Με αφορμή τις χλιαρές κινητοποιήσεις κατά την ψήφιση των νέων μνημονίων
Τις τελευταίες 15 μέρες και πιο συγκεκριμένα μέσα σε δύο σαββατοκύριακα, ψηφίστηκαν στη Bουλή μέτρα και συμφωνίες που παραδίδουν την χώρα ολοκληρωτικά στους δανειστές επιβάλλοντας κι άλλα δυσβάστακτα βάρη στο λαό. Επί της αρχής ψήφισαν όλοι οι βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (153) ενώ πολλές ρυθμίσεις ψηφίστηκαν και από την αντιπολίτευση συγκεντρώνοντας 223 ή 200 ψήφους υπέρ, που σημαίνει ότι έχει σβήσει τελείως, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, η αντίθεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο. Κανένα από τα κόμματα δεν δεσμεύεται να καταργήσει αυτούς τους νόμους, αν αλλάξει η πολιτική γεωγραφία. Όλα αυτά είναι απολύτως φυσιολογικά για το συστημικό πολιτικό κόσμο.
Το ερώτημα και το πρόβλημα που υπάρχει και ζητά λογική εξήγηση, έγκειται στο γιατί οι κινητοποιήσεις που εξαγγέλθηκαν δεν αποτέλεσαν ούτε καν στοιχειώδη απάντηση σε όσα συντελούνταν; Οι συγκεντρώσεις δεν είχαν μαζικότητα, δεν είχαν παλμό, δεν είχαν πολιτικό στόχο. Συσπείρωσαν μόνο ένα στενό κομματικό και συνδικαλιστικό δυναμικό, άρχιζαν και τέλειωναν γρήγορα, ήταν αρκετά ανοργάνωτες, πρόχειρες, σαν να γίνονται για να γίνουν. Δεν συσπείρωσαν ευρύτερο κόσμο, δεν είχαν δυναμική, έμοιαζαν με χαμένες μάχες οπισθοφυλακών ή για μάχες για την τιμή των όπλων (κι αυτές χωρίς να πιστεύουν όσοι τις δίνουν ότι κάνουν κάτι αποτελεσματικό).
Μέσα στη Bουλή οι εκπρόσωποι της Δεξιάς κορόιδευαν το ΣΥΡΙΖΑ πως τώρα έχουν εξαφανιστεί οι «αγανακτισμένοι» και είναι άμαζες οι συγκεντρώσεις, γιατί τότε ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ πίσω από αυτούς, ο οποίος ΣΥΡΙΖΑ σήμερα στρογγυλοκάθεται στα βουλευτικά έδρανα και δεν τους χρειάζεται πλέον.
Ο δε Κατρούγκαλος αναρωτιόνταν με περισσή σοβαρότητα: «Αφού λέτε ότι είναι καταστροφικά τα μέτρα, γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος να πλημμυρίσει το Σύνταγμα;» Δεξιοί και «αριστεροί», με διαφορετικές ανόητες ερμηνείες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει μεγάλη αντίδραση απέναντι σε όσα περνάνε. Ο μεγάλος «φιλέλληνας» και κολλητός του κ. Τσίπρα, κ. Γιούνκερ, στο ίδιο μήκος κύματος, αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν στην Γαλλία επιβάλλονταν μέτρα σαν αυτά που περνάνε τώρα στην Ελλάδα…
Επομένως, υπάρχει ένα αντικειμενικό ζήτημα και δεν μπορούμε να το παρακάμψουμε. Γιατί ο κόσμος σήμερα κρατά την στάση που κρατά; Εδώ χρειάζονται επιχειρήματα και όχι συνθήματα, ούτε ωραιοποιήσεις του τύπου «μεγαλειώδης συγκέντρωση», «κοσμοσυρροή» και άλλα τέτοια που αναπαράγονται σε αριστερά σάιτ και δηλώσεις (πιο χαρακτηριστικά είναι αυτά της ΛΑΕ-Ίσκρα).
