Μπήκαμε στην επόμενη μέρα.- Άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.270- 2/7/2015)

 

rrg

Τα μπρος – πίσω, το έλλειμμα στρατηγικού βάθους και το κάλεσμα του λαού στο «όχι»

Πώς φτάσαμε ως εδώ και τι μπορεί να σηματοδοτήσει ένα ηχηρό «όχι»

 

Η ταχύτητα των γεγονότων είναι ραγδαία και από τη στιγμή που αναγγέλθηκε από τον Α. Τσίπρα το δημοψήφισμα μπήκαμε σε νέα φάση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, που θα σημαδέψει έντονα τις εξελίξεις.

 

Το σάλτο του δημοψηφίσματος…

Η χρεοκοπία του σίριαλ της διαπραγμάτευσης -αφού οι δανειστές εφάρμοσαν μέχρις εσχάτων τη στρατηγική και τακτική τους- το κενό πρότασης για την επόμενη μέρα και η ανικανότητα διακυβέρνησης όπως φάνηκε τους προηγούμενους μήνες, οδήγησε σε φυγή προς τα μπρος με την πρόταση για διενέργεια δημοψηφίσματος, ώστε να απορριφθούν από το λαό οι τροϊκανές προτάσεις.

Η πρωτοβουλία αυτή, ενταγμένη σε ένα επικοινωνιακό τρόπο άσκησης της πολιτικής και απογυμνωμένη από στοιχεία στρατηγικής πνοής που θα συγκροτούσε δυναμικά τον υπαρκτό ριζοσπαστισμό, λειτούργησε θετικά μόλις εξαγγέλθηκε, αποδείχθηκε όμως λαθεμένη καθώς πυροδοτεί όσα ζούμε τα τελευταία 24ωρα. Χωρίς στρατηγικό βάθος και χωρίς απάντηση για το τι θα γίνει την επόμενη μέρα, προσέφερε ένα ανέλπιστο δώρο στη μνημονιακή αντιπολίτευση και τα ξένα στηρίγματά της, να προσδώσουν στο «ναι» μια στρατηγική ματιά (μένουμε Ευρώπη, ευρώ και όχι δραχμή) που αποκτά μαζική στήριξη και απειλεί ευθέως με επικράτηση στο δημοψήφισμα αλλά και προώθηση της συστημικής παλινόρθωσης με ανοικτό τρόπο.

Δημοψήφισμα σε πέντε μέρες, χωρίς προετοιμασία και με έντονες ταλαντεύσεις και υπονομευτικές κινήσεις εκ των έσω, και κυρίως χωρίς σύνδεση με μια προοπτική –μέχρι την Τετάρτη ο στόχος ήταν να δυναμώσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην διαπραγμάτευση «με ελπίδα μια καλύτερη συμφωνία», την ίδια στιγμή που αποστέλλονταν επιστολές για αποδοχή των προτάσεων των σαδο-δανειστών- δεν δημιουργούσαν όρους μιας αναγκαίας μάχης.

Οι διαρκείς υπονομεύσεις υπόσκαπταν το ηθικό των υποστηρικτών του «όχι» και μόνο χάρη στην πρωτοβουλία και την αυτενέργεια των φτωχών λαϊκών στρωμάτων προωθήθηκε η περιορισμένη, ούτως ή άλλως, καμπάνια των 3-4 ημερών. Για άλλη μια φορά ο κόσμος βρέθηκε πιο μπροστά από μηχανισμούς και κόμματα.

 

