησης και του πολιτικού κόσμου που αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να ανταποκριθεί σε συμβόλαια (π.χ. με Τραμπ και με Ε.Ε.), να πάρει αποφάσεις αλλά και να έρθει σε ρήξη με ένα εθνικό αίσθημα, σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα.
Βλέποντας πως για το ζήτημα η Αριστερά δεν έχει καμία θέση ή ευαισθησία, απορροφημένη είτε στην σύνεση που προσφέρει η «σύνθετη γεωγραφική ονομασία έναντι όλων» (που εξ άλλου είναι θέση της αστικής τάξης στην Ελλάδα) ή σε γενικολογίες ότι είναι «δρομολογημένη η ονοματολογία» από τους ομίλων των μονοπωλίων και των αστικών τάξεων της περιοχής (Ριζοσπάστης) και καταλήγει σε ευχές για κοινή πάλη όλων των βαλκανικών λαών.
Εμείς από μεριάς μας θα εστιάσουμε σε ορισμένα ιδιαίτερα και συγκεκριμένα ζητήματα που θέτει έτσι κι αλλιώς το άνοιγμα του θέματος εδώ και τώρα.
Από το 1990 και δώθε, κοντά 30 χρόνια, όποτε άνοιγε το «μακεδονικό» ζήτημα, κάτι γενικότερο και σοβαρότερο συντελούνταν στα Βαλκάνια. Το ΄90 κατέρρεαν όλα τα καθεστώτα του βαλκανικού υπαρκτού και άρχιζε η νεοταξική βαλκανοποίηση της περιοχής. Από τότε ο χάρτης της Βαλκανικής άλλαξε ριζικά. Το 1999 με τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας κουτσουρεύτηκε η Σερβία δραστικά και η Βαλκανική μετατράπηκε σε άθροισμα προτεκτοράτων ή αδύναμων χωρών με νατοϊκή παρουσία και βάσεις, ενώ παρακρατικές συμμορίες – στρατοί χρησιμοποιούνταν ως μοχλοί για την ενίσχυση των επιθετικών σχεδιασμών.
Τώρα που ξανανοίγει το «μακεδονικό» βρισκόμαστε στην καρδιά ενός νέου γύρου αναμέτρησης ανάμεσα σε ΗΠΑ, που θέλουν να σταθεροποιήσουν και επεκτείνουν την επιρροή στα Βαλκάνια, και την Ρωσία που θέλει να μην χάσει ζωτικά της στηρίγματα στην περιοχή και δρόμους των ενεργειακών ροών. Επίσης όλα γίνονται πιο επισφαλή από την στάση της Τουρκίας που έχει έντονη παρουσία πλέον στην Βαλκανική.
Η σπουδή να ενταχθεί η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ είναι ο βασικός λόγος αλλαγών εντός της χώρας και η απομόνωση των «εθνικιστών» του Γκρουέφσκι σχετίζεται με τις φιλορωσικές θέσεις που άρχισε να παίρνει ο τελευταίος με αποτέλεσμα να εκπαραθυρωθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Η παρουσία μιας φιλοΗΠΑ κυβέρνησης στην ΠΓΔΜ και η ενδυνάμωση του αλβανικού στοιχείου (καμιά σχέση δεν υπάρχει ανάμεσα στην δύναμη του το 1990 και το τι αντιπροσωπεύει σήμερα), περιγράφεται από τους πάντα πρόθυμους Έλληνες πολιτικούς «ως ευκαιρία» επίλυσης.
Γιατί οι ΗΠΑ θέλουν να κλείσουν το ζήτημα τώρα; Για να ανασχέσουν την επιρροή της Ρωσίας. Ναι αλλά δεν φτάνει αυτή και μόνο η εξήγηση. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί «η χώρα μας έχει το θλιβερό προνόμιο να αποτελεί την τομή των δύο ασταθών υποσυστημάτων του μεσογειακού γεωπολιτικού συμπλόκου: Του υποσυστήματος των Βαλκανίων και του υποσυστήματος Τουρκίας-Εγγύς Ανατολής, τα οποία ευρίσκονται σε έντονη όσο και ασταθή συλλειτουργία». Επομένως η λογική των πραγμάτων οδηγεί σε συγκρούσεις και αναμετρήσεις στην περιοχή και η ΠΓΔΜ φαίνεται να μην μπορεί να αντέξει στις πιέσεις που θα δημιουργηθούν. Εκτεταμένες περιοχές είναι δυνατόν να εμπλακούν σε νέους πολέμους, σε αποσχίσεις, σε διεκδικούμενες περιοχές, σε γκρίζες ζώνες. Η βόρεια ελληνική περιοχή από τον Έβρο έως την Ήπειρο, σε όλους τους σχεδιασμούς, όλων ανεξαιρέτως των παικτών, θα μπορούσε να είναι θέατρο ανάλογων εξελίξεων. Μιλάμε για τις επόμενες μία με δύο δεκαετίες.
Όσο άθλιος και αν είναι ο τρόπος που χειρίζονται οι ελληνικές κυβερνήσεις τα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα, ζητήματα όπως το Κυπριακό, το Μακεδονικό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι τέτοια που μπορούν να σηκώσουν θύελλες στο εσωτερικό και να δημιουργήσουν αναταράξεις που κανείς δεν θα ήθελε από όσους ομνύουν στην σύνθετη γεωγραφική ονομασία (και υπονοούν την χρήση του «Μακεδονία» από την γειτονική χώρα).
Αλλά το θέμα είναι ακόμα πιο σοβαρό. Δεν κλείνει το ζήτημα με όποιον συμβιβασμό τέτοιας μορφής. Ανοίγει και θα δοκιμαστούν όλες οι επιπτώσεις του. Γιατί το αλβανικό στοιχείο δεν θα κάτσει φρόνιμο με μια ονομασία «Μακεδονία» και κάποιο επίθετο, η Βουλγαρία δεν αποδέχεται καν ότι υπάρχει μακεδονική εθνότητα, τους θεωρεί βούλγαρους, και γιατί η Τουρκία αριθμεί ήδη μια επίσημη τουρκική μειονότητα του 4.5% του πληθυσμού της ΠΓΔΜ που εύκολα μπορεί να την ανεβάσει στο 10%.