Ερμηνεία ή ερμηνείες;
Είναι αλήθεια ότι κυκλοφορούν διάχυτα κάποιες ερμηνείες, όπως για παράδειγμα: «ο κόσμος δεν είναι ενημερωμένος, δεν έχει γνώση, δεν ξέρει τι ακριβώς περνάνε με τις ψηφοφορίες αυτές -ο κόσμος είναι αδιάφορος, έχει συντηρητικοποιηθεί- ο κόσμος κάθεται στον καναπέ του». Αρκούν, όμως, τέτοιες ερμηνείες;
Αυτό που αποκαλούμε «ο κόσμος» -δηλαδή οι μέσοι άνθρωποι και ιδιαίτερα αυτοί που είχαν κινητοποιηθεί τα προηγούμενα 5 χρόνια, αυτοί που άλλαξαν στάση και ψήφισαν διαφορετικά ή δεν ψήφισαν καθόλου- είναι βαθύτατα απογοητευμένος, κουρασμένος, θυμωμένος, αγχωμένος, συγχυσμένος, απελπισμένος. Δεν βλέπει μια ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση, δεν περιμένει τίποτα από τον πολιτικό κόσμο. Δεν είναι αδιάφορος∙ είναι δύσπιστος απέναντι σε μεσσίες και κόμματα, θέλει να ακούσει κάτι διαφορετικό, δεν έχει κλειστά τα μάτια και τα αφτιά. Καταλαβαίνει τι περίπου γίνεται και αναρωτιέται έως πού θα πάει το κακό. Σε μεγάλο βαθμό αποσύρεται από την κεντρική πολιτική σκηνή, δεν πιστεύει ότι μπορεί να πετύχει πολλά εκεί, προς στιγμήν.
Το καλύτερο τμήμα του, αυτό που εμπλέκεται σε διάφορες προσπάθειες συμμετοχικού χαρακτήρα (ομάδες, παρέες, κινήσεις, τοπικές, συνεταιριστικές, πολιτιστικές, αλληλεγγύης κ.λπ.) πραγματοποιεί αυτό που ονόμασε ο Γ. Τσιούτσιας ως «παράκαμψη» από την κεντρική πολιτική σκηνή. Στην στάση αυτή διακρίνεται μια θετικότητα, με την έννοια πως το δυναμικό αυτό, αναγνωρίζοντας μια σχετική αδυναμία «κεντρικής απάντησης», συνεχίζει να ζυμώνεται, να ψάχνεται με σοβαρότητα γύρω από το ερώτημα «τι μπορώ να κάνω;».
Όταν έχει συμβεί ένα στραπατσάρισμα των αυταπατών που υπήρχαν ή της ελπίδας με το βαθμό συνείδησης και ανάθεσης που είχε καλλιεργηθεί, είναι παράλογο μέσα σε λίγους μήνες να ξαναδημιουργηθεί η ελπίδα, να σχηματιστεί ένα αξιόλογο εγχείρημα που να μπορεί να την εκφράσει.
Επομένως, η στάση του κόσμου είναι λογική, κατανοητή. Όσα συμβαίνουν μπορούν και πρέπει να εξηγηθούν στην απουσία μιας εναλλακτικής κινούσας ιδέας, όχι για να παραμείνει ως έχει η κατάσταση, αλλά για να τροποποιηθεί.
Τι ηττήθηκε και χρεοκόπησε
Μια διέξοδος της χώρας έχει να αναμετρηθεί με σημαντικούς στόχους: τον έλεγχο της πολιτικής ζωής από το λαό, την ανεξαρτησία της χώρας, την παραγωγική ανασυγκρότηση και ένα νέο ρόλο στο γεωπολιτικό πεδίο. Δεν υπάρχει εναλλακτική χωρίς απάντηση σε αυτά τα ζητήματα.
Στα 6 χρόνια που πέρασαν έχουν ηττηθεί και χρεοκοπήσει: Ο κυβερνητισμός (η ιδέα πως φτάνει μια κυβερνητική αλλαγή για να προωθηθούν τα παραπάνω), οι λύσεις ευκολίας (θα σκίσουμε, θα διαγράψουμε, θα βάλουμε άλλο νόμισμα κ.λπ.), ο ευρωπαϊσμός (ως ομπρέλα ασφάλειας, ανάπτυξης, σύγκλισης και αλληλεγγύης, ως μεγάλη ιδέα), το πολιτικό σύστημα συνολικά (ως φαύλο και προδοτικό), οι «μονοκαλλιέργειες» (π.χ. η ενασχόληση μόνο με το ευρώ), τα σημερινά κόμματα αλλά και το «κόμμα» ως λύση του προβλήματος (γιατί ο καριερισμός και το πλασάρισμα πάνε σύννεφο), ο «αρχηγός», ο «μεσσίας» (καήκαμε από υποτιθέμενους τέτοιους), το αυθόρμητο ως ατμομηχανή της Ιστορίας (π.χ. «μια νύκτα μαγική») και, βεβαίως, η «Αριστερά» τόσο η ενσωματωμένη όσο και η καταγγέλλουσα.