Η αυτοπαγίδευση

Όταν δεν υπάρχει ενεργή συμμετοχή του κόσμου στην πολιτική διαδικασία, όταν συγκαλύπτονται διλήμματα και επιλογές και δεν λέγεται όλη η αλήθεια στο λαό, όταν το πολιτικό σύστημα με την ψευδαίσθηση εδραιωμένων συσχετισμών οργανώνει την ύπαρξή του έξω από τα «θέλω» του κόσμου, τότε συντελούνται βουβές μεταστροφές. Αυτό το λάθος στο οποίο υποπίπτουν δυνάμεις που παρασύρονται από τη λογική της εξουσίας, είναι δομικό, αν και σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα που βοά ότι υπάρχει οργανική κρίση του πολιτικού συστήματος και πως δεν μπορεί να υπάρξει σταθεροποίηση πάνω σε βάση μνημονιακών συνταγών. Μόνο στα τελευταία 5 χρόνια έχει επιβεβαιωθεί πως 44άρια ως ποσοστά, μετατρέπονται σε 4άρια και 4άρια, σε 37άρια. Η αίσθηση της κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ στον εσωτερικό πολιτικό στίβο αγνοούσε τις τάσεις και πιέσεις από ποικίλες δυνάμεις για «διαχείριση», «συνεννόηση», για «οικουμενικές λύσεις». Τις αντιμετώπιζε, μάλιστα, εύκολα διαχειρίσιμες και ξεκομμένες από την πίεση και τις μεθοδεύσεις των σαδο-δανειστών.

Το βαθύτερο πρόβλημα πολιτικής εκπροσώπησης (ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δεν εκπροσωπείται διά μέσου του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος και της λειτουργίας του) δεν αντιστοιχεί στην πολιτική ισορροπία που υπάρχει, ούτε και θα αναδειχθεί καθαρά από τις διαδικασίες του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος (αφού ως διαδικασία έχει πολλά αμφίσημα στοιχεία αλλά και πολυσήμαντες ερμηνείες (ιδιαίτερα αν οι διαφορές στα ποσοστά δεν είναι μεγάλες).

Αυτά τα ζητήματα μέσα από μια υπεροψία και μια αυτόκεντρη λογική τα αγνόησε ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να διανοηθεί τι μεταστροφές μπορεί να επιφέρει η αποτυχία της διαπραγμάτευσης (αφού διαλαλούσε ως σίγουρη την συμφωνία), η ανικανότητα διαχείρισης προβλημάτων, το κλείσιμο των τραπεζών, ο φόβος της ραγδαίας επιδείνωσης της κατάστασης.

Κυρίως, όμως, δεν στάθμισε ότι το δημοψήφισμα θα γινόταν τροφοδότης πολιτικών εξελίξεων σε βάρος της κυβέρνησης, στο βαθμό που έμοιαζε με πρόχειρη και βιαστική κίνηση εντυπώσεων, η οποία δεν συνδέθηκε με κάποιο όραμα (εκτός από την «καλύτερη συμφωνία»).

 

Η επόμενη μέρα έχει ξεκινήσει…

Η λήξη της διαπραγμάτευσης (κατά την διάρκεια της οποίας ο λαός γενικά ήταν χωρίς ενημέρωση) και η πρωτοβουλία δημοψηφίσματος, που αντικειμενικά έθεσαν την χώρα σε τροχιά αθέτησης πληρωμών και ρήξης με την ευρωκρατία, έχουν τραντάξει το πολιτικό και κοινωνικό στάτους της χώρας έλκοντας με σφοδρότητα σε ένα νέο τοπίο. Τοπίο αβεβαιότητας, χρεοκοπίας, τοπίο γοργών πολιτικών εξελίξεων. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων και η εκθετική τους ένταση οδηγεί στο να μην είναι μπορετό να σηκωθεί όλο αυτό το βάρος από το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Με τις τελευταίες εξελίξεις και την κλιμάκωση της κρίσης-υπονόμευσης, έχουν ήδη ανοίξει διεργασίες για την δημιουργία μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας-συνεργασίας» που θα κλείσει γρήγορα μια μνημονιακή συμφωνία και θα επιχειρήσει να διαχειριστεί την πολιτική κρίση. Η διεθνής απομόνωση της κυβέρνησης, οι αστοχίες σε εσωτερικό επίπεδο, η ταχύτατη συγκρότηση ενός μαζικού μετώπου της μνημονιακής αντιπολίτευσης (δώρο ανέλπιστο και προϊόν του σάλτου και των βουβών μετατοπίσεων, αλλά και προϊόν πολιτικών λαθών και χειρισμών) και ένα «όχι» που δεν συνδέεται με ελπιδοφόρα προοπτική-σχέδιο διεξόδου, θέτει τη χώρα στην τροχιά μεταβατικών σχημάτων «εθνικής ενότητας», που θα ορίσουν μια νέα εντελώς καινούργια, φάση.