Άρα το «ρεαλιστικό»-πολιτικό επιχείρημα « να κλείσουμε» το ζήτημα, μην χάσουμε την ευκαιρία, είναι αστήρικτο από όλες τις πλευρές και δεν αντιλαμβάνεται τη θρυαλλίδα που δημιουργείται εντός του νέου βαλκανικού γύρου. Το μεσογειακό γεωπολιτικό σύμπλοκο με τα δύο του υποσυστήματα είναι ενεργό και ασταθές και σε συλλειτουργία…
Η ελληνική πολιτική εμφανίζει διαρκώς μια υποχωρητικότητα. Ενώ η γειτονική χώρα μέχρι τώρα είχε μία επίσημη ονομασία για τον ΟΗΕ το ΠΓΔΜ στην πράξη είχε κατοχυρώσει το «Δημοκρατία της Μακεδονίας» με το οποίο την αναγνώρισαν κοντά 130 χώρες μέχρι τώρα. Άρα στην πράξη υπήρχε μία ονομασία για τις σχέσεις με Ελλάδα και μία διεθνής σχεδόν για ολόκληρο τον κόσμο. Τώρα η ελληνική πλευρά παζαρεύει την σύνθετη γεωγραφική ονομασία (άνω, βόρεια κ.λπ. Μακεδονία ) που να ισχύει έναντι όλων. Εύκολα το «άνω» ή «βόρεια» θα μετασχηματιστεί σε σκέτο Μακεδονία, με όλες τις συνέπειες. Η υποχωρητικότητα είναι τέτοια που δεν υπάρχει καμία δέσμευση από την πλευρά της ΠΓΔΜ για την μη χρήση του προσδιοριστικού «Μακεδονία» για πολλά ζητήματα που δεν άρουν αλυτρωτικές ή εθνικιστικές βλέψεις.
Ο λόγος περί «μεγάλης ευκαιρίας» κλείνει τα μάτια σε δύο πραγματικότητες και συνιστά κοροϊδία. Πραγματικότητα πρώτη. Το όνομα δεν είναι ζήτημα στον αέρα. Ιστορικά από το 1990 και μετά, εκφράστηκε με συνολικό τρόπο μια απειλή απέναντι στην Ελλάδα: με αλυτρωτισμό, με χάρτες που άλλαζαν τα σύνορα, με αλλαγή και παραποίηση της Ιστορίας, με συνταγματικές διατάξεις, με σχολικά βιβλία, με ήλιους της Βεργίνας και Μέγα Αλέξανδρους. Άρα το όνομα είναι συνδεδεμένο με ευρύτερες στοχεύσεις. Πραγματικότητα δεύτερη, είναι η συγκυρία έτσι όπως εξελίσσεται και οι δυσμενείς όροι για την χώρα μας. Τι έχουμε να κερδίσουμε με σύνθετη ονομασία και με «ναι» στην είσοδο της χώρας αυτής στο ΝΑΤΟ; Τα μπράβο των ΗΠΑ και Ε.Ε. και την εντελώς αρνητική στάση της Ρωσίας. Και ταυτόχρονα όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής που ανοίγει το θέμα.
Αν δεν υπάρξει κανένα άλλο όνομα που να διασφαλίζει την Ελλάδα από την χρήση του Μακεδονία στην επίσημη ονομασία μιας χώρας σε τόσο εύθραυστο περιβάλλον, γιατί να μην παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, με επιμονή της χώρας σε μια ονομασία που θα την διασφαλίζει περισσότερο στα Βαλκάνια και απέναντι στην Τουρκία; Πράγμα που σημαίνει βέτο στην είσοδο της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. Μια τέτοια στάση αφήνει διαδρόμους ανοικτούς για θετικές τοποθετήσεις της Ρωσίας σε καίρια ζητήματα για την χώρα.
Με βάση όλα τα παραπάνω προκύπτει το ερώτημα: Υπάρχει και πώς εκφράζεται μια ανεξάρτητη πολυδιάστατη πολιτική που να εξασφαλίζει κατοχύρωση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας της χώρας σε ένα τόσο εχθρικό και δυσμενές περιβάλλον; Αυτό είναι το ζητούμενο και αυτός πρέπει να είναι ένας γνώμονας για την αξιολόγηση κάθε κίνησης. Κι αν δεν υπάρχει πρέπει να δημιουργηθεί η συνείδηση και η πολιτική κίνηση που να εκφράζει τέτοιες ανάγκες.
«Ούτε αισιοδοξία, ούτε απαισιοδοξία, δικαιοσύνη» – Μέχρι τότε καμιά ειρήνη, η σιωπή μας δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά υπόκωφη οργή
Την στιγμή που ψάχνουν στο υπέδαφος για υδρογονάνθρακες σε Αιγαίο, Ιόνιο και Κρητικό πέλαγος και στα «οικόπεδα» της Κύπρου, στον εναέριο χώρο πληθαίνουν οι τουρκικές παραβιάσεις και την ίδια στιγμή η μνημονιακή Ελλάς αποκτά «διαστημική» υπηρεσία υπό τον κ. Παππά, προετοιμαζόμενη για την «καθαρή έξοδο». Όμως επί της ελληνικής γης, εντός της ελληνικής κοινωνίας, τι άραγε συμβαίνει; Τι σημαντικό έγινε την χρονιά που πέρασε και τι μας περιμένει, ή τι περιμένουμε –αν περιμένουμε κάτι– από το 2018; Το ερώτημα θα μπορούσε να διατυπωθεί και διαφορετικά: υπάρχει κάτι ενδιαφέρον που να έγινε σε οποιοδήποτε τομέα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής που να χρωματίζει και να σημαδεύει την χρονιά που πέρασε;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη και συναρτάται από την πλευρά που βλέπει κανείς τα πράγματα. Όμως δεν υπάρχει ένα γεγονός που όλοι άσχετα από την οπτική που έχει ο καθένας να το αξιολογούν ως το σημαντικότερο.
Η κυβέρνηση μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι το εύκολο κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και η επικείμενη έξοδος από το μνημόνιο και να προσπαθεί να καλύψει την φθορά της. Η αντιπολίτευση να κορδώνεται για τις 12 μονάδες διαφορά που έχει και με το «είμαστε έτοιμοι» του πρόσφατου συνεδρίου της να καλύπτει κι αυτή το γεγονός ότι δεν έχει δημιουργήσει ένα ορμητικό ρεύμα υπέρ της. Το ΠΑΣΟΚ με το «ξαναρχόμαστε» ως «Κίνημα αλλαγής», μπορεί να ισχυρίζεται ότι κούτσα-κούτσα ίσως αναδειχθεί τρίτη πολιτική δύναμη και ολίγον ρυθμιστής της κατάστασης. Το ΚΚΕ μετά το 20ό συνέδριό του, μπορεί να σταθεροποιείται και να ευελπιστεί ότι κάτι μπορεί να «τσιμπήσει» σε ποσοστά. Η Χρυσή Αυγή μετά από μια «κοιλιά» που έκανε με την «κοινοβουλευτοποίησή» της, τώρα ξαναξεκινάει τους «ακτιβισμούς» της.
