Μηνύματα λίγο πριν τις κάλπες, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.246,17/1/2015)

kalph

 

Το εκλογικό ρεύμα και η κρισιμότητα των επόμενων μηνών

Στις προσεχείς εκλογές όλα δείχνουν ότι θα καταγραφεί ένα ρεύμα τιμωρίας και αλλαγής. Το ρεύμα αυτό θα τροφοδοτήσει μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ που η έκτασή της δεν μπορεί ακόμα να προβλεφθεί. Θα μπορούσε να ήταν σαρωτική, ουσιαστική, αν και εφόσον τα προηγούμενα δύο χρόνια είχαν δοθεί πιο σαφή δείγματα γραφής και κυρίως αν είχε συγκροτηθεί ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου.

Το παλιό πολιτικό-κομματικό σύστημα πνέει τα λοίσθια. Στην ουσία, είναι ανύπαρκτο. Ο δικομματισμός (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ) έχει τελειώσει από το 2012, η διάλυση του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνεται, η ΔΗΜΑΡ διαλύθηκε μέσα σε λίγους μήνες, ενώ δημιουργούνται νέα μορφώματα, όπως το Ποτάμι, αμφίβολης διάρκειας και ρόλου. Η συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής προσκρούει στην τεραστίων διαστάσεων κρίση του σάπιου πολιτικού συστήματος και στην ευρεία του καταδίκη στη λαϊκή συνείδηση. Το γεγονός ότι συντηρητικά στρώματα σκέφτονται να εγκαταλείψουν την Ν.Δ. και να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, πιστοποιεί το μέγεθος του κλυδωνισμού που έχει υποστεί το αντιπροσωπευτικό σύστημα στη χώρα μας με τη μορφή που το γνωρίζαμε. Αυτός είναι ο λόγος που ακυρώθηκε η αντι-αριστερή προπαγάνδα τρόμου και φόβου που είχε σχεδιάσει το νεοδημοκρατικό επιτελείο.

Η βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος, έδινε -και δίνει ακόμα- τη δυνατότητα μιας βαθιάς πολιτικής τομής, μιας σημαντικής μεταπολίτευσης του λαού, κατά την οποία όλοι οι όροι του πολιτικού πεδίου, του κράτους, της κοινωνίας θα τροποποιούνταν σε προοδευτική κατεύθυνση. Μια μεταπολίτευση που θα οδηγούσε στον εξοστρακισμό από την πολιτική σφαίρα όσων ευθύνονται για τη διάλυση της χώρας και το γονάτισμα της κοινωνίας, στο καθάρισμα όλου του κρατικού και διοικητικού μηχανισμού από την κόπρο του Αυγεία. Είναι όρος η διάλυση του σάπιου πολιτικού συστήματος για κάθε προοδευτικό βήμα της κοινωνίας. Αυτή η ανάγκη, που τόσο εμφατικά έφερε στην επιφάνεια το κίνημα των πλατειών, δεν αναδείχθηκε ως δυνατότητα και αναγκαιότητα τους τελευταίους μήνες.

Ο διπολισμός εγκλωβίζει

Ας κάνουμε λίγο πιο σαφές το σημείο αυτό. Η αντιμετώπιση του μνημονιακού διαπλεκόμενου πολιτικού κόσμου και της τροϊκανής επικυριαρχίας, δεν εξαντλείται μέσα από την επίλυση της αντίθεσης Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές και μόνο. Ο διπολισμός ή νέος δικομματισμός ανάμεσα στα δύο κόμματα εγκλωβίζει δυνάμεις και περιορίζει στόχους, γιατί απλώς η Ν.Δ. δεν είναι η μόνη μνημονιακή δύναμη, ούτε κυβέρνησε ποτέ μόνη της. Η ανάδειξή της σε αποκλειστικό αντίπαλο βοήθησε στην συσπείρωσή της (τα ποσοστά της είναι αρκούντως μεγάλα, ενώ θα μπορούσε να έχει σφυροκοπηθεί παντοιοτρόπως και να έχει απομονωθεί σε μέγιστο βαθμό) και τώρα ευελπιστεί, αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, να παίξει κάποιο ρόλο.

Ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου, ένα αριστερό πολιτικό κίνημα θα όφειλε να μην αφήσει καμιά ανάσα σε όλους τους μνημονιακούς σχηματισμούς. Η μεταμνημονιακή Ελλάδα χρειάζεται κάθαρση και νέο πολιτικό σύστημα που σε τίποτα να μη μοιάζει με το σημερινό. Αυτό είναι που δεν βλέπουν οι διαφημιστικές, οι εταιρίες μετρήσεων, τα κανάλια και όλα τα πλοκάμια του παλιού πολιτικού συστήματος. Η παραμονή όλης της προεκλογικής ρητορικής απλώς και μόνο στο έδαφος της οικονομίας και ειδικότερα στο ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά και πώς θα πληρωθούν τα ομόλογα», αποσκοπεί να αφήσει στην άκρη το ζήτημα ποιος και πώς θα καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία.

Τώρα όλοι αναρωτιούνται πόσο πρώτος θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, τι διαφορά θα έχει από την Ν.Δ. και ποιο κόμμα θα είναι τρίτο. Η «τριτιά» μοιάζει λίγο σαν το βούτηγμα μέσα στο κρύο των νέων για να πιάσουν τον σταυρό στα Θεοφάνια. Ποιος θα τον πιάσει; Ποια θα ήταν η σημασία αυτών των δεδομένων μπροστά σε έναν περίπατο-χείμαρρο των λαϊκών δυνάμεων με μια σαρωτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ; Αλλά γι’ αυτό χρειαζόταν το πολιτικό κίνημα που ποτέ δεν οικοδομήθηκε. Τι μένει; Μένει να γίνουν πολλά και σημαντικά.

Καθησυχαστικό πνεύμα και ριζοσπαστισμός

Η εικόνα που σχηματίζεται δείχνει πως υπάρχουν αποθέματα και έντονη λαϊκή διάθεση για να μπει ένα τέρμα στο κακό. Αλλά εκφράζεται με έμμεσο τρόπο, διά της αντιπροσωπεύσης, διά της ανάθεσης. Τα «δώστε μας μεγάλη εντολή», τη «μαγική μέρα των εκλογών» και «εμείς θα διαπραγματευτούμε επάξια» μαζί με το «μην ανησυχείτε, όλα είναι υπό έλεγχο και θα πάνε καλά», δημιουργούν όρους υποστολής της αναγκαίας συμμετοχής και τόλμης που πρέπει να επιδειχθεί από την πρώτη κιόλας στιγμή.

Ζητούμενο μιας μεγάλης αλλαγής είναι η συνεχής παρουσία του λαϊκού παράγοντα και όχι η στιγμιαία έκφρασή του μέσα από την εκλογική διαδικασία. Αυτή ξεκλειδώνει απλά την πόρτα: Οι μνημονιακές δυνάμεις θα χάσουν τη διακυβέρνηση και η ευρωκρατία θα υποχρεωθεί σε κινήσεις και προσαρμογές στα νέα δεδομένα. Θα αντιδράσει, θα δυσκολέψει, θα υπαγορεύσει όρους, θα εκβιάσει, θα νουθετήσει, θα ρίξει γέφυρες, θα θολώσει τα νερά, θα πάρει πρωτοβουλίες, θα δημιουργήσει τετελεσμένα.

Η σχέση κοινωνίας, οικονομίας, πολιτικής θα δοκιμαστεί σε διαφορετικές συντεταγμένες, όπου θα κονταροχτυπηθούν δύο διαφορετικές και ανταγωνιστικές κατευθύνσεις: Από τη μια, η κατεύθυνση βαθέματος και ουσιαστικοποίησης μιας μεταπολίτευσης που θα έχει λαϊκά χαρακτηριστικά, με την ορμητική συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα. Από την άλλη, η κατεύθυνση της συστημικής παλινόρθωσης με διαφορετικά μείγματα νεοφιλελεύθερης πολιτικής και απόντα το λαό (που θα παρακολουθεί απαθής όσα γίνονται κατά τη διαπραγμάτευση) και με μόνιμο ρεφρέν το «εφικτό και ρεαλιστικό».

Το περίεργο είναι ότι το καθησυχαστικό πνεύμα της πολιτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ από τις Ευρωεκλογές και ύστερα -προφανώς για να κερδηθούν ακροατήρια ή να ουδετεροποιηθούν αντίπαλες διαθέσεις-, αμβλύνει το ριζοσπαστισμό, την ανάγκη συμμετοχής και την τόλμη που χρειάζεται, και μεταθέτει σχεδόν τα πάντα στο πεδίο της διακυβέρνησης. Επειδή ο αντίπαλος (όχι ο Σαμαράς, αλλά η ευρωκρατία) μελέτησε 2 χρόνια την κατάσταση και τις εξελίξεις, θα προσπαθήσει με πολλούς τρόπους να παλινορθώσει τον συστημισμό και έτσι το «καθησυχαστικό πνεύμα» δεν τον τρομάζει.