Οι δανειστές έχουν κάθε λόγο να κλιμακώσουν τις απαιτήσεις τους, να σφίξουν το κλοιό, να θέσουν πιο επαχθείς όρους, να τιμωρήσουν. Να απαιτήσουν κυβερνητικά οικουμενικά σχήματα συμβατά με τα νέα μνημονιακά δεσμά που θα οδηγούν σε καθεστώς απίστευτα σκληρού ελέγχου και με υφαρπαγή της περιουσίας του καθενός μας με συνοπτικές διαδικασίες ξεπουλήματος της χώρας.

Η παράταξη του «ναι» τα ξεχνά, βέβαια, όλα αυτά «πουλώντας» στον κόσμο την ιδέα πως αν επικρατήσουν οι σαδο-δανειστές θα νοιαστούν για την προκοπή της χώρας.

Το «γαμώτο» είναι πως η μάχη στη οποία κλήθηκε ο λαϊκός ριζοσπαστισμός, υπονομεύεται για μια ακόμα φορά από τα Μέσα, ναρκοθετείται από σχεδιασμούς και ταλαντεύσεις, από έλλειψη επιτελείου και κέντρου αποφασισμένου, από έλλειψη στρατηγικής ματιάς. Η μη απάντηση στο ερώτημα «τι θα γίνει στις 6 Ιούλη» δρα καταλυτικά και αδρανοποιεί, επιτρέποντας στην παράταξη του «ναι» να κερδίζει ποσοστά. Η απάντηση ότι «θα φέρουμε μια καλή συμφωνία», δεν είναι πειστική όχι μόνο γιατί αυτή τη συμφωνία δεν τη φέραμε ώς τώρα αλλά και γιατί οι σαδο-δανειστές έχουν κι άλλα όπλα ενάντια σε έναν λαό που δεν είναι ενήμερος και προσανατολισμένος σωστά. Αλλιώς πρέπει να δίνονται οι μάχες για να είναι νικηφόρες και να «δένουν» αποτελέσματα.

Το κάλεσμα του λαού να πει «όχι» έπρεπε να συνοδεύεται από μια ριζική αλλαγή πορείας, από εμβάθυνση των δημοκρατικών προοδευτικών αναγεννητικών στοιχείων και στόχων μιας κυβέρνησης που με συναίσθηση του βάρους και της σημασίας του αγώνα, θα στηρίζονταν στο λαό, θα άκουγε το λαό, θα προωθούσε με συνέπεια τα «θέλω του». Ένας ευρύτατος ανασχηματισμός θα έπρεπε να συμβολίζει την αλλαγή πορείας, δίνοντας ζωή σε μια μορφή κυβέρνησης εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας. Ένας «ανασχηματισμός» υπέρβασης του υπάρχοντος σχήματος, μέσα από την εξαγωγή συμπερασμάτων αλλά και δραστικών αποφάσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης, στον αντίποδα των νόθων σχημάτων «εθνικής ενότητας» που κυοφορούνται.

 

Η σημασία της μάχης

Παρ’ όλα όσα ειπώθηκαν, ένα ηχηρό «όχι» διατηρεί τη σημασία του και σε μεγάλο μέρος επαφίεται στο σθένος, στο φιλότιμο, στο ριζοσπαστικό, αντιστασιακό χαρακτήρα μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού. Το «όχι» συγκροτεί και συγκρατεί μια μαγιά σε κατάσταση θέλησης και διάθεσης για μια νέα προοπτική. Το ηχηρό «όχι» αντιστέκεται στα αντιδραστικά σχέδια ματαίωσης και εξαΰλωσης των οραμάτων και πόθων, των καημών του λαού. Αποτελεί το υπόστρωμα της ελπίδας που μένει να συμπυκνωθεί σε ένα σχέδιο πολιτικής διεξόδου και να χειραφετηθεί από νόθες και επιφανειακές εκπροσωπήσεις. Η συμπύκνωση της πείρας 5 χρόνων αγώνων και προσπαθειών οφείλει να τροφοδοτήσει την προσπάθεια οικοδόμησης του λαού γύρω από μια πολιτική σωτηρίας, διεξόδου και αναγέννησης του λαού και της χώρας.