Από την άλλη πάλι η κυβέρνηση μπορεί να καυχιέται πως πήρε παράταση από τους ισχυρούς προστάτες «δανειστές», πως η χώρα αποκτά ιδιαίτερη σημασία ξανά, ήρθε ο Μακρόν στην Ελλάδα, ο Τραμπ δέχθηκε τον Τσίπρα στις ΗΠΑ, ήρθε και ο πολύς Ερντογάν και του απαντήσαμε. Ψηφίσαν και την νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου στα 15 έτη, τηλεφώνησαν στον Σουλτς να πάρει μέρος στην κυβέρνηση στην Γερμανία και ο Τσακαλώτος αναγνωρίζεται από το Politicon ως σπουδαίος ευρωπαίος πολιτικός. Πολιτικοκοινωνικά η κυβέρνηση αναγκάζεται σε ανοίγματα προς χώρους του μαύρου χρήματος και του λαθρεμπορίου, του τζόγου κ.λπ. Στήνει τα δικά της ΜΜΕ και πρωταγωνιστεί στον πόλεμο στο χώρο του Τύπου με άλλα συμφέροντα.
Κοινωνικά. Η φτωχοποίηση καλπάζει μαζί με τις φοροεπιδρομές παντός είδους. Τα προαπαιτούμενα των δανειστών-μνημονίων διαρκώς απομυζούν τους πολίτες και την χώρα ολόκληρη. Τώρα στήνεται η μεγάλη ληστεία της περιουσίας των πολιτών με τη φάμπρικα των πλειστηριασμών. Το 2018 θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Οι «εργαζόμενοι» ζουν με 4-5 κατοστάρικα (όσοι δουλεύουν), ενώ ταυτόχρονα κάποιοι συνεχίζουν να πλουτίζουν. Με άλλα λόγια, το δίπολο φτώχεια-πλούτος μεγεθύνεται και γίνεται ολοένα και πιο ορατό στη μνημονιακή Ελλάδα, ενώ η κυβέρνηση ως νέα Φρειδερίκη μοιράζει ελεημοσύνη.
Η κοινωνία, όμως, κινδύνευσε και δοκιμάστηκε από φυσικές καταστροφές (φωτιές, σεισμούς, μόλυνση της θάλασσας και πλημμύρες) και είδε με τα μάτια της την αναλγησία, την ανικανότητα και τη διάλυση του κρατικού μηχανισμού. Όπως επίσης έγινε κατανοητό στα νησιά πως η έκρηξη του προσφυγικού είναι σχεδόν προγραμματισμένη και η συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας (σε βάρος της Ελλάδας) δημιουργεί ασφυκτικές διαστάσεις. Η γκετοποίηση και η εγκληματικότητα κάθε είδους διασταυρώνεται με την προώθηση μεγαλύτερων κατασταλτικών μηχανισμών.
Τέλος, η χώρα εμπλέκεται στην πολεμική μηχανή της Δύσης σε μια περιοχή όπου οι φλόγες του πολέμου μπορεί να έρθουν και από βορρά και από νοτιοανατολικά. Η επιθετικότητα της Τουρκίας αυξάνεται σε βάρος της Ελλάδας και με πολλαπλούς μοχλούς προωθεί μια ιδιαίτερη φινλανδοποίησή της.
Αυτές είναι οι επιτυχίες της μνημονιακής νεοαποικιακής Ελλάδας και του πολιτικού της κόσμου.
Ουσιαστικά αυτό που έχει το περισσότερο ενδιαφέρον είναι η συνεχιζόμενη υποστροφή και συστροφή της δυσαρέσκειας, του ριζοσπαστικού πνεύματος και της λαϊκής διαθεσιμότητας που εκδηλώθηκε στα χρόνια 2010-2012. Η καθοδική του πορεία συνεχίστηκε και κορυφώνεται από το τσάκισμα των αυταπατών και της ελπίδας ότι κάπου θα υπάρχει ένα τέρμα στον κατήφορο. Αυτός ο πάτος, που ποτέ δεν τον προσεγγίζουμε, δημιουργεί μια μονιμότητα και ένα πάγωμα κάθε σκέψης για κάτι καλύτερο για τον τόπο, την κοινωνία αλλά και τον καθένα ατομικά.
Αυτό το πάγωμα και η σιωπή της κοινωνίας απέναντι σε όσα της κάνουν και όσα γίνονται, είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο. Το στοιχείο που θέλει εξήγηση αλλά και παρέμβαση για να αλλάξει και να τροποποιηθεί. Ο κορεσμός του κόσμου, προς την πολιτική γενικά (και το διαρκές της ψεύδος και τις πολιτικές περσόνες), προς τα μεγάλα λόγια (θα τα σκίσουμε εμείς αφού ο άλλος πρόδωσε), προς τον καταγγελτικό λόγο («έξω», «κάτω») είναι δικαιολογημένος και φυσιολογικός.
Η συνέχιση αυτής της κατάστασης δημιουργεί συστροφή, και η συστροφή τροφοδοτεί επιθετικό ατομικό υποκειμενισμό που με την σειρά του δημιουργεί περισσότερους όρους διαλυτισμού και κατακερματισμού.
Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο υπάρχει και μια θετική πλευρά: στα έγκατα του ριζοσπαστισμού υπάρχει το στοιχείο της καρτερίας, της σιωπηλής καρτερίας για το καινούργιο, την διέξοδο, την εναλλακτική πρόταση. Υπάρχει η προσπάθεια να μην σπαταληθούν δυνάμεις σε άσκοπα και μη ενδιαφέροντα πράγματα. Υπάρχει η στροφή προς την τέχνη και τον πολιτισμό. Αναζητείται το ανθρώπινο στοιχείο και η ανθρωπιά. Η αλληλεγγύη ακόμα συγκινεί. Πόσοι συνάνθρωποι δεν αγοράζουν λίγα μακαρόνια και λίγο ρύζι και τα εναποθέτουν στην είσοδο μιας θεατρικής παράστασης; Γιατί το κάνουν αυτό; Γιατί τους συγκινεί ο ΣΚΑΪ; Την ίδια στιγμή βέβαια η πλειοψηφία χάσκει στους διαγωνισμούς και τα σόου του ΣΚΑΪ, στις λοταρίες, στα καταστήματα του ΟΠΑΠ…
Το πιο ενδιαφέρον λοιπόν στοιχείο του 2017 καταγράφεται και αποτιμάται: πολιτικά όλες οι συνταγές που υιοθετούνται δεν έχουν την λαϊκή συναίνεση, δεν υπάρχει κανένα ρεύμα υπέρ όσων απεργάζεται ο πολιτικός κόσμος. Δημοσκοπικά, ο «Κανένας» παίρνει περίοπτη θέση όταν ρωτούν ποιος είναι καταλληλότερος πρωθυπουργός ή κυβέρνηση. Στο επίπεδο των ιδεών υπάρχουν σημάδια της υποστροφής και της συστροφής του ριζοσπαστισμού προς έναν ρεαλισμό και ένα σκύψιμο του κεφαλιού για να τα βγάλει πέρα ο καθένας στη δύσκολη μάχη της επιβίωσης. Αυξάνεται η τάση φυγής και μετανάστευσης, παρά τα πανηγύρια της κυβέρνησης για μείωση της ανεργίας. Η διανόηση σιωπά εκκωφαντικά. Οι νέο-φαναριώτες κάνουν την εμφάνισή τους. Ο δικαιωματισμός μαζί με τους 53+, Φίλη κοκ, καλά κρατούν σε θέσεις και οφίτσια. Η Αριστερά δεν βλέπει, δεν καταλαβαίνει την πραγματικότητα, από πούθε έρχονται οι κίνδυνοι και είναι αμφίβολο αν μπορεί να αυτό-γιατρευτεί.