Από την πρώτη στιγμή μιας αλλαγής, η κοινωνία και η πολιτική θα απαιτούν τις προϋποθέσεις μιας σύνθετης και βαθιάς διεξόδου της χώρας από την καθολική κρίση στην οποία τη βύθισαν. Οι μήνες που έρχονται είναι κρίσιμοι. Αυτό και μόνο υπαγορεύει την ανάγκη της λαϊκής δραστηριοποίησης και σίγουρα όχι μόνο την Κυριακή των εκλογών.

Κυρίως μετά! Χωρίς να υποχωρεί το πνεύμα ριζοσπαστισμού, συμμετοχής και τόλμης, με κάθε μέρος της κοινωνίας να παίζει πραγματικά το ρόλο του. Πολιτικό κίνημα, κοινωνική συνείδηση, δημοκρατική-πατριωτική αφύπνιση, πανευρωπαϊκή-διεθνική αλληλεγγύη. Αυτά έχει ανάγκη η χώρα και όχι μόνο μια διαχειριστική διακυβέρνηση στα όρια ανοχής των ευρωκρατών.

Το σενάριο δεν είναι γραμμένο και δεν το ξέρει κανείς!

 

Tagged : / /

10/1/2015, ομιλία στα πλαίσια της ημερίδας “Ρήξη ή Ομηρία;”

Η ομιλία έγινε στα πλαίσια της Ημερίδας που διοργάνωσε η εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς στις 10/1/2015 στην Αθήνα με θέμα: Ρήξη ή Ομηρία; Πολιτικό σύστημα και λαϊκός παράγοντας την επόμενη μέρα. Δείτε εδώ όλες τις ομιλίες από τους εξαιρετικά ενδιαφέροντες ομιλητές http://www.e-dromos.gr/video-hmerida-10-01-2015/

Tagged : / /

Περί πολιτικής και ηθικής ξανά και ξανά…, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.243,27/12/2014)

2_SYRIZA-650x250

Χρειάζονται κανόνες δεοντολογίας και γιατί;

Ολοκληρώνονται αυτές τις μέρες οι εργασίες της Επιτροπής Δεοντολογίας για όσους θα συμμετέχουν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στη συγκρότηση μιας τέτοιας επιτροπής. Αρχικά, τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στις αυτοδιοικητικές εκλογές ξεπέρασαν κατά πολύ το συνηθισμένο επίπεδο. Στη συνέχεια έγινε φανερό ότι πολλοί μπορεί να πλησιάζουν για διαφορετικούς λόγους τον ΣΥΡΙΖΑ τώρα που είναι «προ των πυλών» και, βεβαίως υπάρχει, πέρα από την αρνητική και θετική εμπειρία, όπως αυτή που φέρνουν φρέσκα κινήματα και νέες μορφές πολιτικής συλλογικότητας όπως οι Podemos στην Ισπανία.

Το τελευταίο παράδειγμα, που προσιδιάζει περισσότερο στην μορφή «κόμμα-κίνημα» παρά στη μορφή «κόμμα» όπως αυτή κυριαρχεί στον πολιτικό βίο, φέρει πολλά στοιχεία ριζοσπαστισμού, τόσο στη δομή όσο και στις διαδικασίες. Ένα από αυτά είναι η «ηθική δέσμευση» για όλους όσοι θέλουν να ενταχθούν στις γραμμές των Podemos. Αυτή αναφέρεται με ρητό τρόπο στις σχέσεις του κινήματος αυτού με τη διοίκηση, το κράτος, τις επιχειρήσεις, τα ΜΜΕ και συνολικά τα κοινά.

Δεν ηθικολογούμε…

Οι εραστές του πραγματισμού περιγελούν οποιαδήποτε αναφορά στην ηθική. Τη θεωρούν σκέτη ηθικολογία που αναδύει μάλλον έναν θρησκευτικό, κατηχητικό πνεύμα. Στην πραγματικότητα, υποβιβάζουν την πολιτική σε τέχνη του εφικτού, σε κυριάρχηση των μέσων για να επιτευχθεί ένας οποιοσδήποτε σκοπός, προσπερνούν την απαίτηση για ουσιαστική και χειραφετητική συμμετοχή των πολλών. Αρνούνται έτσι κάθε ανάγκη για ιδεολογία, νόημα και ουσία στα πεδία αυτά. Η εξουσιομανία, ο αυταρχισμός, η προσωπική ανάδειξη, ο καριερισμός, ο παραγοντισμός, η υποτίμηση του αγώνα και του ανθρώπινου παράγοντα, προωθούνται μέσα από την παρόξυνση όλων των αρνητικών φαινομένων που συνοδεύουν το κράτος, τη γραφειοκρατία και τον ατομικιστικό εγωισμό.

Δεν μπορεί, όμως, να αγνοηθεί η απαίτηση να ξανασυνδεθεί η πολιτική με την ηθική, να ηθικοποιηθεί η πολιτική. Στην πραγματικότητα, το αίτημα αυτό έχει τεθεί από πολλά μαζικά κινήματα, αλλά και μέσω της αυθόρμητης απόρριψης της πολιτικής ως «τέχνης του εφικτού». Οι «πλατείες» στην Ελλάδα και όλη τη Μεσόγειο, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, τώρα οι Podemos στην Ευρώπη αλλά και η επίδραση του «ινδιανισμού» στα εγχειρήματα μετάβασης στη Λατινική Αμερική, φέρνουν με έντονο τρόπο στην επικαιρότητα μια σειρά τέτοια ζητήματα.

Η έλλειψη της ηθικής, όπως τονίζει ο φιλόσοφος Κάρελ Κόσικ, οδηγεί σε ένα κενό, το άτομο-πολίτης δεν έχει κανένα κριτήριο για το τι είναι θετικό και τι αρνητικό, τι είναι σωστό και τι λάθος. Η Αριστερά δεν αρκεί να διακηρύσσει τη διαφορετική ηθική της, χρειάζεται οπωσδήποτε να αποδεικνύει έμπρακτα ότι διαθέτει μια άλλη ηθική, γιατί αυτή αποδεικνύεται, πρωτίστως, στις στάσεις και στις συμπεριφορές και όχι στις διακηρύξεις.

Όπου κι αν βρεθεί κανείς, τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας θα ακούσει: «Να πληρώσουν όσοι οδήγησαν τη χώρα σε αυτό το χάλι», «φτάνει με το αίσχος των ΜΜΕ, όσα δεν έχουν άδεια να κλείσουν», «μην μας προδώσετε», «μην γίνετε σαν κι αυτούς, μην τους μοιάσετε». Η επίκληση αυτή δεν είναι λαϊκισμός, το ηθικό και αξιακό φορτίο αυτής της -ακόμα εν ενεργεία- λαϊκής απαίτησης δεν είναι καθόλου μικρό.

Πού γεννάται το πρόβλημα;

Δεν ανακαλύπτουμε… την Αμερική θέτοντας το ζήτημα της ηθικοποίησης της πολιτικής, απέναντι στην εισβολή του ατομικισμού στις σφαίρες δράσης ακόμα και μιας αριστερής πολιτικής. Πως μπορεί και τρυπώνει ο ατομικισμός παντού; Ποιοι όροι επιτρέπουν, ποιοι παράγοντες αποδυναμώνουν αυτό το φαινόμενο ή έστω ευνοούν άλλες, αντιθετικές δυνατότητες;

Ο ατομικισμός έρχεται, συνήθως, να εισπράξει οφέλη που έχουν προκύψει από τη συλλογική πάλη, χρησιμοποιώντας θεσμούς και κατακτήσεις της. Ένα κόμμα, για παράδειγμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που εκτινάχθηκε από το 4,5 στο 27% μπορεί να γίνει όχημα ανέλιξης για πολλούς. Από την άλλη, η τάση ενσωμάτωσης δεν είναι απλά σύμφυτο του ατομικισμού-εγωισμού αλλά και μέσο εγκλωβισμού ή ευνουχισμού σημαντικών λαϊκών κινημάτων. Άρα, η αστική πολιτική επιδιώκει να ισχυροποιηθεί αυτή η τάση, κάθε φορά που αντιμετωπίζει ένα νέο και απρόβλεπτο κίνημα ή κόμμα.

Επομένως, υπάρχουν πολλοί αντικειμενικοί λόγοι που το πρόβλημα αυτό θα έρχεται ξανά και ξανά στο προσκήνιο. Δεν καταργείται με έναν νόμο στη Βουλή, ούτε στα κομματικά όργανα. Ο στόχος της επαναηθικοποίησης της πολιτικής αφορά το γενικό ανέβασμα της συνείδησης των ίδιων των ανθρώπων που μετέχουν σε μεγάλα κινήματα και προσπάθειες αλλαγής της κοινωνίας.

