Μηνύματα λίγο πριν τις κάλπες, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.246,17/1/2015)

kalph

 

Το εκλογικό ρεύμα και η κρισιμότητα των επόμενων μηνών

Στις προσεχείς εκλογές όλα δείχνουν ότι θα καταγραφεί ένα ρεύμα τιμωρίας και αλλαγής. Το ρεύμα αυτό θα τροφοδοτήσει μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ που η έκτασή της δεν μπορεί ακόμα να προβλεφθεί. Θα μπορούσε να ήταν σαρωτική, ουσιαστική, αν και εφόσον τα προηγούμενα δύο χρόνια είχαν δοθεί πιο σαφή δείγματα γραφής και κυρίως αν είχε συγκροτηθεί ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου.

Το παλιό πολιτικό-κομματικό σύστημα πνέει τα λοίσθια. Στην ουσία, είναι ανύπαρκτο. Ο δικομματισμός (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ) έχει τελειώσει από το 2012, η διάλυση του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνεται, η ΔΗΜΑΡ διαλύθηκε μέσα σε λίγους μήνες, ενώ δημιουργούνται νέα μορφώματα, όπως το Ποτάμι, αμφίβολης διάρκειας και ρόλου. Η συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής προσκρούει στην τεραστίων διαστάσεων κρίση του σάπιου πολιτικού συστήματος και στην ευρεία του καταδίκη στη λαϊκή συνείδηση. Το γεγονός ότι συντηρητικά στρώματα σκέφτονται να εγκαταλείψουν την Ν.Δ. και να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, πιστοποιεί το μέγεθος του κλυδωνισμού που έχει υποστεί το αντιπροσωπευτικό σύστημα στη χώρα μας με τη μορφή που το γνωρίζαμε. Αυτός είναι ο λόγος που ακυρώθηκε η αντι-αριστερή προπαγάνδα τρόμου και φόβου που είχε σχεδιάσει το νεοδημοκρατικό επιτελείο.

Η βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος, έδινε -και δίνει ακόμα- τη δυνατότητα μιας βαθιάς πολιτικής τομής, μιας σημαντικής μεταπολίτευσης του λαού, κατά την οποία όλοι οι όροι του πολιτικού πεδίου, του κράτους, της κοινωνίας θα τροποποιούνταν σε προοδευτική κατεύθυνση. Μια μεταπολίτευση που θα οδηγούσε στον εξοστρακισμό από την πολιτική σφαίρα όσων ευθύνονται για τη διάλυση της χώρας και το γονάτισμα της κοινωνίας, στο καθάρισμα όλου του κρατικού και διοικητικού μηχανισμού από την κόπρο του Αυγεία. Είναι όρος η διάλυση του σάπιου πολιτικού συστήματος για κάθε προοδευτικό βήμα της κοινωνίας. Αυτή η ανάγκη, που τόσο εμφατικά έφερε στην επιφάνεια το κίνημα των πλατειών, δεν αναδείχθηκε ως δυνατότητα και αναγκαιότητα τους τελευταίους μήνες.

Ο διπολισμός εγκλωβίζει

Ας κάνουμε λίγο πιο σαφές το σημείο αυτό. Η αντιμετώπιση του μνημονιακού διαπλεκόμενου πολιτικού κόσμου και της τροϊκανής επικυριαρχίας, δεν εξαντλείται μέσα από την επίλυση της αντίθεσης Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές και μόνο. Ο διπολισμός ή νέος δικομματισμός ανάμεσα στα δύο κόμματα εγκλωβίζει δυνάμεις και περιορίζει στόχους, γιατί απλώς η Ν.Δ. δεν είναι η μόνη μνημονιακή δύναμη, ούτε κυβέρνησε ποτέ μόνη της. Η ανάδειξή της σε αποκλειστικό αντίπαλο βοήθησε στην συσπείρωσή της (τα ποσοστά της είναι αρκούντως μεγάλα, ενώ θα μπορούσε να έχει σφυροκοπηθεί παντοιοτρόπως και να έχει απομονωθεί σε μέγιστο βαθμό) και τώρα ευελπιστεί, αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, να παίξει κάποιο ρόλο.

Ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου, ένα αριστερό πολιτικό κίνημα θα όφειλε να μην αφήσει καμιά ανάσα σε όλους τους μνημονιακούς σχηματισμούς. Η μεταμνημονιακή Ελλάδα χρειάζεται κάθαρση και νέο πολιτικό σύστημα που σε τίποτα να μη μοιάζει με το σημερινό. Αυτό είναι που δεν βλέπουν οι διαφημιστικές, οι εταιρίες μετρήσεων, τα κανάλια και όλα τα πλοκάμια του παλιού πολιτικού συστήματος. Η παραμονή όλης της προεκλογικής ρητορικής απλώς και μόνο στο έδαφος της οικονομίας και ειδικότερα στο ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά και πώς θα πληρωθούν τα ομόλογα», αποσκοπεί να αφήσει στην άκρη το ζήτημα ποιος και πώς θα καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία.

Τώρα όλοι αναρωτιούνται πόσο πρώτος θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, τι διαφορά θα έχει από την Ν.Δ. και ποιο κόμμα θα είναι τρίτο. Η «τριτιά» μοιάζει λίγο σαν το βούτηγμα μέσα στο κρύο των νέων για να πιάσουν τον σταυρό στα Θεοφάνια. Ποιος θα τον πιάσει; Ποια θα ήταν η σημασία αυτών των δεδομένων μπροστά σε έναν περίπατο-χείμαρρο των λαϊκών δυνάμεων με μια σαρωτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ; Αλλά γι’ αυτό χρειαζόταν το πολιτικό κίνημα που ποτέ δεν οικοδομήθηκε. Τι μένει; Μένει να γίνουν πολλά και σημαντικά.

Καθησυχαστικό πνεύμα και ριζοσπαστισμός

Η εικόνα που σχηματίζεται δείχνει πως υπάρχουν αποθέματα και έντονη λαϊκή διάθεση για να μπει ένα τέρμα στο κακό. Αλλά εκφράζεται με έμμεσο τρόπο, διά της αντιπροσωπεύσης, διά της ανάθεσης. Τα «δώστε μας μεγάλη εντολή», τη «μαγική μέρα των εκλογών» και «εμείς θα διαπραγματευτούμε επάξια» μαζί με το «μην ανησυχείτε, όλα είναι υπό έλεγχο και θα πάνε καλά», δημιουργούν όρους υποστολής της αναγκαίας συμμετοχής και τόλμης που πρέπει να επιδειχθεί από την πρώτη κιόλας στιγμή.

Ζητούμενο μιας μεγάλης αλλαγής είναι η συνεχής παρουσία του λαϊκού παράγοντα και όχι η στιγμιαία έκφρασή του μέσα από την εκλογική διαδικασία. Αυτή ξεκλειδώνει απλά την πόρτα: Οι μνημονιακές δυνάμεις θα χάσουν τη διακυβέρνηση και η ευρωκρατία θα υποχρεωθεί σε κινήσεις και προσαρμογές στα νέα δεδομένα. Θα αντιδράσει, θα δυσκολέψει, θα υπαγορεύσει όρους, θα εκβιάσει, θα νουθετήσει, θα ρίξει γέφυρες, θα θολώσει τα νερά, θα πάρει πρωτοβουλίες, θα δημιουργήσει τετελεσμένα.

Η σχέση κοινωνίας, οικονομίας, πολιτικής θα δοκιμαστεί σε διαφορετικές συντεταγμένες, όπου θα κονταροχτυπηθούν δύο διαφορετικές και ανταγωνιστικές κατευθύνσεις: Από τη μια, η κατεύθυνση βαθέματος και ουσιαστικοποίησης μιας μεταπολίτευσης που θα έχει λαϊκά χαρακτηριστικά, με την ορμητική συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα. Από την άλλη, η κατεύθυνση της συστημικής παλινόρθωσης με διαφορετικά μείγματα νεοφιλελεύθερης πολιτικής και απόντα το λαό (που θα παρακολουθεί απαθής όσα γίνονται κατά τη διαπραγμάτευση) και με μόνιμο ρεφρέν το «εφικτό και ρεαλιστικό».

Το περίεργο είναι ότι το καθησυχαστικό πνεύμα της πολιτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ από τις Ευρωεκλογές και ύστερα -προφανώς για να κερδηθούν ακροατήρια ή να ουδετεροποιηθούν αντίπαλες διαθέσεις-, αμβλύνει το ριζοσπαστισμό, την ανάγκη συμμετοχής και την τόλμη που χρειάζεται, και μεταθέτει σχεδόν τα πάντα στο πεδίο της διακυβέρνησης. Επειδή ο αντίπαλος (όχι ο Σαμαράς, αλλά η ευρωκρατία) μελέτησε 2 χρόνια την κατάσταση και τις εξελίξεις, θα προσπαθήσει με πολλούς τρόπους να παλινορθώσει τον συστημισμό και έτσι το «καθησυχαστικό πνεύμα» δεν τον τρομάζει.

Από την πρώτη στιγμή μιας αλλαγής, η κοινωνία και η πολιτική θα απαιτούν τις προϋποθέσεις μιας σύνθετης και βαθιάς διεξόδου της χώρας από την καθολική κρίση στην οποία τη βύθισαν. Οι μήνες που έρχονται είναι κρίσιμοι. Αυτό και μόνο υπαγορεύει την ανάγκη της λαϊκής δραστηριοποίησης και σίγουρα όχι μόνο την Κυριακή των εκλογών.

Κυρίως μετά! Χωρίς να υποχωρεί το πνεύμα ριζοσπαστισμού, συμμετοχής και τόλμης, με κάθε μέρος της κοινωνίας να παίζει πραγματικά το ρόλο του. Πολιτικό κίνημα, κοινωνική συνείδηση, δημοκρατική-πατριωτική αφύπνιση, πανευρωπαϊκή-διεθνική αλληλεγγύη. Αυτά έχει ανάγκη η χώρα και όχι μόνο μια διαχειριστική διακυβέρνηση στα όρια ανοχής των ευρωκρατών.

Το σενάριο δεν είναι γραμμένο και δεν το ξέρει κανείς!

 

Tagged : / /

Περί πολιτικής και ηθικής ξανά και ξανά…, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.243,27/12/2014)

2_SYRIZA-650x250

Χρειάζονται κανόνες δεοντολογίας και γιατί;

Ολοκληρώνονται αυτές τις μέρες οι εργασίες της Επιτροπής Δεοντολογίας για όσους θα συμμετέχουν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στη συγκρότηση μιας τέτοιας επιτροπής. Αρχικά, τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στις αυτοδιοικητικές εκλογές ξεπέρασαν κατά πολύ το συνηθισμένο επίπεδο. Στη συνέχεια έγινε φανερό ότι πολλοί μπορεί να πλησιάζουν για διαφορετικούς λόγους τον ΣΥΡΙΖΑ τώρα που είναι «προ των πυλών» και, βεβαίως υπάρχει, πέρα από την αρνητική και θετική εμπειρία, όπως αυτή που φέρνουν φρέσκα κινήματα και νέες μορφές πολιτικής συλλογικότητας όπως οι Podemos στην Ισπανία.

Το τελευταίο παράδειγμα, που προσιδιάζει περισσότερο στην μορφή «κόμμα-κίνημα» παρά στη μορφή «κόμμα» όπως αυτή κυριαρχεί στον πολιτικό βίο, φέρει πολλά στοιχεία ριζοσπαστισμού, τόσο στη δομή όσο και στις διαδικασίες. Ένα από αυτά είναι η «ηθική δέσμευση» για όλους όσοι θέλουν να ενταχθούν στις γραμμές των Podemos. Αυτή αναφέρεται με ρητό τρόπο στις σχέσεις του κινήματος αυτού με τη διοίκηση, το κράτος, τις επιχειρήσεις, τα ΜΜΕ και συνολικά τα κοινά.

Δεν ηθικολογούμε…

Οι εραστές του πραγματισμού περιγελούν οποιαδήποτε αναφορά στην ηθική. Τη θεωρούν σκέτη ηθικολογία που αναδύει μάλλον έναν θρησκευτικό, κατηχητικό πνεύμα. Στην πραγματικότητα, υποβιβάζουν την πολιτική σε τέχνη του εφικτού, σε κυριάρχηση των μέσων για να επιτευχθεί ένας οποιοσδήποτε σκοπός, προσπερνούν την απαίτηση για ουσιαστική και χειραφετητική συμμετοχή των πολλών. Αρνούνται έτσι κάθε ανάγκη για ιδεολογία, νόημα και ουσία στα πεδία αυτά. Η εξουσιομανία, ο αυταρχισμός, η προσωπική ανάδειξη, ο καριερισμός, ο παραγοντισμός, η υποτίμηση του αγώνα και του ανθρώπινου παράγοντα, προωθούνται μέσα από την παρόξυνση όλων των αρνητικών φαινομένων που συνοδεύουν το κράτος, τη γραφειοκρατία και τον ατομικιστικό εγωισμό.

Δεν μπορεί, όμως, να αγνοηθεί η απαίτηση να ξανασυνδεθεί η πολιτική με την ηθική, να ηθικοποιηθεί η πολιτική. Στην πραγματικότητα, το αίτημα αυτό έχει τεθεί από πολλά μαζικά κινήματα, αλλά και μέσω της αυθόρμητης απόρριψης της πολιτικής ως «τέχνης του εφικτού». Οι «πλατείες» στην Ελλάδα και όλη τη Μεσόγειο, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, τώρα οι Podemos στην Ευρώπη αλλά και η επίδραση του «ινδιανισμού» στα εγχειρήματα μετάβασης στη Λατινική Αμερική, φέρνουν με έντονο τρόπο στην επικαιρότητα μια σειρά τέτοια ζητήματα.

Η έλλειψη της ηθικής, όπως τονίζει ο φιλόσοφος Κάρελ Κόσικ, οδηγεί σε ένα κενό, το άτομο-πολίτης δεν έχει κανένα κριτήριο για το τι είναι θετικό και τι αρνητικό, τι είναι σωστό και τι λάθος. Η Αριστερά δεν αρκεί να διακηρύσσει τη διαφορετική ηθική της, χρειάζεται οπωσδήποτε να αποδεικνύει έμπρακτα ότι διαθέτει μια άλλη ηθική, γιατί αυτή αποδεικνύεται, πρωτίστως, στις στάσεις και στις συμπεριφορές και όχι στις διακηρύξεις.

Όπου κι αν βρεθεί κανείς, τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας θα ακούσει: «Να πληρώσουν όσοι οδήγησαν τη χώρα σε αυτό το χάλι», «φτάνει με το αίσχος των ΜΜΕ, όσα δεν έχουν άδεια να κλείσουν», «μην μας προδώσετε», «μην γίνετε σαν κι αυτούς, μην τους μοιάσετε». Η επίκληση αυτή δεν είναι λαϊκισμός, το ηθικό και αξιακό φορτίο αυτής της -ακόμα εν ενεργεία- λαϊκής απαίτησης δεν είναι καθόλου μικρό.

Πού γεννάται το πρόβλημα;

Δεν ανακαλύπτουμε… την Αμερική θέτοντας το ζήτημα της ηθικοποίησης της πολιτικής, απέναντι στην εισβολή του ατομικισμού στις σφαίρες δράσης ακόμα και μιας αριστερής πολιτικής. Πως μπορεί και τρυπώνει ο ατομικισμός παντού; Ποιοι όροι επιτρέπουν, ποιοι παράγοντες αποδυναμώνουν αυτό το φαινόμενο ή έστω ευνοούν άλλες, αντιθετικές δυνατότητες;

Ο ατομικισμός έρχεται, συνήθως, να εισπράξει οφέλη που έχουν προκύψει από τη συλλογική πάλη, χρησιμοποιώντας θεσμούς και κατακτήσεις της. Ένα κόμμα, για παράδειγμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που εκτινάχθηκε από το 4,5 στο 27% μπορεί να γίνει όχημα ανέλιξης για πολλούς. Από την άλλη, η τάση ενσωμάτωσης δεν είναι απλά σύμφυτο του ατομικισμού-εγωισμού αλλά και μέσο εγκλωβισμού ή ευνουχισμού σημαντικών λαϊκών κινημάτων. Άρα, η αστική πολιτική επιδιώκει να ισχυροποιηθεί αυτή η τάση, κάθε φορά που αντιμετωπίζει ένα νέο και απρόβλεπτο κίνημα ή κόμμα.

Επομένως, υπάρχουν πολλοί αντικειμενικοί λόγοι που το πρόβλημα αυτό θα έρχεται ξανά και ξανά στο προσκήνιο. Δεν καταργείται με έναν νόμο στη Βουλή, ούτε στα κομματικά όργανα. Ο στόχος της επαναηθικοποίησης της πολιτικής αφορά το γενικό ανέβασμα της συνείδησης των ίδιων των ανθρώπων που μετέχουν σε μεγάλα κινήματα και προσπάθειες αλλαγής της κοινωνίας.

Καλό είναι να κάνουμε ορισμένες διακρίσεις. Υπήρξε -ή και υπάρχει ακόμα- ένα είδος στράτευσης στην Αριστερά και στα κομμουνιστικά κόμματα, όπου κυρίαρχο ήταν το πνεύμα προσφοράς και θυσίας για μεγάλα οράματα. Αυτοί οι αγώνες, που έγιναν από απλούς ανθρώπους που υπερέβησαν τις συνηθισμένες κλίμακες, εμπνέουν αλλά συνήθως δεν προβληματίζουν βαθύτερα. Γιατί θα έπρεπε να αναγνωρίζουμε τι σχέση έχει το υλικό υπόστρωμα με τις ιδέες και την ιδεολογία. Θα πει κανείς ότι οι μορφές στράτευσης ήταν πιο πρωτόγονες και η σχέση ατομικού-συλλογικού λιγότερο εξελιγμένη. Όλοι γνωρίζουμε τα αρνητικά φαινόμενα που συχνά συνόδευαν αριστερά και κομμουνιστικά εγχειρήματα. Αλλά και αναγνωρίζουμε ότι η ένταξη σε αυτό το κίνημα δεν σήμαινε μια πιο άνετη και εύκολη ατομική ζωή αλλά το αντίθετο.

Σήμερα ζούμε σε μια πιο «περίεργη» εποχή, μετά την υποχώρηση μεγάλων ιδεών και οραμάτων. Στις δυτικές κοινωνίες κυριαρχεί ο μεταμοντερνισμός και επιβάλλεται ένας νέος ατομικισμός, ενώ η κοινωνική ζωή έχει γίνει πολύ πιο σύνθετη. Στις συνθήκες αυτές, η στράτευση σε μεγάλα εγχειρήματα γίνεται με διαφορετικούς τρόπους, είναι πιο πολυεπίπεδη και έχει νέα χαρακτηριστικά. Ακόμα, όμως, δεν έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια ενιαία οργανωτική και πολιτική πείρα. Η «μορφή πλήθος», η «μορφή κοινότητα», η τάση επανεδαφικοποίησης (κατάκτησης χώρων από μαζικά κινήματα), η «μορφή κόμμα-κίνημα», το αίτημα για αξιοπρέπεια και άλλες αξίες, φέρνουν στο επίκεντρο νέα ζητήματα.

Τερατάκια και τέρατα…

Στη γωνιά της Ευρώπης που βρίσκεται η Ελλάδα, εμφανίστηκαν πολλές ιδιομορφίες και ζητήματα που χρήζουν ιδιαίτερης μελέτης. Για παράδειγμα, δίπλα στην πιο «πρωτόγονη» μορφή στράτευσης, γεννήθηκαν μορφές που μιλώντας στο όνομα της Αριστεράς και του κομμουνισμού τοποθετούσαν σε διαφορετική βάση τη σχέση ατομικού-συλλογικού, με τρόπο όμως που συνήθως κυριεύονταν από τον αστικό ατομικισμό.

Έτσι, όταν πριν 10 χρόνια ξεκίνησε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, συνυπήρχαν σε αυτό διάφορες κουλτούρες. Κουλτούρες ριζοσπαστισμού, κουλτούρες της παλιάς στράτευσης και ένα υβρίδιο άποψης-θεωρίας ότι η συλλογική υπόθεση πρέπει να αναγνωρίζει την ατομική φιλοδοξία του καθένα για προβολή και ανέλιξη που, συνήθως, οριζόταν ως «προσφορά».

Η «κατανόηση» της ατομικότητας και της διάθεσης για τέτοια προσφορά, άφηνε στην πράξη αρκετό έδαφος στην υπέρμετρη ατομική φιλοδοξία, ενώ όλοι γνώριζαν ότι στην πράξη δεν θα ίσχυαν οι όποιοι κανόνες (για παράδειγμα, για την παρουσία στα ΜΜΕ) κατά καιρούς έθεταν τα όργανα. Έτσι, ένα τμήμα στελεχών προσαρμόζονταν στους κανόνες που έθετε ο υπαρκτός κοινοβουλευτισμός και η τηλεδημοκρατία, ενώ η πλειοψηφία ζητούσε πάντα (ματαίως) να τηρούνται οι αποφάσεις.

Όλα αυτά, όταν ακόμα οι κλίμακες ήταν της τάξης του 4-5%, ενώ τώρα όλα μεγεθύνονται και σωστά προκύπτει η ανάγκη κανόνων δεοντολογίας. Κανόνες που όμως πρέπει να τηρούνται και όχι συστηματικά να καταπατούνται. Πολλά από αυτά τα ζητήματα δεν μπορούσαν να λυθούν πριν από το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και για αυτό ενσωματώθηκαν ως μεταβατική διάταξη στο καταστατικό του. Αλλά παραμένουν ακόμα στα άλυτα ή στα «αζήτητα».

Τώρα που η κλίμακα μεγαλώνει, το άνοιγμα των θυρών στη νομιμοποίηση της ατομικής φιλοδοξίας (σαν να πρόκειται για κάτι απολύτως φυσιολογικό) ο συνδυασμός της προσφοράς «στο κίνημα» ή «στη σωτηρία της χώρας» με τον «εαυτό μου» και τις φιλοδοξίες, με τη διαμεσολάβηση του κυβερνητισμού, μπορεί να γεννήσει τερατάκια, για να μην πούμε τέρατα.

Μπορεί ένας κώδικας δεοντολογίας να σταματήσει από μόνος του τέτοια φαινόμενα; Όχι. Μπορεί, όμως, να νομιμοποιήσει τη συζήτηση για τα θέματα αυτά, μπορεί να σκιαγραφήσει ορισμένους ηθικούς άξονες (τι είναι καλό και τι κακό, λάθος και σωστό) στις παρούσες συνθήκες, μπορεί να δώσει ώθηση στη συνείδηση που θα πρέπει να επικρατεί εντός του ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτά, να δυναμώσει το στοιχείο του ριζοσπαστισμού.

Γιατί, όπως τονίστηκε και προηγουμένως, μόνο μέσα από το γενικό ανέβασμα της συνείδησης των πολλών που συμμετέχουν σε μια συλλογική προσπάθεια, μέσα από τη δική τους παρέμβαση, μπορούν να αξιοποιηθούν κανόνες και «δικλείδες ασφαλείας».

Tagged : / /

Απάντηση στην ομηρία το αδιάλλακτο φρόνημα, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.242, 20/12/2014)

sidiroplegmaΓιατί ο λαϊκός παράγοντας είναι καθοριστικός για τη διέξοδο της χώρας

Όπως φαίνεται, οδεύουμε σε μια κορύφωση της καθολικής κρίσης και το ζητούμενο είναι αν μπορούν να έρθουν -και πότε- καλύτερες μέρες (δηλαδή, σωτηρία της χώρας από τη μεθοδευμένη καταστροφή) ή αν είναι μοιραίο να ζήσουμε και χειρότερα (δηλαδή επιτάχυνση καταστροφών-διαμελισμών- ακρωτηριασμών).