Το «όχι», αυτό το «όχι», δεν νιώθει πως το χωρίζουν πολλά από εκείνους που δεν θα ψηφίσουν καθόλου, είτε αυτούς που ενώ ανήκαν στον αντιμνημονιακό χώρο, θα ψηφίσουν «ναι». Ο διχασμός και η διάσπαση των λαϊκών δυνάμεων είναι ένα δώρο σε όσους απεργάζονται σχέδια υποταγής και λεηλασίας. Από την άποψη αυτή, τα όσα υποστηρίζει ο Μίκης Θεοδωράκης (δείτε και σελ. 11) στην πρόσφατη παρέμβασή του διατηρούν ακέραια την σημασία τους:

«Το πιο σπουδαίο, είναι τι θα γίνει την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος. Μετά την πλήρη, όπως ανέφερα και προηγουμένως, αποτυχία του συνόλου του πολιτικού μας κόσμου, που έχει οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα μιας εθνικής δοκιμασίας, μακάρι να υπήρχε τρόπος να σχηματιστεί μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» για να βγάλει τη χώρα από το σημερινό αδιέξοδο στο οποίο την έχουν οδηγήσει ηγέτες κατώτεροι των συνθηκών και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ο λαός και η χώρα κατά τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαίτερα κατά την εποχή των Μνημονίων.

Εφόσον όμως αυτό δεν είναι εφικτό, και πάλι το μόνο όπλο που μένει στον ελληνικό λαό είναι η ενότητα. Μόνο ενωμένοι σαν μια γροθιά μπορούμε να αγωνιστούμε να αντιμετωπίσουμε το καρκίνωμα που μας απειλεί ακόμα και με θάνατο. Ο ελληνικός λαός πρέπει να επιδείξει ψυχραιμία, ωριμότητα και υπευθυνότητα και να αναδειχθεί με κάθε νόμιμο τρόπο σε κυρίαρχο υπερασπιστή των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του».

 

http://www.e-dromos.gr/mphkame-sthn-epomenh-mera/

Tagged :

Η χώρα χρειάζεται ένα νέο πολιτικό σχέδιο διεξόδου, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.269, 27/6/2015)

Απαιτούνται πολιτικές τομές που θα δώσουν ζωή σε μια πραγματική κυβέρνηση σωτηρίας

Αυτές τις μέρες και ώρες μέσα από απίστευτους –αλλά κανονικά αναμενόμενους– εκβιασμούς της απολύτως υπαρκτής τρόικας, χρεοκοπεί με πάταγο η πολιτική που ακολούθησε η ελληνική πλευρά με συνέπεια να ακυρώνονται οι ελπίδες και οι προσδοκίες ενός ευρύτατου κοινωνικού και πολιτικού αντιμνημονιακού μπλοκ.

Η γραμμή της «έντιμης και αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας» και η πολιτική της «διαπραγμάτευσης χωρίς εντάσεις» έχουν ανατιναχτεί. Το ίδιο και η επιμονή σε έναν φαντασιακό ευρωπαϊσμό τη στιγμή που το οικοδόμημα της Ε.Ε. τρίζει από όλες τις πλευρές και δημιουργείται ένας οικονομικός και πολιτικός ιστός υπό την γερμανική ηγεμονία, που υποτάσσει περιοχές και χώρες. Η ανακήρυξη κατά το δοκούν σε φίλους της χώρας, άλλοτε του ΔΝΤ, άλλοτε του Γιούνκερ, ακόμα και της Μέρκελ, οι αλλοπρόσαλλες και αναποτελεσματικές γεωπολιτικές δοκιμασίες και κυρίως το μη άνοιγμα κάποιου μετώπου στο εσωτερικό της χώρας, οδηγούν σε ανυπολόγιστη ζημιά. Αυτό που αποδέχτηκε μέχρι τώρα η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι η μνημονιακή εμβάθυνση, η μετατόπιση σε προτάσεις σκληρής λιτότητας και η αποδοχή του προκαθορισμένου πλαισίου παράδοσης της εθνικής κυριαρχίας, διανθισμένες με κάποιες δόσεις «κοινωνικής ευαισθησίας».