Καλό είναι να κάνουμε ορισμένες διακρίσεις. Υπήρξε -ή και υπάρχει ακόμα- ένα είδος στράτευσης στην Αριστερά και στα κομμουνιστικά κόμματα, όπου κυρίαρχο ήταν το πνεύμα προσφοράς και θυσίας για μεγάλα οράματα. Αυτοί οι αγώνες, που έγιναν από απλούς ανθρώπους που υπερέβησαν τις συνηθισμένες κλίμακες, εμπνέουν αλλά συνήθως δεν προβληματίζουν βαθύτερα. Γιατί θα έπρεπε να αναγνωρίζουμε τι σχέση έχει το υλικό υπόστρωμα με τις ιδέες και την ιδεολογία. Θα πει κανείς ότι οι μορφές στράτευσης ήταν πιο πρωτόγονες και η σχέση ατομικού-συλλογικού λιγότερο εξελιγμένη. Όλοι γνωρίζουμε τα αρνητικά φαινόμενα που συχνά συνόδευαν αριστερά και κομμουνιστικά εγχειρήματα. Αλλά και αναγνωρίζουμε ότι η ένταξη σε αυτό το κίνημα δεν σήμαινε μια πιο άνετη και εύκολη ατομική ζωή αλλά το αντίθετο.

Σήμερα ζούμε σε μια πιο «περίεργη» εποχή, μετά την υποχώρηση μεγάλων ιδεών και οραμάτων. Στις δυτικές κοινωνίες κυριαρχεί ο μεταμοντερνισμός και επιβάλλεται ένας νέος ατομικισμός, ενώ η κοινωνική ζωή έχει γίνει πολύ πιο σύνθετη. Στις συνθήκες αυτές, η στράτευση σε μεγάλα εγχειρήματα γίνεται με διαφορετικούς τρόπους, είναι πιο πολυεπίπεδη και έχει νέα χαρακτηριστικά. Ακόμα, όμως, δεν έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια ενιαία οργανωτική και πολιτική πείρα. Η «μορφή πλήθος», η «μορφή κοινότητα», η τάση επανεδαφικοποίησης (κατάκτησης χώρων από μαζικά κινήματα), η «μορφή κόμμα-κίνημα», το αίτημα για αξιοπρέπεια και άλλες αξίες, φέρνουν στο επίκεντρο νέα ζητήματα.

Τερατάκια και τέρατα…

Στη γωνιά της Ευρώπης που βρίσκεται η Ελλάδα, εμφανίστηκαν πολλές ιδιομορφίες και ζητήματα που χρήζουν ιδιαίτερης μελέτης. Για παράδειγμα, δίπλα στην πιο «πρωτόγονη» μορφή στράτευσης, γεννήθηκαν μορφές που μιλώντας στο όνομα της Αριστεράς και του κομμουνισμού τοποθετούσαν σε διαφορετική βάση τη σχέση ατομικού-συλλογικού, με τρόπο όμως που συνήθως κυριεύονταν από τον αστικό ατομικισμό.

Έτσι, όταν πριν 10 χρόνια ξεκίνησε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, συνυπήρχαν σε αυτό διάφορες κουλτούρες. Κουλτούρες ριζοσπαστισμού, κουλτούρες της παλιάς στράτευσης και ένα υβρίδιο άποψης-θεωρίας ότι η συλλογική υπόθεση πρέπει να αναγνωρίζει την ατομική φιλοδοξία του καθένα για προβολή και ανέλιξη που, συνήθως, οριζόταν ως «προσφορά».

Η «κατανόηση» της ατομικότητας και της διάθεσης για τέτοια προσφορά, άφηνε στην πράξη αρκετό έδαφος στην υπέρμετρη ατομική φιλοδοξία, ενώ όλοι γνώριζαν ότι στην πράξη δεν θα ίσχυαν οι όποιοι κανόνες (για παράδειγμα, για την παρουσία στα ΜΜΕ) κατά καιρούς έθεταν τα όργανα. Έτσι, ένα τμήμα στελεχών προσαρμόζονταν στους κανόνες που έθετε ο υπαρκτός κοινοβουλευτισμός και η τηλεδημοκρατία, ενώ η πλειοψηφία ζητούσε πάντα (ματαίως) να τηρούνται οι αποφάσεις.

Όλα αυτά, όταν ακόμα οι κλίμακες ήταν της τάξης του 4-5%, ενώ τώρα όλα μεγεθύνονται και σωστά προκύπτει η ανάγκη κανόνων δεοντολογίας. Κανόνες που όμως πρέπει να τηρούνται και όχι συστηματικά να καταπατούνται. Πολλά από αυτά τα ζητήματα δεν μπορούσαν να λυθούν πριν από το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και για αυτό ενσωματώθηκαν ως μεταβατική διάταξη στο καταστατικό του. Αλλά παραμένουν ακόμα στα άλυτα ή στα «αζήτητα».

Τώρα που η κλίμακα μεγαλώνει, το άνοιγμα των θυρών στη νομιμοποίηση της ατομικής φιλοδοξίας (σαν να πρόκειται για κάτι απολύτως φυσιολογικό) ο συνδυασμός της προσφοράς «στο κίνημα» ή «στη σωτηρία της χώρας» με τον «εαυτό μου» και τις φιλοδοξίες, με τη διαμεσολάβηση του κυβερνητισμού, μπορεί να γεννήσει τερατάκια, για να μην πούμε τέρατα.

Μπορεί ένας κώδικας δεοντολογίας να σταματήσει από μόνος του τέτοια φαινόμενα; Όχι. Μπορεί, όμως, να νομιμοποιήσει τη συζήτηση για τα θέματα αυτά, μπορεί να σκιαγραφήσει ορισμένους ηθικούς άξονες (τι είναι καλό και τι κακό, λάθος και σωστό) στις παρούσες συνθήκες, μπορεί να δώσει ώθηση στη συνείδηση που θα πρέπει να επικρατεί εντός του ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτά, να δυναμώσει το στοιχείο του ριζοσπαστισμού.

Γιατί, όπως τονίστηκε και προηγουμένως, μόνο μέσα από το γενικό ανέβασμα της συνείδησης των πολλών που συμμετέχουν σε μια συλλογική προσπάθεια, μέσα από τη δική τους παρέμβαση, μπορούν να αξιοποιηθούν κανόνες και «δικλείδες ασφαλείας».

Tagged : / /

Σχετικά με την κοινή μας δήλωση, Ρ. Ρινάλντι – Ε. Σωτηρίου, 17/9/2014

Η κοινή δήλωσή μας, στην οποία αναφέρονται αρκετά ΜΜΕ, αφορούσε την εκτίμησή μας για την πορεία της προγραμματικής δουλειάς του ΣΥΡΙΖΑ και δεν είχε καμία αναφορά στα ζητήματα που τέθηκαν στην Θεσσαλονίκη.
Άλλωστε κατατέθηκε στην πολιτική γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ στην συνεδρίαση της Πέμπτης 11/9 και μεγάλο μέρος της δημοσιεύτηκε το Σάββατο 13/9. Επομένως, όλες οι αναφορές ότι πρόκειται για βολές ενάντια σε όσα εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας είναι εντελώς ανυπόστατες.
Όποιος διαβάσει με προσοχή την δήλωσή μας, θα καταλάβει ότι σε αυτήν πέρα από τα οικονομικά ζητήματα, γίνονται μια σειρά πολιτικές προτάσεις και αναφέρονται αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις για μια μεγάλη νίκη, για μια μεταπολίτευση του λαού.
Είναι εντυπωσιακός ο εκνευρισμός που δείχνουν ορισμένοι κύκλοι ιδιαίτερα μετά την παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ και τις εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα. Ας μην ψάχνουν για εύκολες διαφυγές…
Ελένη Σωτηρίου
Ρούντι Ρινάλντι
17/9/2014
Tagged : / /

Για το πρόγραμμα που έχουμε ανάγκη, κείμενο του Ρ. Ρινάλντι και της Ε. Σωτηρίου, 11/9/2014

«Ένας λαός κινείται όταν υπάρχει κινούσα ιδέα που θα βάλει φωτιά στην ψυχούλα του. Μια κινούσα ιδέα, η οποία θα τον συναρπάσει, θα τον συνεγείρει για να τους σαρώσει. Αυτή την κινούσα ιδέα θα την πούμε στρατηγική αντίληψη για να βγούμε από τα αδιέξοδά μας. Τι είναι αυτό το στρατηγικό δια ταύτα; Πρέπει να είναι κάτι το πάρα πολύ απλό. Να είναι σαφές, να είναι κρουστικό, για να είναι πειστικό, να το πάρει ο κόσμος, να το κάνει τραγούδι και αυτό να τον οδηγεί.» Λαοκράτης Βάσσης “Διαπερνώντας το τείχος των εμπλοκών στην Ελλάδα της κρίσης”, 2/12/2013
 
 
Με βάση τη μέχρι τώρα συζήτηση και επεξεργασία, στις σχετικές επιτροπές και διαδικασίες σχετικά με το πρόγραμμα, έχουμε να εκθέσουμε και να κοινωνήσουμε τις ακόλουθες σκέψεις, με σκεπτικό πάντα την ουσιαστικότερη αντιμετώπιση των σύνθετων, δύσκολων επιλογών-καθηκόντων που τίθενται σε όσους και όσες αναζητούν μια διέξοδο της χώρας και της κοινωνίας και εκφράζοντας τη βαθύτερη ανησυχία μας για την κατεύθυνση αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε-απαντάμε στις ανάγκες και τις προκλήσεις της περιόδου.
 