Σε κάθε περίπτωση, όποιος θέλει να αποφύγει την καταστροφή της χώρας, δεν μπορεί να υπομένει τα εκβιαστικά διλήμματα και τις παγιδεύσεις που στήνονται από τις δυνάμεις που ούτε νοιάζονται για την κοινωνία, ούτε πολύ περισσότερο τους ενδιαφέρει η λεγόμενη σταθερότητα. Να μην υπομένεις μοιραία τα τελεσίγραφα, να μην παραδίδεσαι πριν καν τη μάχη, να αρνείσαι ότι είσαι χαμένος από χέρι κ.λπ., αυτό απαιτεί μια άλλη ψυχολογία και ένα διαφορετικό φρόνημα.

Όταν σε περικυκλώνουν, οφείλεις να βρεις τρόπο να σπάσεις την πολιορκία και αν μπορείς να περικυκλώσεις εσύ τους περικυκλωτές σου. Όχι, δεν αποτελεί αμετροέπεια η απόφαση να δώσεις τη μάχη, να αγωνιστείς, να δοκιμάσεις μιαν εναλλακτική πορεία.

Η δύναμη και η θέληση, η συλλογική θέληση δεν είναι απλώς υπόθεση ατομικής απόφασης. Το φρόνημα ενός λαού είναι τεράστιας σημασίας παράγοντας και αποτελεί πεδίο άσκησης και μέσο άσκησης πολιτικών και κυριαρχίας. Ο πειθαναγκασμένος και φοβισμένος πολίτης είναι προϋπόθεση για το πέρασμα του κοινωνικού οδοστρωτήρα των λεγόμενων «μεταρρυθμίσεων» και της καταστροφής της κοινωνίας. Ασώματη κοινωνία κυριαρχείται εύκολα, χωρίς πολλά-πολλά.

Οι δύο φάσεις του σχεδίου

Παράταση της μνημονιακής ουσίας, με κάθε μέσο, είναι σήμερα η αστική πολιτική πρόταση. Το σχέδιο έχει δύο φάσεις: Πρώτα απόπειρα εκλογής προέδρου – Δεύτερη φάση οι εκλογές που οδηγούν σε «μη καθαρή λύση», δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αυτοδυναμία. Τότε, μέσω της πίεσης, να καλουπωθεί ο πολιτικός κόσμος στο άρμα μιας «εθνικής συνεννόησης» συνέχισης ή αποδοχής των μνημονιακών νεοφιλελεύθερων δογμάτων.

Μέσο για την κατάκτηση μιας «μη καθαρής λύσης» είναι ο εκφοβισμός, η επίκληση του κινδύνου καταστροφής που φέρνει ο ΣYΡΙΖΑ, και φυσικά η ναρκοθέτηση του τοπίου προκειμένου να επιτευχθεί μια παγίδευση. Παγίδευση που οδηγεί είτε στη ρυμούλκηση του ΣΥΡΙΖΑ σε τετελεσμένα και υπό ασφυκτική ομηρία, είτε να αποτελέσει μια σύντομη «αριστερή παρένθεση».

Το ψαλίδισμα των προσδοκιών και των οριζόντων του λαϊκού παράγοντα, ο φόβος και η σύγχυση αποτελούν διαβρωτικές ουσίες για το φρόνημά του. Γι’ αυτό τούτες τις μέρες στήνεται μια τεράστια επιχείρηση εκφοβισμού και ψυχολογικού πολέμου, για την αποδιάρθρωση του φρονήματος του λαού. Για την καθήλωσή του και τη θραυσματοποίησή του.

Η απάντηση σε αυτήν την υπαρκτή και κλιμακούμενη επιχείρηση δεν μπορεί να είναι απλώς η ψυχραιμία και η νηφαλιότητα. Ούτε ο καθησυχασμός ότι τίποτα κακό δεν πρόκειται να συμβεί. Η ουσιαστική απάντηση βρίσκεται στην πολιτική, στην ιδεολογία, στο φρόνημα. Στην καλλιέργεια της πεποίθησης ότι μια μεγάλη μεταπολίτευση του λαού είναι και εφικτή και αναγκαία. Ότι στόχοι της είναι μεγάλες ιδέες όπως η σωτηρία και διέξοδος της χώρας από την καθολική κρίση, η πραγματική δημοκρατία, η παραγωγική ανασυγκρότηση, η ανθρωπιστική παιδεία, η φιλειρηνική και ανεξάρτητη πολιτική, η κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία. Η κοινωνία πρώτα και όχι οι εγωιστικές ελίτ που οδήγησαν σε τόσες καταστροφές και αποτυχίες. Η κοινωνία συγκροτημένη σε σώμα γύρω από μεγάλους ευκρινείς στόχους διεξόδου της χώρας, σημαίνει συγκρότηση του λαϊκού φρονήματος, καλλιέργεια μιας εθνικής και συλλογικής συνείδησης για τους στόχους και τα επίδικα. Σημαίνει τόλμη, αλήθεια και κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα.

Η αριστερή πολιτική διακρίνεται από την αστική και την εν γένει μικροπολιτική ακριβώς στο ότι βασίζεται σε μεγάλες ιδέες και απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα. Μόνιμη επιδίωξη και σταθερή τάση κάθε πρότασης, κάθε ενέργειας και πρωτοβουλίας.

Επιμένουμε σε αυτήν την απαίτηση γιατί ο κυβερνητισμός, δηλαδή η ιδέα ότι μέσω της διακυβέρνησης και μόνο, μέσα από την κρατική και διοικητική μηχανή δηλαδή, μπορεί να γίνει μια μεγάλη αλλαγή ή μια βελτίωση, είναι βασικά λαθεμένη και αποτυχημένη. Για να προχωρήσει κάθε θετικός μετασχηματισμός -μικρός ή μεγάλος- είναι αναγκαία η συμμετοχή του κόσμου σε πολλαπλά επίπεδα και όχι μονοδιάστατα διά της ψήφου.

Κοινωνία συγκροτημένη και ενεργή

Στην παγίδευση που θέλουν να μας οδηγήσουν, η απάντηση δεν μπορεί να αποφύγει να κατονομάσει αλλά και να δώσει έμφαση στο ποιοι συγκεκριμένα είναι οι εχθροί και πώς μεθοδεύουν τις κινήσεις τους ενάντια στην κοινωνία. Το καλόπιασμα και οι διαθέσεις συμβιβασμού πριν καν δοθεί η μάχη ή ξετυλιχθεί στα βασικά θέατρα της αντιπαράθεσης, δεν αποδίδουν κανένα αποτέλεσμα εκτός από το αποκοίμισμα αυτού ακριβώς του παράγοντα που πρέπει να κινητοποιηθεί: του λαού, των οργανώσεών του, των κομμάτων που τον εκφράζουν. Όπως σε τίποτα δεν ωφελεί η υποτίμηση του παράγοντα της κοινωνικής συνείδησης, των ιδεών και της ψυχολογίας του λαού σε κρίσιμες αναμετρήσεις. Η πολιτική δεν γίνεται ερήμην ή απλά στο όνομα του κόσμου που αφορά ή ξεκομμένα από αυτόν, αν θέλει να είναι λαϊκή, προοδευτική και αναθεμελιωτική, χειραφετητική.

Επομένως, αν αναλογιστούμε τις προϋποθέσεις μιας μεγάλης στροφής στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική ζωή του τόπου, αυτές δεν μπορούν να περιοριστούν σε ένα εκλογικό γεγονός + μια προοδευτική διακυβέρνηση. Αυτά είναι αναγκαία και αποφασιστικής σημασίας για μια εκκίνηση, αλλά για να επιτευχθούν και να προχωρήσουν, οφείλουν να έχουν σαν στήριγμα και σαν βασικό συντελεστή μια κοινωνία που είναι συγκροτημένη, ενεργή και σε δράση. Ο λαϊκός παράγοντας σε παθητική κατάσταση είναι όρος για άλλης τάξης και ποιότητας αλλαγές, με αντιδραστικό πρόσημο σε εποχές καθολικής γενικευμένης κρίσης.

Ζωντανό πολιτικό κίνημα

Επομένως, αυτό που απαραιτήτως χρειάζεται τούτη την ώρα -και έχουν γίνει λίγα στην κατεύθυνση αυτή- είναι η ύπαρξη ενός ζωντανού πολιτικού κινήματος που να σπρώχνει, να στηρίζει, να διορθώνει, να απαιτεί, μια αλλαγή που θα γίνει σε δύσκολες συνθήκες, σε ναρκοθετημένο περιβάλλον, με αμφίβολους φίλους, με στρωμένο το δρόμο στις σειρήνες του συμβιβασμού, της ηττοπάθειας, της αποστασίας, της ενσωμάτωσης, του εκφυλισμού.

Κανείς δεν είναι αθώος, κανένας δρόμος δεν είναι στρωμένος με ανθούς και καλές προαιρέσεις. Ο δρόμος της μετάβασης είναι αντιφατικός και ο ιδεολογικός συσχετισμός, η κοινωνική συνείδηση σε δύσκολες ανοδικές συνθήκες.

Οι μάχες, όμως, πρέπει να δοθούν, ακόμα και σε αντίθεση με τους παράγοντες της οπισθοδρόμησης και του συμβιβασμού. Καμιά μετάβαση δεν υπήρξε χωρίς να φέρει στο εσωτερικό της όλες τις δυνατότητες, ακόμα και τις δυνατότητες ακύρωσής της. Αυτός, όμως, δεν ήταν ποτέ λόγος για το σταμάτημα της Ιστορίας. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δεν μπορεί να είναι ανασταλτικός παράγοντας για τη διαρκή προσπάθεια ολοκλήρωσης των λαϊκών πόθων και αναγκών, για την ιστορικής σημασίας αντιπαράθεση με στόχο τη διέξοδο της χώρας από το καθεστώς μιας μετανεωτερικής αποικίας χρέους, για την προώθηση της υπόστασης της χώρας όπως τη γνωρίσαμε και όπως τη θέλουμε. Για να μη λέμε στο μέλλον πως κάποτε υπήρχαν χώρες όπως η Γιουγκοσλαβία, η Συρία, η Ουκρανία, το Ιράκ κ.λπ. και να πρέπει να αναφέρουμε στον κατάλογο και τον χώρο Ελλάδα…

Tagged : / /

Πολιτική κανονιοφόρων από τρόικα και αγορές, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.241, 13/12/2014)

Η επιχείρηση παγίδευσης της χώρας μπορεί και πρέπει με πολιτικά μέσα να αποτύχει

ship-611x250

Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις που δρομολογήθηκαν μετά την υπερψήφιση του «Προϋπολογισμού», με την επίσπευση των διαδικασιών εκλογής νέου Προέδρου, οδηγούν σε καινούργιο πολιτικό τοπίο. Θα μπορούσε να παρομοιαστεί η σύντομη περίοδος των δύο μηνών παράτασης που ζητήθηκε και δόθηκε από τα ευρωκρατικά όργανα με μια φυσούνα σαν αυτές που βλέπουμε στα γήπεδα. Μόνο που δεν οδηγεί στον αγωνιστικό χώρο, αλλά στην αρένα. Σε μια αρένα όπου μια χώρα ολόκληρη βρίσκεται μπροστά στα θηρία, έτοιμη να κατασπαραχτεί εκτός κι αν δεχτεί να γονατίσει υπομένοντας κι άλλους ακρωτηριασμούς προς τέρψιν των «αγορών» και των Γερμανών αυτοκρατόρων.

Όσα μεσολάβησαν από την ανακοίνωση της επίσπευσης των διαδικασιών, δηλαδή τα τελευταία μόλις εικοσιτετράωρα, δίνουν μια γεύση του σκηνικού ωμών εκβιασμών που στήνεται. Με στόχο να μην εκφραστεί ελεύθερα και ανεμπόδιστα η θέληση ενός «βάρβαρου», «ημιάγριου» λαού, ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται πόσο καλό του έκαναν ως τώρα οι «μεταρρυθμίσεις» και ετοιμάζεται να τις τινάξει στον αέρα, προκαλώντας ατύχημα, ψηφίζοντας ΣΥΡΙΖΑ και εκλέγοντας μια δημοκρατική αντιμνημονιακή κυβέρνηση.

Πολιτική κανονιοφόρων

Παλιότερα, διά των ναυτικών αποκλεισμών και της εκβιαστικής διπλωματίας των κανονιοφόρων, οι μεγάλες δυνάμεις περνούσαν από τα τελεσίγραφα στην εφαρμογή των απειλών τους, υποχρεώνοντας χώρες σε εξευτελιστικούς συμβιβασμούς. Σήμερα, επιστρατεύεται η απειλή του οικονομικού αποκλεισμού, του στραγγαλισμού χωρών και περιοχών ολόκληρων. Μαζί επιστρατεύεται και όλο το γραφειοκρατικό τέρας που κρατά στις πλάτες του το ευρωκρατικό οικοδόμημα. Με τις κανονιοφόρους των ΜΜΕ εικονογραφείται η καταστροφή που μπορεί να φέρει η ελεύθερη επιλογή ενός λαού. Ο πειθαναγκασμός με όλα τα μέσα πρέπει να υποβληθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο σαν η μοναδική επιλογή. Απειλή, φόβος, καταστροφολογία, αυτά είναι τα όπλα τους για να κάμψουν ένα λαό και τη διάθεσή του να τελειώσει ο μνημονιακός εφιάλτης.

Τι αποδεικνύεται μπροστά στα μάτια μας; Ότι οι βασικοί «παίκτες» ήταν ενήμεροι των κινήσεων Σαμαρά, ότι το μήνυμα των Παρισίων, λίγες βδομάδες πριν, δεν είχε αποδέκτη την κυβέρνηση αλλά την αντιπολίτευση και εμμέσως ολόκληρο το λαό. Επιπροσθέτως, το μήνυμα έδειχνε την κινητοποίηση όλης της οικονομικής και κυρίως πολιτικής δύναμης για να καμφθούν όλες οι αποκλίνουσες δυνάμεις μιας Ευρώπης σε κρίση.

Τίθεται σε εφαρμογή μια μεγάλη παγίδευση της Ελλάδας. Έτσι ώστε, αν χρειαστεί, να δείξουν οι μερκελιστές προς όλους τους Ευρωπαίους που αμφισβητούν τη γερμανική πολιτική, πως αν αντιδράσει το «πειραματόζωο» καίγεται. Πως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο χαλάρωσης κι αμφισβήτησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Η μεγάλη παγίδευση της Ελλάδας στέλνει το μήνυμα ότι ο πολιτικός πειθαναγκασμός ολόκληρης της Ευρώπης είναι ο στόχος του Βερολίνου και αυτό αποτελεί μια πρώτη ισχυρή απάντηση στα μηνύματα που έστειλαν οι ευρωεκλογές.

Παράταση του μνημονιακού καθεστώτος, παραδειγματισμός των απείθαρχων, επιβολή των «μεταρρυθμίσεων» σε όλη την Ευρώπη, σταθεροποίηση της αμφισβητούμενης γερμανικής κυριαρχίας, θωράκιση του ευρωατλαντικού επιχειρηματικού κόσμου. Αυτή είναι η απάντηση του συνασπισμού αγορών, δανειστών, δυναστών. Τυχόν επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, που συμβολίζει αυτήν τη στιγμή την αμφισβήτηση του μνημονιακού καθεστώτος, θα σήμαινε «ατύχημα» κι αυτό πρέπει να αποφευχθεί με κάθε κόστος.

Δυνατότητες «διαφυγής»

Οι μνημονιακές ευρωκρατικές, και κυρίως γερμανικές, δυνάμεις ρίχνουν λοιπόν όλο το βάρος τους για να αποφευχθεί το ατύχημα. Παίζουν με πολλά σενάρια και όντας… μεγαλόψυχοι αφήνουν στους άγριους ιθαγενείς της Ελλάδας ορισμένες δυνατότητες «διαφυγής». Είτε να παρατείνουν τη μνημονιακή πολιτική, συγκεντρώνοντας με κάθε τρόπο 180 ψήφους και εκλέγοντας Πρόεδρο προερχόμενο από τη μνημονιακή παράταξη. Είτε, σε περίπτωση προσφυγής στις κάλπες, με κάθε τρόπο να μην προκύψει «καθαρή λύση». Ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει αυτοδυναμία, αλλά και να στερείται συμμάχων με τους οποίους θα μπορούσε να σχηματίσει μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση. Σε αυτή την περίπτωση προσφέρεται η «λύση» της «εθνικής συνεννόησης» σε πολλές παραλλαγές και επιδιωκόμενο αποτέλεσμα το σχηματισμό κυβέρνησης μνημονιακής παράτασης, με όλους γύρω από ένα τραπέζι.

Η πρώτη φάση της παγίδευσης έχει στηθεί με τη δίμηνη παράταση που επίσημα ζήτησε η ελληνική κυβέρνηση και πρόσφερε ως συμφωνία η τρόικα. Αυτή η παγίδευση εμποδίζει νέους εκλογικούς γύρους και θέτει το δίλημμα «διαπραγμάτευση ή ρήξη», εντός λίγων εβδομάδων μετά τις εκλογές. Ο εκβιασμός της ακυβερνησίας θα κάνει την δουλειά του και όσα βλέπουμε τα τελευταία 24ωρα δεν είναι τίποτα μπροστά στο σκηνικό κόλασης που σκοπεύουν να επιβάλουν στην πορεία της παγίδευσης.

Έτσι κι αλλιώς, ήδη ζούμε μια εκτροπή από μεριάς τροϊκανών και εγχώριων μνημονιακών. Η σφοδρότατη επίθεση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, οι απόπειρες πιέσεων και εξαγοράς ή εξαφάνισης ολόκληρων κομμάτων (βλέπε ΑΝΕΛ) η άμεση παρέμβαση επιτρόπων και ευρωενωσιακών παραγόντων στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας, αυτό αποδεικνύουν.

Το «ατύχημα» ενός ΣΥΡΙΖΑ αυτοδύναμου πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί. Ακόμα κι ένας μετριοπαθής -σε στόχους- ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι συμβατός. Μόνο ένας αγνώριστος ΣΥΡΙΖΑ – μέρος του μνημονιακού στρατοπέδου μπορεί να γίνει αποδεκτός. Αλλιώς, μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνθλιβεί, να αποτελέσει μια σύντομη παρένθεση. Ακόμα κι αν χρειάζεται να συνθλιβεί μια ολόκληρη χώρα, να γίνει πράξη η απειλεί του οικονομικού στραγγαλισμού. Η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα-σκουπίδι μπορεί να χρησιμεύει για την τιθάσευση άλλων απείθαρχων του ευρωπαϊκού θεάτρου επιχειρήσεων.

Αναζητώντας διέξοδο

Διέξοδος υπάρχει. Όπως το αντίπαλο στρατόπεδο επιστρατεύει, κυρίως, πολιτικά όπλα για τον στραγγαλισμό μιας δυνατότητας που σαφώς είναι υπαρκτή, έτσι και οι αντιμνημονιακές δημοκρατικές αριστερές δυνάμεις μπορούν να απαντήσουν με το όπλο της πολιτικής. Δηλαδή της κινητοποίησης του λαού, δείχνοντας ότι τα «όχι», όταν δεν φαλκιδεύονται και δεν ψαλιδίζονται, μπορούν να αρθρωθούν και να καταστούν αποτελεσματικά απέναντι στους κυνικούς εκβιασμούς και τις παγιδεύσεις της αδίστακτης τρόικας. Το μόνο που μπορεί να τους σταματήσει είναι ένας αποφασισμένος λαός, ένας λαϊκός παράγοντας οργανωμένος και συνειδητός που απορρίπτει την ταπείνωση και την υποδούλωση. Που διαλέγει τη δημοκρατία και την ελευθερία, την αξιοπρέπεια και τις αμοιβαίες σχέσεις που στηρίζονται στο σεβασμό και όχι στην υποταγή.

Η πολιτική του κατευνασμού, της υποχώρησης ή του λεγόμενου «προωθητικού συμβιβασμού» είναι ανίκανη να συγκροτήσει το λαό, τη χώρα, την Αριστερά σε ιστορικό υποκείμενο μεγάλης αλλαγής. Αυτό είναι το όριο που πρέπει άμεσα να ξεπεραστεί. Αυτό σημαίνει να μην μασάμε τα λόγια μας… Να καταδείξουμε τους εχθρούς του τόπου και τα στηρίγματά τους, να κινητοποιήσουμε το λαό και την κοινωνία σε μια άλλη τροχιά από την μνημονιακή υποδούλωση. Δεν είναι εύκολο. Αλλά μας ζητούν να παραδοθούμε, να συνθηκολογήσουμε, να σκύψουμε το κεφάλι. Μην ξεχνάμε στιγμή: Αυτοί είναι φοβισμένοι αλλά και αποφασισμένοι να δώσουν τη μάχη. Εμάς σε τίποτα δεν μας βοηθά να φοβόμαστε το χειρότερο. Μπορούμε, άμεσα, να πάψουμε να κυβερνιόμαστε ως αποικία-χρέους, να είμαστε μάλλον η μόνη χώρα στον κόσμο που κυβερνιέται με e-mail… Αν αγωνιστούμε μπορούμε να πετύχουμε πολλά.

Tagged : / /

Βάζουν πλώρη για νέο Καστελόριζο. Άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.239, 29/11/2014)

  • Ετοιμάζουν μετα-μνημονιακές αλυσίδες χειρότερες από το 2010
  • Η τρόικα επιβάλλει τετελεσμένα που θα «απαγορεύουν» κάθε άλλη πολιτική
  • Όρος σωτηρίας της χώρας η άρνηση της νέας φυλακής

 

papandreouKastelorizo23412sk-460x250Τι ζήλεψες τι τα `θελες τα ένδοξα Παρίσια          

Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές

Διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια

Και παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές

Με την ουρά στα σκέλια γύρισε η ελληνική αντιπροσωπεία από το Παρίσι, όπου θα επισφραγίζονταν η τελική πράξη του Μνημονίου. Δανειστές και τρόικα εμφανίστηκαν αμείλικτοι, σκληροί σαν πέτρα, έως και αχάριστοι προς τους εκπροσώπους της αποικίας που ποθούσαν θαύματα και χάρες για να συνεχίσουν το success story. Πανικός στα επιτελεία του εγχώριου μνημονιακού στρατοπέδου, ψυχραιμία στο αντιμνημονιακό. Ενδιάμεσα πολλοί συνεχίζουν το βιολί τους: «Τι ωραία που θα ήταν αν είμαστε όλοι ενωμένοι, σαν μια ωραία ατμόσφαιρα». Δυστυχώς, οι πραγματικές επιδιώξεις και τα μηνύματα είναι πολύ σοβαρά για την πορεία και το μέλλον της χώρας και της κοινωνίας.

Η κρισιμότητα της φάσης

Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για απλή επανάληψη του σκηνικού που είχαμε συνηθίσει κάθε χρόνο. Να γίνεται, δηλαδή, μια ψευδο-διαπραγμάτευση για να καταπατηθούν, στη συνέχεια, οι υποτιθέμενες «κόκκινες γραμμές» και πανηγυρικά να αποδεχθεί, στο τέλος, η ελληνική πλευρά όλες τις τροϊκανές απαιτήσεις.

Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Τώρα βρισκόμαστε προ της τελευταίας δόσης, πριν από τη λήξη μιας μνημονιακής σύμβασης και πρέπει να επανακαθοριστούν οι νέοι όροι και τα νέα πλαίσια. Και όχι μόνο. Η τελευταία δόση συμπίπτει με το άνοιγμα μιας θεσμικής διαδικασίας στη χώρα που προμηνύει πολιτικές εξελίξεις και ανακατατάξεις που δεν βολεύουν τους δανειστές, όπως μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζει να βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπως στις παραμονές του Καστελόριζου, τότε που ακόμα υπήρχαν άλλες δυνατότητες αλλά ο ΓΑΠ προτίμησε να μας σύρει δεμένους χειροπόδαρα στον πάγκο εργασίας της τρόικας. Είναι τόσο κρίσιμη η φάση γιατί χαλκεύονται νέες πιο επώδυνες λύσεις και μεθοδεύσεις για την χώρα και την κοινωνία.