Αυτή είναι η κατάσταση που πρέπει να ξεπεραστεί, να αντιστραφεί, να αλλάξει. Αυτό είναι το κύριο και πιο ενδιαφέρον πράγμα με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί κάθε προοδευτική φωνή στον τόπο μας. Η απάντηση δεν θα έρθει εύκολα ούτε με τους γνωστούς τρόπους. Κι αφού αναφερθήκαμε στους γνωστούς τρόπους ας προσθέσουμε τα ακόλουθα: ήδη έχουμε εισέλθει σε μια προεκλογική παρατεταμένη περίοδο (βουλευτικές, ευρωεκλογές, αυτοδιοικητικές). Άρα το 2018 θα σημαδευτεί κι από αυτά. Κυρίως όμως θα σημαδευτεί από τα μεγάλα γεωπολιτικά κύματα.
Ποια πράγματα λοιπόν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ενδιαφέροντα εγχειρήματα»; Με ποιο κριτήριο; Με ποιες προϋποθέσεις; Με ποια προτάγματα;
Αποχαιρετάμε το 2017 με αυτά τα ερωτήματα και ελπίζουμε μαζί με εσάς, που μας διαβάζετε και μας στηρίζετε, να συμβάλουμε στις απαντήσεις. Καλή και δημιουργική χρονιά!
Ολοένα και περισσότερο αντιλαμβανόμαστε ότι ο κυρίαρχος κυβερνητικός λόγος θα περιστραφεί γύρω από την έξοδο από το μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018. Για όποιον δεν το έχει αντιληφθεί, γύρω απ’ αυτό το ζήτημα θα στηθεί σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό στις αρχές της νέας χρονιάς. Ήδη, παράγεται μια αναγκαία σύγχυση γύρω από όρους και νοήματα που ίσως μπερδέψει πολλούς και διευκολύνει το πέρασμα του κυβερνητικού αφηγήματος. Οι λέξεις «πρόγραμμα», «τρίτη δανειακή σύμβαση», «μνημόνιο» θα εναλλάσσονται και άλλοι θα υποστηρίζουν ότι βγαίνουμε από το πρόγραμμα αλλά παραμένουμε στα μνημόνια, ενώ άλλοι θα τονίζουν ότι όλα αυτά είναι απάτη αφού μέχρι το 2060 ισχύουν όσα έχουμε ήδη υπογράψει. Άλλοι, πονηρότεροι, θα υπογραμμίσουν πως με Τσίπρα δεν είναι δυνατή μια «καθαρή έξοδος».
Τον Αύγουστο του 2018 λήγει η Δανειακή Σύμβαση. Λήγει το πρόγραμμα χρηματοδότησης, έναντι δημοσιονομικής προσαρμογής και προαπαιτούμενων, και οι «θεσμοί» λέγουν ότι είναι στο χέρι της Ελλάδας αν θα ζητήσει νέο πρόγραμμα (4ο μνημόνιο) ή θα βρει χρήματα μέσω των αγορών με πιο σκληρά επιτόκια. Η αλήθεια είναι πως τα μεγάλα ποσά αποπληρωμής για την χώρα τοποθετούνται στο έτος 2022 (33 δισ.) ενώ μέχρι τότε πρέπει να πληρώνουμε για τόκους και χρεολύσια περίπου 14-17 δισ. ετησίως.
Επομένως, τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν κυρίως την περίοδο 2018-2022 και το τι περιθώρια θα υπάρχουν σε μια χώρα χωρίς την σκληρή και ασφυκτική επιτροπεία που ασκούν προγράμματα και μνημόνια (όπως τα γνωρίσαμε από το 2010 έως σήμερα). Η εξ αρχής τοποθέτηση ότι τα μνημόνια θα είναι μια διαρκής κατάσταση, περίπου όπως και ο καπιταλισμός, δεν βοηθά τη σκέψη και τη νόηση ώστε να χαραχτούν πολιτικές ικανές να δίνουν απάντηση στο ερώτημα «πόση και ποια Ελλάδα» μπορεί να σωθεί.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως το όλο στήσιμο της υπόθεσης εξόδου είναι μια απάτη και πως, από πλευράς ποιότητας, το μνημονιακό καθεστώς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα παρατείνει την ύπαρξή του. Και σε αυτήν την περίπτωση δεν επιτρέπεται να αγνοήσουμε το νέο σκηνικό που στήνεται από κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Γιατί απλούστατα στο πεδίο αυτό θα παιχτούν όροι ανακατανομής ισχύος μεταξύ τους και θα μπούνε βάσεις για τον τρόπο και τα διλήμματα των επόμενων αναμετρήσεων, κυρίως εκλογικών.
Το αφήγημα Τσίπρα για έξοδο από τα μνημόνια θα είναι η μεγάλη επένδυση που θα δικαιολογεί επιλογές και θα επικεντρώσει σε αυτό την επιβίωσή του στην επόμενη φάση. Η σανίδα σωτηρίας για τον Τσίπρα θα είναι η «έξοδος» και μέσω αυτής θα περιμένει ένα ποσοστό που θα τον βγάλει κάπως αλώβητο και πάντως όχι σαν το ΠΑΣΟΚ που κατρακύλησε στο 4%. Άρα, η αναχαίτιση της φθοράς δεν μπορεί να γίνει χωρίς ένα αφήγημα ισχυρό. Μέσω της «εξόδου» ο Τσίπρας παίζει ένα πολιτικό μέλλον παρουσίας του κόμματός του στην πολιτική σκηνή.