1.
Η όποια τοποθέτηση δε γίνεται σε κενό χρόνου. Έχουν μεσολαβήσει δυο χρόνια από τις εκλογές του 2012, τότε που ο λαός στήριξε την ελπίδα του στο ΣΥΡΙΖΑ, εμπιστεύτηκε –σε ένα βαθμό- το ΣΥΡΙΖΑ, ως φορέα  μεγάλης πολιτικής αλλαγής και διεξόδου της χώρας. Πρέπει να αναρωτηθούμε λοιπόν τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό το ποσοστό, αυτή την εμπιστοσύνη, αυτό το καθήκον. Πως υπηρέτησε τη λαϊκή απαίτηση: τι πολιτικό φορέα έφτιαξε, τι πολιτικές πρωτοβουλίες πήρε, πόσο συνέβαλε στην οργάνωση του λαϊκού κινήματος, στην ανύψωση του φρονήματος, στη δημιουργία ενός μεγάλου πολιτικού ρεύματος ικανού να γκρεμίσει το σάπιο πολιτικό σύστημα, να ανοίξει το δρόμο για μια Ελλάδα της προκοπής και της δημοκρατίας. Η απάντηση είναι προφανής: ελάχιστα σε αυτήν την κατεύθυνση. 
 
2.
Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν γύρω από την έννοια και τη σημασία του «προγράμματος». Η βασική ερώτηση στην οποία πρέπει να απαντήσουμε είναι τι πρόγραμμα έχουμε ανάγκη και για ποιο σκοπό. Γιατί αυτό που είναι αναγκαίο στις παρούσες συνθήκες δεν είναι άλλο ένα κυβερνητικό πρόγραμμα παρουσίασης «λύσεων» από κάποιους ειδικούς στα προβλήματα κάποιων άλλων, από τους οποίους ζητείται απλά εκλογική υποστήριξη. Ζητούμενο και αναγκαίο είναι ένα σχέδιο δράσης για την ελληνική κοινωνία, το οποίο θα καταρτίζεται ανοιχτά, δημόσια και θα βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τις λαϊκές τάξεις και τους ενεργούς πολίτες.
 
3.
Το πρόγραμμα μιας δύναμης που αναζητά την διέξοδο της χώρας τόσο στην κατάρτισή του, την εξαγγελία του και την εφαρμογή του, οφείλει: 
α) να ξεκλειδώνει σε κάθε τομέα τις δημιουργικές δυνάμεις των πολιτών, αφού αυτές αποτελούν το σπουδαιότερο παράγοντα διεξόδου από το σημερινό τέλμα,
β) να προωθεί μια τεράστια αλλαγή στο περιεχόμενο της πολιτικής και των αποφάσεων, να προωθεί μια δημοκρατική επανάσταση στον τρόπο που η κοινωνία σχεδιάζει και υλοποιεί το μέλλον της,
γ) να οδηγεί στην ανάκτηση της αξιοπρέπειας του λαού, που δεν μπορεί να έρθει σαν δευτερεύουσα συνέπεια οικονομικής δραστηριότητας με οδηγό το κέρδος,
δ) να διαπερνιέται από ένα συλλογικό παραγωγικό όραμα, ικανό να συγκινήσει ευρύτατα στρώματα του ελληνικού λαού.

 
4.
Η κατάρτιση ενός προγράμματος οφείλει να περιλαμβάνει την αποτύπωση της συγκυρίας (παραγωγική αποδιάρθρωση, από ποιους κλάδους προέκυψαν οι άνεργοι, τι μορφωτικό επίπεδο και ηλικία έχουν κ.λπ.), τον καθορισμό του κεντρικού στόχου (π.χ. σοσιαλισμός, σωτηρία του λαού  κ.λπ.) και τη διαδικασία μετάβασης μέσω της επίτευξης βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων – που όμως θα συνδέονται και θα εξυπηρετούν την επίτευξη του βασικού στόχου. Π.χ. η άμεση λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της φτώχειας συνδέεται με την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας και του φρονήματος του λαού, που είναι απαραίτητος όρος για την ανάδειξή του σε πρωταγωνιστή της διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Εξίσου σημαντική είναι και η διαδικασία εκπόνησης του προγράμματος: τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα θα πρέπει να συμμετέχουν οργανωμένα στη διαμόρφωση του προγράμματος, επειδή μόνο έτσι θα το αποδεχθούν συνειδητά και θα παλέψουν για την υλοποίησή του. 
 
5.
Με βάση αυτά τα κριτήρια πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα του προγράμματος. Με έμφαση στις κεντρικές ιδέες, με σαφήνεια στους βασικούς πυλώνες, με προτεραιότητα στην πολιτική κοστολόγηση έναντι της οικονομικής. Σε γενικές γραμμές, η πρόταση (το σχέδιο) μοιάζει να απαντά σε τρέχουσες ανάγκες της επικοινωνιακής πολιτικής και δεν βρίσκεται στην τροχιά σύναψης μιας προγραμματικής συμφωνίας, που θα θεωρεί προτεραιότητα για την υλοποίησή της την ενεργό δράση του λαϊκού παράγοντα. Το πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι συρραφή προτάσεων διαφόρων τμημάτων χωρίς εσωτερική συνοχή και στόχους, δεν μπορεί να είναι κατάλογος μέτρων σε κάθε τομέα.
Το σχέδιο αδυνατίζει ακόμα περισσότερο εξαιτίας και του αποσπασματικού τρόπου με τον οποίο συζητείται. Δεν μπορείς να συζητάς τα μέτρα για τη φορολογία χωρίς να τα συνδέεις με την αναγκαία αύξηση των δαπανών για την υγεία και την παιδεία ή τη χρηματοδότηση του προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης κ.λπ.
 
6.
Η χώρα πρέπει να ξαναβρεί την αυτοεκτίμησή της, τη δημιουργική ψυχή-στυλοβάτη της παραγωγικής της υπόστασης. Να ανασυστήσει πάνω σε νέα ήθη και νοοτροπίες την ιδιαίτερη επιστημονική, τεχνολογική και προπαντός τεχνική ενδογενή της βάση, που είναι ο ελάχιστος αναγκαίος όρος για να υπερβεί τα αδιέξοδα και να ανακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία. Άρα ο πυλώνας της παραγωγικής ανασυγκρότησης –μαζί με αυτόν της πραγματικής δημοκρατίας– είναι θεμελιακός. Αν δεν τονίζεται ότι χωρίς παραγωγική ανασυγκρότηση και χωρίς πραγματική δημοκρατία δεν είναι δυνατή μια διέξοδος της χώρας, οδηγούμαστε σε κανάλια διαχειριστικών κεντροαριστερών προτάσεων και κεντροαριστερών. Τότε, λαός, κοινωνία, χώρα θα είναι δίχως πυξίδα και βυθισμένα στην κρίση. Χωρίς την ενεργό συσπείρωση λαού και κοινωνίας γύρω από αυτούς τους δύο πυλώνες, καμία πολιτική ρήξεων και αξιοπρέπειας δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.
 
7.
Είναι αναγκαία μια συγκεκριμένη ανάλυση – αιτιολόγηση – αποσαφήνιση της σημερινής ελληνικής και διεθνούς παραγωγικής πραγματικότητας, την οποία εκμεταλλεύεται στο έπακρο ο κυρίαρχος νεοφιλελεύθερος λόγος. Διότι η απουσία ενός στ’ αλήθεια εναλλακτικού λόγου, απολύτως επί του συγκεκριμένου, είναι εκείνη που χαρίζει κατά βάθος και αμαχητί την πρωτοβουλία των κινήσεων στα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα.
Όπως είπε και ο πρόεδρος Αλέξης Τσίπρας, «κανείς δεν πάει στη σύγκρουση για να θυσιαστεί. Πάει στη σύγκρουση για να νικήσει»: πράγμα αδύνατο αν δεν διαθέτει σαφέστατη συγκεκριμένη ανάλυση του πραγματικού ζητήματος, των αληθινών προοπτικών που ανοίγονται και της πραγματικής υποκειμενικής του δυνατότητας να συνεισφέρει στη λύση – όχι απλά σαν ψηφοφόρος αλλά κυρίως σαν ενεργό κοινωνικό, πολιτικό και παραγωγικό υποκείμενο.
 