Αυτή η κρισιμότητα δεν αναδεικνύεται καθαρά και σε όλη της τη διάσταση και αυτό ήδη αποτελεί ένα πρόβλημα. Οι μνημονιακοί ιθαγενείς θεωρούν, από τη μεριά τους, πως «αδειάζονται» και σπεύδουν να συμμορφωθούν όπως-όπως και να κερδίσουν λίγες μέρες παράταση για να υπογράψουν νέα προαπαιτούμενα και συμφωνίες που θα δεσμεύουν την χώρα για καιρό. Η αντιπολίτευση, όμως, έχει κάθε λόγο να κινήσει γη και ουρανό να μην υπογραφεί τίποτα που να δεσμεύει τη χώρα και μαζί την επόμενη κυβέρνηση και να παρέμβει άμεσα, δείχνοντας πως υπάρχει λύση, πως η χώρα μπορεί να αντισταθεί, πως το μνημονιακό καθεστώς πρέπει να γκρεμιστεί.

Θα εκφράσουμε προκαταβολικά μια πρόταση που θα την υποστηρίξουμε με όσα ακολουθούν. Υπάρχει η δυνατότητα να αρνηθούμε την τελευταία δόση, δηλαδή να αρνηθούμε τους όρους που θέτουν δανειστές και αγορές, να μην υπογράψουμε καμιά νέα συμφωνία τώρα, να δανειστούμε έστω και με ψηλότερο επιτόκιο το ποσό της τελευταίας δόσης, να γίνουν εκλογές τώρα και να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση από μηδενική βάση, χωρίς παράταση του Μνημονίου και χωρίς καμιά νέα συμφωνία που θα φέρει την υπογραφή της παρούσας κυβέρνησης που πνέει τα λοίσθια.

Γιατί είναι φανερό πως δανειστές και αγορές προσπαθούν να ευθυγραμμίσουν, να πλανάρουν (κατά την ξυλουργική ορολογία) να πειθαναγκάσουν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και φυσικά τις αντιμνημονιακές δυνάμεις, ώστε να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους και να αποκλείσουν κάθε δυνατότητα άσκησης άλλης πολιτικής από μια νέα κυβέρνηση. Είναι, δηλαδή, σίγουρο ότι χαλκεύονται αυτές τις μέρες, αυτές τις ώρες, τα νέα δεσμά με τα οποία θέλουν να κατοχυρώσουν τα τοκογλυφικά τους συμφέροντα.

Για να «πέσει» η τελευταία δόση πρέπει «και εσείς (κυβέρνηση) και οι επόμενοι (αντιπολίτευση) να αποδεχτείτε μεταρρυθμίσεις-δεσμά που θα κατοχυρώνουν τα συμφέροντα δανειστών και αγορών». Για να μη συμβεί αυτό είναι επιτακτικό τώρα -και όχι όταν θα έχουν υπογραφεί νέες συμφωνίες- να υπάρξει ένα κατηγορηματικό «όχι» στο νέο αλυσοδέσιμο της κοινωνίας και την περαιτέρω διάλυση της χώρας. Ιδιαίτερα για τις δυνάμεις που φιλοδοξούν να ανασυγκροτήσουν τη χώρα, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν γίνεται ανασυγκρότηση με εξουθενωμένη τη χώρα και την κοινωνία.

Ορισμένες βαθύτερες τάσεις και διεργασίες

Μπορεί στα τηλεπαράθυρα να χτυπιούνται οι γνωστοί αστέρες Ντινόπουλος, Γιακουμάτος ή οι ομάδες του ΠΑΣΟΚ, μπορεί να μοστράρονται αυτάρεσκα οι Βορίδης και Γεωργιάδης, αλλά πραγματικά κανείς δεν τους υπολογίζει. Υπάρχουν σημαντικότερες τάσεις και διεργασίες και σε αυτές πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας.

Ό,τι ορίζεται ως «μεταμνημόνιο» συναντιέται και διαπλέκεται με συνολικές γεωπολιτικές διευθετήσεις, επιδιώξεις και συγκρούσεις. Το Κυπριακό, τα ελληνοτουρκικά, ο πόλεμος στην Ουκρανία και την Μέση Ανατολή, η βαθύτατη κρίση εντός της Ευρώπης, η συγκρότηση του ευρωατλαντικού άξονα, αυτά αποτελούν ένα περιβάλλον που επιδρά στις αποφάσεις των βασικών κέντρων και ανασυντάσσει προτεραιότητες, συμμαχίες και επιλογές κάθε είδους.

Το «μεταμνημόνιο» συναντιέται με την απαίτηση και επιβολή αυστηρότερων, σκληρότερων, ίσως και πρωτοφανών μέτρων και πλαισίων από μεριάς των δανειστών προς μια χώρα-αποικία χρέους όπως είναι η Ελλάδα. Επιζητούν άμεσα την ευθυγράμμιση, τη μονοδρόμηση του ταραγμένου πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, επιδιώκουν την επιβολή της «μεγάλης σύγκλισης» όλων των πολιτικών δυνάμεων γύρω από το δικό τους πλαίσιο.

Γι’ αυτό επανέρχεται στη φόρα το περίφημο σενάριο για Grexit. Ο εκβιασμός του οικονομικού στραγγαλισμού, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, επανέρχεται απειλητικά. Με την έννοια αυτή, μοιάζουν να μην πολυνοιάζονται για την τύχη της υποτακτικής κυβέρνησης Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ αλλά να επιζητούν τον πλήρη πειθαναγκασμό όλων των πολιτικών δυνάμεων, παίζοντας ακόμα και με σενάρια που μπροστά τους το πείραμα με το πειραματόζωο του 2010 θα μοιάζει παράδεισος.

Είναι απαραίτητο να καταλάβουμε πως βρισκόμαστε στον προθάλαμο μιας νέας περιόδου, μιας νέας καθεστωτικής φάσης, μπροστά σε ένα νέο στάτους σχέσης με τους δανειστές και σε μια παρόξυνση όλων των αντιθέσεων που προκαλεί, εκτός των άλλων, και η κατάρρευση των πολιτικών δυνάμεων που στήριξαν το Μνημόνιο.

Είναι λάθος να νομίζουμε πως νοιάζονται για τη σταθερότητα στη χώρα μας. Πρωτίστως ενδιαφέρονται για τον πειθαναγκασμό ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Η Ελλάδα αποτελεί ένα νέο πεδίο παραδειγματισμού για ολόκληρη την Ευρώπη. Ή θα αναγκαστεί -κι άρα δεν αστειεύονται- με όλα τα μέσα ή κινδυνεύει να γίνει ένα παράδειγμα που θα το ακολουθήσουν κι άλλες χώρες, διαρρηγνύοντας την μερκελική σκληρή γραμμή.

Η Γερμανία βρίσκει σύμμαχο το ΔΝΤ (που ορισμένοι το νόμιζαν ακόμα και… σύμμαχο του ΣΥΡΙΖΑ στη μάχη για το χρέος ή άλλοι έτοιμο να εγκαταλείψει τα Παρίσια και εν γένει τον ευρωπαϊκό χώρο) και επιβάλλει τους όρους προς όλους τις ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα στον Νότο. Το Βερολίνο εμφανίζεται να μη θέλει να χαλαρώσει κανέναν όρο αυτήν την στιγμή αλλά ακόμα και να προχωρήσει σε κινήσεις παραδειγματισμού. Χώρες σαν την Κύπρο και την Ελλάδα προσφέρονται για οικονομικό στραγγαλισμό.

Είναι τόση, μάλιστα, η φόρα που η Ντόρα Μπακογιάννη έκανε μια σιβυλλική δήλωση που αξίζει της προσοχής μας:

«Αν για οποιονδήποτε λόγο οι Ευρωπαίοι έχουν αποφασίσει ότι μπορούν να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές τους σκοπιμότητες, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, καίγοντας τον Τσίπρα και μετατρέποντας τη χώρα σε σκιάχτρο, για να αποδυναμώσουν τα λαϊκιστικά ακραία κόμματα που σήμερα ταλανίζουν την Ευρώπη από την Ισπανία ώς την Αγγλία και από την Ολλανδία μέχρι την Ιταλία, τότε πρέπει να μας το πουν. Να κάνουμε κι εμείς τα κουμάντα μας».

Έτσι, ξανά μετά από ένα δίχρονο διάλειμμα, η Ελλάδα μετατρέπεται σε σημαντικό επίκεντρο με διεθνείς διαστάσεις, ένα πεδίο επίδειξης εκδικητικής, τιμωρητικής πολιτικής.

Υπάρχει άλλος δρόμος

Οι απειλές, λοιπόν, πέφτουν σαν το χαλάζι και είναι εν πολλοίς πραγματικές, με στόχο να πετύχουν τον πειθαναγκασμό. Από κοντά και ο ντόπιος ευρωραγιαδισμός που τσιρίζει αδιάκοπα: «Συνεννοηθείτε, καθίστε όλοι σε ένα τραπέζι, βρείτε τα, η χώρα δεν αντέχει το τσακωμό σας».

Σε αυτές τις συνθήκες, μια πολιτική καθησυχαστικής προσαρμογής προς δανειστές, αγορές και εγχώριους οικονομικούς παίκτες, η τακτική μιας εύκολης είσπραξης της φθοράς των μνημονιακών κομμάτων που καταρρέουν, δεν απομακρύνουν το κακό που με δρασκελιές έρχεται. Το φέρνουν πιο κοντά.

Στο Παρίσι αναγγέλθηκαν τα τελεσίγραφα προς όλους. Στο Λονδίνο, στο Σίτι, φάνηκε η ιερή συμμαχία δανειστών και αγορών. Δεν υπάρχει πλέον κανένα φύλο συκής. Διατάζουν: Παραδοθείτε, ψυχή τε και σώματι!

Υπάρχει άλλος δρόμος: Καμιά υπογραφή συμφωνίας προτού μιλήσει ο λαός. Προσφυγή στις κάλπες, εδώ και τώρα. Καμιά ανάσα στους υποτακτικούς του Μνημονίου. Πρωτοβουλίες άμεσες σε όλα τα επίπεδα. Μια αποφασισμένη δύναμη μπορεί να πετύχει πολλά. Το κυριότερο: Να προετοιμαστεί ο λαός πολιτικά, ηθικά και πνευματικά για έναν αγώνα αξιοπρέπειας και ανόρθωσης της χώρας, σπάζοντας τα διπλά και τριπλά δεσμά. Εκτός αν περιμένουμε τις γιορτές, να στολίσουμε το δέντρο, να ανταλλάξουμε ευχές και να περιμένουμε τι θα βγάλει η «παράταση για τεχνικούς λόγους»…

Tagged : / /

Η «αποικία-χρέους» Ελλάδα και τα βήματα για τη μεγάλη αλλαγή και την ουσιαστική διέξοδο, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.233, 18/10/2014)

Τον Μάιο του 2010, στα πρώτα βήματα αυτής της εφημερίδας και μόλις μπαίναμε στη μνημονιακή εποχή, μιλήσαμε -σχεδόν οι μόνοι στο χώρο της Aριστεράς- για είσοδο σε μια «νέα καθεστωτική φάση». Τέσσερα χρόνια μετά, χρόνια έντονων αλλαγών, ανατροπών, αγώνων, ανακατατάξεων, ανατινάξεων τομέων της οικονομίας και καταστροφής κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων, παρεμβάσεων και τελεσιγράφων από μεριάς των «δανειστών» – κλεπτοκρατών, έχουμε φθάσει σε ένα νέο ποιοτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει συνολικά τη χώρα μας.

Είμαστε, πλέον, όχι μια χώρα του Ευρωπαϊκού Νότου, όχι απλά μέλος της Ε.Ε., αλλά κάτι άλλο που πρέπει να οριστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.

Δεν είμαστε «Νότος», όπως θα ορίζονταν η Ισπανία, η Πορτογαλία ή η Ιταλία. Είμαστε κάτι πιο… παρακατιανό. Να το αποκαλέσουμε «νότο του Νότου»; Κάτι περισσότερο λέει επί της ουσίας. Ορισμένοι αναλυτές ονομάζουν κάποιες χώρες ως «σκουπίδια» και σ’ αυτές περιλαμβάνουν περιπτώσεις χωρών όπως Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Μολδαβία κ.λπ. Με αυτόν τον προσδιορισμό πλησιάζουμε περισσότερο την πραγματικότητα και τη διαβάθμιση που γίνεται από τους μεγαπαίκτες όταν ατενίζουν τη Βαλκανική, τη νοτιοανατολική πτέρυγα της Ευρώπης ή την περιοχή που πλησιάζει περισσότερο προς τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή.

Άλλοι έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «αποικία-χρέους» και πλησιάζουν ακόμα περισσότερο την πραγματική υπόσταση της χώρας μας στο σύγχρονο κόσμο.

Και, πρόσφατα, με όσα γίνονται μπροστά στα μάτια μας, έχουμε το πλευροκόπημα της «αποικίας-χρέους» από δύο μεγάλους περιφερειακούς πολέμους (Ουκρανία-Συρία/Ιράκ) και τα βαθύτατα ανησυχητικά σημάδια αναφλέξεων στον Βαλκανικό χώρο, όπως έδειξαν πρόσφατα γεγονότα σε γήπεδα και μειονοτικούς χώρους.


Έτσι, λοιπόν, το πείραμα που ξεκίνησε το 2010 με μνημόνια και τρόικες ως ειδικές μορφές καθεστώτων σε «άρρωστα» μέλη της Ε.Ε., φτάνει σήμερα να έχει δώσει τόσα πολλά αποτελέσματα, που εισάγει τη χώρα μας σε μια νέα ποιοτική κατάσταση, αυτήν της αποικίας-χρέους.

Παράλληλα, έχουμε -πάλι μπροστά στα μάτια μας- τη μετατροπή μιας χώρας (με όσα γενικά χαρακτηριστικά είχε μια χώρα μέχρι το 2010 και με όσα ειδικά χαρακτηριστικά είχε η Ελλάδα) σε χώρο γεωπολιτικών αναδιατάξεων και ρυθμίσεων. Δεν πρόκειται μόνο για τις καταστροφές ενός πολέμου (όπως συνηθίζεται να λέγεται για τα δεινά που επισώρευσαν μνημόνια και τρόικες επί 4 έτη) αλλά για ταυτόχρονο σχεδιασμένο και επιβαλλόμενο «άδειασμα» των χαρακτηριστικών που συγκροτούν τη λαϊκή και εθνική κυριαρχία και την κρατική συγκρότηση, τη διοικητική δομή, την κοινωνική συνοχή, τα πολιτισμικά στοιχεία.



Κρίσιμες παραδοχές

Δεν είναι εφικτή η επιστροφή στην κατάσταση που βρισκόταν η χώρα πριν από το 2008. Η καταστροφή είναι τέτοια και τόση που η χώρα χρειάζεται γενική ανάταξη. Ούτε το ζήτημα-πρόβλημα της χώρας είναι απλά η οικονομική κρίση. Είναι καθολική κρίση. Κρίση θεσμών, πολιτικού συστήματος, παραγωγικού ιστού, κρατικού συστήματος, πολιτισμού, κοινωνικής συνοχής, γενικευμένης υπόστασης ως κρατικής οντότητας και χώρας.

Ελάχιστοι από το χώρο της διανόησης έχουν την τόλμη να συγκρίνουν την καταστροφή που έχει επέλθει με αυτήν του 1922. Είναι τόσο μεγάλη και τόσο βαθιά η καταστροφή που προκαλεί ανησυχίες για την ίδια την ύπαρξη της Ελλάδας ως χώρας, ενώ έχουν προταθεί και χαρακτηρισμοί όπως «προτεκτοράτο», «χώρα υπό κατοχή», «μετανεωτερική αποικία» ή «καθεστώς μετανεωτερικής υποτέλειας».

Όλες αυτές οι προσεγγίσεις, είναι κοντύτερα στην πραγματικότητα της χώρας, παρά οι αναλύσεις των πολιτικών υπαλλήλων της τρόικας ή τα σχήματα που κυριαρχούν στην αριστερή διανόηση. Για την τελευταία, όλα αυτά δεν τους λένε τίποτα και ακόμα δεν έχουν συνέλθει από την προηγούμενη ανάλυση που είχαν, ότι τάχα η Ελλάδα είναι μια ιμπεριαλιστική χώρα που μετέχει διά της άρχουσας τάξης της στην εσωτερική υπερεκμετάλλευση και την ιμπεριαλιστική λεία. Πόσο μάλλον να δεχθούν την έννοια «αποικία-χρέους» και τα καθήκοντα που αυτή θέτει.

Επομένως, ας εξετάσουμε έστω συνοπτικά αυτήν την έννοια.



Η έννοια «αποικία-χρέους»

Η Ελλάδα δεν είναι μια κλασική αποικία όπως κάποτε θεωρούντο χώρες της Αφρικής, της Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής. Ήταν μια χώρα στο μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού (συγκρινόμενη με άλλες χώρες της καπιταλιστικής μητρόπολης), διαμετακομιστικό κέντρο μεταπρατικών υπηρεσιών και εκδουλεύσεων και με ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ειδική ανάπτυξη των εμπορευματικών-καπιταλιστικών σχέσεων και τομέων. Τα οποία, με τη σειρά τους, συνδέονται με τα ειδικά καθεστώτα που γνωρίσαμε ως χώρα-πεδίο ανταγωνισμού και περασμάτων μεγάλων δυνάμεων (γεωπολιτική θέση της χώρας) αλλά και αποτέλεσμα της λαϊκής πάλης και των εποικοδομημάτων που έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο στις υποτελείς τάξεις -τόσο στην αντίστασή τους όσο και στην ενσωμάτωσή τους. Δεν μιλάμε επομένως για την Λιβερία ή κάποια άλλη χώρα.

Η έννοια δεν είναι απλά «αποικία» αλλά «αποικία- χρέους» και αφορά σύγχρονες συνθήκες μετατροπής μιας χώρας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε μια χώρα υπό επιτήρηση, διεθνή έλεγχο, με παραδομένα όλα τα εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής και με επιτόπιους τοποτηρητές δανειστών που αντιμετωπίζουν τη χώρα όχι ως κυρίαρχη, αλλά κάτι παραπάνω από εξαρτημένη ή κυριαρχούμενη πολιτικώς.

Αποικία χρέους είναι μια χώρα που:

α) Βρίσκεται στο κάτω μέρος της αλυσίδας των κρίκων της Ε.Ε.

β) Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, έχει περιοριστεί δραστικά η κυριαρχία της και έχει γίνει πλέον μόνο τυπική.

γ) Υπόκειται στην άμεση εποπτεία τρίτων δυνάμεων (τρόικα-Φούχτελ-Ραϊχεμνμπάχ κ.λπ.).

δ) Οι αποφάσεις που την αφορούν λαμβάνονται εκτός των νόμιμων εσωτερικών διαδικασιών και οι εσωτερικοί θεσμοί απλά καλούνται να επικυρώσουν τις αποφάσεις που λήφθηκαν από τρίτα μέρη, τα οποία δρουν διεθνώς (γερμανικό κράτος, ευρωενωσιακή γραφειοκρατία, «αγορές», δηλαδή, χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο) και

ε) στην ουσία αυτά τα τρίτα μέρη συνδιαμορφώνουν ή επιβάλουν την εσωτερική πολιτική και την ημερήσια διάταξη.

στ) Ολόκληρη η οικονομία της βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο τρίτων, οι δε λειτουργίες της γίνονται με τρόπο που να συμπληρώνουν τις ανάγκες τους κι όχι τις δυνατότητες ανάπτυξής της.

ζ) Βασικοί τομείς της αγοράς, του τραπεζικού συστήματος και του δημοσίου ελέγχονται και εποπτεύονται από τους δανειστές.

η) Τα δάνεια, η τοκογλυφία, οι όροι των μνημονίων και οι ειδικού τύπου δανειακές συμβάσεις λειτουργούν στην κατεύθυνση της μετάπτωσής της από κυρίαρχη σε «αποικία-χρέους», είναι δηλαδή πολιορκητικοί κριοί, μηχανισμοί άλωσης και υποδούλωσης, απονέκρωσης της κυριαρχίας, μετάπτωσης από την τυπική κατάσταση ενός ισότιμου μέλους της Ε.Ε., σε κάτι άλλο: αμνηστεύονται όλες οι πράξεις διαφθοράς και χρηματισμού ιδιαίτερα από ομίλους της Ε.Ε. και ιδιαίτερα από γερμανικές εταιρίες, δίνεται άμεση πρόσβαση και έλεγχος του ορυκτού πλούτου και προτιμησιακό καθεστώς στις αποκρατικοποιήσεις, όπως και προετοιμάζεται συστηματικά η δημιουργία ειδικών ζωνών στα εδάφη.

θ) Επαναφέρονται μέθοδοι εκμετάλλευσης, κοινωνικών σχέσεων και συσσώρευσης που χαρακτήριζαν τον καπιταλισμό της πρωταρχικής συσσώρευσης.

(Για όλα τα παραπάνω ο αναγνώστης μπορεί να βρει πλήθος από στοιχεία και επιχειρηματολογία στην άκρως ενδιαφέρουσα εργασία του Νίκου Κοτζιά με τον τίτλο Ελλάδα αποικία χρέους, ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και γερμανική πρωτοκαθεδρία)

Παλιά αυτό που μας επισυμβαίνει θα το έλεγαν με την ακόλουθη γλώσσα: «Το χρηματιστικό κεφάλαιο, θα μπορούσαμε να πούμε, σε όλες τις οικονομικές και διεθνείς σχέσεις είναι μια δύναμη τόσο ισχυρή, τόσο αποφασιστική, ώστε να υποτάσσει, ακόμα και τα κράτη εκείνα που έχουν μια πλήρη πολιτική ανεξαρτησία».

Οι περίφημες «αγορές», λοιπόν, υποβάλλουν όρους και δημιουργούν νέα ποιοτικά στοιχεία με τη δράση τους και τη συνύφανσή τους με τα κράτη-μεγάλες δυνάμεις, τη γραφειοκρατία που οι ίδιες αναπτύσσουν, με τη διεθνοποιημένη κρατικότητα που δημιουργούν σε ένα βαθμό και με την εξελισσόμενη γεωπολιτική χαοτική κατάσταση που δημιουργείται από το φαινόμενο «δύση της Δύσης» ιστορικά, παγκόσμια και μέσα σε μια πρωτόγνωρη κρίση.



Ποια καθήκοντα προκύπτουν;

Πρώτο που πρέπει να αναρωτηθούμε είναι αν, πράγματι, συνειδητοποιείται η κατάσταση κι αν γίνεται κατανοητό ότι δεν αντιμετωπίζουμε ένα σύνηθες οικονομικό φαινόμενο (π.χ. κάθε 10 χρόνια έχουμε ύφεση-κρίση, γίνεται υποτίμηση κεφαλαίου και εργατικής δύναμης και ο κύκλος κερδοφορίας ξαναρχίζει βγαίνοντας από την κρίση ή κάτι παρόμοιο και λίγο πιο σύνθετο).

Βρισκόμαστε σε μια νέα ποιοτική κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε τεράστιες περιπέτειες ή και καταστροφές αν δεν γίνει αντιληπτή κι αν δεν χαραχθεί μια στρατηγική διεξόδου της χώρας από το ειδικό καθεστώς στο οποίο την έχουν υποβιβάσει ή έχει υποβιβαστεί. Το κρίσιμο είναι πώς θα μετατραπεί από μια «αποικία-χρέους» σε μια ανεξάρτητη βιώσιμη χώρα.