Η ολοσχερής απορρόφηση από τη διαδικασία της «διαπραγμάτευσης» και η έλλειψη στοιχειώδους σχεδιασμού σε κρίσιμους τομείς διακυβέρνησης, μαζί με την ακατανόητη τακτική πληρωμής όλων των δόσεων, στάσης πληρωμών του κράτους στο εσωτερικό και αφαίμαξης όλων των διαθεσίμων, οδηγούν στην κατάρρευση του κρατικού και διοικητικού μηχανισμού, ενώ οι τράπεζες παραμένουν «ζωντανές» χάρη στις καθημερινές ενέσεις του ELA.

Όλα αυτά καταγράφουν μια αποτυχία της ακολουθούμενης πολιτικής και κυρίως φέρνουν στην επιφάνεια μια τεράστια και εν πολλοίς αδικαιολόγητη πολιτική αδυναμία: Κυβέρνηση και πολιτική ηγεσία δεν εκτίμησαν σωστά την παγίδευση που είχε στήσει η ευρωκρατία και το ΔΝΤ, έτρεφαν αυταπάτες και ακολούθησαν μια αναποτελεσματική πολιτική.

Χρειάζονται ορισμένα βαθιά συμπεράσματα

Τι καταρρέει και χρεοκοπεί μπροστά στα μάτια μας; Χρεοκοπεί και καταρρέει η λογική των αυτόματων λύσεων. Δηλαδή, ψηφίζουμε και έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ και απλά λύνεται η κρίση στην χώρα, κάνουμε διαπραγμάτευση και πείθουμε τους δανειστές για το δίκιο μας, προωθούμε μια κεντροαριστεροποίηση και νομίζουμε ότι θα περάσουμε τους κάβους. Αυτή η λογική των αυτόματων λύσεων προσκρούει στους τοίχους των συσχετισμών και της πραγματικότητας. Δεν μπορούν να ξεχαστούν υποσχέσεις και δηλώσεις όπως: «με έναν νόμο και μία πράξη θα καταργήσουμε τα μνημόνια», «η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη γράφει μια νέα σελίδα στην ιστορία της Ευρώπης», «θα έχουμε συμφωνία σε… ένα-δύο 24ωρα, καθαρογράφεται και υπογράφεται», «αφού τα δώσαμε όλα γιατί δεν μας δίνουν συμφωνία;» κλπ. κλπ.

Παράλληλα, χρεοκοπούν και οι απλουστευτικές λογικές που ανάγουν τη λύση του προβλήματος σε μία και μόνη πλευρά του, όπως είναι το νόμισμα, αναπαράγοντας έναν ακόμη αυτοματισμό, σαν να υπάρχει μια εύκολη, ορατή λύση που απλά κάποιος δεν την επιλέγει.

Όπως καταρρέει με πάταγο η λογική της επιστροφής στην προτεραία κατάσταση, οι στηριγμένες σε ανύπαρκτα δεδομένα και χωρίς αντίκρισμα υποσχέσεις. (Σκεφτείτε σήμερα το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που λειτούργησε μεν προωθητικά για να κερδηθούν εκλογές, στηριζόταν όμως σε πήλινα ποδάρια – ΤΧΣ και ΕΣΠΑ). Καταρρέει ακόμη και η λογική του διεκδικητισμού, οι αυταπάτες κάθε κλάδου και φορέα ότι μπορεί κάτι να διασώσουν όταν όλη η χώρα βουλιάζει και χρεοκοπεί.

Από αυτά τα αποτελέσματα θα παραχθούν στάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές. Μια μεγάλη μερίδα κόσμου που ένιωσε ελπίδα ή πίστεψε στη λογική των αυτόματων λύσεων, θα απογοητευθεί και θα αποκαρδιωθεί. Ένα μικρότερο τμήμα που πίστευε στον αναγωγισμό της «λύσης», θα αναδιπλωθεί, θα συσπειρωθεί γύρω από τον εαυτό του καταγγέλλοντας αυτούς που το κορόιδεψαν και το πρόδωσαν.

Βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής και μάλιστα αποφασιστικής, που σημαδεύεται από τα εξής χαρακτηριστικά:

Πρώτο, τα πλεονεκτήματα που έδινε στον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι βρέθηκε στη διακυβέρνηση εξανεμίζονται όσο αυτός ενδίδει στις μνημονιακές πολιτικές. Φτάνοντας στο παρά πέντε και με την πλάτη στον τοίχο, με ακινητοποιημένο τον λαϊκό παράγοντα (αμαρτία που κρατά από το 2012 μέχρι σήμερα), προκύπτει όχι μόνο το δίλημμα «κάκιστη συμφωνία ή καταστροφή» αλλά και υποχώρηση στο πολιτικό επίπεδο, στην κοινωνική διαθεσιμότητα, στο φρόνημα του λαού. Όλα αυτά χειροτερεύουν.

Δεύτερον, αντικειμενικά, η θέση της χώρας είναι αδυνατισμένη σε σχέση με την 25η Γενάρη. Οποιεσδήποτε προϋποθέσεις διεξόδου, έχουν να αναμετρηθούν με πιο δύσκολα και δυσεπίλυτα προβλήματα σε σχέση με 5 μήνες πριν. Αυτό αποτελεί μια από τις ευθύνες της κυβέρνησης και όχι απλά αποτέλεσμα των χειρισμών και μεθοδεύσεων των δανειστών.

Τρίτο, είτε με κάκιστη συμφωνία είτε χωρίς, οι συνθήκες της χώρας, της κοινωνίας, του λαού θα επιδεινωθούν ραγδαία.

Τέταρτο, είτε με συμφωνία, είτε χωρίς συμφωνία, αυτά που έρχονται δεν μπορεί να τα σηκώσει η όποια κυβέρνηση και ακόμα περισσότερο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τα ειδικά χαρακτηριστικά που έχει μέχρι τώρα.

Πέμπτο, όποια κυβέρνηση πολιτεύτηκε εφαρμόζοντας μνημόνια φθάρθηκε γρήγορα. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα αν υπάρξει συμφωνία και μάλιστα στο όνομα της Αριστεράς. Αν δεν υπάρξει, η Αριστερά ελλείψει προετοιμασίας κινδυνεύει να χρεωθεί μια χρεοκοπία που, μαζί με όσα θα ακολουθήσουν, θα σημαδέψει τη χώρα, το λαό και την κοινωνία.

Έκτο, η προσπάθεια πάση θυσία διατήρησης στην εξουσία και διάσωσης ενός κυβερνητικού σχήματος ως έχει, και μάλιστα με γενναία ανοίγματα προς κεντροαριστερές φόρμουλες και σε κεντροδεξιούς παράγοντες του φαύλου πολιτικού και οικονομικού συστήματος, δεν προεξοφλεί μακρά πλεύση. Δεν θέλει να δει καθαρά τους σχεδιασμούς που εξυφαίνονται σε όλα τα επιτελεία αυτές τις μέρες. Τι χρειάζεται λοιπόν να γίνει;

Ένα νέο σχέδιο πολιτικής διεξόδου για τη χώρα

Απορρίπτοντας όλες τις πρόχειρες και εύκολες λύσεις, είναι απαραίτητο να χαραχθεί άμεσα ένα σχέδιο πολιτικής διεξόδου της χώρας που ραχοκοκαλιά και κεντρική του ιδέα θα είναι η αναστήλωση και στήριξη του λαϊκού ριζοσπαστισμού που αναδείχθηκε δυναμικά τα προηγούμενα 5 χρόνια. Όποιος είναι καθηλωμένος στην επικοινωνιακή πολιτική και στον μνημονιακό βούρκο των «μονόδρομων» αδυνατεί να καταλάβει αυτή την ανάγκη.

Βάση στήριξης και κινητήρια δύναμη μιας άλλης πορείας, μιας πορείας που περιγράφεται από το σύνθημα «Η Ελλάδα μπορεί αλλιώς», οφείλει να στηρίζεται στον λαϊκό ριζοσπαστισμό, στις ανάγκες και τους πόθους του, στα αιτήματα που ανέδειξε και αναδεικνύει, ακόμα και στο ένστικτό του.