Η άλλη πλευρά, η ΝΔ, προσπαθεί να βρει τρόπο να εμποδίσει τον ΣΥΡΙΖΑ να στήσει ένα τέτοιο σκηνικό. Έχει μια διαφορά τουλάχιστον 10 μονάδων, ποντάρει σε μια μείωση της φορολογίας (σαν αμυδρή υπόσχεση) και προσπαθεί να φθείρει τον ΣΥΡΙΖΑ είτε κτυπώντας τον Καμμένο και το σκάνδαλο με την Σαουδική Αραβία, είτε, τώρα, ποντάροντας σε μια φθορά με την υπόθεση των πλειστηριασμών, χωρίς να δεσμεύεται και σε τίποτα η ίδια. Ο Κ. Μητσοτάκης δεν θα εμφανιστεί με αντιμνημονιακή πλατφόρμα, αλλά θα καταγγέλλει πως η «έξοδος» του Τσίπρα είναι μια απάτη. Τα υπόλοιπα θα τα διευθετήσει, όταν σχηματίσει κυβέρνηση, και , ανακαλύψει την «καμένη γη» και την «συνέχεια του κράτους».
Εδώ υπεισέρχονται τρεις παράγοντες. Ο λιγότερος σημαντικός είναι ο παράγοντας μπαλαντέρ, δηλαδή η Δημοκρατική Συμπαράταξη ή Κίνημα Αλλαγής, όπως ονομάστηκε. Φθορά ΣΥΡΙΖΑ που δεν αναχαιτίζεται, ΝΔ που δεν δημιουργεί ακόμα ένα ρεύμα –άρα η αυτοδυναμία ίσως δεν είναι δυνατή– αλλά κυβέρνηση πρέπει να υπάρξει, άρα συνεργασία ΝΔ και Κινήματος Αλλαγής. Ο Τσίπρας θέλει να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη, αλλά πρέπει να μετρηθεί η δύναμή του (η φθορά του) και να έχει ένα δέλεαρ για τη συνεργασία με το Κίνημα Αλλαγής σε μια πιθανότητα νέων πρόωρων εκλογών. Ο μπαλαντέρ θέλει να δυναμώσει, αλλά δεν έχει ξεκαθαρίσει τι θα κάνει ακριβώς.
Ο δεύτερος και πιο σημαντικός παράγοντας έγκειται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει λαϊκή και κοινωνική συναίνεση, ξεκινά ένας νέος γύρος θυμικού και οργής του κόσμου και πολύ πιθανά με την υπόθεση των πλειστηριασμών να υπάρξει μια μεγάλη αντίδραση. Η λαίλαπα των κατασχέσεων και ο σφυγμός του κόσμου γύρω από αυτό το πολύ ευαίσθητο θέμα, μπορεί να τινάξει στον αέρα σχεδιασμούς και σκηνικά που στήνονται. Αυτό το φοβούνται οι κυβερνητικοί κύκλοι αλλά τα περιθώρια ελιγμών είναι μικρά γιατί οι δανειστές είναι απόλυτοι για το μέτρο αυτό. Κυβέρνηση και μνημονιακοί κύκλοι, μπορεί να μην ανησυχούν για τις λαϊκές αντιδράσεις μέσω των απεργιών και των ακτιβισμών και ιδιαίτερα των πολιτικών φορέων της αριστεράς, μετράνε όμως και φοβούνται πολύ την λαϊκή οργή που συσσωρεύεται. Η πρόσφατη γενική απεργία δεν είναι ο καταλληλότερος καθρέφτης, ούτε δίνει ανάγλυφα την εικόνα της λαϊκής δυσαρέσκειας που απλώνεται.
Ο τρίτος παράγοντας, σημαντικός κι αυτός, αφορά το γενικό γεωοικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον. Η πορεία της κρίσης, οι ευρωπαϊκές διευθετήσεις με τον σχηματισμό της μελλοντικής γερμανικής κυβέρνησης, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, τα βαλκανικά και ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή κι όσα εγκυμονούν, δεν μπορούν να αφαιρεθούν από το γενικό κάδρο, δεν μπορεί να «καταργηθούν» από τους στενούς σχεδιασμούς πολιτικών φορέων γύρω από ποσοστά και τις προσωπικές φιλοδοξίες επίδοξων πολιτικών.
Το να προκαθορίζεται, λοιπόν, απλά η συνέχεια της μνημονιακής κατάστασης απαλλάσσει μεν από σκέψη και προτάσεις διεξόδου, παραιτείται από οποιαδήποτε ουσιαστική παρέμβαση στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αφήνει δε τον χώρο εντελώς κενό για να παίζουν οι αστικές δυνάμεις και το σάπιο πολιτικό προσωπικό.
Το ταχύτερο δυνατόν πρέπει να βγούνε συμπεράσματα για τα χρόνια 2010 – 2018, τι έγινε και τι θα μπορούσε να είχε γίνει, πέρα από το μόνο –και μάλιστα παγκαλικής κοπής– συμπέρασμα ότι «είχαμε ξανοιχθεί πολύ» και «μαζί τα φάγαμε, άλλος πολλά άλλος λίγα». Το τι έγινε (πείραμα) και σε τι κατάσταση είναι το «πειραματόζωο», το αν υπάρχουν δυνατότητες ανάταξης και διεξόδου και ποιες, δεν είναι εύκολα θέματα. Ούτε υπάρχει λύση «μια και έξω»… Τώρα, με υποθηκευμένη τη χώρα και στραγγαλισμένη την οικονομία και την κυριαρχία, δεν υπάρχει απλά ζήτημα να βγούμε από το «πρόγραμμα», αλλά αναζητείται ένας τρόπος προσαρμογής σε μια στρατηγική ανεξάρτητη και κυρίαρχη, μια στρατηγική μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων. Μια στρατηγική μακράς πορείας προς τον σοσιαλισμό.
Το «πόση» Ελλάδα, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά θα έχουμε, δεν είναι ποσοτικό ζήτημα. Είναι ποιοτικό.