Δεύτερο, πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά πώς αντιλαμβάνονται και πώς θα συμπεριφερθούν σε μια αποικία χρέους τα τρίτα μέρη. Θέλουν πράγματι την οικονομική ανάκαμψη και τη σταθερότητα της χώρας ή την βλέπουν ως χώρο που πρέπει να οικοπεδοποιηθεί με τρόπο που να ευνοεί ιδιαίτερα συμφέροντα και σύμφωνα με τη δύναμη ή την ιεραρχία των τρίτων μερών;

Μια «αποικία χρέους» μέσα σε μια γεωπολιτική δίνη που πλησιάζει επικίνδυνα μπορεί να οδηγηθεί και ώς το διαμελισμό και αυτό θα έχει τεράστιες συνέπειες σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Η Αριστερά και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, σε διάφορες εκφωνήσεις του, καλά κάνει και ομιλεί περί «αποικίας-χρέους». Η εφαρμοστέα πολιτική του, όμως, μοιάζει να ξεχνά αυτήν την ποιότητα, και αυτό το κενό -που δεν είναι μικρό- επείγει να καλυφθεί τάχιστα με παρεμβάσεις της ηγεσίας του.

Ο στόχος, ο στρατηγικός στόχος, δεν είναι απλά «να κυβερνήσουμε» αλλά να συμβάλλουμε -και με την διακυβέρνηση- για να μπει ένα στοπ στο καθεστώς «αποικίας-χρέους». Οι προϋποθέσεις ενός τέτοιου στόχου είναι πάμπολλες, δύσκολες και σύνθετες. Δεν επιτυγχάνονται με εξυπνακισμούς και με τετριμμένα αριστερά στερεότυπα και λεονταρισμούς (πολιτικές και σχήματα των ΚΚΕ, εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κ.λπ.). Δεν λύνονται και χωρίς ενεργοποιημένο το μεγάλο όπλο, το όπλο της πολιτικής και του λαϊκού κινήματος. Μόνο με ενεργοποιημένο το όπλο της πολιτικής (πολιτικός αγώνας ενάντια στο καθεστώς της «αποικίας-χρέους») και λαϊκό κίνημα που λαμβάνει την ευθύνη μαζί με την Αριστερά να ανατάξει τη χώρα και την κοινωνία από τη διάλυση και να τις ξαναδώσει υπόσταση.

Εδώ δύο σημαντικές υποσημειώσεις:

α) Η χώρα δεν διαθέτει πολιτικές ή διανοητικές ελίτ που να θέτουν τέτοιους στόχους και να νοιάζονται για την αναγέννηση της χώρας. Η εθελοδουλία και ο ραγιαδισμός του πολιτικού κόσμου και ο κοσμοπολιτισμός-ευρωπαϊσμός της διανόησης, σε γενικές γραμμές, έχουν αφήσει ένα τεράστιο κενό που πρέπει κι αυτό να καλυφθεί.

β) Τα γεωπολιτικά σύννεφα δεν επιτρέπουν «ανέσεις» που υπήρξαν ακόμα και στα μνημονιακά χρόνια. Έρχονται τεκτονικοί σεισμοί και όλες οι γραμμές μοιάζουν ανοχύρωτες…

Πόσο καλό μπορεί να επιφέρει το γκραμσιανό και πολυφορεμένο «απαισιοδοξία της σκέψης, αισιοδοξία της θέλησης»; Αισιοδοξία μπορεί να προκύψει αν ψάξουμε καλά σε αυτό που τόνιζε ένας σημαντικός διανοητής, ο Κωστής Μοσκώφ, ως εποικοδημήματα των υποτελών τάξεων και στρωμάτων στη χώρα.

Έχουμε περισσότερο από ποτέ ανάγκη από μια «πραγματικότητα εννοιών» που θα αντικαταστήσει την «πραγματικότητα παραστάσεων» που έχουν στήσει οι μνημονιακές εσωτερικές και τρίτες δυνάμεις.
Tagged : / /

Εποχή πολέμων; άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.230, 27/9/2014)

Η παρακμή της Δύσης, οι σύγχρονες σταυροφορίες και η θέση της Ελλάδας 
 
Το ερώτημα έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Η εποχή που ζούμε θα είναι μια εποχή πολέμων, δηλαδή κυριαρχίας της πολιτικής της εξάλειψης των αντιπάλων διά της αιματοχυσίας; Διότι, το γνωστό «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» διακρίνει σαφώς την εποχή της «ειρήνης» από την εποχή του «πολέμου».
 
Συνηθίσαμε στην ιδέα ότι ο πόλεμος είναι εξαίρεση, ενώ ο «ειρηνικός» οικονομικός ανταγωνισμός ο κανόνας. Πόλεμος και ειρήνη, πράγματι, διαπλέκονται αλλά καλό είναι οι «ηρωικές» στερεοτυπικές διατυπώσεις («ταξικός πόλεμος», «κοινωνικός πόλεμος» κ.λπ.) να μη συσκοτίζουν τη διαφορά ανάμεσα στις δύο καταστάσεις. Ο πόλεμος ως ειδική κατάσταση (για άλλους «τέχνη», «επιστήμη» ή «πατήρ πάντων») είναι η συνέχιση της πολιτικής με βίαια μέσα που αποσκοπεί στην συντριβή ή την εξουδετέρωση της αντίπαλης δύναμης.
 
Ο φιλόσοφος Κ. Πρέβε, έθεσε με σαφήνεια το ερώτημα: «Το να φτάνουμε στη ρίζα των ζητημάτων, το να είμαστε δηλαδή ριζοσπάστες, σημαίνει να μπορούμε να ερμηνεύσουμε το ουσιώδες της ιστορικής εποχής που ζούμε». Ποιο είναι, λοιπόν, το ειδικό, κεντρικό χαρακτηριστικό της εποχής μας; Ο Πρέβε απαντά: Ο σύγχρονος κόσμος συνίσταται σε μια εποχή πολέμων για τη Νέα Τάξη Πραγμάτων. Δεν πρόκειται για μια απλή περιγραφή δίπλα σε άλλες που θα μπορούσαν να γίνουν, αλλά για σαφή ορισμό της ιστορικής εποχής που είναι σε εξέλιξη.

 
Δεν είναι λίγοι όσοι μιλούν για τους πολέμους στην εποχή της Νέας Τάξης και εξετάζουν τα ειδικά τους χαρακτηριστικά, υποστηρίζοντας ότι έχει ήδη αρχίσει ο Δ’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, λίγο μετά τη λήξη του Τρίτου και επονομαζόμενου ψυχρού πόλεμου, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας μεγάλης σύγκρουσης που θα χρωματίσει την παγκόσμια πραγματικότητα αποφασιστικά. Για να μιλήσουμε με πιο προσγειωμένους όρους, ας θεωρήσουμε τον πόλεμο ως μια από τις μεγάλες ροπές του 21ου αιώνα. Με πιο «ξύλινη» γλώσσα, η «τάση προς τον πόλεμο» μεγαλώνει εκθετικά.
 
Διεξάγονται, τώρα, δύο ταυτόχρονα διεθνοποιημένοι πόλεμοι. Ο πόλεμος της Ουκρανίας και αυτός ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος στις περιοχές του Ιράκ και της Συρίας. Η εμπλοκή δυνάμεων στους πολέμους αυτούς μεγαλύτερη και ευρύτερη, το θέατρο των επιχειρήσεων αφορά μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα -μεγαλύτερης σημασίας από τη Σερβία του Μιλόσεβιτς- και μια εκτεταμένη περιοχή στη Μέση Ανατολή. Ο πόλεμος της Γάζας μόλις έχει κοπάσει προς το παρόν, στις περιοχές του Αφγανιστάν και του Πακιστάν συνεχίζεται, ενώ γίνεται φανερό πως οι διευθετήσεις που έφεραν οι χθεσινοί πόλεμοι (Ιράκ, Αφγανιστάν) έχουν προ πολλού αμφισβητηθεί.
 
 
Ιστορική παρακμή της Δύσης, στρατηγική του χάους
 
Η ροπή προς τον πόλεμο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο ως κλασική μέθοδος ξεπεράσματος της οικονομικής κρίσης, μέσω της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων για να ξαναρχίσει ο κύκλος της κερδοφορίας. Σωστό και ιστορικά επαληθεύσιμο, αλλά ταυτόχρονα πολύ γενικό, τόσο που δεν συλλαμβάνει το ιδιαίτερο της ιστορικής φάσης, των ειδικών τρόπων διεξαγωγής των πολέμων, της στρατηγικής κάθε εμπλεκόμενης δύναμης, των συνεπειών στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
 
Ζούμε σήμερα την πολύμορφη ιστορικής σημασίας παρακμή της Δύσης και την υποχώρηση των ΗΠΑ, ηγέτιδας δύναμης του δυτικού κόσμου. Η σχετική παρακμή της Δύσης σχετίζεται με την πορεία της «παγκοσμιοποίησης» και κυρίως με μια συνέπειά της, την ανάδυση άλλων κέντρων (π.χ. Κίνα, Ρωσία, Ινδία).
 
Η περαιτέρω ισχυροποίηση ή συνεργασία των κέντρων αυτών μπορεί να αποτελέσει τεράστιο πονοκέφαλο για το δυτικό κόσμο και τη δύουσα κυριαρχία των ΗΠΑ. Η εξαπόλυση χαοτικών καταστάσεων, μέσω πολέμων, είναι ο κύριος τρόπος αντιμετώπισης της απειλής που συνιστά η ανάδυση των νέων κέντρων. Οι σταυροφορίες, που η Ουάσιγκτον εξαγγέλλει, οδηγούν σε πολυδιάσπαση μετώπων και επιβράδυνση ή ακύρωση κινήσεων προσέγγισης (π.χ. το πλησίασμα Ρωσίας, Γερμανίας). Οι χαοτικές καταστάσεις λειτουργούν και «προβοκατόρικα», στοχεύοντας στη δημιουργία τετελεσμένων προς όφελος, κυρίως, των ΗΠΑ.
 
Με μια έννοια, ο σύγχρονος κόσμος ήταν κυρίως «δυτικοκεντρικός» και αυτό αρχίζει για πρώτη φορά να θεωρείται περιοριστικό. Η παγκοσμιοποίηση ρηγμάτωσε την ηγεμονία του «δυτικοκεντρισμού» που εμφανίστηκε στα μάτια ζωτικών αστικών δυνάμεων της Περιφέρειας, ως αναχρονισμός, έτσι που επιζητούν κι αυτές μια «νέα τάξη πραγμάτων». Η δική τους υπό διαμόρφωση στρατηγική δεν εδράζεται στην κατάργηση κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου ή εθνικής κυριαρχίας αλλά μάλλον προσβλέπει σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου οι ίδιες θα είχαν δραστήριο ρόλο.
 
Οι δύο, σε εξέλιξη, διεθνοποιημένοι πόλεμοι που αναφέρθηκαν, πρέπει να ειδωθούν ως άμυνα, θωράκιση και πρωτοβουλία της Δύσης για την ανακοπή αυτών των τάσεων. Ο δρόμος του πολέμου καθίσταται ο «καθαρός» τρόπος επίλυσης γεωπολιτικών ανταγωνισμών που ακόμα δεν έχουν πλήρως διαφανεί.
 
Το ιδεολογικό προκάλυμμα των νέων σταυροφοριών δεν θα είναι ίδιο όπως στις περιπτώσεις των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας ή του Ιράκ. Ούτε θα είναι απλά η «σύγκρουση των πολιτισμών» αλά Χάντιγκτον. Θα ζήσουμε, ήδη ζούμε, ένα υβρίδιο πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας (γενικά), της βαρβαρότητας (ιδιαίτερα της τζιχαντιστικής), του Πούτιν που θέλει να αναβιώσει την «αυτοκρατορία του κακού» (χριστιανός και όχι τζιχαντιστής βέβαια αυτός, αλλά πάντως σκοτεινός…). Ενώ βεβαίως, θα αποθεωθούν τα «ιδεώδη» και ο «πολιτισμός» της Δύσης ως πανανθρώπινες αξίες που όλοι θα πρέπει να υπερασπιστούν απέναντι στην «απειλή του χάους».
 
Οργανωτής των νέων σταυροφοριών οι ΗΠΑ και ομπρέλα ολόκληρη η Ευρώπη, αλλά και χώρες όπως η Αυστραλία ή η Ιαπωνία που εξοπλίζεται ταχύτατα και δείχνει τα δόντια της προς τη Ρωσία και την Κίνα. Μέσα στην Ευρώπη, χώρες όπως οι Βαλτικές, η Πολωνία, η Ουκρανία (η όποια Ουκρανία μέσα από ή μετά τον πόλεμο) θα είναι οι κράχτες της αντιρωσικής πλευράς.
 
Στον αραβικό κόσμο, η κατάσταση θα είναι πιο σύνθετη καθώς ο ενισχυμένος (αλλά διασπασμένος) σουνιτισμός στοχοποιείται σήμερα αλλά δεν θα εγκαταλειφθεί η προσπάθεια στραγγαλισμού του σιίτικου στοιχείου (Ιράν, Χεζμπολάχ κ.λπ.). Το χάος όμως στην περιοχή μπορεί να βοηθά για γενικότερες διευθετήσεις σε όλα τα θέατρα της άμυνας που προβάλλει η Δύση.
 
 
Ένα αφελές ερώτημα
 
Έχει σχέση το αντικειμενικό γεγονός των δύο σε εξέλιξη πολέμων με την κατάσταση στη χώρα μας και τον αγώνα για μια διαφορετική διέξοδο; Γιατί καμιά φορά η πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα διεξάγεται σαν να βρισκόμαστε κάπου μακριά και όχι ακριβώς ανάμεσα στις ζώνες των δύο πολέμων. Σαν να είμαστε μια χώρα σαν τη Νέα Ζηλανδία ή την Ελβετία, κάπως μακριά και χωρίς υποχρεώσεις απέναντι σε συνασπισμούς, όπως η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, δηλαδή δύο βασικές ενώσεις της υπαρκτής Δύσης. Σαν να μην αντιλαμβανόμαστε ότι η σύγχρονη ροπή στον πόλεμο οδηγεί στην καταναγκαστική επιλογή αναβίωσης του «ευρωατλαντισμού» που ακυρώνει την όποια αυτονομία της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Αφήνοντας, βέβαια, τον ηγεμόνα (Γερμανία) να κάνει ΠΑΙΧΝΙΔΙ χωρίς όμως να εγκαταλείπει την αγκαλιά των αμερικανικών προτεραιοτήτων. Έτσι, ακόμα και ο βαθμός αυτονομίας της Γερμανίας καθορίζεται από τις τάσεις αυτές.
 
Οι πόλεμοι με το γεωπολιτικό χαρακτήρα που περιγράφτηκε, εμπλέκουν όλες τις δυνάμεις στην τροχιά της αντιπαράθεσης. Η κυβέρνηση, βέβαια, διά της κυρίας… Βούλτεψη, εξηγεί την υποτελή της στάση με την περίφημη φράση «η τήρηση των συμμαχικών δεσμεύσεων είναι υπεράνω των συμφερόντων των ροδακινοπαραγωγών», χωρίς να αναρωτιέται καθόλου τι θα ζητηθεί στην πορεία από τους «συμμάχους» και τι προετοιμάζουν για μια αποικία χρέους στον Ευρωπαϊκό Νότο. Φυσικά οι πολιτικές ελίτ δεν διατυπώνουν καμιά σκέψη για το τι θα γίνει αν η κλιμάκωση της γεωπολιτικής κρίσης απαιτήσει άνοιγμα μετώπων και στα Βαλκάνια.
 
Ήδη, έχουμε «υποδεχτεί» τα χημικά της Συρίας στις θάλασσές μας, έχουμε πληρώσει το εμπάργκο προς τη Ρωσία, δίνουμε ό,τι ζητούν οι Αμερικανοί στη Σούδα και την Καλαμάτα, συρόμαστε σε διάλογο για την αποδοχή μιας νέας εκδοχής Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, ενώ είμαστε θεατές των όσων διαδραματίζονται στα Βαλκάνια.
 
Ακόμα χειρότερα, σφυρίζουμε αδιάφορα, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουμε πως η Τουρκία, χώρα του G20 με βλέψεις για ευρύτερο ρόλο στην περιοχή, προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο να αποδεχθεί κουρδικό κράτος, ζητώντας «οικόπεδα» προς Δυσμάς (Κύπρος, Αιγαίο, Βαλκάνια). Ενώ αφήνει να διαρρεύσει ότι διαθέτει πυρηνικό πρόγραμμα μεγάλων βλέψεων. Ερντογάν και Νταβούτογλου θέτουν σε ΕΦΑΡΜΟΓΗ από καλύτερες θέσεις, και με ανανεωμένη τη λαϊκή εντολή, την πολιτική του νέο-οθωμανισμού.
 
Άφωνοι, συρόμενοι από ΗΠΑ και Γερμανία, απόντες σαν χώρα στα γεωπολιτικά τεκταινόμενα. Εθελόδουλοι, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τους δυνάστες και εμπρηστές. Αλλά και με ένα λαό απροετοίμαστο απέναντι σε όσα εξελίσσονται σήμερα και προδιαγράφονται για αύριο.
 
Τα γεωπολιτικά κύματα, λοιπόν, εμπλέκουν και απειλούν με ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους τη δοκιμαζόμενη από τα μνημόνια και την τρόικα χώρα μας. Τα σενάρια διάλυσης, διαμελισμού και οικοπεδοποίησης δεν είναι φανταστικά μέσα από τις νέες παγκόσμιες μοιρασιές που αργά ή γρήγορα θα προκύψουν. Η παραμονή στο έδαφος του οικονομισμού, παραβλέποντας αυτά τα γεωπολιτικά κρίσιμα ζητήματα, λειτουργεί αφοπλιστικά. Το ζητούμενο παραμένει μια εθνική, πολιτική, οικονομική, κοινωνική διέξοδος σε πολύ δύσκολες και όχι ευνοϊκές γεωπολιτικές συνθήκες. Για να γίνει πραγματικότητα χρειάζεται ένα μεγάλο λαϊκό ρεύμα, ένα πολιτικό κίνημα που θα βάθαινε την πολιτικοποίησή του, δοκιμάζοντας να ανακαλύψει και να στερεώσει τους όρους μιας τέτοιας Διεξόδου.
Tagged : / /

Ολόκληρο το κείμενο του Ρ. Ρινάλντι για το βιβλίο «Ανθρώπινη φύση» του Ευτ. Μπιτσάκη: Αναζητώντας μια έλλογη αισιοδοξία, (σε τρία μέρη στο Δρόμο της Αριστεράς, φ.226, 30/8//2014, φ.227, 6/9/2014, φ.228, 13/9/2014)

Παρουσίαση του βιβλίου του Ευτύχη Μπιτσάκη, Ανθρώπινη φύση Για έναν κομμουνισμό του πεπερασμένου, Εκδόσεις Τόπος, 2013


ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ


Γενικός κατατοπισμός στο πρόσφατο έργο του Ευτύχη Μπιτσάκη

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης ανήκει στο σπάνιο, πλέον, είδος ανθρώπου που συνεχίζουν να δηλώνουν μαρξιστές και να έχουν πλήρη επίγνωση των συνθηκών που έχει βρεθεί στις μέρες μας ο μαρξισμός, αλλά και το κομμουνιστικό κίνημα που αυτός ανέδειξε. Έτσι, σε «εποχή έκπτωσης και συμβιβασμού, σε εποχή της “αποικοδόμησης” και της “καταφρόνιας”», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Α. Λεφέμπρ, ο Ευτύχης Μπιτσάκης έχει βαλθεί –ενώ σαν «αγρότης», όπως δηλώνει ως ιδιότητά του ο ίδιος, θα μπορούσε να ασχολείται με τα αμπέλια, κοροϊδεύοντας άλλους που απλά φενακίζουν το σύστημα– να συνεχίζει να ασχολείται με την άλυτη αντίφαση που τον χαρακτήριζε από νέο άνθρωπο: την αντίφαση ανάμεσα στον επιστήμονα, που με περισσή όρεξη και δυνατότητες έπρεπε να αφιερωθεί στα αντικείμενα της επιστήμης, και στα καλέσματα να παίρνει διαρκώς μέρος στο προοδευτικό κίνημα και στις ανάγκες που αυτό έθετε.

Για μας, τους αναγνώστες –τουλάχιστον– του έργου του, αυτή είναι μια «ευτυχής αντίφαση» γιατί έχουμε μπροστά μας έναν επιστήμονα, φιλόσοφο, μαρξιστή και κομμουνιστή που το έργο του ξεπερνά τους ελλαδικούς ορίζοντες και φυσικά είναι μια απόδειξη των δυνατοτήτων αλλά και της ανάγκης για κατανόηση της πραγματικότητας και της απάντησης κομβικών ζητημάτων.

Ακόμα περισσότερο, οι τελευταίες παρεμβάσεις του Ευτύχη Μπιτσάκη (Ε.Μ.), για παράδειγμα τα δύο τελευταία βιβλία του, Η Ύλη και το Πνεύμα και Ανθρώπινη φύση, συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο ουσιαστικές παρεμβάσεις, από μαρξιστικής πλευράς, στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης, μαζί με τον Ιστβάν Μεσάρος, είναι από τους πιο γόνιμους και ουσιαστικούς μαρξιστές διανοητές και έχουμε την τύχη ο Μπιτσάκης να είναι ανάμεσά μας, να γράφει στη γλώσσα μας, να υπάρχουν πολυάριθμα έργα του, να βρίσκονται στο διαδίκτυο αρκετές ομιλίες του.

Το περιβάλλον στο οποίο παρεμβαίνει

Ο ίδιος, όπως δηλώνει στον πρόλογο του βιβλίου Η Ύλη και το Πνεύμα (Εκδόσεις Άγρα, 2011), διακρίνει το τέλμα που δημιουργούν από τη μια ο επιστημονισμός, η ξηρότητα του θετικισμού και ένα πλήθος αντιρεαλιστικών ρευμάτων και από την άλλη, οι νέες μορφές χυδαίου ή ψευδοεπιστημονικού μυστικισμού και τέλος, στην «μεταμοντέρνα» εποχή μας, ο νέος γνωσιοθεωρητικός σχετικισμός και οι νέες αναγγελίες του θανάτου της φιλοσοφίας και κάθε «μεγάλης αφήγησης». Ο Ε.Μ. επιδιώκει «να θεμελιώσει τη νομιμότητα ενός επιστημονικού ρεαλισμού ανοικτού στις φυσικές επιστήμες και στην κοινωνική πρακτική γενικότερα». Για να μπορέσει, όμως, να θεμελιωθεί ο υλισμός πρέπει να φωτίσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, «αλλά γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από τις επιστήμες της ζωής».

Τα δύο τελευταία βιβλία του Ε.Μ. αποτελούν μια ενιαία παρέμβαση στην οποία ο συγγραφέας εκφράζει τις απόψεις του, την επιχειρηματολογία του, αλλά και τα κρίσιμα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Ο Ε.Μ. εμφανίζεται τολμηρός, επίμονος στο να θέτει ερωτήματα, στο να δείχνει περιοχές που χρειάζονται κι άλλο ψάξιμο, ζητήματα στα οποία δεν υπάρχουν οριστικές και τελειωτικές απαντήσεις.

Υπάρχει μια διαφορά ύφους ανάμεσα στα δύο βιβλία. Στο μεν Ύλη και Πνεύμα αναζητείται η επιστημονική, κυρίως, τοποθέτηση και η απάντηση σε ερωτήματα με βάση τις επιστήμες, στο δε Ανθρώπινη φύση εκτίθεται μια αντίληψη για τον ιστορικό υλισμό και την πορεία των κοινωνιών και εμφανίζεται, πιο ολοκληρωμένη, μια αντίληψη του Ε.Μ. απέναντι σε αυτό που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «χυδαίο μαρξισμό».