Μετά από 6 χρόνια μνημονίων και με όσα έχουν συμβεί, αναζητείται μια πειστική εναλλακτική απάντηση στην καθολική κρίση. Τα μεγάλα λόγια, τα συνθήματα και ιδιαίτερα οι καταγγελίες του συρμού, οι συμβολικοί ακτιβισμοί, τα τηλεπαράθυρα και οι αψιμαχίες στο πλαίσιό τους, νέα κόμματα με παλιά υλικά, δεν συγκινούν κανέναν πλέον. Αναζητούνται ουσία, αξίες, άνθρωποι με πεποιθήσεις, στόχοι, λογικές προτάσεις, όνειρο κι ελπίδα.
Οι εναλλακτικές δεν πέφτουν από τον ουρανό
Οι εναλλακτικές οικοδομούνται. Η διέξοδος της χώρας μπορεί να οικοδομηθεί από πολίτες που ξέρουν το ρόλο τους. Απαραίτητος όρος είναι να κινηθεί ο λαός γύρω από μια προοπτική, μια διέξοδο. Να οικοδομηθεί ένας λαός! Τόσο δύσκολο και τόσο απλό. Μια νέα συνείδηση να κατακτήσει, να πείσει, να γίνει κτήμα και ελπίδα του κόσμου.
Για να υπάρξει η χώρα, να έχει υπόσταση ως λαός και ως προοδευτική πραγματικότητα χρειάζονται, ούτε λίγο-ούτε πολύ, μια μεγάλη πολιτιστική αφύπνιση, μια δημοκρατική επανάσταση, παραγωγική και πνευματική αναγέννηση, κινητοποίηση των υλικών και πνευματικών δυνατοτήτων και δυνάμεων.
Η αναγκαία σύνδεση αγώνων και αντιστάσεων πρέπει να επιδιωχθεί πάνω στη βάση μιας καθολικής προοπτικής διεξόδου. Εδώ δεν χωρούν αυταπάτες, φαντασιώσεις, μικρόκοσμοι, βολικά σχήματα. Χρειάζεται προετοιμασία ανθρώπων και προτάσεων, κινήματα με συνείδηση του συνολικού προβλήματος. Τι προετοιμασία κάνουμε για τη διέξοδο, την ευημερία, την προκοπή, τον πολιτισμό του λαού, της κοινωνικής πλειοψηφίας; Αυτό είναι το κρίσιμο που θα χρειαστεί να το αντιπαραβάλλουμε με τις απαντήσεις που δίνει η Ε.Ε., ο πολιτικός κόσμος, η διανόηση, η αστική τάξη, ο λαός ως υποκείμενο. Σε τέτοιες συνθήκες η βιασύνη μπορεί να είναι ένας αρνητικός παράγοντας. Να θολώσει τα μυαλά, την σκέψη, την πράξη.
Σε τι να επενδύσει κάποιος σήμερα;
Ο στόχος της δημιουργίας ενός νέου κόμματος δεν αποτελεί κάτι που απαντά σε όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να επενδύσουμε στο να φτάσει μια ακόμα «φωνή» μέσα στη Bουλή. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο, δεν είναι καν ένας αξιόλογος στόχος, γιατί η Bουλή είναι αυτό που έχει καταντήσει. Δεν μπορούμε να επενδύσουμε ούτε στην ιδέα της ενότητας της Αριστεράς, όταν η Αριστερά δεν θέλει να δει την πραγματικότητα (δεν αναγνωρίζει το γεγονός της εξάρτησης και το στόχο της ανεξαρτησίας) και νοιάζεται μόνο να αυξήσει ποσοστά, χωρίς να βλέπει τις παθογένειες και τις ήττες, χωρίς να κάνει την παραμικρή αυτοκριτική. Δεν μπορούμε να επενδύσουμε απλά και μόνο στους αγώνες, που γίνονται ή θα γίνουν, γιατί η αναγκαία σύνδεσή τους οφείλει να γίνει πάνω στη βάση μιας προοπτικής και κάποιου πολιτικού στόχου.