8.
Επανερχόμαστε στην εκτίμηση ότι το κεντρικό πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό και όχι οικονομικό. Με την έννοια πως οποιαδήποτε αλλαγή επί της ουσίας έχει πολιτικά προαπαιτούμενα, και έπονται οι οικονομικές δυνατότητες και οι δυσκολίες που θα παρουσιαστούν. Όπως είναι αναγκαία μια μεγάλη πολιτική αλλαγή (σωστά γίνεται λόγος για δημοκρατική επανάσταση), έτσι και για κάθε μέτρο του προγράμματος, αλλά και για το σύνολό του, η πολιτική κοστολόγηση προηγείται της οικονομικής. Η παραμονή στο στείρο έδαφος ενός οικονομισμού, αντί να απελευθερώνει και οικονομικές δυνατότητες, οδηγεί σε εγκλωβισμό στους νεοφιλελεύθερους μονόδρομους. Με άλλα λόγια, προτάσσουμε σε κάθε πρόταση, μέτρο, τμήμα, σύνολο του προγράμματος μια πολιτική κοστολόγηση: τι σημαίνει η εφαρμογή τους, ποιοι τη στηρίζουν, τι κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός δημιουργείται από την προώθησή του κ.λπ.
 
9.
Είναι διαφορετική η πολιτική κοστολόγηση μέτρων ενός προγράμματος που έχει ενεργό λαϊκή στήριξη, είναι άλλη αν εκφράζει μια «προοδευτική κυβέρνηση» με δυνάμεις που ερωτοτρόπησαν με το μνημονιακό κατεστημένο, είναι άλλη αν εκφράζει μια εναλλαγή στην ίδια ρότα και δεν προωθεί τομές.
Ο κεντρικός στόχος της παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν στηρίζεται απλά στο τι είναι «εφικτό» με τους όρους του εκσυγχρονισμένου μεταπρατικού μοντέλου ή του μοντέλου της αποικίας χρέους που έχουν επιβληθεί. Σε αυτή τη βάση δεν υπάρχει πραγματοποιήσιμη παραγωγική ανασυγκρότηση. Η παραγωγική ανασυγκρότηση είναι μια κινούσα κεντρική ιδέα και στόχος που έχει στρατηγική σημασία, και επιζητείται η καταρχήν πολιτική συσπείρωση και στήριξη ενός τέτοιου μάχιμου στόχου. Αφού τεθούν κεντρικοί στρατηγικοί στόχοι –αναγκαίοι για μια διαφορετική πορεία– τότε αναζητούνται και μπαίνουν σε κίνηση όλες εκείνες οι υλικές και πνευματικές δυνάμεις που τον στηρίζουν και μπορούν να τον προωθήσουν. Η απλή διατύπωση του στόχου σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, χωρίς ένα πολιτικό κίνημα για την παραγωγική ανασυγκρότηση, δεν θα σημάνει την υλοποίησή του – ακόμη κι αν υπάρχουν οι καλύτεροι σχεδιασμοί. 
 
10.
Δεδομένου του προεκλογικού αρώματος της συγκυρίας, πρέπει να δούμε τη διαφορά μεταξύ εκλογών και εκλογικίστικης αντίληψης, όπως και μεταξύ κυβέρνησης και λογικής κυβερνητισμού. Δηλαδή, το εκλογικό-κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι ούτε ένα εκλογικίστικο πρόγραμμα επικοινωνιακού χαρακτήρα απλά και μόνο για να πάρουμε τις εκλογές, ούτε μια τεχνοκρατική παράθεση των πολιτικών και διοικητικών μέτρων που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση. Στην ιστορικά κρίσιμη κατάσταση που βιώνουμε, κάτι τέτοιο θα ήταν στην πραγματικότητα ένας διόλου βοηθητικός τυχοδιωκτισμός.
 
11.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται πράγματι ένα πρόγραμμα, τόσο για να κερδίσει τις εκλογές όσο και για να κυβερνήσει. Το να πείσει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ το εκλογικό σώμα δεν είναι ζήτημα απλώς επικοινωνιακό, όπως και το να κυβερνήσει δεν είναι απλώς ζήτημα κυβερνητικών μέτρων. Το να «πείσεις» το λαό σημαίνει να τον εμπνεύσεις να πάρει μέρος σε μια μεγάλη αναμέτρηση που αφορά τη διέξοδο της χώρας (ορίζοντας τι σημαίνει νίκη, εναντίον ποιων ακριβώς αγωνίζεται, πώς θα τους νικήσει, και με τι ρίσκα). Και το να «κυβερνήσεις» σημαίνει να διεξάγεις αυτή τη μεγάλη προσπάθεια όχι εν ονόματι του λαού ή έστω με την ανοχή του· χρειάζεται η ουσιαστική συσπείρωση και ενεργός εμπλοκή του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ένα πρόγραμμα, και ο τόπος έχει απόλυτη ανάγκη από ένα πολιτικό κίνημα διεξόδου της χώρας. Διακυβέρνηση σε προοδευτική κατεύθυνση χωρίς ένα λαϊκό κίνημα διεξόδου, χωρίς μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, δεν είναι ρεαλιστική.
Στην πολιτική πάλη δεν υπάρχει γενικώς «ευτυχές τέλος» όπως στις ταινίες. Στις σύγχρονες συνθήκες ακόμα και τα ελάχιστα απαιτούν μια μεγάλη αλλαγή.  Ακόμα και το απλό  νοικοκύρεμα απαιτεί τεράστια πολιτική στήριξη. Η στήριξη για να έρθει, απαιτεί  σαφήνεια στόχων κι  όχι απλή διαχείριση εντός πλαισίου.
Δεν μπορούν να γίνουν αλλαγές με απλή χρησιμοποίηση και στήριξη στον υπάρχοντα κρατικό μηχανισμό. Χρειάζεται έλεγχος, διαφάνεια, αρετές, αποφασιστικότητα απέναντι σε όποιον βάζει το χέρι στο μέλι, νέοι θεσμοί λαϊκής συμμετοχής και ελέγχου κλπ. Γιατί δεν θέλουμε να ξαναζήσουμε εκφυλιστικά φαινόμενα τύπου ΠΑΣΟΚ.
 
12.
Για όλα αυτά χρειάζεται ένα συνεκτικό «επιχειρησιακό σχέδιο», κι αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα πρέπει να έχει το πρόγραμμα. Να είναι ένα καθολικό «επιχειρησιακό σχέδιο» που η ελληνική κοινωνία, και η Αριστερά ως ηγέτιδα πολιτική της δύναμη, οφείλει να φέρει σε πέρας μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό ορίζοντα. Υπό την έννοια αυτή, το πρόγραμμα οφείλει να καλύπτει τρεις βασικές λειτουργίες:
 
• Να ορίζει το πλαίσιο διεξαγωγής της αντιπαράθεσης/διεξόδου, με κεντρικό αλλά όχι αποκλειστικό πεδίο την κυβέρνηση (γενικός σκοπός, επιμέρους στόχοι, φίλοι-εχθροί, μέτρα-δράσεις, εναλλακτικά σενάρια).
• Να προσδιορίζει τους ιδιαίτερους επιμέρους ρόλους και τις αναγκαίες συνέργειες κυβέρνησης, κόμματος, κινημάτων, κοινωνίας.
• Να εντάσσει το «επιχειρησιακό σχέδιο» σ’ έναν ευρύτερο στρατηγικό ορίζοντα μετάβασης και κοινωνικού μετασχηματισμού (πράγμα αναγκαίο όχι μόνο για τη σύνδεση του σημερινού αγώνα με μια απώτερη προοπτική, αλλά και για την τρέχουσα συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ και όλου του κοινού μετώπου).
 
13.
• Ορίζοντας το χαρακτήρα της αναμέτρησης ως αντιμνημονιακό-αντινεοφιλεύθερο· για το σταμάτημα της εθνικής και κοινωνικής καταστροφής· για τη σωτηρία και την ανασυγκρότηση της χώρας,
• Ορίζοντας σαν αντίπαλο τη συγκυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα, την τρόικα, τα κυρίαρχα ΜΜΕ, τη κρατικοδίαιτη παρασιτική ολιγαρχία (μεγαλοεργολάβοι, μεγαλοτραπεζίτες, μεγαλολαθρέμποροι κ.λπ.), οφείλουμε να συγκροτήσουμε ένα πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα διεξόδου που θα στηρίζεται σε:
• ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ: Εργαζόμενοι + Μικρά και μεσαία στρώματα.
•ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ: ΣΥΡΙΖΑ + το αντιμνημονιακό/αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο. 
Το πρόγραμμα που θα στηρίζει και θα στηρίζεται σε τέτοιες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες, πρέπει να είναι οικονομοτεχνικά, διοικητικά και πολιτικά εφικτό και αποτελεσματικό.
 
14.
Βασικά στοιχεία του προγράμματος:
 
Νέα μεταπολίτευση του λαού – Ειρηνική δημοκρατική επανάσταση – Παραγωγική ανασυγκρότηση – Κοινωνική χειραφέτηση.
 