O χειρισμός της επίσκεψης Ερντογάν φέρνει στην επιφάνεια πολλά στοιχεία μιας συγκεκριμένης αντίληψης που ο Αλ. Τσίπρας και το επιτελείο του Μαξίμου έχουν για την πολιτική. Η αντίληψη αυτή αποδεικνύεται εκ των αποτελεσμάτων πόσο επικίνδυνη και ζημιογόνα είναι. Δεν πρόκειται απλώς για άγνοια (Ιστορίας και κινδύνου), ούτε μόνο για αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Πρόκειται για δομικό στοιχείο, για το οποίο όσο κι αν ψάξει κανείς δεν θα βρει λέξη πιο κοντινή στην πραγματικότητα από τη λέξη «τυχοδιωκτισμός». Τόσο ως πολιτική ουσία όσο και ως συμπεριφορά.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η πολιτική είναι απλώς επικοινωνία, πόζες, λόγια ή υποσχέσεις που στη συνέχεια αθετούνται. Όταν αυτή εκδηλώνεται σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ή εθνικά ζητήματα –εκεί δηλαδή που μετρά η ισχύς και εύκολα «κοστολογείται» ο καθένας– τότε οι ήττες και τα στριμώγματα είναι κορυφαία και πολλαπλά επιζήμια για τη χώρα.
Κάποιοι νομίζουν ότι ο Τσίπρας απάντησε στον Ερντογάν και μάλιστα τον έβαλε στην θέση του. Ξεχνούν ότι ο Τσίπρας «τα είχε πει» και στη Μέρκελ για τις αποζημιώσεις και είχε ορθώσει κάποιες αντιρρήσεις, για να μετατραπεί τελικά σε έναν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της. Της «τα είχε πει» τότε, όπως και τώρα «τα είπε» στον Ερντογάν, αλλά στην εξωτερική πολιτική και σε όλα τα κορυφαία θέματα, μετράνε άλλα πράγματα πέρα από τα λόγια και τις φανφάρες.
Ο Τσίπρας και το επιτελείο που είναι υπεύθυνο για την εξωτερική πολιτική, νόμισαν ότι μπορούν να περάσουν ανώδυνα μια επίσκεψη του Ερντογάν. Θέλησαν να τη διαχειριστούν στο πλαίσιο μιας επικοινωνιακής πολιτικής και μιας εικόνας αβρότητας με τη γείτονα χώρα. Ακόμα κι αν εκτελούσαν κάποια παραγγελία άλλων, θα έπρεπε να ήσαν πολύ πιο προσεκτικοί. Δεν εκτίμησαν την πρωτοφανή επιθετικότητα με την οποία ο Ερντογάν θα επιδείκνυε την ισχύ του και επί ελληνικού εδάφους. Αυτή όμως δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Προκύπτει από τη στρατηγική ανάδειξης της Τουρκίας σε περιφερειακή μεγαλοκρατική δύναμη που έχει λόγο σε ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής με επεκτατικές αξιώσεις σε Αιγαίο, Κύπρο και Θράκη.
Όσο κι αν ψάχνουν οι εγχώριοι υπεύθυνοι, δεν μπορούν να βρουν ούτε ένα θετικό στοιχείο από την επίσκεψη Ερντογάν. Κατάφεραν μάλιστα αυτό που εκείνος προσδοκούσε Να τεθεί δηλαδή με τον πιο επίσημο τρόπο και «εντός έδρας» ολόκληρη η ατζέντα και οι διεκδικήσεις Ερντογάν, δημιουργώντας κεκτημένο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Έτσι, από εκεί που θα συζητούσαμε αποκλειστικά για το θέμα της υφαλοκρηπίδας των νησιών και τίποτα άλλο (1974), έχουμε συρθεί στο σημείο να πρέπει να συζητούμε όλες τις αξιώσεις του τούρκικου επεκτατισμού σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Ο Τσίπρας και το επιτελείο του, είναι υπόλογοι για την ανεύθυνη πολιτική που εφαρμόζουν παίζοντας με την φωτιά και αποδεχόμενοι την επιθυμία του Ερντογάν να επισκεφθεί την Αθήνα χωρίς να μπορέσουν να εκτιμήσουν τις προθέσεις και την πολιτική του. Πρόκειται για αυτοεγκλωβισμό σε μια πολιτική εικόνας τη στιγμή που χρειάζεται πολιτική ουσίας και αποτελεσματικότητας απέναντι σε έναν γείτονα με δεδομένες προθέσεις και στρατηγική.
Είναι ακόμα περισσότερο υπόλογοι και υπεύθυνοι για την ελαφρότητα που επιδεικνύουν, από τη στιγμή που ο Ερντογάν διατύπωσε καθαρά την πολιτική του από πριν, στη συνέντευξή του στον Αλ. Παπαχελά. Αυτή, μεταδόθηκε την παραμονή της επίσκεψης αλλά είχε δοθεί πιο πριν. Το ταξίδι Ερντογάν ξεκίνησε στην πραγματικότητα με τη συνέντευξη και την πλήρη οριοθέτηση από πλευράς του των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αντίδραση από ελληνικής πλευράς, δεν υπήρξε.
Ο Ερντογάν έθεσε ξανά τα θέματα γύρω από τη συνθήκη της Λωζάννης, επικεντρώνοντας στο ζήτημα της Θράκης. Προκύπτει ένα ερώτημα: Αν ο Ερντογάν ήθελε –όπως υποστήριζαν την προηγούμενη βδομάδα όλοι οι κύκλοι στο εσωτερικό– τόσο πολύ ένα ταξίδι σε δυτική χώρα επειδή είναι πολύ στριμωγμένος διεθνώς, τότε γιατί δεν αποκλείστηκε η επίσκεψη στη Θράκη; Την έχουν επισκεφθεί τόσο ο τούρκος πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Εξωτερικών μέσα σε ένα χρόνο, δεν είναι αυτό αρκετό; Δεν είναι γνωστή η δράση του τουρκικού προξενείου στην περιοχή; Δεν είναι γνωστό ότι η τουρκική πολιτική χειρίζεται ιδιαίτερα τα ζητήματα των πληθυσμών στην επεκτατική της πολιτική;
Το πώς σύρθηκε η κυβέρνηση σε μια μεγάλης σημασίας ήττα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα φανεί από τις λεπτομέρειες που ήδη διαρρέουν. Ο Ερντογάν ζητούσε επίσημη επίσκεψη, από την Αθήνα καθυστερούσαν να την κανονίσουν. Απείλησε να πάει στη Θράκη και τότε του όρισαν ημερομηνίες. Έστησε στη συνέχεια τη συνέντευξη για την παραμονή, ήρθε, τα ξαναείπε και πήγε σαν «ελευθερωτής» στη Θράκη. Η ελληνική πλευρά ψέλλισε κάτι για σωστές ερμηνείες και εκσυγχρονισμό και φαίνεται ότι έχει συρθεί στην αποδοχή συνομιλιών για όλα τα θέματα. Η φινλανδοποίηση είναι εδώ και την πέτυχε η συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – Καμμένου – ΝΔ και η αφασία της υπόλοιπης αριστεράς. Τα λογύδρια Παυλόπουλου και Τσίπρα περί απόκρουσης των προκλήσεων είναι απλώς για εσωτερική κατανάλωση.