Ο ίδιος έχει πλήρη επίγνωση της σημασίας της ήττας του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα και συνδέει άμεσα τις αιτίες της ήττας με την ανάγκη απάντησης σε βασικά ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο: Σχετικά με τη φύση του και την ουσία του, τον βιολογικό ή/και κοινωνικό χαρακτήρα τους, τις δυνατότητες να αλλάξουν ή να τροποποιηθούν. Θέτει συνεχώς και με διάφορες διατυπώσεις το ερώτημα αν είναι συμβατή η ανθρώπινη φύση με τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό, αν «υπάρχει ανθρωπολογικό εμπόδιο το οποίο θα ακυρώνει και στο μέλλον κάθε απόπειρα για οικοδόμηση σοσιαλιστικής κοινωνίας;»

Είναι, μάλιστα, τόσο καίριο το ζήτημα που εντυπωσιάζεται ο Ε.Μ. που οι «ηγεσίες της Αριστεράς (αλλοδαπής και ημεδαπής) αποφεύγουν το ερώτημα και την ανάγκη για επιστημονικά θεμελιωμένη απάντηση». (Ανθρώπινη φύση, σελ 126).

Δεν μπορούμε να αποφύγουμε το ερώτημα: Οι εγωιστικές, επιθετικές, βάρβαρες και παρανοϊκές πρακτικές «είναι αποτέλεσμα βιολογικών στοιχείων εγγεγραμμένων στο ανθρώπινο γονιδίωμα;»… Ο «βιολογικός αναγωγισμός, θεωρεί την βαρβαρότητα ως μοίρα του ανθρώπινου είδους. Είναι λοιπόν δυνατόν να διακρίνουμε κάποια διέξοδο από τον βιολογικό πεσιμισμό και από την αντίθετη άποψη: τον πραγματισμό και την ηθικολογούσα μεταφυσική;» (Ανθρώπινη φύση, σελ 128).

Ο Ε.Μ. λοιπόν αναμετριέται με αυτά τα προβλήματα και επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στο έδαφος ενός μαρξισμού που στηρίζεται σε έναν επιστημονικό ρεαλισμό ανοικτό προς τα ερωτήματα, που δεν κρύβεται πίσω από τις βεβαιότητες, τα τσιτάτα, την αγοραία αισιοδοξία, τη ρηχή εργατολογία.

Αναμετριέται, σημαίνει καταπιάνεται σοβαρά, ουσιαστικά, με κόπο και με προσπάθεια, για να καταλήξει όχι σε προκατασκευασμένα συμπεράσματα, αλλά σε προτάσεις και συμπεράσματα που στηρίζονται στην πρόοδο της έρευνας και της τεκμηρίωσης.

Γι’ αυτό συγκρούεται με τον χυδαίο μαρξισμό και όλα τα απλοποιητικά σχήματα και άρα απορρίπτει τον οικονομισμό και τη θεωρία της «προόδου» που στηρίζεται σε αυτόν, θέτει με έμφαση όλη την προβληματική που είχαν αναπτύξει οι ιδρυτές του μαρξισμού προς το τέλος της ζωής τους για τους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς και τις κοινότητες που υπήρχαν σε αυτούς, εξετάζει το τι ήταν οι μεταβατικές κοινωνίες που οργανώθηκαν στο όνομα του σοσιαλισμού, και ξαναθέτει το ζήτημα ενός νέου ανθρωπισμού («ενός βιώσιμου κομμουνιστικού ανθρωπισμού» – σελ. 56) που οφείλει να γεφυρώσει το τεράστιο κενό που δημιούργησαν ο οικονομισμός (κυρίαρχη μορφή του γνωστού μαρξισμού) και οι αποτυχημένες απόπειρες σοσιαλισμού. Αναγκαστικά λοιπόν τοποθετεί στην κεντρική θέση ζητήματα όπως η αλλοτρίωση, η αποξένωση, η φύση και η ουσία του ανθρώπου. Για να καταλήξει στην ανάγκη μιας ενδοκοσμικής ηθικής που θα στηρίζει μια «ρεαλιστική κομμουνιστική ουτοπία».

Με τον τρόπο αυτό ο Ε.Μ. δημιουργεί τους όρους μιας θεωρητικής ανάτασης, αναγκαίας και απαραίτητης συνθήκης για την ανάδειξη μιας νέας συνείδησης. Και τούτο με τρόπο τολμηρό και τίμιο, καθόλου δογματικό, ανοικτό σε ρεύματα σκέψης και σε κριτικές που μπορεί να έχουν εγερθεί και να έχουν σημασία, αλλά παράλληλα πατώντας στο έδαφος του μαρξισμού.

Για τον Ε.Μ. έχουν τεθεί –και το γνωρίζει καλά από την ιστορική εξέλιξη των προσπαθειών να δημιουργηθούν αταξικές κοινωνίες– δύο ερωτήματα: «της επιστημονικής αξίας του μαρξισμού και της δυνατότητας των ανθρώπινων κοινωνιών να ελέγξουν το ιστορικό γίγνεσθαι». Είναι ανάγκη να υπερβούμε τη στρέβλωση που έχουν επιφέρει «ο οικονομισμός και η αντίστοιχη γραμμική-αιτιοκρατική αντίληψη της Iστορίας». Επομένως «να ανακτήσουμε το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού και να προωθήσουμε τη θεωρία, ώστε να βρεθεί σε αντιστοιχία με τις αντινομίες και τις δυνατότητες της εποχής μας. Αλλά η «επιστροφή στις ρίζες» δεν αρκεί: Η σημερινή επαναστατική θεωρία θα εμπλουτιστεί και θα ανοιχτεί σε ευρύτερους ορίζοντες, αν αξιοποιήσει κριτικές εκτός από τους κλασικούς, και την αναρχική παράδοση, καθώς και τον πλούτο των κομμουνιστικών ουτοπιών, αρχαίων, αναγεννησιακών και νεότερων». (Ανθρώπινη φύση, σελ 167)

Ένα βιβλίο που θέτει ερωτήματα, βάζει δηλαδή σε κίνηση τη σκέψη

Όπως αναφέραμε παραπάνω, το έργο Ανθρώπινη φύση θέτει σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο, σε κάθε θέμα που εξετάζει, και μια σειρά από ερωτήματα- προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, να απαντηθούν. Ίσως αυτή να είναι και η ιδιομορφία του βιβλίου αυτού.

Τη διάλυση των μορφών κοινοκτημοσύνης που υπήρχαν στις αταξικές κοινωνίες, γιατί την διαδέχτηκε ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής και η ανάπτυξη της αχαλίνωτης κτηνωδίας; Δεν μπορούσε να υπάρξει άλλη εξέλιξη, και γιατί; Μάλιστα, ο Ε.Μ. αναρωτιέται γιατί αυτό να θεωρείται τάχα «πρόοδος», όπως διατείνεται ένας ορισμένος μαρξισμός;

Εκ των υστέρων πολλά μπορούν να ειπωθούν για τη «διαλεκτική θετικότητα του Αρνητικού στην Iστορία» (Χέγκελ), αλλά η υπέρμετρη, άμετρη, υπερβολική (παράλογη;) βία, κτηνωδία, βαναυσότητα που είδαμε στην πορεία των αιώνων, αιτιολογείται πάντα με βάση το υλικό συμφέρον ή μόνο σε αυτό; Πώς να ερμηνευτούν τα βασανιστήρια και οι πυρές στους μεσαιωνικούς χρόνους, τα κρεματόρια των ναζιστών, η Χιροσίμα, όλη η γενοκτονική εξέλιξη των πολέμων, οι σύγχρονες σταυροφορίες στο όνομα των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» κ.λπ.; Όλα αυτά μπορούν να ερμηνευτούν χωρίς την ενεργητική παρέμβαση της ιδεολογικής αποπλάνησης και τα σχήματα που δημιουργούνται μέσα στην ψυχολογία και τη συμπεριφορά των ανθρώπων;

Ο «υποβιβασμός του ανθρώπου», σήμερα, σε εξάρτημα ενός συμπλέγματος και σε μια ζωή «μολυσμένη από τη μολυσμένη ανάσα του πολιτισμού μας», οι νέες πραγματικότητες και οι τεράστιοι μηχανισμοί χειραγώγησης και ελέγχου, πόσο μεταβάλλουν την ανθρώπινη φύση, εκκολάπτοντας ή ενισχύοντας τις αρνητικές δυνατότητές της;

Εν τέλει, πόση σχέση έχουν όλα αυτά με την αποτυχία των πρώτων προσπαθειών να δημιουργηθούν νέες κοινωνίες;

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης, επιστήμονας, φιλόσοφος, κομμουνιστής δεν φοβάται μην τον αποκαλέσουν «ουτοπικό». Ίσα-ίσα, το θεωρεί περίπου έναν τίτλο τιμής στις στείρες εποχές που ζούμε. Το αποδεικνύει και με την επιλογή του τίτλου του θεωρητικού περιοδικού που διευθύνει, αλλά και στις σελίδες του Ανθρώπινη φύση. Μόνο που ο ίδιος την ουτοπία τη στηρίζει σε έναν επιστημονικό ρεαλισμό ανοικτό στις φυσικές επιστήμες και στην κοινωνική πρακτική γενικότερα, γιατί νοιάζεται και αγωνιά να στηριχθεί όσο καλύτερα γίνεται η ρεαλιστική κομμουνιστική ουτοπία.


Μέρος Δεύτερο

Κριτική του οικονομικού και τεχνολογικού ντετερμινισμού – στο επίκεντρο ξανά η κοινωνικότητα (η κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα)

Το εγχείρημα της θεμελίωσης «ενός βιώσιμου κομμουνιστικού ανθρωπισμού», στις αρχές του 21ου αιώνα, απαιτεί πολλές προϋποθέσεις, θεωρητικές, επιστημονικές, ιστορικές. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης (Ε.Μ.) το καταλαβαίνει καλά και βαθιά. «Σε εποχή αντεπανάστασης και ηθικού μηδενισμού», «να θρηνήσουμε τη χαμένη Ιερουσαλήμ ή να βάλουμε σε κίνηση το μυαλό μας;» (Ανθρώπινη Φύση, σ. 176). Απαιτείται. με άλλα λόγια, να αδράξουμε την ουσία και τις κύριες τάσεις της εποχής που ζούμε, αλλά όχι γενικά, καταγγελτικά, αφοριστικά αλλά σε βάθος. Απαιτείται -και δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό ο Ε.Μ.- να διακρίνουμε το «τραγικό και διδακτικό ίχνος στον ιστορικό χρόνο» που «αφήνει πάντα» ακόμα και «μια επανάσταση που αποτυγχάνει». (Α.Φ. σελ. 177).

Αυτός είναι ο λόγος που ολόκληρο το βιβλίο διαποτίζεται από μια βαθιά κριτική της ιδέας της προόδου, ως φυσιολογικού απότοκου της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Κριτικάρει έντονα αυτήν την παραμόρφωση, ότι πρόοδος=ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων και τίποτα άλλο. Ή, ορθότερα, πως όλα τα «άλλα» θα προκύψουν από αυτήν την ανάπτυξη. Εδώ εδράζεται η σφοδρή κριτική του συγγραφέα στον οικονομικό και τεχνολογικό ντετερμινισμό που κυριαρχεί στις μέρες μας και εκφράζεται -με πιο αφηρημένο τρόπο- από τις διάφορες εκδοχές του θετικιστικού εμπειρισμού. Ιδιαίτερα προσπαθεί να δείξει πώς αυτή η αντίληψη αναπαράχθηκε μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα και πόσο καταστροφική ήταν.



Κριτική ενός δογματικού αποστεωμένου οικονομίστικου μαρξισμού

200 χρόνια καπιταλισμού και θα έπρεπε να έχει γίνει ένας απολογισμός, να έχουν βγει συμπεράσματα για τα ιδεολογήματα της «ανάπτυξης» και της «προόδου», όπως προβάλλονται από τους εκφραστές και τους απολογητές του καπιταλισμού.

«Οι κλασικοί του μαρξισμού είδαν και τις δύο όψεις της “ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων”. Αλλά ο χυδαίος “μαρξισμός” βλέπει μόνο την “ανάπτυξη”, όπως και σήμερα μερικοί “μαρξιστές” εκστασιάζονται μπροστά στην καπιταλιστική τεχνολογική πρόοδο και φαντάζονται ένα σοσιαλισμό που θα αντιγράψει την καπιταλιστική χρήση της τεχνολογίας, αλλάζοντας, απλώς, τις σχέσεις ιδιοκτησίας». (Α.Φ. σελ. 32)

Έχοντας διανύσει μια πορεία το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, από την τυπική αρχικά και την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, για να φθάσει τις τελευταίες δεκαετίες -–μέσα από διαρκείς αναδιαρθρώσεις- στην ανώτερη φάση υπαγωγής της τεχνικής και της επιστήμης στο κεφάλαιο, τίναξε στον αέρα όλες τις προσδοκίες για την έλευση μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας, δικαιοσύνης και ισότητας. Από το όχημα της «επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης», μέσα από το «άλμα στο άυλο», πιο πρόσφατα την «αποικιοποίηση της συνείδησης» και την «αποκρυπτογράφηση του γονιδιώματος», οδηγείται στην κυριάρχηση πλευρών της ζωής, σε έναν παράλογο αγώνα δρόμου για τη διαιώνιση των καπιταλιστικών σχέσεων. Μέσα από αυτήν την πορεία -που δεν ήταν ουδέτερη αλλά σφραγίζονταν από τις ταξικές σχέσεις και τους αγώνες που ούτε στιγμή δεν σταμάτησαν- ο απολογισμός του 20ού αιώνα ή και των 200 τελευταίων χρόνων του καπιταλισμού πρέπει να γίνουν μακριά από την οικονομιστική οπτική.


«Η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη ταυτίστηκε κατά κανόνα, και κυρίως από την αστική σκέψη, με την κοινωνική πρόοδο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. Και αυτό επειδή η πρωτοφανής επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση η οποία πραγματοποιήθηκε τον εικοστό αιώνα, αποκάλυψε τον αντιφατικό χαρακτήρα του φαινομένου – κάτι που είχαν ήδη επισημάνει οι κλασικοί του μαρξισμού, καθώς και οι αστοί στοχαστές από την Αναγέννηση και μετά».

«Η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος στην υπηρεσία του κεφαλαίου μετατρέπονται σε δυνάμεις που οδηγούν σε έναν μεταμοντέρνο Μεσαίωνα, εργασιακό, πολιτισμικό και υπαρξιακό. Σήμερα ζούμε και στη χώρα μας την απαρχή μιας νέας σκοτεινής εποχής. Οι πόλεμοι της Νέας Τάξης, εξάλλου, αποτελούν ακραία μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στην επιστημονική πρόοδο και την κοινωνική πραγματικότητα».

Ο Ε.Μ. δεν παραμένει σε αυτήν τη διαπίστωση αλλά θέλει να εξάγει πιο βαθιά συμπεράσματα γύρω από την υπαγωγή της επιστήμης και της τεχνικής από το κεφάλαιο και για τα εγχειρήματα μετάβασης:

«Και αν η λύση των σημερινών προβλημάτων μπορεί να βρεθεί στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας, αυτό σημαίνει ότι οι αρνητικές συνέπειες της τεχνολογικής προόδου εξαφανίζονται αυτόματα; Ή μήπως ορισμένες συνέπειές της συνδέονται με την ίδια τη φύση της; Αν απορρίψουμε ως ιστορικά ξεπερασμένη την αστική αντίληψη για την πρόοδο, μήπως είναι ανάγκη να εξετάσουμε κριτικά και ορισμένες σύγχρονες αντιλήψεις που θεωρούνται μαρξιστικές, για να δούμε έως ποιο βαθμό αναπαράγουν, ίσως, τον αστικό επιστημονισμό;» (Α.Φ. σελ. 46)

«Όμως, εκατόν πενήντα χρόνια μετά το Κεφάλαιο, και σαν να μη γράφτηκε ποτέ αυτό το έργο, κυρίαρχη αντίληψη της προόδου στο αριστερό κίνημα ήταν η αστική-επιστημονικίστικη και ουμανιστική, δηλαδή η αφηρημένη αντίληψη που ταυτίζει την πρόοδο με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το φαινόμενο φυσικά μπορεί να εξηγηθεί, αλλά όχι να δικαιολογηθεί…».

«Βαθμιαία επικράτησε ο φετιχισμός της παραγωγής και της παραγωγικότητας, η θεοποίηση των “μεγάλων έργων του κομμουνισμού”, η ιδεολογία της “απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων” και αντίστοιχα η ηθικολογική-πατερναλιστική αντίληψη για την εργασία. Η πρακτική αυτή απέδωσε στα πρώτα χρόνια του γενικού επαναστατικού ενθουσιασμού. Βαθμιαία, ωστόσο οδήγησε στην ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, στην αποξένωση και τη στασιμότητα των τελευταίων ετών». (Α.Φ., σελ. 83-84)

«Ο σοσιαλισμός είναι σήμερα περισσότερο αναγκαίος από ποτέ. Ποιος σοσιαλισμός; Όχι ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε, δέσμιος, μεταξύ άλλων, της ιδεολογίας της “προόδου”. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός δεν είναι βιώσιμη μορφή κοινωνικής συμβίωσης. Η Ιστορία απέδειξε ότι και ο σοσιαλισμός που αντέγραψε τα πρότυπα του βιομηχανικού καπιταλισμού δεν ήταν βιώσιμος». (Α.Φ., σελ. 86)

Επομένως, ο Ε.Μ. καταλήγει σε ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται το ζήτημα της προόδου:

«Η μαρξιστική αντίληψη για την πρόοδο συνιστά την άρνηση της αστικής τεχνοκρατικής, που αποσυνδέει τις δυνάμεις της παραγωγής από τις παραγωγικές σχέσεις και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων». (Α.Φ. σελ. 114)

Αυτή η φράση οδηγεί στην ανάγκη εμπλουτισμού της μαρξιστικής σκέψης και θεωρίας με επίκεντρο τις παραγωγικές σχέσεις και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό το κενό, τέθηκε από μαζικά κινήματα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και τις αρχές του 21ου, και τέθηκε με πλήθος μελετών, εργασιών, παρεμβάσεων που προσπάθησαν να φωτίσουν, να εμπλουτίσουν τη χειραφετητική πορεία της ανθρωπότητας. Μέσα από το οργανωμένο, υπαρκτό κομμουνιστικό κίνημα είναι ελάχιστα τα βήματα που έγιναν για έναν θεωρητικό εμπλουτισμό και αναζωογόνηση του μαρξισμού, για να μην μιλήσουμε για την εχθρότητα που επιδείχθηκε απέναντι σε κινήματα και θεωρητικές εργασίες που έθεταν επί τάπητος τέτοια ζητήματα. Εξάλλου, τη δεκαετία του ’80 χρειάστηκε η παρέμβαση ενός μαζικού κινήματος (οικολογικό) για να καταδειχτεί π.χ. το πρόβλημα της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας, και στις αρχές του 21ου έπρεπε να εμφανιστεί το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα για να τεθεί σε αμφισβήτηση η κυρίαρχη μέχρι τότε άποψη της «αντικειμενικής πορείας προς τη διεθνικοποίηση της παραγωγής» που οδήγησε στη Νέα Τάξη και στη δυαδική κοινωνία – γενικευμένη γκετοποίηση εντός των κοινωνιών… Και τούτα, σε αντίθεση ή και συναντώντας το χλευασμό από το λεγόμενο επίσημο κομμουνιστικό κίνημα.


«Η κοινωνικότητα είναι στοιχείο της διαμορφωμένης ανθρώπινης φύσης και ταυτόχρονα δημιουργός της»

Ο Ε.Μ. ξετυλίγοντας τη σύνθετη και βαθιά του σκέψη, συναντιέται με τους προβληματισμούς που αφορούν τον άνθρωπο, την κοινωνικότητα, την κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα. Για να στοιχειοθετήσει μία άποψη, μια πραγματικότητα εννοιών, γύρω από αυτά τα κρίσιμα και κομβικά ζητήματα, νιώθει την ανάγκη να στηριχθεί τόσο στα επιστημονικά δεδομένα (φυσικές επιστήμες και επιστήμες του ανθρώπου) όσο και να αναστοχαστεί την κοινωνική εξέλιξη και να διακρίνει τα βασικά στοιχεία της.

Η κυριαρχία μέσα στο μαρξιστικό χώρο, ευρωπαϊκό και σοβιετικό, της θεωρίας παραγωγικών δυνάμεων (δηλαδή της προτεραιότητάς τους, της ουδετερότητάς τους κ.λπ.) και του ευρωκεντρισμού, έφερε αναπότρεπτα στην επιφάνεια και την κριτική αυτής της μονοσήμαντης και γραμμικής εξελικτικιστικής αντίληψης για την ιστορία. Η κριτική αυτή – έπρεπε να ξεφύγει από τα στερεότυπα της κυρίαρχης οικονομίστικης ερμηνείας και του ευρωποκεντρισμού. Στην εξέλιξη αυτής της κριτικής έγινε συχνά χρήση του ξαναδιαβάσματος του έργου του Μαρξ και ιδιαίτερα των Grundrisse. Στο έργο αυτό που έγινε γνωστό μετά τη δεκαετία του ‘50 του περασμένου αιώνα (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1939-‘41) υπάρχει μια εκτενής αναφορά σε προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Ακόμα, τόσο ο Μαρξ όσο και Ένγκελς μελέτησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους, μια σειρά θεμάτων τόσο για τον «αρχαϊκό κοινωνικό σχηματισμό», όσο και για τις μορφές κοινοκτημοσύνης, τις αγροτικές κοινότητες. Τοποθετήθηκαν ακόμα και σε ενδεχόμενο πέρασμα αυτών των μορφών (π.χ ρώσικη κοινότητα) σε ένα νέο μεταβατικό σύστημα. (βλέπε αλληλογραφία Μαρξ και Β. Ζασουλιτσ και Μαρξ – Ενγκελς για το σχετικό θέμα). Στον σύγχρονο κόσμο έχουν έρθει στην επιφάνεια πολλά ζητήματα που επιβεβαιώνουν την σημασία και την επικαιρότητα τέτοιων προβληματισμών. Η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού αντιμετωπίζει στη σύγχρονη ύπαιθρο του κόσμου, μια τεράστια αντίσταση αγροτικών και κοινοτικών χώρων που έφεραν στην επιφάνεια πολλά από τα ζητήματα που θίγονταν τότε από τους θεμελιωτές του μαρξισμού. Ο ινδιανισμός στην Λατινική Αμερική (ή τα ιθαγενικά κινήματα όπως είναι γνωστά στην χώρα μας), οι συνεχείς αγροτικές εξεγέρσεις στην Ινδία (για να μιλήσουμε για τις πιο γνωστές περιπτώσεις, πιστοποιούν πως οι μορφές κοινωνικότητας που υπήρξαν και έδειξαν τεράστια αντοχή μέσα στους αιώνες, πρέπει να μας διδάξουν για πολλά πράγματα. Γεωγράφοι και ανθρωπολόγοι επιστήμονες μπόρεσαν να διακρίνουν πολλά και σημαντικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου και ίσως πολύ περισσότερα από μαρξιστές οικονομολόγους που μόνο αριθμούς και οικονομικές πλευρές εξέταζαν μέσα από τα ματογυάλια του ευρωκεντρισμού-δυτικοκεντρισμού.