• Πραγματική δημοκρατία (λαϊκή κυριαρχία, απόδοση δικαιοσύνης) – αιχμές: 
  • Πολιτικός εξοστρακισμός (πολιτικό προσωπικό, ΜΜΕ)
  • Νέα πολιτειακή διάρθρωση (λαϊκή συμμετοχή, διάκριση εξουσιών, νέο σύνταγμα)
• Σεισάχθεια (εξωτερική και εσωτερική) – Παραγωγική ανασυγκρότηση
  • Εργαζόμενοι-συνταξιούχοι (μισθοί-συντάξεις) / Μικρομεσαίοι (φορολογία-ασφαλιστικό-δάνεια)
  • Κοινά αγαθά – Δημόσια διοίκηση: εξυγίανση, παραγωγικότητα-δημιουργικότητα, αξιοκρατία
  • Εναλλακτικές πρακτικές: αυτοδιαχειριστικές / συλλογικές πρωτοβουλίες, κοινωνική οικονομία.
  •  Εθνική και κοινωνική συνοχή – Ασφάλεια – Αλληλεγγύη – Μεταναστευτικό
  • Γεωπολιτικός αναπροσανατολισμός – Ανεξαρτησία, συνεργασία, αμυντική θωράκιση (Ευρώπη, Βαλκάνια, Μεσόγειος, Ανατολική Μεσόγειος-Μέση Ανατολή)
15.
Δύο φορές μέσα σε λίγο διάστημα η ευρωκρατία και ο μερκελισμός έδειξαν τις προθέσεις τους για τον ευρωπαϊκό Νότο. Αναφερόμαστε στον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν στην Κύπρο, τόσο πριν ένα χρόνο, όταν της έσπασαν τη σπονδυλική στήλη (το τραπεζικό σύστημα), όσο και τώρα, που για να εκταμιεύσουν τη δόση των 350 εκατ. ευρώ απαίτησαν να παρθούν πίσω μέτρα προστασίας της πρώτης κατοικίας που είχε θεσπίσει η κυπριακή βουλή. «Ο μύθος ομιλεί για εμάς», και δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε πως μια διαπραγμάτευση θα λήξει με ευνοϊκά για μας αποτελέσματα. Μάλλον για το αντίθετο ενδεχόμενο πρέπει να προετοιμαζόμαστε και να έχουμε εναλλακτικές. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σίγουρη η θετική έκβαση της διαπραγμάτευσης σε κάθε περίπτωση. Έχουμε να κάνουμε με κυνικούς αδίστακτους, σκληρούς αντιπάλους…
 
16.
Συμπερασματικά: Χωρίς  αφύπνιση της κοινωνίας και καλλιέργεια φρονήματος του λαού σχετικά με το τι συμβαίνει και το τι καλείται από εμάς να κάνει, πλήττεται θανάσιμα η προοπτική διεξόδου της χώρας  αλλά και η βιωσιμότητα όποιου κυβερνητικού σχήματος σε περίπτωση «ατυχήματος» του μνημονιακού μπλοκ. Αν καταφέρουμε να δώσουμε ένα διαφορετικό στίγμα, να ανυψώσουμε το φρόνημα των πολιτών τότε είναι δυνατή η ανατροπή της κυβέρνησης και η διεκδίκηση της αυτοδυναμίας. Χωρίς μετατόπιση της κοινωνίας δεν μπορεί να υπάρξει θετική διέξοδος. Χωρίς μετατόπιση της κοινωνίας η λιτότητα θα είναι το πρόγραμμα οποιασδήποτε κυβέρνησης. Η ιστορία έχει διδάξει ότι δεν υπάρχουν μεγάλα κοινωνικά εγχειρήματα και κατακτήσεις χωρίς μαζική λαϊκή συμμετοχή, χωρίς την ύπαρξη ενός αριστερού πολιτικού κινήματος. Αντί λοιπόν για το «σύνθημα»: όλα για την κυβέρνηση, να πούμε όλα για την προετοιμασία του λαού…… Και το πρόγραμμά μας αυτό το σκοπό πρέπει να υπηρετεί.
 
*****
Όσα αναφέρθηκαν αποτελούν μια τοποθέτηση που θέλει να συμβάλλει στην πορεία διεξόδου της χώρας, στην ανασυγκρότηση του μαζικού λαϊκού κινήματος, στη διαμόρφωση του αναγκαίου σχεδίου δράσης για μια διαφορετική πορεία στην Ελλάδα και την Ευρώπη μέσα σε ιδιαίτερα κρίσιμες γεωπολιτικά συνθήκες.
 
11/9/2014
Ελένη Σωτηρίου 
Ρούντι Ρινάλντι
Μέλη της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ
Tagged : / / /

Πολιτική, ηθική, Αριστερά…, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.217, 6/6/2014)

Στη συνεδρίαση της Kεντρικής Eπιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ για τον ορισμό υποψηφίων για τις περιφέρειες (1/4/2014), αμέσως μετά τη δήλωση της σ. Ελένης Πορτάλιου, είχα αναφέρει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

«Γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή η απαίτηση να ξανασυνδεθεί η πολιτική με την ηθική, να ηθικοποιηθεί η πολιτική. Στην πραγματικότητα, το αίτημα αυτό μας έχει έρθει από πολλά μαζικά κινήματα, αλλά και με την αυθόρμητη απόρριψη της πολιτικής “ως τέχνης του εφικτού”, του ωφελιμισμού, του πραγματισμού.

Η έλλειψη της ηθικής, όπως τονίζει ο φιλόσοφος Κάρελ Κόσικ, οδηγεί σε ένα κενό: το άτομο-πολίτης δεν έχει κανένα κριτήριο για το τι είναι θετικό και τι αρνητικό, τι είναι σωστό και τι λάθος» (1/2/2014).

Λίγο καιρό μετά ξανααναφέρθηκα στα λόγια αυτά στη δήλωσή μου για το ατυχές δημοσίευμα της Αυγής και την εύκολη πρακτορολογία που αναπαρήγαγε (24/4/2014).

Τούτες τις μέρες, λίγες μόνο μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, νομίζω ότι έχουν πάλι την ίδια και ίσως περισσότερη σημασία.

Η βαθιά ανησυχία, η απέχθεια που προκαλούν σε κάθε δημοκρατικό πολίτη οι εικόνες των χρυσαυγιτών που παρελαύνουν μέσα στη Βουλή ή φωνασκούν έξω από αυτήν πρέπει να μας θέσει όλους σε εγρήγορση. Και μάλιστα όχι μόνο κινηματική ή γενικά πολιτική εγρήγορση, αλλά σε μια επίμονη αναζήτηση των αιτιών για τις οποίες πάνω από 500.000 συμπολίτες μας καταλήγουν να ψηφίζουν αυτό το κόμμα-όνειδος για το λαό μας.

Αν εμβαθύνουμε σε αυτές τις αιτίες, θα διακρίνουμε ότι μια βασική είναι η δυσπιστία, η αγανάκτηση για το πολιτικό σύστημα. Ο μέσος πολίτης δεν δείχνει καμιά εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, γιατί τους ταυτίζει με τον εμπαιγμό και την κοροϊδία των απλών ανθρώπων, τους ταυτίζει με την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων, δηλαδή, τους θεωρεί θεμελιακά ανήθικους.

Δεν φτάνει, επομένως, η Αριστερά να διακηρύσσει τη διαφορετική ηθική της, χρειάζεται οπωσδήποτε να αποδεικνύει έμπρακτα ότι διαθέτει άλλη ηθική, γιατί η ηθική αποδεικνύεται πρωτίστως στις στάσεις και τις συμπεριφορές και όχι στις διακηρύξεις.

Κι εδώ η ριζοσπαστική Αριστερά, που θέλει να πείσει όσο το δυνατόν ευρύτερα τμήματα του ελληνικού λαού, πρέπει να προσπαθήσει ακόμη πολύ. Εκπτώσεις σε ζητήματα αξιών, όπως είναι η προτεραιότητα της ζωής και της φύσης έναντι των επιχειρηματικών συμφερόντων, δεν επιτρέπονται. Προσαρμοστικότητα και ανοχή σε παρα-πολιτικά φαινόμενα εισβολής των επιχειρηματιών του ποδοσφαίρου στην διαχείριση των δήμων (και των κονδυλίων του ΕΣΠΑ) δεν νοείται.

Αμήχανες συμπεριφορές που δεν μπορούν να υποστηρίξουν δημόσια τις προσωπικές επιλογές δεν αντιστοιχούν στην Αριστερά που εμπνεύστηκε από τα συνθήματα του Μάη «το προσωπικό είναι πολιτικό».

Η μεγάλη δύναμη της κυρίαρχης ιδεολογίας και του κυρίαρχου λόγου περί ηθικής είναι ότι είναι εμπεδωμένη σε όλους τους ανθρώπους και όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το καθήκον της Αριστεράς είναι, αφού συνειδητοποιήσει αυτήν την πραγματικότητα, να δημιουργήσει βήμα-βήμα (αλλά και με άλματα) μια ανταγωνιστική ηθική που να αφορά το σύνολο των καταπιεσμένων ανθρώπων.