Το φιάσκο της τυχοδιωκτικής επικοινωνιακής πολιτικής πολυπραγμοσύνης άνευ ουσίας από μεριάς Τσίπρα και υπουργείου Εξωτερικών, οδηγεί αντικειμενικά σε όξυνση των σχέσεων με την Τουρκία σε μια ιδιαίτερη, από γεωπολιτική άποψη, στιγμή στην ευρύτερη περιοχή. Και μόνο γι αυτό, καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα όλα τα ρητορικά σχήματα που χρησιμοποιεί η ελληνική πλευρά («Ευρωπαϊκή προοπτική για την Τουρκία», «νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που δεν θα βασίζεται στην αμοιβαία καχυποψία», «ιστορική επίσκεψη μετά από 65 χρόνια» κ.λπ.).
Οι μετρημένες αποστάσεις που πήραν ΗΠΑ και Ευρώπη από τις δηλώσεις Ερντογάν στην Αθήνα, φυσικά δεν ήρθαν σαν αποτέλεσμα της ικανότητας των κυβερνόντων. Σχετίζονται με το γεγονός ότι θέλουν να βάλουν ένα φρένο στην ορμή του Ερντογάν και να του ασκήσουν κάποια πίεση, δείγμα ότι τον υπολογίζουν ως σημαντικό περιφερειακό παίκτη.
Όσο για τις πτέρυγες της –πέραν της κατ’ όνομα κυβερνητικής– Αριστεράς, για αυτές δεν φαίνεται να υπάρχει ιδιαίτερο ζήτημα. Έτσι, η επίσκεψη Ερντογάν δεν πολυαπασχόλησε. Για την πλειοψηφία αυτού του χώρου, υπάρχει μόνο το κεφάλαιο και η κερδοφορία του, οι αστικές τάξεις και ο ιμπεριαλισμός Ελλάδας και Τουρκίας. Ο κίνδυνος από τον τούρκικο επεκτατισμό υποτιμάται εντελώς και επιδεικνύεται μεγάλη αδιαφορία για τα εθνικά θέματα. Αδιαφορία που εκχωρεί ένα ζωτικής σημασία ζήτημα σε δεξιούς και ακροδεξιούς κύκλους.
https://www.e-dromos.gr/paizontas-me-ta-spirta-ston-axyrona/
Στέρεα και ακατάσχετα συμπεράσματα
Τα γεγονότα έρχονται πυκνά, καταιγιστικά. Παρέρχονται όμως σαν αυτοτελή επεισόδια της σειράς και πριν καλά-καλά τελειώσει το προηγούμενο, έχουμε προχωρήσει ήδη στο επόμενο. Η κυρίαρχη άποψη είναι πως χρειάζονται γύρω στις 15 μέρες για να ξεχαστούν όσα κατά καιρούς συμβαίνουν. Τα παραδείγματα πολλά. Τα πλέον πρόσφατα: Σαρωνικός, Μάνδρα, Πολυτεχνείο, Προσφυγικό, μέρισμα, σκάνδαλο Καμμένου, προϋπολογισμός. Σκηνές εγκληματικότητας, αλλά και από τις ουρές της Black Friday (που αναγράφεται στις διαφημίσεις και ως Μπλακ Φράιντεη, ώστε να προφέρεται σωστά και από τους συνταξιούχους), μια δημοσκόπηση κάθε τόσο, ενώ σε λίγες μέρες καταφτάνει και ο Ερντογάν…
Ο καταιγιστικός χαρακτήρας των γεγονότων και η εναλλαγή της «ατζέντας» με διάφορα θέματα, αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της συγκυρίας, αλλά πάνω σε αυτόν τον καμβά εκτυλίσσονται πολιτικές διαχείρισης και χειραγώγησης του κοινού νου.
Το κυρίαρχο σχήμα του χειρισμού, είναι να κατασκευαστούν πολίτες ανήμποροι να σκεφτούν, να συμπεράνουν, να κρίνουν. Το μόνο που επιτρέπεται (δηλαδή εκείνο που επιδιώκεται) είναι να νοιώθουν όλοι –από τους πολύ νέους έως τους γηραιότερους– εντελώς ανήμποροι γενικώς. Να πεισθούν ότι τίποτα δεν αλλάζει, ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάτι καλύτερο από το ήδη υπάρχον. Πως κάθε προσπάθεια για κάτι διαφορετικό, ορθότερο, είναι καταδικασμένη σε πλήρη αποτυχία.
«Η χειρότερη οδύνη για τους ανθρώπους είναι να ξέρεις πολλά και να μην έχεις καμία δύναμη» (1)
Οι περισσότεροι άνθρωποι νοιώθουν πλήρη αδυναμία μπροστά σε όσα συμβαίνουν. Ανήμποροι, κι αυτό είναι μια οδύνη μεγάλη, ειδικά όταν «ξέρουν πολλά». Γιατί οι περισσότεροι ξέρουμε ότι μας λένε ψέματα, ότι όλοι είναι βυθισμένοι στη διαφθορά, ότι τα μνημόνια ήρθαν για να μείνουν και να διαλύσουν τη χώρα, ότι η περιοχή μας παίζεται στα ζάρια, ότι η πολιτική ζωή και ολόκληρες περιοχές μαφιοποιούνται, ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη και πάντα την πληρώνουν οι φτωχοί.
Ενώ όμως ξέρουμε αυτά «τα πολλά», είμαστε τελείως αδύναμοι να τα αλλάξουμε. Να βρούμε τον τρόπο, τον δρόμο που μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη κατάσταση. Από την άποψη αυτή, μάλλον δεν «ξέρουμε πολλά». Ξεχνιέται ότι η διάλυση της λαϊκής διαθεσιμότητας είναι στοχευμένο αποτέλεσμα πολιτικών διαχείρισης και γίνεται μέσω γιγάντιων χειριστικών μηχανισμών που βομβαρδίζουν τον πολίτη σε κάθε πτυχή της κοινωνικής του δραστηριότητας.