Για να το θέσουμε λίγο διαφορετικά: Πρέπει να προταχθούν οι στόχοι και οι κινούσες ιδέες και οι οργανωτικές μορφές να ακολουθήσουν. Όχι γιατί δεν υπάρχει σύνδεση διαλεκτική ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο, αλλά διότι τα περιεχόμενα έχουν τραυματιστεί βάναυσα και η οργανωτίτιδα (και ο ιδεολογικός οργανωτικός σεχταρισμός) έχει τερματίσει το… κοντέρ μαζί με τα πλασαρίσματα και τον καριερισμό.
Δεν επενδύουμε σε ένα κόμμα ή ένα νέο πολιτικό φορέα. Επενδύουμε κυρίως σε ένα μαζικό πολιτικό κίνημα διεξόδου, που θα συγκροτηθεί με άλλες διαδικασίες, με άλλες συσσωματώσεις (από τις κομματικές) για να δημιουργήσει μια χωρητικότητα μεγάλη, άρα θα είναι πιο χαλαρό, στη βάση των στόχων που θέτει και των διεργασιών που αναγκαία θα γίνουν.
Με μια έννοια, η συζήτηση και η διεργασία που δημόσια άνοιξε και πραγματοποιεί ο Δρόμος γύρω από το ερώτημα «τι κυρίως λείπει, τι κυρίως χρειαζόμαστε», δείχνει έναν άλλο τρόπο προσέγγισης του κύριου υποκειμενικού προβλήματος που τίθεται, και αποτελεί εν τοις πράγμασι μιαν απόπειρα διάνοιξης ενός άλλου δρόμου.
Αγώνες, αλλά όχι όπως μέχρι τώρα
Είναι εντελώς φυσιολογικό να ξεσπούν αγώνες σε διάφορους τομείς και ιδιαίτερα εκεί όπου θα γίνουν ξεπουλήματα, διότι αυτά οδηγούν σε απολύσεις και νέες εργασιακές σχέσεις, σε λεηλασίες περιουσιών κ.λπ. Οι αγώνες από εδώ και μπρος θα έχουν έναν πιο τραχύ χαρακτήρα και αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στην περίπτωση των αγροτών, που δεν έθεσαν ζητήματα κάποιας βελτίωσης της θέσης τους, αλλά αντιμετώπιζαν την εξαφάνισή τους ως πρόβλημα.
Οι αγώνες που έχουν σημασία και βάρος είναι αυτοί που εμπλέκουν τη μάζα των πληττόμενων, δεν γίνονται δι’ αντιπροσώπων, ούτε επαφίενται στις διαχειριστικές ικανότητες κρατικών λειτουργών ή γραφειοκρατών συνδικαλιστών.
Οι αγώνες, ο συντονισμός και η συμπαράσταση πρέπει να γίνεται μέσα από την αναζήτηση ενός πλαισίου που να έχει πολιτική υπόσταση και στόχο, με τρόπο ώστε να μπορεί να συσπειρώσει ευρύτερα ακροατήρια. Δεν αποκλείεται ένας παραδειγματικός αγώνας ενός κλάδου, μιας πόλης, ενός τομέα να γίνει πόλος συσπείρωσης ενός γενικότερου αντικυβερνητικού, αντιμνημονιακού ξεσπάσματος.
Ο κομματισμός και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία πρέπει να παραμεριστούν και να δημιουργηθούν μορφές συσπείρωσης, συντονισμού και έκφρασης των αντιστάσεων σε διατομεακό επίπεδο, σε επίπεδο πόλης ή περιοχής, αποκλείοντας τους εκπροσώπους του μνημονιακού τόξου. Ο στενός διεκδικιτισμός κάθε χώρου ξεχωριστά δεν αποτελεί παρά αναχρονισμό, καταδικασμένο σε ήττα. Τω αυτώ και οι εκ των προτέρων κατασκευασμένες πλατφόρμες-συνθήματα τμημάτων της Αριστεράς που θέλουν να επιβάλουν σε κάθε μικρή και μεγάλη κινητοποίηση.
Χρειάζονται αγώνες που να δημιουργούν μια άλλη συνείδηση, αγώνες που να είναι φορείς αλληλεγγύης, συντονισμού, σύνδεσης, προοπτικής, πολιτικών στόχων κοινών, διεξόδου.
http://www.e-dromos.gr/pou-einai-o-laikos-paragontas/
Tagged : δρόμος της αριστεράς / Ρούντι Ρινάλντι