Εκεί θα κριθεί τελικά η νίκη της, είτε πριν είτε μετά την όποια εκλογική επικράτηση. Γιατί, διαφορετικά, η κυρίαρχη επίπλαστη ηθική έχει τρόπο να ενσωματώνει όλες τις «φωνές». Αυτή άλλωστε δεν είναι η μεταμοντέρνα συνθήκη;
Tagged : / / /

Κεντροαριστερό… μαγαζί γωνία, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.217, 6/6/2014)

Ορισμένες σκέψεις για το μετεκλογικό τοπίο
Ένα κόμμα της Αριστεράς επιβεβαιώνει το ρόλο του όταν εμποδίζει γεγονότα που επιδιώκουν οι από πάνω ή όταν προωθεί γεγονότα που ευνοούν τα συμφέροντα των από κάτω. Μόνο τότε μιλάμε για τον ιστορικό ρόλο ενός κόμματος (Γκράμσι). Την αξιολόγηση αυτήν ας την έχουμε υπ’ όψιν μας σε όλες τις κρίσεις για την πορεία και το ρόλο ενός κόμματος της Αριστεράς, ιδιαίτερα όταν δρα στις κλίμακες της «αξιωματικής αντιπολίτευσης» και συσπειρώνει έναν αξιόλογο κοινωνικό και πολιτικό πόλο.

Αυτό που παρήγαγε το εκλογικό αποτέλεσμα είναι, στην ουσία, ένα μπλοκαρισμένο πολιτικό σκηνικό ή αλλιώς την παράταση μιας παραλυτικής ισορροπίας. Δηλαδή, ούτε δυναμική ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης ούτε δυναμική επικράτησης του μνημονιακού τόξου. Βέβαια, η τέτοια «ακινησία» ευνοεί τις συστημικές δυνάμεις.

Το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι θετικό γιατί καταγράφει μια πρωτιά μέσα σε αυτό το μπλοκαρισμένο σκηνικό. Είναι, επιπλέον, ισορροπημένο κοινωνικά και γεωγραφικά και εμφανίζει έναν υπολογίσιμο βραχίονα απόκρουσης του μνημονιακού καθεστώτος. Η εμπέδωση του καθεστώτος αποικίας χρέους περνά μέσα από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα πεδία, την συρρίκνωσή του, την ακύρωσή του.

Όμως, κάτι λιγότερο από το 1/3 ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ και 2/3 ψήφισαν είτε μνημονιακές δυνάμεις είτε κάτι άλλο, πάντως όχι μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση. Ο διπολισμός Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ είναι αναιμικός (κάτω από 50%) και συνεπώς υπάρχει μια τεράστια περιοχή του εκλογικού σώματος που συμπεριφέρεται διαφορετικά.

Η κεντροαριστερή ανασύνθεση
Στο πολιτικό προσκήνιο εμφανίζεται δυναμικά ως πρόταση προς την κοινωνία, η κεντροαριστερή ανασύσταση σαν ρεαλιστική, διαχειριστική, εναλλακτική πρόταση και είναι ζήτημα χρόνου να εμφανιστεί ως βασικός πυλώνας της πολιτικής ζωής, αφού η Δεξιά του Σαμαρά πνέει τα λοίσθια. Ελιά-Ποτάμι-ΔΗΜΑΡ θα συναγωνιστούν ή θα ανταγωνιστούν για να δημιουργήσουν αυτόν τον πυλώνα.
Το προχώρημα της κεντροαριστερής ανασύστασης δεν μπορεί να γίνει αγνοώντας τον ΣΥΡΙΖΑ. Αμέσως μετά τις εκλογές ο λόγος που αρθρώνεται άλλαξε και ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται ως μια σημαντική δύναμη για συνεργασία και συνεννόηση. Ακόμα και ο Βενιζέλος καλεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε πιο υπεύθυνη στάση. Από την πλευρά των κεντροαριστερών καθαρόαιμων δυνάμεων ο ΣΥΡΙΖΑ  παρουσιάζεται ως βασικός εταίρος μιας αντιδεξιάς εναλλακτικής δημοκρατικής λύσης.
Η διασπαση της ΔΗΜΑΡ σε δύο πτέρυγες, μία που θέλει συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι και μια άλλη που θέλει συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ενδεικτική για τις εξελίξεις που περιγράφονται. Δεν αποκλείεται αύριο-μεθαύριο να ολοκληρωθεί η πρόταση για κάλεσμα συνεργασίας και των δύο καταστάσεων στη βάση μιας αντιδεξιάς ρητορικής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται σαν να μην έχει συμμάχους στο πολιτικό πεδίο και η μοναδική ρεαλιστική πρόταση που του προτείνεται να είναι οι παραπάνω συνεργασίες. Ήδη στρώνεται το έδαφος για ποικιλία τέτοιων συνεργασιών με σχετική αρθρογραφία, κινήσεις, διερευνήσεις κ.λπ.
Πρόκειται για μια πλαστή επιλογή. Το πρόβλημα των συμμαχιών έπρεπε να έχει αντιμετωπιστεί από τις εκλογές του 2012. Να έχει παραμεριστεί η αλαζονεία και η αυτοαναφορικότητα. Υπήρχαν αντιμνημονιακές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις για τη συγκρότηση ενός άλλου κοινωνικού μπλοκ. Επιλέχθηκε, όμως, η ποδηγέτηση όλων στο βωμό της ψήφου και μιας «υπεύθυνης» προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Υπάρχει διέξοδος;
Αντί να πανηγυρίζουμε για ό,τι εισπράξαμε στις εκλογές, πρέπει να αναλογιστούμε πώς θα βγούμε από το μονόδρομο της κεντροαριστερής ανασύστασης που προσπαθούν να μας επιβάλουν. Υπάρχει τέτοια διέξοδος;
Έχουν διατυπωθεί τρεις προτάσεις. Η πρώτη είναι να επιδιώξουμε την αυτοδυναμία και προβάλλεται με διαφορετικό τονισμό από κάθε πλευρά. Η δεύτερη είναι να προωθήσουμε μια αριστερή συμμαχία. Η τρίτη, να προωθήσουμε διεργασίες με την Κεντροαριστερά, δηλώνοντας πώς εμείς είμαστε η Αριστερά και έχουμε την ηγεμονία στη συνεργασία, μάλλον λόγω μεγέθους.
Τα περί αυτοδυναμίας είχαν ειπωθεί αρχικά πέρυσι τον Σεπτέμβρη, στη Θεσσαλονίκη, για να εγκαταλειφτούν στη συνέχεια. Τώρα επανέρχονται, όχι ως καθαρή λύση αυτοδυναμίας αλλά με δύο τρόπους: Ο ένας μέσα από μια «πορεία προς το λαό, διαβούλευση με το λαό», ώστε  «ο ΣΥΡΙΖΑ να βάλει μπροστά μια γιγάντια διαβούλευση για να μεταφερθεί το κέντρο βάρους της συνείδησης των πολιτών στα πραγματικά επίδικα μακριά από τη μιντιακή πραγματικότητα». Έτσι ώστε να επιτευχθεί η «μετατόπιση της κοινωνίας… αφού οι συμμαχίες στο πολιτικό επίπεδο δεν μπορούν να απαντήσουν στο ζητούμενο. Κεντρικό καθήκον: ΣΥΡΙΖΑ ηγεμονικός μόνο με απεύθυνση στην κοινωνία» (Ανδρέας Καρίτζης). Ο δεύτερος ως σχεδιασμένη προσπάθεια να ανακτηθούν εφεδρείες που υπήρχαν και χάθηκαν, αφού απογοητεύτηκαν από την πολιτική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά σε θέματα εθνικά-πατριωτικά και με αυτή τη συγκέντρωση δύναμης να επιτευχθεί, επιτέλους, η ηγεμονία (Νίκος Κοτζιάς).
Τα περί συμμαχιών με την Αριστερά, ως απάντηση στο πραγματικό πρόβλημα της έλλειψης συμμαχιών και πολιτικής για τις συμμαχίες, δεν προσδίδουν καμιά ρεαλιστική δυνατότητα: Το μεν ΚΚΕ αρνείται πεισματικά, ενώ οι άλλες «εξ αριστερών του ΣΥΡΙΖΑ» δυνάμεις δεν έχουν έναν σημαντικό ρόλο.
Η πρόταση να κινηθούμε με «ό,τι μας προσφέρεται», δηλαδή με τμήμα της ΔΗΜΑΡ που ενδιαφέρεται, με ολίγη από Οικολόγους που είναι σε κρίση και να δούμε όποια τακτική μας βοηθά στο «σχέδιο 121», δηλαδή στο να μην μπορέσει να εκλεγεί Πρόεδρος από την παρούσα Βουλή και άρα προσφυγή σε εκλογές, μοιάζει να κυριαρχεί χωρίς βέβαια να καλύπτει το ζήτημα.