Ο Ε.Μ για να απαντήσει στο ζήτημα της φύσης και της ουσίας του ανθρώπου, βασικό περιεχόμενο του βιβλίου, δίνει ένα περίγραμμα όλης της εξέλιξης του καπιταλισμού στα 200 τελευταία χρόνια, κριτικάρει την ιδέα της «προόδου», δείχνει πως κατέχει βαθιά την άποψη του Μαρξ για την ιστορική πορεία, κι όχι μια απλοϊκή σχηματική άποψη, και αναπότρεπτα αφού το στοιχείο της κοινωνικότητας είναι κεντρικό στην προβληματική του, έρχεται σε επαφή με τον προβληματισμό για το ζήτημα της κοινότητας. Κι όχι μόνο. Τολμά να προτείνει έναν δρόμο διεξόδου, έναν δρόμο ξετυλίγματος μιας νέας επαναστατικής ορμής. Δεν κάνει, απλά, μια βουτιά στο παρελθόν και στην προϊστορία του ανθρώπου για να ξεφύγει από τα σύγχρονα ζητήματα.

Αν ισχύει αυτό που διατείνεται ο Χοσμπάουμ -μιλώντας για τα ίδια θέματα και προλογίζοντας το τμήμα των Grundrisse που αναφέρονται στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς- ότι «η προ-ταξική κοινωνία σχηματίζει από μονάχη της μιαν ευρεία και πολύπλοκη ιστορική εποχή, με τη δική της ιστορία και τους νόμους ανάπτυξης, και τις δικές της ποικιλίες κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης που ο Μαρξ ονομάζει “αρχαϊκό σχηματισμό”, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η περίοδος αυτή που φθάνει ώς το 3500 π.Χ. ή το 1500 π.Χ. ανάλογα με την εμφάνιση των πρώτων ταξικών κοινωνιών, παίζει ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο για την ερμηνεία των όρων υπό τους οποίους προέκυψαν οι ταξικές κοινωνίες αλλά και στις επιδράσεις σε όλη την ανθρωπολογική γραμμή. Το πέρασμα από τη συλλογική κτήση στην ιδιοκτησία δεν έγινε σε μια νύκτα ή μέσα σε έναν χρόνο…».

«Ο Μαρξ και ο Ένγκελς μελέτησαν τους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς και δεν τους είδαν περιφρονητικά, ως “καθυστερημένες” κοινωνίες, όπως τους βλέπει ο αστός τεχνοκράτης ή ο “μαρξιστής” που έχει πιστέψει τους μύθους της τεχνοκρατικής ιδεολογίας». (Α.Φ. σελ. 60)

«Ωστόσο, χωρίς να εξιδανικεύουμε τη φυλετική κοινωνία, είναι φανερό ότι ορισμένα στοιχεία της ανθρώπινης ουσίας -αλληλεγγύη, αξιοπρέπεια, ελευθερία, στοργή κ.λπ.- εκμηδενίστηκαν ή ατόνησαν με την ανάπτυξη και τη γενίκευση της ατομικής ιδιοκτησίας, το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις και τη δουλεία». (Α.Φ. σελ. 32)

«Η συλλογική κτήση μετατράπηκε, μέσω μιας διαδικασίας αποσάθρωσης της φυλετικής κοινωνίας, σε ιδιοκτησία, με όλες τις συνέπειες που είχε αυτός ο μετασχηματισμός». (Α.Φ. σελ 33)

«O πρωτόγονος ατομισμός και η πρωτόγονη υπερηφάνεια μετατράπηκαν σε ματαιοδοξία, κενότητα, βαρβαρότητα και ψυχρό ατομισμό. Και οι νέες αυτές ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης βρίσκονταν στη βάση της βαρβαρότητας που συνόδευσε τη διάλυση της κοινωνίας των γενών». (Α.Φ. σελ. 113)

Ο Ε.Μ. μιλά από την πλευρά του μέλλοντος. Και καταλαβαίνει την αντίρρηση ή και την ειρωνεία που μπορεί να δημιουργήσει η τέτοια ανάλυση. Οπότε, θέτει ίδιος το ερώτημα:

«Επιστροφή, λοιπόν, στις πρωτόγονες κοινότητες; Τι λέει επ’ αυτού ο Μαρξ; “Η αγροτική κοινότητα αποτελεί παντού τον νεότερο τύπο του αρχαϊκού κοινωνικού σχηματισμού και γι’ αυτό τον λόγο εμφανίζεται στην ιστορική ανάπτυξη της αρχαίας και της δυτικής Ευρώπης η περίοδος της αγροτικής κοινότητας, ως μεταβατική περίοδος από την κοινοτική στην ατομική ιδιοκτησία”. Πώς κρίνει ο Μαρξ την αγροτική κοινότητα; “Η νέα κοινότητα που εισάχθηκε από τους αρχαίους Γερμανούς σε όλες τις κατακτημένες χώρες καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, έγινε το μοναδικό καταφύγιο της ελευθερίας και του λαϊκού βίου”».

«Σήμερα που η κρίση του καπιταλισμού είναι παγκόσμια και απειλεί την επιβίωση της ανθρωπότητας, μήπως θα έπρεπε να επιστρέψουμε στις αρχαϊκές κοινότητες, επωφελούμενοι από τη σύγχρονη τεχνολογία; Ιδού η γνώμη του Μαρξ: “Η κεφαλαιοκρατική κρίση θα λήξει μόνο με την κατάργηση της κεφαλαιοκρατίας, με την επιστροφή των σύγχρονων κοινωνιών στον “αρχαϊκό” τύπο της κοινοτικής ιδιοκτησίας. (…) Το νέο σύστημα, στο οποίο τείνει η σύγχρονη κοινωνία, “θα είναι η αναβίωση του αρχαϊκού τύπου κοινωνίας σε μια ανώτερη μορφή”. Δηλαδή, κρατάμε το στοιχείο της κοινοκτημοσύνης, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, στο πλαίσιο μιας κοινοκτημοσύνης. Ο κομμουνισμός θα είναι η άρνηση της άρνησης: Μια νέα, ανώτερη μορφή κοινοτικού βίου”».

«Σε μια ανώτερη μορφή: Δηλαδή, με την αξιοποίηση των κατακτήσεων των επιστημών και της τεχνολογίας από σύγχρονες κοινότητες, όπου η πολλαπλότητα των απασχολήσεων θα μειώνει τον αυστηρό καταμερισμό εργασίας, η παραγωγή κατά το δυνατόν σε τοπική κλίμακα υλικών αγαθών θα αξιοποιεί τις τοπικές ιδιομορφίες, οι μεταφορές προϊόντων θα μειωθούν και μαζί με αυτό η ενεργειακή σπατάλη. Επιπλέον και προπαντός: Θα αρθεί ο ταξικός ανταγωνισμός στο πλαίσιο της συλλογικής προσπάθειας. Η πολλαπλότητα παραγωγής προϊόντων σε τοπική κλίμακα δεν θα σημάνει την άρνηση κεντρικού σχεδιασμού. Η σημερινή τεχνολογία (πληροφορική κ.λπ.) δίνει τη δυνατότητα δημοκρατικού συντονισμού του τοπικού με το κοινωνικό, στο πλαίσιο της κομμουνιστικής κοινωνίας». (Α.Φ. σελ. 225-226)

Ουτοπιστής ο Ε.Μ.; Δεν θα τον πείραζε αυτός ο χαρακτηρισμός. Με αυτές τις σκέψεις ο ίδιος τοποθετείται πιο κοντά σε μια σωτηρία της ανθρωπότητας, όπως και πιο κοντά στην γέννηση μιας κοινωνικοποιημένης ανθρωπότητας, του κομμουνισμού.

Ο ίδιος ξέρει να υπερασπίζεται τον εαυτό του: «Ο Μαρξ οραματιζόμενος μια “επιστροφή στην αρχέγονη κοινότητα, σε ανώτερο επίπεδο” στη γλώσσα της διαλεκτικής μπορεί να αποδοθεί: “Οι ταξικές κοινωνίες ήταν η άρνηση της αρχέγονης κοινοκτημοσύνης. Ο κομμουνισμός θα είναι η άρνηση της άρνησης”». (Α.Φ. σελ 240)


Μέρος Τρίτο

Ανθρώπινη φύση, ανθρώπινη ουσία, ηθική και χειραφέτηση

Βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο ολοκληρωτικού εκβαρβαρισμού της ανθρωπότητας ή ακόμα και εξαφάνισής της. «Το ζώο που εξελίχθηκε σε άνθρωπο, σε έλλογο “ζώο” που κατέκτησε τους “ουρανούς” και φώτισε τις “ελάχιστες” φευγαλέες μορφές του υπομικρόκοσμου, κινδυνεύει να αυτοκαταστραφεί από τα δημιουργήματά του». (Ανθρώπινη φύση, σελ. 16).

Κυρίαρχη ιδεολογία στο σύγχρονο κόσμο είναι ο ατομισμός. Ο «εγωιστής άνθρωπος» παρουσιάζεται σαν ουσία αναλλοίωτη του ατόμου και επομένως ο καπιταλισμός ως το πιο συμβατό σύστημα για την ύπαρξη, την ανάπτυξη και την έκφραση του δεδομένου ανθρώπου, που σημειωτέον, δεν αλλάζει. Είναι αυτό που είναι και αυτό πιθανόν να είναι εγγεγραμμένο και στο γενετικό υλικό του. Ο βιολογικός αναγωγισμός έχει καταστεί, πλέον, μια κυρίαρχη ερμηνεία.

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης (Ε.Μ.) μελετά τις επιστήμες του ανθρώπου, εμβαθύνει σε όλα τα θέματα που αφορούν τον άνθρωπο ως βιολογικό, κοινωνικό, έλλογο, γενετικά κοινωνικό ον για να τεκμηριώσει ορισμένες θέσεις που κατά τη γνώμη του έχουν τεράστια πολιτική σημασία: «Το ερώτημα για την ανθρώπινη φύση έχει, συνεπώς, άμεση πολιτική σημασία: Αν ο σοσιαλισμός αντιφάσκει με την υποτιθέμενη εγωιστική φύση του ανθρώπου, τότε και κάθε μελλοντική απόπειρα για θεμελίωση σοσιαλιστικών κοινωνιών είναι προκαταβολικά καταδικασμένη. Και τότε πρέπει να δεχτούμε ότι η κεφαλαιοκρατική-ατομιστική κοινωνία είναι η τελευταία μορφή κοινωνικής συμβίωσης». (Ανθρώπινη φύση, σελ. 91).

Ο Ε.Μ. αναπτύσσει μια πλούσια πολυεπίπεδη επιχειρηματολογία για να αποδείξει το λαθεμένο της βασικής αστικής άποψης, ιδιαίτερα όταν αυτή θέλει να παρουσιάζεται με μια «φιλοσοφική» ερμηνεία: «Ο σοσιαλισμός είναι ένα ευγενικό ανθρωπιστικό ιδεώδες, αλλά ανεφάρμοστο επειδή είναι ασύμβατο με την εγωιστική ανθρώπινη φύση». Ακριβώς «η δήθεν ασυμβατότητα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού με την ανθρώπινη φύση, αποτελούν το αντικείμενο αυτού του βιβλίου» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 14).

Το συμπέρασμα που καταλήγει, η θέση που υποστηρίζεται στις σελίδες του βιβλίου είναι πως «Δεν υπάρχει αναλλοίωτη ανθρώπινη φύση. Η ανθρώπινη ουσία είναι κοινωνική-ιστορική κατηγορία» (Ανθρώπινη φύση, σελ.39).


Τι είναι η ανθρώπινη φύση και τι η ανθρώπινη ουσία;

Είναι αδιαμφισβήτητο πως υπάρχει μια βιολογική προετοιμασία του ανθρώπου. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι βιολογικό ζώον, γενετικά κοινωνικό, προϊόν της μακράς πορείας της βιολογικής εξέλιξης.

«Έστω ότι θα ορίζαμε την ανθρώπινη φύση ως το σύνολο των σταθερών ιδιοτήτων και στοιχείων, καθώς και των δυνατοτήτων που συνιστούν την ολότητα του ανθρώπινου όντος, σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Ένας τέτοιος ορισμός δέχεται την ύπαρξη βιολογικών και ανθρωπολογικών σταθερών, ενώ ταυτόχρονα είναι ανοικτός στο ιστορικό γίγνεσθαι. Περιλαμβάνει αυτό που είναι σταθερό, καθώς και εκείνο που μπορεί να μεταβληθεί ή και να αναδυθεί μέσα στο χρόνο. Περιέχει τη διαλεκτική της δυνατότητας και της πραγματικότητας».

Όμως, «αν δεχτούμε τη νομιμότητα της έννοιας της ανθρώπινης φύσης, τότε πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το ερώτημα για την εξηγητική λειτουργία αυτής της έννοιας. Για να έχει λόγο ύπαρξης, η έννοια της ανθρώπινης φύσης πρέπει να συνεισφέρει στην ερμηνεία του ιστορικού γίγνεσθαι. Αλλά είναι δυνατόν να μελετήσουμε τις κοινωνικές σχέσεις χωρίς να μελετήσουμε τη φύση των όντων που είναι φορείς και δημιουργοί αυτών των σχέσεων»;

Αυτή η συλλογιστική οδηγεί τον Ε.Μ. να μη δέχεται την ταύτιση της έννοιας «φύση του ανθρώπου» με την έννοια «ουσία του ανθρώπου» και εφιστά την προσοχή του αναγνώστη στο ζήτημα αυτό. «Ο Μαρξ μιλάει για την ανθρώπινη ουσία, ταυτίζοντας γενικά αυτή την έννοια με την έννοια ανθρώπινη φύση». Στην 6η θέση για τον Φόιερμπαχ, ο Μαρξ θα υποστηρίξει πως η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων. Μια τέτοια διατύπωση, όμως, «αποκόπτεται από τη βιολογική του υπόσταση και από την ιστορία του: Η φύση του ανθρώπου που αποκόπτεται από ολόκληρη την ιστορία της φυλογένεσης και από τη βιολογική προϊστορία του ανθρώπινου είδους». (Ανθρώπινη φύση, σελ. 98).

Αυτός είναι ο λόγος που ο Ε.Μ. επιμένει στη διαφοροποίηση των δύο εννοιών. Μάλιστα, θα δώσει ιδιαίτερο βάρος στην ιστορική διαδικασία ανθρωπογένεσης, ψυχισμού, νοογένεσης στο έργο του Η ύλη και το πνεύμα, κυρίως στα τρία τελευταία κεφάλαια.

Ο Ε.Μ. προτιμά να ορίζει ως ουσία του ανθρώπου το σύνολο του ψυχικού και πνευματικού του περιεχομένου, όπως αυτά πραγματώνονται στο εσωτερικό των σχέσεων στις οποίες είναι ενταγμένο το άτομο, καθώς και το σύνολο των λανθανουσών δυνατοτήτων του. Έτσι, «η έννοια της ουσίας συναρτάται, αλλά δεν ταυτίζεται με την έννοια της ανθρώπινης φύσης».

Θεωρώντας ως δεδομένο την ύπαρξη σχετικά αμετάβλητων στοιχείων της ανθρώπινης φύσης, «και αν, χωρίς να αγνοήσουμε την ενδογενή τους συσχέτιση, δεν ταυτίσουμε την ανθρώπινη φύση με την ανθρώπινη ουσία, τότε θα ήταν δυνατόν να ορίσουμε την ανθρώπινη ουσία ως την ολότητα του ψυχικού και πνευματικού περιεχομένου της ζωής του ατόμου, όπως αυτό πραγματοποιείται εν κοινωνία και στην πορεία της Ιστορίας. Η ουσία μετατρέπεται τότε σε ιστορική κατηγορία, η οποία σχετίζεται κυρίως με το πνευματικό, ηθικό και πολιτισμικό περιεχόμενο του ανθρώπου στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες».

Ο Ε.Μ. θα συνεχίσει να θέτει ερωτήματα στα οποία ο ίδιος επιχειρεί απαντήσεις: «Το ανθρώπινο ον είναι προσωρινή, εξαρτημένη, εύθραυστη, αντιφατική, τραγική, από μια άποψη, ύπαρξη. Πώς εκδηλώθηκαν οι αντιφατικές του δυνατότητες στην Ιστορία; Ποιος ήταν ο ρόλος των αντικειμενικών συνθηκών και ποιος ο ρόλος της ανθρώπινης φύσης; Και ποια ήταν η μοίρα της ανθρώπινης ουσίας, αν αυτή την έννοια δεν την ταυτίσουμε με την ανθρώπινη φύση;» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 108).


Η επικαιρότητα των ζητημάτων αυτών

Αν η ανθρώπινη φύση «συγκροτείται από έναν αριθμό βιολογικών και ψυχολογικών, σχετικά σταθερών στοιχείων και, επίσης, από έναν αριθμό περισσότερο μεταβλητών χαρακτηριστικών, τα οποία αντανακλούν, διαμεσολαβημένα, κοινωνικές σχέσεις». Αν «η ανθρώπινη φύση είναι ιστορική κατηγορία», επομένως «σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, είναι πεδίο αντιφατικών δυνατοτήτων και η κοινωνική πραγματικότητα καθορίζει ποιες από αυτές θα πραγματοποιηθούν». Τότε «η ιστορικότητα της ανθρώπινης φύσης αντιστοιχεί στις ιστορικές μορφές της κοινωνίας, χωρίς να είναι μια παθητική και γραμμική συνέπειά τους».

Το ερώτημα που τίθεται είναι ποια η επίδραση της ταξικής κοινωνίας στην ουσία του ανθρώπου (νοούμενης ως την ολότητα του ψυχικού και πνευματικού, ηθικού και πολιτισμικού περιεχομένου της ζωής του ατόμου) στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες εν γένει, και πιο ειδικά στην εποχή του γερασμένου πλέον καπιταλισμού και της εμπορευματοποίησης όλο και περισσότερων σφαιρών της κοινωνικής ζωής;

Στο ερώτημα αυτό προστίθεται και ένα επόμενο, υπό ποίες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις είναι δυνατόν να καλλιεργηθούν και να εμπλουτισθούν οι θετικές δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης και ουσίας.

Σε αυτά πρέπει να προστεθούν ακόμα δύο αναπόφευκτα ερωτήματα με βάση τη συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη του 20ού αιώνα: «της επιστημονικής αξίας του μαρξισμού και της δυνατότητας των ανθρώπινων κοινωνιών να ελέγξουν το ιστορικό γίγνεσθαι».

Τα ερωτήματα αυτά δεν απαντιούνται με συνθήματα ή ταυτολογίες.

Στη βάση της σύγχρονης βαρβαρότητας βρίσκονται η ματαιοδοξία, η κενότητα, ο ψυχρός ατομισμός, η αλλοτρίωση. Οι ταξικές κοινωνίες ανέδειξαν, κυρίως, τις αρνητικές δυνατότητες του ανθρώπου χωρίς να εξοστρακίσουν εντελώς θετικές δυνατότητες όπως η κοινωνικότητα, ο αλτρουισμός, η ανθρώπινη φιλία, η στοργή, οι καλλιτεχνικές τάσεις, οι δυνατότητες της νόησης. Στον καπιταλισμό επιχειρείται η πλήρης εκκένωση αυτών των θετικών δυνατοτήτων και η απογύμνωση του ανθρώπου, ως εγωιστικού ατόμου, μόνου εναντίον όλων.

«Στον καπιταλισμό εκκενώνεται από τα θετικά-ανθρωπιστικά στοιχεία της η ιστορικά κατακτημένη ανθρώπινη ουσία. Αλλά η Ιστορία δεν τελείωσε και η θετική ουσία του ανθρώπινου-κοινωνικού όντος θα ανακτηθεί και θα εμπλουτισθεί στην κοινωνία “των ελεύθερων και ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών” (Μαρξ). Εύλογη επιθυμία ή ιστορική δυνατότητα; Ίδωμεν» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 186).

Ο κομμουνισμός κατηγορείται ότι δεν έδωσε σημασία στο άτομο, ότι στερεί τις δυνατότητες ανάπτυξης του ανθρώπου, ότι στερείται ο ίδιος ανθρωπισμού. «Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια μεταβαλλόμενη αντίφαση, ανάμεσα στο θαυμαστό της ύπαρξης, την πνευματικότητα, τη δημιουργικότητα, τον αναπτυγμένο συναισθηματικό κόσμο, και στην επίσης διαφοροποιούμενη ανθρώπινη βαρβαρότητα. Ο “άνθρωπος των σπηλαίων” έφθασε στα άστρα. Αλλά η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο συνεχίζεται, και οι σύγχρονοι πόλεμοι με την επιστημονική τεχνολογία εξοντώνουν ολόκληρους στρατούς. Επίσης, η τερατώδης καταδίκη σε θάνατο ισχύει ακόμα σε “πολιτισμένες” και υπανάπτυκτες χώρες (από δηλητηριώδη ένεση, αγχόνη, τουφεκισμό, αποκεφαλισμό κ.ο.κ.). Το ίδιο και η φρίκη των βασανιστηρίων».Η ματιά του Ε.Μ. είναι και αυτοκριτική. Αναγνωρίζει με τόλμη «τις ελεεινότητες των πρώτων αποπειρών»: «Η φτωχή, οικονομίστικη, έκπτωτη μορφή του απολογητικού μαρξισμού περιόρισε τους ανοικτούς ορίζοντες της μαρξικής ανθρωπολογίας σε μια μίζερη αντίληψη, όπου ο καθένας θα απολάμβανε “τα λίγα γραμμάρια ευτυχίας του” υπό το άγρυπνο και “προστατευτικό” μάτι του κόμματος και της μυστικής αστυνομίας». Όχι για να υποκλιθεί στο υπάρχον σύστημα που εκκενώνει κάθε ουσία από τον κοινωνικοποιημενο άνθρωπο και τον αποκτηνώνει- αποβλακώνει. Αλλά για να σηκωθεί ψηλότερα ένας νέος κομμουνιστικός ανθρωπισμός που να στηρίζεται σε μια νέα ηθική (ο συγγραφέας απορεί που ενώ έχει δώσει τόσες σελίδες για το ζήτημα της ηθικής, αυτό περνά με μια σχετική άνετη αδιαφορία από τα διάφορα επιτελεία της Αριστεράς). Για να γίνει «βιώσιμη η ανθρωπότητα και αξιοβίωτη η ζωή» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 242).

Γιατί «η ζωή, “μέγα καλό και πρώτο καλό” (Σολωμός), μπορεί να γίνει αξία καθ’ εαυτήν και όχι οδυρμός στην κοιλάδα των δακρύων, ή αναμονή μιας δεύτερης, αιώνιας ζωής στο ανύπαρκτο υπερπέραν. Προϋπόθεση: σοσιαλισμός χωρίς βαρβαρότητα» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 243).

 

Επίλογος: Τι χρειαζόμαστε περισσότερο από πριν

Σε τρία σημειώματα προσπαθήσαμε να κινήσουμε το ενδιαφέρον και να κατατοπίσουμε τον αναγνώστη για το πρόσφατο έργο ενός από τους μεγαλύτερους Eυρωπαίους μαρξιστές της δύσκολης εποχής μας. Έχουμε το προνόμιο ή την τύχη ο Ε.Μ. να είναι Έλληνας και τα έργα του να μπορούν να διαβαστούν από όλους που ενδιαφέρονται να κατανοήσουν και ίσως να δράσουν. Η κατανόηση είναι μια σημαντική λειτουργία, είναι μια μορφή πράξης και ίσως σπουδαιότατος όρος για να τεθούν σε κίνηση συνειδητά εγχειρήματα μετασχηματισμού του κόσμου. Θα κλείσουμε την παρουσίαση αυτή με ένα απόσπασμα ενός άλλου μεγάλου Ευρωπαίου μαρξιστή, του Ιστβάν Μεσάρος που, όχι τυχαία, παραθέτει και ο Ε.Μ. στην Ανθρώπινη Φύση: «Η αφηρημένη διαλεκτική της Ιστορίας δεν προσφέρει καμία εγγύηση για μια θετική κατάληξη. Αν θα περιμέναμε κάτι τέτοιο, θα σήμαινε ότι απαρνιόμαστε το ρόλο μας να αναπτύξουμε την κοινωνική συνείδηση, η οποία είναι εγγενής στη διαλεκτική της Ιστορίας. Η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνικής συνείδησης με ένα πνεύμα χειραφέτησης είναι αυτό που χρειαζόμαστε για το μέλλον. Σήμερα τη χρειαζόμαστε περισσότερο από πριν».