Η κυρίαρχη άποψη είναι απλή και ρεαλιστική: Αυτό έχουμε, δεν αλλάζει τίποτα, ο σώζων εαυτόν σωθήτω, προσαρμοστείτε, βολευτείτε όπως μπορείτε. Υπάρχουν άλλες απόψεις; Βεβαίως. Υπάρχει αυτή του ΚΚΕ. Για όλα φταίει η κερδοφορία του κεφαλαίου, κάποτε θα γίνει η επανάσταση (θα μεριμνήσουμε εμείς γι αυτό), προς το παρόν ψηφίστε μας και βλέπουμε. Στην ουσία, πρόκειται για πρόταση ακινησίας και μαντρώματος. Υπάρχει και η άποψη της ακατάσχετης καταγγελιολογίας του συστήματος, της Ε.Ε., της Ευρωζώνης, της ανατροπής των πάντων με μαγικό τρόπο. Αυτή εκφράζεται από διάφορους αριστερούς ή προσωποπαγείς σχηματισμούς. Υπάρχει και ο «αντιεξουσιαστικός ακτιβισμός» ως άποψη. Αυτός ξεμπλέκει εξ αρχής με το πρόβλημα της πολιτικής διαμεσολάβησης και επιλέγει πεδία που φέρνουν την άμεση σύγκρουση με διάφορους μηχανισμούς (αστυνομία, μικροεργοδότες, φασίστες, διακινητές κ.λπ.). Δείχνουν πιο ρεαλιστές, άμεσοι, αποτελεσματικοί, συγκινούν περισσότερο ένα νεανικό δυναμικό για μια φάση της ζωής του.
Η αστική άποψη είναι κυρίαρχη. Απευθύνεται σε ολόκληρη την κοινωνία και έχει τα μέσα να επιβληθεί. Οι υπόλοιπες που αναφέραμε, δεν απευθύνονται καν σε ολόκληρη την κοινωνία, ούτε μπορούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα, πόσο μάλλον να την αλλάξουν. Αυτές συνήθως εδράζονται στη θεώρηση πως η κυρίαρχη αντίθεση στη χώρα είναι αυτή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και τέλος. Για να γίνει πιο σαφές: Θεωρούν την Ελλάδα χώρα ιμπεριαλιστική, μετέχουσα στη ληστεία που προωθούν οι μεγάλες δυνάμεις και δεν μπορούν να δουν τις αντιθέσεις που δημιουργούνται μέσα στα νέα (πλάι στα παραδοσιακά) πλέγματα ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και μετατροπής της χώρας σε νέου τύπου αποικία, μέσω του μνημονιακού καθεστώτος.
Όμως, ένα μεγάλο κίνημα απελευθέρωσης από αυτά τα σύγχρονα δεσμά, ένα πραγματικό μαζικό λαϊκό κίνημα, δεν θα οικοδομηθεί πάνω στην αντίθεση κράτος / αντιεξουσία, ούτε στην αντίθεση κεφάλαιο / εργασία. Τα αιτήματα της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, της δημοκρατίας, της αποκεντρωμένης ενδογενούς ανάπτυξης, του πολιτισμού, της ελευθερίας, μιας νέας θέσης της Ελλάδας στον κόσμο, πρέπει να συνδεθούν και να αποτελέσουν εναλλακτική πρόταση πορείας προς μια μετάβαση κοινωνικού μετασχηματισμού.
Κι όμως, όσο και να ξενίζει στην παρούσα φάση, πρέπει να «ξεκινήσουμε» από τον «ανήμπορο άνθρωπο» και την αναγκαιότητα να μεταπλαστεί η συνείδησή του.
«Τίποτε στη ζωή δεν είναι για να το φοβόμαστε, αλλά για να το κατανοήσουμε» (2)
Η φράση αυτή ανήκει σε μια τολμηρή επιστήμονα, στη Μαρί Κιουρί που άνοιξε δρόμους στην επιστήμη και βρήκε τον θάνατο στην προσπάθειά της να κατανοήσει και να ανακαλύψει πράγματα στον τομέα της. Δεν προτείνεται να αντιγράψουμε τον δικό της δρόμο. Η θέση ότι «τίποτα στη ζωή δεν είναι για να το φοβόμαστε» κι ότι όλα, ακόμα και τα χειρότερα, όταν τα κατανοήσουμε μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε, δημιουργεί προϋποθέσεις να μην κλειστούμε στο καβούκι μας, να μην παραλύσουμε μπροστά στις δυσκολίες, να μην παλινδρομήσουμε σε παλιά σχήματα που απέτυχαν. Να έχουμε την τόλμη και το θάρρος να κολυμπήσουμε σε δύσκολα νερά, αναζητώντας συλλογικές προτάσεις με πλατιά κοινωνική απεύθυνση.
Όλα αλλάζουν και μάλιστα με καταπληκτική ταχύτητα. Αλλάζει ο καπιταλισμός, αλλάζει ο σύγχρονος κόσμος άρδην. Υπάρχουν πράγματα που δεν αλλάζουν; Δεν αλλάζει η Αριστερά στις ποικίλες της εκφράσεις (αδυνατεί να κατανοήσει τι συμβαίνει) και –όπως διακηρύσσουν οι χειριστικοί μηχανισμοί– δεν αλλάζει η «ανθρώπινη φύση». Κι όμως, είναι ψέμα πως ο άνθρωπος και η ανθρώπινη φύση δεν τροποποιούνται.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα αλλάζουν προς το καλύτερο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, βρισκόμαστε σε περίοδο κυοφορίας και μετάβασης. Ούτε έχουμε δει τι κυοφορείται, ούτε προς τα πού είναι η μετάβαση. Αλλά σίγουρα δεν ζούμε στον 19ο ή τον 20ο αιώνα. Ο 21ος αιώνας είναι ανοικτός και προς την βαρβαρότητα και προς την πρόοδο. Είναι παιζόμενο εντελώς.
«Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό» (3)
Είναι εποχή κατανόησης. Λόγος και όχι λόγια. Συλλογισμοί και όχι λέξεις καταγγελίας. Συμπεράσματα, γνώμη ή κρίση που προκύπτει ως αποτέλεσμα συλλογισμού. Από μια καταστροφή όπως αυτή του Σαρωνικού ή της Μάνδρας, ποια συμπεράσματα βγαίνουν; Από το 2010 μέχρι σήμερα ποια συμπεράσματα βγαίνουν; Η σημερινή γενική αίσθηση ανημπόριας πώς προέκυψε; Πώς μπορεί να αναστραφεί;
Θα δώσουν, λένε, σε κάποιους ένα μέρισμα. Και θα είναι «ακατάσχετο». Δεν ντρέπονται για τη λέξη, οι άθλιοι. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να μας τα πάρουν. Είναι εντελώς –από τη φύση τους– ακατάσχετα. Τα στέρεα συμπεράσματα, την κρίση, την τόλμη να σκεφτόμαστε. Κι από εκεί ξετυλίγεται η απάντηση στην ανημπόρια. «Τόλμησον φρονείν!». (4)
Σημειώσεις:
(1) Ηρόδοτος
(2) Μαρί Κιουρί
(3) Κωνσταντίνος Καβάφης
(4) Αισχύλος