Για ορισμένες απόψεις
Στις συζητήσεις που έγιναν αυτές τις μέρες, θεωρείται ότι κάθε αναφορά στο ζήτημα «πατρίδα» αποτελεί συντηρητική μετατόπιση. Υποστηρίζεται (από κύκλους της τάσης ΑΝΑΣΑ, εφημερίδα Εποχή και ορισμένα στελέχη της λεγόμενης πλειοψηφίας) ότι ο λόγος περί δημοκρατικού-πατριωτικού προσκλητήριου, οι αναφορές στον «μερκελισμό» ή στα θέματα των  γερμανικών επανορθώσεων κ.λπ., προκαλούν ζημιά και σύγχυση στο εγχείρημά μας. Όμως, η αλήθεια είναι πως χωρίς αυτόν ακριβώς τον τονισμό, χωρίς την επίκληση της εθνικής αξιοπρέπειας και κυριαρχίας μιας χώρας απέναντι στη γερμανική Ευρώπη (και στο ευρωπαϊκό debate αυτά ακριβώς θίχτηκαν) δεν θα είχαμε αυτό το αποτέλεσμα στις Ευρωεκλογές. Η απάλειψη αυτών των τοποθετήσεων ανοίγει διάπλατα τους δρόμους σε μια φιλοευρωπαϊκή-φιλοΔΗΜΑΡ, κεντροαριστερή κατεύθυνση. Εξουδετερώνει οποιαδήποτε, επί της ουσίας, ριζοσπαστική τοποθέτηση.
Ορισμένοι ανακαλύπτουν τώρα την ανυπαρξία κόμματος και τους παραγοντισμούς, ενώ βάλλουν για την αυτονόμηση του πρόεδρου, του γραφείου του κλπ. Τώρα αντιλήφθηκαν τέτοια φαινόμενα; Δεν είχαν προειδοποιήσεις όλη την προηγούμενη περίοδο; Αλλά και στην αξιολόγηση του αποτελέσματος των Ευρωεκλογών δεν είδαν τίποτα από τη δράση και τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα που να παίζει κάποιο ρόλο στο θετικό αποτέλεσμα; Δεν είδαν πως η καμπάνια που έκανε στο εσωτερικό και στο εξωτερικό να συμβάλει αποφασιστικά στο θετικό αποτέλεσμα, όταν όλο το κόμμα ήταν απορροφημένο στις αυτοδιοικητικές;

Τι έχουμε μπροστά μας;
Στην τελευταία πριν από τις εκλογές συνεδρίαση της Κ.Ε. (13/4/2014), είχα τονίσει:
«Τις εκλογές θα τις νικήσουμε με μια θαρραλέα πορεία προς το λαό, αυτόν τον ενάμισι μήνα που έχει μείνει αυτήν τη στιγμή. Εκεί είναι το κλειδί! Αυτό προϋποθέτει μια πορεία προς το λαό, τώρα αλλά και σταθερά. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σκεφθεί ο καθένας τι κάνει για αυτή την πορεία προς το λαό, τι δυνατότητες έχουμε, ποια είναι τα ισχυρά μας χαρτιά και ποια είναι τα χρήσιμα στοιχεία που έχουμε και μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να πάμε να μιλήσουμε και να συνδεθούμε με τον κόσμο».
Στην ίδια ομιλία, σχετικά με την πολιτική κατάσταση είχα υποστηρίξει:
«Δύο είναι τα κεντρικά θέματα που έχουμε μπροστά μας. Πρώτον, την υποστροφή της λαϊκής διαθεσιμότητας. Δεν πάμε με το κλίμα που υπήρχε το 2012 στις εκλογές. Ο κόσμος είναι πιο μουδιασμένος και δείχνει μια ορισμένη ανάθεση και απογοήτευση. Το δεύτερο είναι η κεντροαριστερή ανασύσταση που επιχειρείται και θα μας κάνει ζημιά αν δεν την υπολογίσουμε σοβαρά. Εάν κάνουμε μέτωπο προς τον Βενιζέλο και υπάρχει μόνο μια πόλωση απέναντι στον Βενιζέλο και στον Σαμαρά, ξεχνάμε ότι όλοι οι άλλοι δουλεύουνε για να καρπωθούν και να στήσουν ένα κεντροαριστερό “μαγαζί” στη χώρα και να μας πιέσουν να μετατοπιστούμε.

Τι λέει η Ιστορία; Το 1958 η Αριστερά παίρνει 24%, 79 βουλευτές και βρίσκεται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το 1961 συγκροτείται η Ένωση Κέντρου. Από κομματίδια, από το τίποτα, που ήταν τσακωμένοι μεταξύ τους. Αυτή η σύσταση του Κέντρου και μια πολιτική της Αριστεράς προς το Κέντρο, που έλεγε ότι μόνο μέσω του Κέντρου μπορεί να πετύχει κάτι, μετέτρεψε την Αριστερά σε ουραγό του Κέντρου. Αυτήν την στιγμή τι γίνεται; Έχουμε το 27% του ΣΥΡΙΖΑ και θέλουν να το χαμηλώσουν, να το χτυπήσουν, να το εξαφανίσουν. Πάνε να δημιουργήσουν ξανά μια κεντροαριστερή δύναμη, από Ποτάμι, από Ελιά, από ΓΑΠ, από ΔΗΜΑΡ αν θέλετε, και από άλλους, άσχετους από όλο αυτό το πράγμα που έχει βγει και να μας πιέσουν να είμαστε σε συνεργασία με αυτή την κατάσταση και να μας βάλουν όρια.Να μας ευνουχίσουν πολιτικά.

Αυτό είναι το κεντρικό πολιτικό ζήτημα που έχουμε σήμερα. Και για τα επόμενα ένα-δύο χρόνια αυτό θα είναι το κεντρικό θέμα: αν θα πρωταγωνιστήσει η Αριστερά ή αν η Αριστερά θα μετατραπεί, θα πιεστεί προς πιο κεντροαριστερές θέσεις.

Αυτά, λοιπόν, είναι τα δύο βασικά σημεία που βλέπω. Δηλαδή, το πώς να σηκωθεί ο κόσμος, να χαμογελάσει και να υπάρξει εμπιστοσύνη και όραμα. Αυτό στην τακτική μας σημαίνει να δεσμευτούμε άμεσα σε μερικές θέσεις που να δείχνουν το σχέδιό μας για τη διέξοδο της χώρας και την αξιοπιστία μας. Και δεύτερον, αναμέτρηση με τα σενάρια της κεντροαριστερής ανασύστασης, γιατί αυτή μπορεί να λειτουργήσει σαν δούρειος ίππος για την προσπάθεια της Αριστεράς και να αποδειχθεί πιο μεγάλος εχθρός από το σημερινό κυβερνητικό μπλοκ».

Σήμερα, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα και με βάση το μπλοκαρισμένο, από την άποψη της δυναμικής, εκλογικό ποσοστό, θεωρώ πως η παραμονή στο σχέδιο ενός κυβερνητισμού (επίλυση των προβλημάτων από μια κυβέρνηση χωρίς στήριξη από λαϊκά κινήματα και μόνο διά της ψήφου) η ερωτοτροπία και το χάσιμο χρόνου με υπολείμματα του παλιού πολιτικού συστήματος για μια ορισμένη κεντροαριστερή ανασύνθεση ως μοναδική ρεαλιστική εναπομείνασα λύση, η υποτίμηση της λαϊκής παρέμβασης, μας οδηγούν να γίνουμε μέρος της κεντροαριστερής ανασύνθεσης, ακόμα και χωρίς να το πάρουμε είδηση.

Τα… ΠΑΣΟΚ και η μεταπολίτευση

«Είμαι ΠΑΣΟΚ, ψηφίζω Ελιά» μας έλεγε η πολιτική διαφήμιση. «Είμαι Ποτάμι και συμμετέχω στη σοσιαλιστική ευρωομάδα» μας δηλώνει το κόμμα του MEGA. «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ» ορκίζονται ο Τσούκαλης και ίσως ο κυρ Φώτης… Ίσως πρέπει να λύσουμε την άσκηση: «Πόσα ΠΑΣΟΚ υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα;».

Η υπέρβαση αυτής της κατάστασης είναι δύσκολη. Γίνεται μόνο με πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους. Με τομές και ρήξεις με πολλά στερεότυπα. Με πολιτικές για τη συγκρότηση της κοινωνίας, των κοινωνικών χώρων, με πολιτικές για τη διέξοδο της χώρας κ.λπ. Ένα χρόνο μετά το 1ο Συνέδριο χρειάζεται επανίδρυση του κόμματος.

Κλείνουν 40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση. Πρέπει να γίνουν ουσιαστικοί λογαριασμοί με την εποχή αυτών των 40 χρόνων. Διαφορετικά, η Μεταπολίτευση του λαού δεν μπορεί να έρθει!

Tagged : / / / /