Περιεχόμενα του βιβλίου:

• Εισαγωγή
 Από το αγελαίο ζώο στην κοινωνική οργάνωση

Η ανθρώπινη νόηση: Δυισμός ή προϊόν της κοινωνικής ζωής;

Ο άνθρωπος κοινωνικό έλλογο ον

Η δουλεία

Από τις πρώτες μορφές ιδιοκτησίας στο κεφάλαιο

 • Κεφάλαιο πρώτο
Διακόσια χρόνια κεφαλαιοκρατικής «προόδου»

Οι πρώιμες αστικές αντιλήψεις για την πρόοδο

Η κριτική των κλασσικών του μαρξισμού

Διακόσια χρόνια κεφαλαιοκρατικής «προόδου»

Παγκοσμιοποίηση: Αντιφάσεις και δυνατότητες
• Κεφάλαιο δεύτερο
 Ανθρώπινη φύση: αντιφάσεις και δυνατότητες

Η μεταφυσική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση

Για την νομιμότητα και την εξηγητική λειτουργία της έννοιας

Ο άνθρωπος, βιολογικό

και κοινωνικό ον

Οι ταξικές κοινωνίες και το πρόβλημα της ουσίας του ανθρώπου

Η ανθρώπινη φύση και η σοσιαλιστική προοπτική

• Κεφάλαιο τρίτο
 Η ανθρώπινη φύση είναι συμβατή με τον σοσιαλισμό;

Ο άνθρωπος ως φυσικό

και κοινωνικό ον

Από την αισθητικο-κινητική δραστηριότητα στην εννοιακή σκέψη

Ο άνθρωπος, γενετικά κοινωνικό ον

Η ανθρώπινη φύση

Ανθρώπινη ουσία

Τελικές παρατηρήσεις

• Κεφάλαιο τέταρτο
 Ο τρομερός εικοστός αιώνας

Τα ιστορικά όρια του καπιταλισμού

Δύο βασικές θέσεις του μαρξισμού:

Και πρώτα, η πρώτη

Και τώρα η δεύτερη θέση: Η κατάρρευση

• Κεφάλαιο πέμπτο
 Για τον κομμουνισμό του πεπερασμένου

Η δομική κρίση του καπιταλισμού και η επιβίωση της ανθρωπότητας

Όταν «οι νεκροί βαραίνουν σαν βραχνάς…» (Μαρξ)

Το πρόβλημα της ηγεμονίας

Το πρόβλημα των συμμαχιών

Για τον κομμουνισμό του πεπερασμένου

Για μια ενδοκοσμική ηθική

Για μια ρεαλιστική κομμουνιστική κοινωνία


Tagged : / / / / /

Παραχάραξη μιας βαθιάς ανάγκης, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.224, 26/7/2014)

Τα συστημικά κόμματα, με τυπικό τρόπο, στις ανακοινώσεις τους για τα 40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, αποτίναξαν κάθε ενοχή τους, δηλώνοντας πάνω-κάτω τα ακόλουθα: Τιμούμε την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και όσους αγωνίστηκαν για αυτήν. Ξέρουμε ότι περάσαμε δύσκολα τα τελευταία 5 χρόνια, αλλά τώρα όλα θα πάνε καλά, φτάνει πια με το λαϊκισμό και τη δημαγωγία…

Σε άλλα αφιερώματα, αναλύσεις και άρθρα, βρίσκει κανείς πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία και παρατηρήσεις, αλλά λείπουν εμφανώς δύο στοιχεία: Πρώτα απ’ όλα, ο λαϊκός παράγοντας και ο ρόλος του μέσα στα 40 αυτά χρόνια (οι όποιες αναφορές σχετίζονται κυρίως με τις επιτυχημένες διαδικασίες αποχαύνωσης και απονεύρωσής του). Δεύτερον, η ανάγκη μιας νέας μεταπολίτευσης, μιας βαθιάς πολιτειακής αλλαγής που έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη, αλλά όλοι σφυρίζουν αδιάφορα, προσβλέποντας ίσως σε κάποια μικροβελτίωση της σημερινής κατάστασης.

40 χρόνια…

Σαράντα χρόνια δεν είναι καθόλου λίγα κι αν δει κανείς τι έγινε στον κόσμο, θα εντυπωσιαστεί από τις αλλαγές και τις ανατροπές, σε όλους τους τομείς. Για να εξετάσει κανείς τι έγινε αυτή την περίοδο στη χώρα, δεν αρκεί φυσικά ένα άρθρο. Είναι υπόθεση ιστορίας και μάλιστα ιστορίας σε εξέλιξη. Ωστόσο, κάποιες σκέψεις μπορούν να ειπωθούν.

Η Μεταπολίτευση του 1974, η πτώση δηλαδή ενός καθεστώτος και η εγκαθίδρυση ενός άλλου, έγινε σε συνθήκες γενικευμένης χρεοκοπίας και κατάρρευσης της αμερικανόπνευστης δικτατορίας, έντασης μιας κρίσης στην περιοχή (Μέση Ανατολή, Κύπρος, Τουρκία) και απαρχής μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, υπό την αρχική μορφή των πετρελαϊκών σοκ.

Στη βάση αυτών των εξελίξεων αναπτύχθηκε ένα μεγάλο κύμα λαϊκού ριζοσπαστισμού που έθετε τεράστια προβλήματα και έπρεπε με κάποιον τρόπο να συγκρατηθεί.

Αποτέλεσμα αυτών των τάσεων ήταν ο συμβιβασμός των δυνάμεων του συστήματος σε μια λύση που δεν θα ήταν απλώς η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» στην προ του 1967 κατάσταση, αλλά ένα νέο πολιτειακό καθεστώς που θα έπαιρνε υπ’ όψιν του και την ανάγκη ενσωμάτωσης ή συντριβής της λαϊκής ορμής. Τόσο η εξέγερση του Πολυτεχνείου, όσο και η απίστευτη κατάσταση ξεχαρβαλώματος του κράτους, κατά την επιστράτευση του 1974, δεν επέτρεπαν ολιγωρίες.

Υπό αυτό το πρίσμα, η μεταπολίτευση του Ιουλίου του 1974 ήταν μια επιτυχημένη κίνηση διάσωσης, κατευνασμού, αντιμετώπισης χειρότερων καταστάσεων. Όλες οι μαρτυρίες των σημαντικών παραγόντων της εποχής οδηγούν στο συμπέρασμα ότι καθόλου δεδομένος δεν ήταν αυτός ο κατευνασμός.

Από την άλλη, ήταν και μια επιτυχία του λαϊκού κινήματος που κατακτούσε μια σειρά από ελευθερίες και δικαιώματα που το μετεμφυλιακό κράτος και η χούντα είχαν στερήσει. Ανοίγονταν, δηλαδή, μια νέα φάση και μια νέα ισορροπία δυνάμεων, εσωτερικά και στην περιοχή.


Τρεις φάσεις

Υπάρχει ένα σχήμα σε τρεις φάσεις που θα μπορούσε να περιγράψει την επιτυχία του ελληνικού αστισμού στα 40, παρά κάτι, χρόνια μέχρι το 2008. Ο Κ. Καραμανλής έθεσε τις βάσεις της «ευρωπαϊκής πορείας της χώρας», έδιωξε το παλάτι, έβαλε φυλακή τους χουντικούς και φυσικά ξεκίνησε τις πολιτικές λιτότητας που δεν έχουν σταματημό από τότε – με ένα μικρό διάλειμμα στην πρώτη ΠΑΣΟΚική περίοδο. Ο Α. Παπανδρέου εγκαινιάζει μια περίοδο που «φέρνει στην εξουσία» την άλλη μισή Ελλάδα που μέχρι τότε αποκλείονταν, ολοκληρώνοντας μια ατελή διαδικασία εκδημοκρατισμού και τερματισμού ενός μονοκομματικού κράτους της Δεξιάς. Τέλος, η Σημιτική περίοδος, μπορεί να θεωρηθεί η ολοκλήρωση της διαδικασίας, αφού η Ελλάδα μπαίνει στο ευρώ, επεκτείνεται στο Βαλκανικό «Ελντοράντο», αναλαμβάνει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το έθνος, υπό την αστική ηγεμονία, ολοκληρώνεται…

Λέει αλήθεια ή ψέματα το σχήμα αυτό; Λέει αλήθεια στο βαθμό που περιγράφει το ατέλειωτο πάρτι που έστησαν οι τοπικές ελίτ όλες αυτές τις δεκαετίες. Εκμεταλλεύτηκαν την κρίση του 1973-75, αξιοποίησαν πλεονεκτήματα από την κατάσταση στην περιοχή και ειδικά την καταστροφή του Λιβάνου, άρχισαν πολύ νωρίς την καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων και την περιστολή των λαϊκών ελευθεριών.


Ο καραμανλικός αυταρχικός κυματοθραύστης αγώνων και κινητοποιήσεων βρέθηκε σε πλήρη εξέλιξη. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μπήκαν οι βάσεις ενός δικομματικού συστήματος που έμελλε να εγκλωβίζει πάνω από το 80% του εκλογικού σώματος για πολλές τετραετίες. Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, στήθηκε μια τεράστια μηχανή ενσωμάτωσης και εξαγοράς συνδικαλιστών, συνεταιρισμών, λαϊκών ενώσεων κ.λπ., ενώ νέα τζάκια με αρπακτικό τρόπο αναρριχήθηκαν και διεκδίκησαν γερό μερίδιο.

Και μετά την «παρένθεση» του 1989-’90 και τη μητσοτακική τριετία, ήρθε πάλι ο ΠΑΣΟΚισμός, πρώτα με την μορφή ενός αδύναμου Ανδρέα και μετά με τον Σημίτη, για να ισοπεδώσει ό,τι είχε απομείνει: Ο ωφελιμισμός και ο άκρατος ατομικισμός στο τιμόνι, σε ένα μετανεωτερικό πλαίσιο ξαναγραψίματος της Νεοελληνικής Ιστορίας. Ο περίφημος «εκσυγχρονισμός» της ελληνικής κοινωνίας ολοκληρώνεται μέσα στο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου και την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων…

Γεγονότα που ξεχνιούνται

Πολλοί εμφανίζουν μια ψευδή εικόνα όταν «ξεχνούν» ορισμένα σημαντικά στοιχεία: Η τιθάσευση του ριζοσπαστισμού δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Για να αντιμετωπιστεί έπρεπε να συναφθούν νέα «κοινωνικά συμβόλαια» με περισσότερους εταίρους από άλλες φορές, να συναινέσουν σε αυτά ευρύτερες δυνάμεις, να μην ξεπερνιούνται ορισμένα όρια και βεβαίως η καταστολή να συμπληρώνει το έργο.

Ειδικά, τα χρόνια 1974-’76 ήταν περίοδος μεγάλων αγώνων και ριζοσπαστισμού και τεράστιων αποπειρών καταστολής τους. Στη νεολαία, τα εργοστάσια, τον αγροτικό χώρο, η περίοδος αυτή σήμαινε κινητοποιήσεις, οργάνωση, αγώνες. Μόνο ο συνδυασμένος ρόλος του νέου κοινωνικού-πολιτικού συμβιβασμού που υπηρετήθηκε από όλες τις πολιτικές δυνάμεις έδωσε καρπούς στην τιθάσευση του κύματος αυτού.

Δύο χαρακτηριστικές στιγμές: Ο Καραμανλής ακύρωσε νόμο που είχε ψηφιστεί μετά τις πρώτες φοιτητικές καταλήψεις (1979) και αυτή ήταν μια πρώτη, τέτοιου είδους, νίκη του λαϊκού κινήματος. Δεύτερον, το 1980, το χτύπημα της πορείας του Πολυτεχνείου με δύο νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες απαντήθηκε συνδυασμένα από όλο το πολιτικό φάσμα με την καταδίκη των «εξτρεμιστών»…

Η αστική αφήγηση συνεχίζει, ξεχνώντας και άλλα γεγονότα… Την κρίση του 1985 και τα ροζ ψηφοδέλτια για την εκλογή Σαρτζετάκη. Την κρίση του 1989, όταν όλα τα εκδοτικά συγκροτήματα έβαλλαν κατά του Α. Παπανδρέου, κρίση που ολοκληρώνεται με την συγκυβέρνηση Δεξιάς- Αριστεράς, μέσα στο νέο διεθνές πλαίσιο (απόγειο της περεστρόικα, κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού) που διασώζει τον λαβωμένο ΠΑΣΟΚισμό.

Αλλά και πάλι ξεχνιούνται πολλά και ειδικά όλα τα γεγονότα και οι κρίσεις έως και πράξεις μειοδοσίας σε λεγόμενα ή υπαρκτά εθνικά ζητήματα: Κρίση στο Αιγαίο με την Τουρκία (1976), ανακήρυξη τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους, επιστράτευση και κίνδυνος πολέμου με την Τουρκία (1987), διάλυση Γιουγκοσλαβίας και Μακεδονικό, κρίση στα Ίμια, βομβαρδισμός της Σερβίας και ρόλος της Ελλάδας, συμμετοχή σε πολέμους (Αφγανιστάν, Κόσσοβο) κ.λπ.

Κοντά σε αυτά, ένα μόνιμο αγκάθι που λέγεται νεολαία, αφού διαδοχικές γενιές νέων ανθρώπων είδαν να ρημάζεται το μέλλον τους. Καταλήψεις σχολείων σε όλη τη χώρα, απανωτά κινήματα και ξεσπάσματα των νέων. Από το φοιτητικό κίνημα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης -το πιο οργανωμένο και πολιτικοποιημένο τμήμα του λαϊκού κινήματος- έως τις εξεγέρσεις ενάντια στην καταστολή με αποκορύφωμα τις δολοφονίες των Καλτεζά (1985) και Γρηγορόπουλου (2008).

Τέλος, δεν μπορεί να προσπεραστεί το φαινόμενο της μετατροπής της χώρας σε πλατφόρμα «υποδοχής» μεγάλων κυμάτων μετανάστευσης, είτε σαν αναγκαστικό πέρασμα, είτε σαν ανθρώπινη αποθήκη. Φαινόμενο που, με τόσο απότομο τρόπο, δεν παρουσιάστηκε σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα και οδήγησε στην πολύπλευρη εκμετάλλευση αυτού του δυναμικού σε μια πρώτη φάση (ολυμπιακά έργα, ύπαιθρος κ.λπ.) για να πυροδοτήσει άλλου είδους φαινόμενα και καταστάσεις στη συνέχεια.

Και η Αριστερά;

Ποιος ο ρόλος της Αριστεράς στις δεκαετίες αυτές της Μεταπολίτευσης; Επέδρασε για μια διαφορετική πορεία ή, αντίθετα, είδε την πορεία που περιγράφεται με θετικό, κυρίως, πρόσημο, συμμετέχοντας στα συμβόλαια που συνάφθηκαν σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο;

Βοήθησε να στηθούν υγειονομικές ζώνες απέναντι σε μεγάλους αγώνες την πρώτη περίοδο, πίεσε για υπεύθυνη συμπεριφορά, συμμορφώθηκε σε όλες τις απαγορεύσεις, έκανε τη «δεύτερη φωνή» σε όλες τις καντάδες περί «αριστεροχουντισμού». Θεώρησε την «αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ σαν θαύμα και τη στήριξε όσο μπορούσε, ενιαία μέχρι το 1985 και κατά περίπτωση μετά. Μέχρι που μέρος της παραδόθηκε στη σημιτική εκσυγχρονιστική λαίλαπα. Αφού, στο μεταξύ, είχε «αμαρτήσει» με τις συγκυβερνήσεις του 1989-’90, δίχρονο κατά το οποίο η ελληνική Αριστερά βρέθηκε στην πρωτοπορία των αντίστοιχων εγχειρημάτων «μετάβασης στην νέα εποχή».

Κάτι άρχισε να κινείται μόνο μετά το 2000, όταν η «κυβερνώσα Αριστερά» στην Ευρώπη είχε… σπάσει τα μούτρα της (μέχρι και τον βομβαρδισμό της Σερβίας είχε ψηφίσει) και παρουσιάστηκαν νέα κινήματα όπως αυτό της αντιπαγκοσμιοποίησης. Εκεί, αρχίζει να υπάρχει μαζί με μια Αριστερά της κοινωνίας και μια μερική διαφοροποίηση της επίσημης Αριστεράς. Το τμήμα εκείνο που ήταν πιο κοντά στους πραγματικούς αγώνες ανταμείφτηκε απλόχερα από την κοινωνία, ενώ το άλλο που ήταν εχθρικό και, στην πραγματικότητα, συστημικό και συντηρητικό (παρά τα παχιά ταξικά λόγια), περιθωριοποιήθηκε.

Όλα τα παραπάνω, πάντως, δεν συνθέτουν μια εικόνα επιτυχίας της μεταπολίτευσης. Η μόνη επιτυχία της είναι ότι περιόρισε ορίζοντες, κατέστειλε τον ριζοσπαστισμό και εμπέδωσε την αστική και ιμπεριαλιστική κυριαρχία στη χώρα, εξάπλωσε έναν ωφελιμισμό, δημιούργησε τον εκσυγχρονισμένο μεταπρατισμό. Έως εκεί όμως. Δεν αντιμετώπισε κανένα ουσιαστικό πρόβλημα της χώρας, της κοινωνίας, του λαού.

Η τετράχρονη αποκάλυψη…

Όσα ζούμε στη νέα καθεστωτική φάση, αυτήν της τρόικας και των μνημονίων, αποτελούν μια αποκάλυψη των όσων σερβίρονται σήμερα σαν επιτυχίες της Μεταπολίτευσης. Δεν ζούμε την απλή συνέχεια της μεταπολίτευσης, αλλά ένα ειδικό καθεστώς επιτροπείας . Είναι εντελώς παράξενο που αυτό δεν το βλέπουν αρθρογράφοι, κόμματα και πολιτικοί αναλυτές. Μία απλή λεπτομέρεια; Πώς καταπίνουμε τέτοιες λεπτομέρειες…

Με τη σειρά της, όμως, αυτή η «λεπτομέρεια» δείχνει τη χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης στο σύνολό της: Τι ήταν, τελικά, αυτό που χτίζονταν; Πού στηριζόταν το πάρτι της άρχουσας τάξης και άλλων στρωμάτων που κονομούσαν ασύστολα μέσα στο καθεστώς της μίζας, της ρεμούλας, της υποδούλωσης του κρατικού και κομματικού μηχανισμού σε κλίκες ρουσφετολόγων και πλιατσικολόγων, που νομοθετούν, αρπάζουν, κλέβουν και τιμωρία δεν έχουν;

Τα δισεκατομμύρια καταθέσεων σε ξένες τράπεζες, οι λίστες Λαγκάρντ και άλλες που δεν έχουν ανοιχτεί, τα σκάνδαλα της Siemens, τα υποβρύχια που γέρνουν, δεν σβήνουν με μια φυλάκιση του Τσοχατζόπουλου… Η κοινωνική σύνθεση του Κορυδαλλού, δεν έχει αλλάξει, παρ’ όλο που κάποιοι πολιτικοί και επιχειρηματίες τον επισκέπτονται πού και πού…

Ήταν τέτοιο το ξεχαρβάλωμα που η τρόικα απαιτεί επιτόπια παρουσία και έλεγχο όλων των συναλλαγών, με αντίτιμο για τις υπηρεσίες να υποθηκεύσει την χώρα, να πάρει ρεγάλο ό,τι νομίζει. Χώρα-αποικία χρέους, χώρα περιορισμένης ευθύνης και κυριαρχίας, χώρα-μπανανία που κυβερνάται με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και μνημόνια που, πριν ψηφιστούν, κανείς δεν τα διάβασε ή ούτε καν μεταφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα…

Τόση επιτυχή κατάληξη είχε η μεταπολίτευση. Πάλι, όμως, σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων: Μια τεράστια αναδιανομή προς όφελος των πλουσίων και των χρηματιστηριακών ομίλων και σε βάρος των εργαζομένων και των μεσοστρωμάτων που διαλύονται βάναυσα. Ο πρωθυπουργός είναι αισιόδοξος, γιατί σε κάθε Έλληνα αντιστοιχούν δύο τουρίστες! Πού μπορεί να καταντήσει κάποιος που υπηρετεί την εξουθένωση και διάλυση της χώρας…


…και ο ριζοσπαστισμός

Αυτό είναι το αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της Μεταπολίτευσης: Η διάλυση και το βούλιαγμα της χώρας. Και ποιος αντέδρασε σε αυτή την τεράστια οπισθοδρόμηση; Η πολιτική ηγεσία; Η διανόηση; Όχι. Ο «απλός κοσμάκης», ο «λαουτζίκος» που τόσο περιφρονούν όσοι μπούκωσαν από τα καλά της μεταπολίτευσης. Όλοι εκείνοι που δεν μπορούν το «λαϊκισμό», τις αντιδράσεις του όχλου, τις μούντζες που έπεφταν βροχή προς το σύμβολο της διαφθοράς του πολιτικού κόσμου.

Για τέσσερα χρόνια, αναπτύχθηκε ένας ριζοσπαστισμός που απαίτησε σε όλες τις πλατείες της χώρας μια νέα μεταπολίτευση, μια μεταπολίτευση του λαού: Τιμωρία όσων έφεραν τον τόπο σε αυτό το σημείο, τέλος μνημονίων και τρόικας, πραγματική δημοκρατία και όχι κομματοκρατία, παραγωγική ανασυγκρότηση, εθνική ανεξαρτησία, νέες αρετές και αξίες.

Ποια απάντηση πήρε; Καταστολή (ακόμα οι καθαρίστριες τρώνε ξύλο κάθε τόσο, έτσι συμβολικά, για να μην ξεχνιόμαστε), δολοφονίες (τι άλλο είναι η περίπτωση της τετραπληγικής που χρωστούσε στην ΔΕΗ;), μαύρο στην ΕΡΤ, λόγια παρηγοριάς για καλυτέρευση της ζωής όλων. Όλων; Ε, μη λέμε και υπερβολές, δεν μπορούν να γίνουν θαύματα για 1.600.000 ανέργους! Κάποια προσδοκία θα πουλήσουμε, κάποια φιέστα θα ετοιμάσουμε μετά τα ξεπουλήματα και βλέπουμε…

Ο «λαουτζίκος», όμως, γκρέμισε δύο κυβερνήσεις, διέλυσε τον δικομματισμό, εκτίναξε μια δύναμη της Αριστεράς σε πρώτο κόμμα και διατύπωσε το αίτημα μιας νέας μεταπολίτευσης, χωρίς να έχει τα αποθέματα και την προετοιμασία να τη φέρει στο φως. Αναδιπλώνεται αλλά δεν εξαφανίζεται. Τμήματά του στρέφονται και σε επικίνδυνους δρόμους, όπως αυτός του χρυσαυγιτισμού ή της υποδούλωσης σε ολιγάρχες που τάζουν κάποιο μεροκάματο.

Με τον χαοτικό τρόπο που εκδηλώνεται, με τους απολογισμούς που με το δικό του τρόπο κάνει, ο Κανένας, με τα χιλιάδες πρόσωπα και σε σύγχυση μεταξύ εύκολης τιμωρίας και ουσιαστικών λύσεων, θα ξανακάνει την εμφάνισή του. Μια νέα λαϊκή μεταπολίτευση θα είναι ο μικρότερος στόχος που θα έχουν οι εξεγέρσεις που έρχονται, που προετοιμάζονται με περίεργο τρόπο, υπόγεια ή φανερά, κάτω από την μύτη μας ή δίπλα μας. Για τις δυνάμεις που συνειδητά θα εργαστούν για τη μεταπολίτευση του λαού δύο μόνο στόχοι: Πολιτικός αγώνας-φρόνημα του λαού! Όλα τα άλλα έπονται…

Και η Αριστερά; Οι ευθύνες που αναλαμβάνει μέσα στο μνημονιακό σκηνικό είναι τεράστιες: Ή θα ηγηθεί σε μια απελευθερωτική διαδικασία, στηριγμένη στο λαό και όχι σε δυνάμεις του χτες ή θα γίνει μέρος του προβλήματος, εισπράττοντας το χλευασμό των λαϊκών στρωμάτων. Τρίτη επιλογή δεν υπάρχει.

Υ.Γ.: Ο ΣΥΡΙΖΑ στα συνεδριακά κείμενά του κάνει λόγο για μια νέα λαϊκή μεταπολίτευση. Θέση που μπορεί να γίνει προωθητική αν η πολιτική συμπεριφορά ξεφύγει από την ατζέντα που θέτει το μνημονιακό κράτος και οι επικοινωνιακές παραφυάδες του.
Tagged : / / /

Σκέψεις μπροστά στην Ευρώπη που κλυδωνίζεται, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.214, 16/5/2014)

Αναζητώντας μια στρατηγική και εφευρίσκοντας μια πολιτική που να την υλοποιεί

“Το φταίξιμο αγαπητέ Βρούτε, δεν βρίσκεται στα άστρα μας, αλλά μέσα σε εμάς τους ίδιους, όσο παραμένουμε υποτακτικοί” 
Ιούλιος Καίσαρας, Ουίλιαμ Σαίξπηρ

Ελάχιστη συζήτηση διεξάγεται στη χώρα μας για την πορεία και τις προοπτικές της Ευρώπης και της Ε.Ε. Παρ’ όλο που βρισκόμαστε στις εμπροσθοφυλακές μιας ρήξης που θα έρθει (κυρίως με τη μερκελική πολιτική), συζητάμε ελάχιστα για το τι συμβαίνει και το τι γίνεται στην Ευρώπη. 
Οι Ευρωεκλογές θα αποτυπώσουν, σε ένα βαθμό, τι εντύπωση δημιουργείται στους Ευρωπαίους πολίτες αναφορικά με την οικοδόμηση και την πορεία της Ε.Ε. Μάλιστα, θα διεξαχθούν σε συνθήκες που οι αρνητικές γνώμες αποκτούν πλειοψηφικά χαρακτηριστικά σε ορισμένες χώρες. Ο ευρωσκεπτικισμός κερδίζει έδαφος στο διαμορφούμενο ευρωπαϊκό οικονομικό στρατόπεδο.
Το τοπίο μετά τις Ευρωεκλογές θα αλλάξει. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ούτε σε τι βαθμό, ούτε τι νέες πιθανές πολιτικές θα εφαρμόσουν οι βασικές δυνάμεις. Φαίνεται, πάντως, ότι θα είναι δυσμενέστερο προς την ευρωκρατία. Η γερμανική ηγεμονία βρίσκεται απέναντι σε πολλαπλές αντιθέσεις και με ποικίλες αμφισβητήσεις: Δεξιού, λεπενικού, ευρωσκεπτικιστικού, δημοκρατικοριζοσπαστικού κ.λπ. τύπου.

Πολιτικά δεν έχει οικοδομηθεί ένα μέτωπο ενάντια στην μερκελική Ε.Ε., ούτε στη γερμανοποιούμενη Ευρώπη. Τέτοιες φωνές και στόχοι υπάρχουν σε Ελλάδα και Ιταλία. Αλλού, η αντίθεση στο γερμανικό εναγκαλισμό εκφράζεται με την αντίθεση στο ευρώ και η συζήτηση για το ρόλο του, την ανάγκη του, την απόρριψή του κ.λπ. έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, καθώς το σκέφτονται σοβαρά και τμήματα του κεφαλαίου στην Ευρώπη. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, όλα δείχνουν ότι η αντίθεση προς το ευρώ θα ισχυροποιηθεί και η επιτυχία της Λεπέν θα τραντάξει σοβαρά τις υπάρχουσες σχέσεις. Επομένως, η ευρωκρατία, και ιδίως η μερκελική πτέρυγά της, είναι πλέον αντιμέτωπη όχι με περιθωριακές ακραίες αμφισβητήσεις. Βλέπει να πιέζεται από μεγάλα κόμματα που πλέον εγκαθίστανται στην καρδιά του πολιτικού συστήματος μεγάλων χωρών: Στη Βρετανία (Φάρατζ) στη Γαλλία (Λεπέν), στην Ιταλία (Γκρίλλο), στην Ελλάδα (ΣΥΡΙΖΑ). 

Η κρίση, όμως, αρχίζει να μετατοπίζεται από την στενή οικονομική σφαίρα και αποκτά εντονότερα γεωπολιτικές διαστάσεις. Παράδειγμα, η Ουκρανία – αλλά όχι μόνο. Τα σύνορα της Ευρώπης ρευστοποιούνται. Και προς Ανατολάς έχουμε το δεύτερο πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος όπου ο διαμελισμός ή η ομοσπονδοποίηση της Ουκρανίας δίνει τον τόνο (ο πρώτος πόλεμος οδήγησε στην εξαφάνιση της Γιουγκοσλαβίας πριν από 15 χρόνια). Στο Νότο, η Μέση Ανατολή «εισβάλλει» στην Ευρώπη. Εν ολίγοις, η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με γεωπολιτικές επιλογές.

Μπροστά σε αυτές τις γεωπολιτικές διαστάσεις φαίνεται πόσο «μικρή» είναι η ευρωκρατία σήμερα: Εθισμένη σε μεθόδους οικονομικής κυριαρχίας ή οικονομικού εξαναγκασμού, διασπασμένη πολιτικά όσον αφορά προσανατολισμούς και στρατηγικές, με πρωτόγνωρη αντιφατικότητα, όλοι εναντίων όλων για την παραμικρή ντιρεκτίβα, με έντονη καθοδηγητική ανεπάρκεια σε γεωπολιτικά παιχνίδια, αφήνεται να παρασυρθεί στις αγκαλιές του ευρωατλαντισμού. Η κοινή πλεύση με τις ΗΠΑ και οι υποχωρήσεις απέναντί τους δημιουργούν ένα νέο «ευρωαμερικανικό» τοπίο επί της Γηραιάς Ηπείρου, που ίσως τροφοδοτήσει ένα γύρο «ψυχρού πολέμου» με τη Ρωσία του Πούτιν και έτσι οριστούν γραμμές αντίστασης της «Δύσης που δύει» υπό την απειλή των BRICS. 

Σε αυτό το πλαίσιο προωθείται η περίφημη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων ή άλλως TTIP ή άλλως Μεγάλη Διατλαντική Αγορά, που αφαιρεί από τα κράτη βασικές αρμοδιότητες ελέγχου και νομοθεσίας σε καίρια θέματα. Περιορίζεται η κυριαρχία σε ζωτικούς τομείς: Η ασφάλεια των τροφίμων, τα στάνταρτ για τις χημικές και τοξικές ουσίες, οι τιμές στην υγειονομική περίθαλψη και στα φάρμακα, η ελευθερία του Διαδικτύου και η ιδιωτική ζωή των καταναλωτών, η ενέργεια και οι «υπηρεσίες» πολιτισμού, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα πνευματικά δικαιώματα, οι φυσικοί πόροι, οι επαγγελματικές άδειες, οι δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, η μετανάστευση, ο κυβερνητικός εφοδιασμός: δεν υπάρχει ούτε μια σφαίρα δημοσίου συμφέροντος που δεν θα υπόκειται στο θεσμοθετημένο «ελεύθερο εμπόριο». Η συμμετοχή των πολιτικών εκπροσώπων θα περιοριστεί σε διαπραγμάτευση με τον ιδιωτικό τομέα για τα λίγα ψίχουλα της κυριαρχίας που είναι πρόθυμος να τους αφήσει. Και όπως είχε αναφέρει ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ, «…κάποιο πράγμα πρέπει ν’ αντικαταστήσει τις κυβερνήσεις και η ιδιωτική εξουσία μου φαίνεται η πιο πρόσφορη οντότητα για να το πραγματοποιήσει»… 

Γενικά, η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να εξοβελιστεί και με πρακτικούς τρόπους. Προς τα εκεί τείνει η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. Τώρα εξετάζεται να θεσμιστεί ένα νέο εργαλείο: Οι «δεσμευτικές συμφωνίες» που θα υπογράφονται μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών-μελών. Αυτές οι δεσμευτικές συμφωνίες θα τείνουν να εκθεμελιώσουν όλες τις εθνικές κοινωνικές πολιτικές. Η έγκριτη Μοντ Ντιπλοματίκ τις χαρακτηρίζει ως «νέο φονικό όπλο».

Όλες αυτές οι διαστάσεις δεν φαίνεται να πολυαπασχολούν την ευρωπαϊκή Αριστερά. Αποσπασματικά, όμως, θίγονται και τέτοια ζητήματα. Το Μέτωπο της Αριστεράς στη Γαλλία (μέτωπο που αποτελείται από το Κόμμα της Αριστεράς, το Κ.Κ. Γαλλίας, το Κ.Κ. Εργαζομένων της Γαλλίας, Εναλλακτικοί, Κοινωνική και Οικολογική Εναλλακτική, δυνάμεις που αποχώρησαν από το NPA κ.λπ.) κατεβαίνει στις εκλογές με δύο βασικά συνθήματα: “Να βάλουμε τέλος στην λιτότητα, να ανοίξουμε το δρόμο για μια δημοκρατική, οικολογική, κοινωνική ανάκαμψη”. Το δε Kόμμα της Αριστεράς δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της TTIP. 

Η Ελλάδα και η ευρωπαϊκή διάσταση

Προβάλλοντας το σύνθημα Για μια άλλη Ελλάδα σε μια άλλη Ευρώπη, υποδεικνύουμε ότι όχι απλά δεν αδιαφορούμε, αλλά αντίθετα δίνουμε μεγάλη σημασία στην ευρωπαϊκή διάσταση της χώρας. Γιατί, στις σημερινές συνθήκες, ο εθνικός δρόμος από τον οποίο και εκκινούμε, οφείλει να τροποποιεί το διεθνή συσχετισμό, εάν θέλει να υπάρξει και να προωθηθεί. Αυτό απαιτεί πολλά και σε διαφορετικά επίπεδα: Κοινούς στόχους των ευρωπαϊκών κινημάτων, δυνατότητα για ευρωπαϊκές πολιτικές σε διαφορετική κατεύθυνση από τη σημερινή, άρνηση των εκβιασμών από το ευρωπαϊκό κέντρο (με την αντίστοιχη όμως προετοιμασία και χωρίς εύκολες αναγνώσεις περί «ντόμινο», όταν μάλιστα έρχονται στην επιφάνεια σχεδιασμοί όπως το σχέδιο «Ζ») συνεργασίες κρατών, συμμαχία Νότου, αλληλεγγύη κινημάτων ή χωρών με πιθανές αριστερές κυβερνήσεις κ.ά. 

Πιο συγκεκριμένα, η ευρωπαϊκή αναγκαιότητα στην παρούσα ιστορική συγκυρία και ενταγμένη σε μια πολιτική διεξόδου της Ελλάδας, βρίσκεται σε αντιδιαστολή:

Με την Ευρωκρατία. Δηλαδή με όλο το πλαίσιο, τις ρυθμίσεις, τους νόμους, τις δομές που χτίζονται και καθοδηγούν την Ευρώπη υπό την ηγεμονία του μερκελισμού, οδηγώντας χώρες σε λεηλασία και αποικιοποίηση και λαούς σε εξαθλίωση. 

Με την Ευρώπη του κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού, ως μια γενικώς ταξική επίθεση σε όλες τις χώρες. Η αντίθεση Βορρά-Νότου δεν μπορεί να ξεχνιέται ή να κρύβεται. Αντίθετα, οξύνεται και αποτελεί στοιχείο μιας ανατρεπτικής πολιτικής. 

Με τον κενολόγο, υποταγμένο και προσχηματικό Ευρωπαϊσμό. Τόσο με τις φαντασιώσεις για μια επαναθεμελίωση της Ε.Ε. στη βάση κάποιων αρχών που έχουν τάχα φθαρεί, όσο και με τον περιορισμό των στόχων έτσι ώστε να μην αμφισβητούν τις υπαρκτές θεσμίσεις. 

Με τον εκτεταμένο Ευρωσκεπτικισμό που φαντασιώνεται την επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση. Είτε με αφετηρία συντηρητικές έως και αντιδραστικές θέσεις (από το γαλλικό φαινόμενο Λεπέν μέχρι την ακροδεξιά) είτε ενταγμένο σε ριζοσπαστικές εθνολαϊκές προοπτικές που υποτιμούν την ανάγκη για την αλλαγή και των ευρωπαϊκών συσχετισμών. 

Με τη γραμμή για τις Σοσιαλιστικές, Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Γιατί ακόμα κι όταν αναγνωρίζει τις νέες πραγματικότητες και ανάγκες που γεννά η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, καταλήγει τελικά σε μια εκδοχή παγκόσμιας επανάστασης, αρνούμενη με απόλυτο τρόπο εθνικούς δρόμους, ιδιομορφίες και ανισομετρίες. Αλλά και από την εκδοχή που βλέπει διαδοχικά την ντόπια κατάληψη της εξουσίας, την απόσυρση και το χτίσιμο του σοσιαλισμού σε διάφορες και ξεχωριστές χώρες που στη συνέχεια συνενώνονται. 

Από την άλλη μεριά βρισκόμαστε σε συμπόρευση:

Με μια ανατρεπτική και συγκρουσιακή λογική, όπου ένας πολυπολικός, πολυκεντρικός κόσμος θα αποτελεί ευνοϊκή εξέλιξη και στόχο. Αυτό δεν θα λύσει το ζήτημα όσων παλεύουν για ανατροπές, αλλά θα δώσει περισσότερο χώρο τόσο σε προσπάθειες εντός των χωρών (κινήματα) όσο και σε έθνη-κράτη-οντότητες για να κρατηθούν και να αναπνεύσουν. Αυτό δεν σημαίνει «ηρεμία» αλλά νέες αντιθέσεις, στρατόπεδα, συμμαχίες, αναδιατάξεις, γεωπολιτικές «σφαίρες» και άρα συγκρούσεις. 

Με μια εθνική και δημοκρατική οπτική ενάντια στο στραγγάλισμα, τους καταναγκασμούς, την ισοπέδωση και όπου οι περιφερειακές δομές είναι αναγκαίες και επιβεβλημένες για μια πορεία στην παγκόσμια πραγματικότητα. Για λόγους οικονομικούς αλλά και πολιτικής δύναμης. 
Το άθροισμα όλων αυτών των συγκρουσιακών, δημοκρατικών, εθνικών λόγων συνιστά μια σύγχρονη κομμουνιστική στρατηγική υπό διαμόρφωση.

Μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή

Πρωτίστως, μέσα από έναν διαφορετικό πολιτικό δρόμο. Όχι δηλαδή στενά μέσα από κάποιες οικονομικές επιλογές και αποφάσεις. Οι αντινεοφιλελεύθερες ρητορείες και οι κάθε είδους διεκδικητισμοί -είτε για τον Νότο είτε για τους εργαζόμενους- αντιμετωπίζουν και εγκλωβίζουν το πρόβλημα -άρα και τη διέξοδο- στο «πού θα βρεθούν τα λεφτά». Ενώ το βασικό αιτούμενο είναι ένας νέος καταστατικός χάρτης δημοκρατικής πολιτικής συμμετοχής. Ένας δρόμος πολιτικής συγκρότησης της Ευρώπης που θα ορίσει αντίστοιχες διαδικασίες, διαπραγματεύσεις, συγκλίσεις. Και αυτό είναι αναγκαίο και εφικτό, τώρα. 

Η νεοφιλελεύθερη, γερμανική, τραπεζική κ.λπ. Ευρώπη δεν είναι μια απλή πολιτική ηγεμόνευση που αλλάζει με την αλλαγή συσχετισμών. Η υπαρκτή Ε.Ε. είναι μορφή ενός σκληρά διαμορφωμένου ιμπεριαλιστικού υπερκράτους με αντίστοιχους θεσμούς. Ενώ και οι «αγορές», οι «οίκοι», τα «ιδρύματα» έχουν αυξήσει κατά πολύ το ρόλο τους. Ακόμα π.χ. κι αν τα ισχυρά κέντρα της Ε.Ε. επέλεγαν ενός είδους επιστροφής του συστήματος από την χρηματοοικονομική του διάσταση στην πραγματική οικονομία, όλοι αυτοί οι «μη θεσμικοί» παίκτες θα δημιουργούσαν εμπόδια. Άρα, η διαμόρφωση μιας άλλης Ευρώπης προϋποθέτει ρήξεις ευρέως και κλασικού τύπου, ένα είδος γκρεμίσματος που δεν τελειώνει στην αλλαγή κάποιων συσχετισμών και μάλιστα μέσω εκλογών, όπως πρεσβεύει ο ευρωπαϊσμός. 

Από τη σκοπιά της Ελλάδας
(Αν και υπάρχουν πολλοί που ακόμα δεν καταλαβαίνουν τις έννοιες «χώρα», «Ελλάδα» κ.λπ. και τους μυρίζουν εθνικιστική παρέκκλιση…)

Η χώρα πρέπει να πάρει θέση με το μικρό της βάρος στο παγκόσμιο πρόβλημα. Να πάρει θέση για λογαριασμό της. Όχι, όμως, από εθνοκεντρική-επαρχιώτικη σκοπιά και αντίστοιχη μονομερή, ιδιοτελή θέση. 
Πρέπει να εφεύρουμε μια θέση ευρωπαϊκή, αντιμερκελική, όπως την περιγράψαμε αχνά πιο πάνω. Οι επιλογές να συμβαδίσουμε με τις ΗΠΑ ή με την Ρωσία -όσο μας προσφέρονται και αν μας προσφέρονται- είναι επικίνδυνες και μπορούν εύκολα να μας οδηγήσουν μέσα από κάποια ίσως «αναγκαία ανοίγματα» ή «προσωρινούς συμβιβασμούς» στον εγκλωβισμό της χώρας σε διαμορφούμενες νέες «σφαίρες επιρροής». 
Ταυτόχρονα, η ρήξη με την ευρωκρατία -ό,τι μορφή κι αν πάρει- υπόκειται στους περιορισμούς εθνικών και οικονομικών κινδύνων. Δεν είμαστε στο Λουξεμβούργο, υπάρχει σαφέστατη τουρκική απειλή, ενώ διαμελιστικές επιλογές (τύπου Γιουγκοσλαβίας;) δεν μπορούν να αποκλείονται. Με αυτό το δεδομένο, το σενάριο «έξοδος από το ευρώ και ταχεία μετάβαση στο σοσιαλισμό», φαίνεται απελπιστικά ρηχό και μετέωρο. 

Επομένως η «εφεύρεση» μιας εναλλακτικής πολιτικής που λαμβάνει υπ’ όψιν την ευρωπαϊκή διάσταση, αλλά και τις γεωπολιτικές μετατοπιζόμενες τεκτονικές πλάκες, οφείλει να εξασφαλίζει την ελλαδική υπόσταση, στηριζόμενη κυρίως στις πλάτες του λαϊκού παράγοντα (οι λαοί κουβαλούν βουνά στους ώμους…) και να πατά γερά στη δημιουργία ενός κοινωνικού πολιτικού ρεύματος διεξόδου. Δεν πρόκειται για απλή «διαπραγμάτευση», αλλά για διαδικασία μετασχηματισμού μιας χώρας, μετάβασης και ρήξεων, μια διαδικασία κατεξοχήν πολιτική.
Μια τέτοια «εφεύρεση» δεν μπορεί παρά να έρθει σε ρήξη και με όλα τα στερεότυπα του χτες. Ο γενικόλογος ευρωπαϊσμός μιας παρωχημένης εποχής δεν μπορεί να δώσει καμιά προωθητική ιδέα. Αντίθετα, καθηλώνει και γίνεται νοσταλγικός-ρομαντικός. Η χθεσινή Ευρώπη κλυδωνίζεται, μεταμορφώνεται, αδειάζει από κάθε δημοκρατικό και κοινωνικό στοιχείο, το εποικοδόμημά της, οι θεσμοί της, οι νομοθεσίες της, καταργούν κάθε έννοια πολιτικής ως αποφασιστικού πεδίου συμμετοχής και παρέμβασης. Κι όχι μόνο κλυδωνίζεται, ακροβατεί, αλλάζει προσανατολισμούς, αναζητεί νέες στρατηγικές. Χτεσινοί άξονες, στυλοβάτες του εγχειρήματος, έχουν καταρριφθεί, το ευρώ τρεμοσβήνει, ξαναπαίρνει ώθηση ο ευρωατλαντισμός, ανατέλλει η Ευρώπη των σπαρασσόμενων εθνικισμών, ο φασισμός ξανασηκώνει κεφάλι, ο πόλεμος ξαναφουντώνει στη Γηραιά Ήπειρο.

Μόνο μια δημοκρατική επανάσταση, μόνο μια επανάσταση της Δημοκρατίας μπορεί να ανοίξει άλλο δρόμο. Κάτι ανάλογο και αντίστοιχο της επανάστασης του 1848. Δύο μεγάλοι πολιτικοί στόχοι μπορούν να ανοίξουν το δρόμο μιας μεγάλης ευρωπαϊκής, πανευρωπαϊκής στροφής (επανάστασης-ριζικής αλλαγής) που να φέρει τη σφραγίδα του κόσμου της εργασίας και των λαών της Ευρώπης:
Να γκρεμιστεί η γερμανική Ευρώπη, η κυριαρχία του μερκελισμού. Αυτός ο πολιτικός στόχος μπορεί σήμερα να συνενώσει πολλές δυνάμεις και να δημιουργήσει άλλους όρους.

Να προωθηθεί η ενότητα του Νότου ενάντια στον Βορρά της Ευρώπης. Δεν πρόκειται για απλά γεωγραφικούς όρους. Πρόκειται κυρίως για διαδικασίες συντονισμού, κοινών στόχων, κοινών διεκδικήσεων, ενότητας ανάμεσα σε δυνάμεις που αντικειμενικά (και υποκειμενικά στην συνέχεια) έχουν πρωταρχικό συμφέρον (για να επιζήσουν) να συμπαραταχθούν ενάντια στον «Βορρά».

Τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και σε τοπικό (ελλαδικό) επίπεδο η εναλλακτική προοπτική είναι κυρίως πολιτικής φύσης και δευτερευόντως ζήτημα οικονομικών μέτρων ή οικονομικής πολιτικής. Η υπαγωγή της πολιτικής στη σφαίρα της αγοράς και της οικονομίας, η γενικευμένη αποπολιτικοποίηση που θέλουν να επικρατήσει είναι ένα είδος ευνουχισμού κάθε δυνατότητας χειραφέτησης που δεν μπορεί παρά να εκκινήσει από την σφαίρα της πολιτικής και διά της πολιτικής. Η επανεισαγωγή της πολιτικής στο κέντρο, στο τιμόνι, θα απελευθερώσει δυνατότητες και θα ακυρώσει την αυτοκτονία της σκέψης που έχει επιβάλλει ο νεοφιλελεύθερος οικονομισμός.




Tagged : / / / /