Το σχέδιο πολιτικής διεξόδου της χώρας πρέπει να υπογραμμίζει εξ αρχής τις απαιτήσεις για συνθετότερες και ουσιαστικότερες προτάσεις και λύσεις, τη ρήξη με τις «αυτόματες λύσεις» και τον πρωτογονισμό του «αναγωγισμού» όπως περιγράφηκε. Επίσης, δεν μπορεί να αφεθεί απλά να γίνει υπόθεση κάποιων κοινωνικών κινημάτων και αυθόρμητων κινήσεων. Το σχέδιο πολιτικής διεξόδου οφείλει να ενσωματώνει την πείρα των 5 τελευταίων χρόνων, τα συμπεράσματα από το πώς πολιτεύεται η αντίπαλη πλευρά, τα λάθη και τις αδυναμίες που υπήρξαν, τα στερεότυπα που πρέπει να ξεπεραστούν. Απαιτεί παράλληλα να δοθεί ώθηση στον ριζοσπαστισμό που χρειάζεται ανασυγκρότηση και πιο βαθιά πολιτικοποίηση.

Μα αυτά είναι ή μοιάζουν γενικά… Λάθος! Αυτά είναι που έλειψαν ολοσχερώς ή αντικαταστάθηκαν από έναν στείρο και πρόχειρο κυβερνητισμό φορτωμένο με αυταπάτες και δόσεις αλαζονείας που αυθόρμητα γεννά η εξουσία.

Το δεύτερο που θα φανεί σε κάποιους γενικό, είναι πως τα αιτήματα και οι γενικές ιδέες που αναδείχθηκαν από το λαϊκό κίνημα αλλά και ταυτόχρονα αγνοήθηκαν το τελευταίο διάστημα, οφείλουν να συμπυκνωθούν στο πολιτικό πρόβλημα. Το πολιτικό πρόβλημα που αποκρύβεται και διαστρέφεται αφορά το πολιτικό σύστημα. Ένα σύστημα που έμεινε ανέγγιχτο παρά τις θριαμβολογίες για «ιστορική νίκη» στις 25 Γενάρη. Το πολιτικό σύστημα δεν ταυτίζεται με την κυβέρνηση ή τη «δεδηλωμένη». Έχει πολλές άλλες πλευρές και η συστημική παλινόρθωση έρχεται μέσα από τη διαιώνισή του χωρίς καμιά τομή, αλλαγή, τροποποίηση. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα χρεώσει στην Αριστερά, ότι ενώ έφτασε στη διακυβέρνηση δεν έκανε καμιά αλλαγή στο πολιτικό σύστημα, εφάρμοσε νεοφιλελεύθερη πολιτική με ολίγη ευαισθησία, άφησε ανέγγιχτες τις βασικές του δομές. Το επιχείρημα ότι πήραμε εντολή να κάνουμε διαπραγμάτευση και να φέρουμε συμφωνία δεν στέκεται σοβαρά. Ο λαός έδωσε εντολή να γκρεμιστούν τα μνημόνια, να αλλάξει πορεία ο τόπος, να πάψει η χώρα να είναι αποικία χρέους.

Το πολιτικό πρόβλημα που επικεντρώνεται στο πολιτικό σύστημα, μας επιτρέπει να θέσουμε ξανά το ερώτημα: «Ποιος κυβερνά τον τόπο;». Η κυβέρνηση, το Μαξίμου, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ, η τρόικα, ο Σόιμπλε; Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Η διαπλοκή; Ποιος και πώς κατοχυρώνει την κυριαρχία της χώρας – ή αυτή εξανεμίζεται καθημερινά;

Και ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως χωρίς να ανακτηθεί η κυριαρχία σε πολιτικό επίπεδο είναι δυνατή μια διαφορετική πορεία; Όταν σου απαγορεύουν κάθε πρωτοβουλία -αφού έχεις υπογράψει οικειοθελώς πως θα αποφύγεις κάθε «μονομερή» ενέργεια- όταν σου υπαγορεύουν τελεσίγραφα και όρους που εν γένει αποδέχεσαι (ποιος θυμάται τις κόκκινες γραμμές;), τότε δεν έχεις κυριαρχία. Πολλώ δε μάλλον όταν υπογράφεις συνέχεια των προγραμμάτων που υπόκεινται στο αγγλικό δίκαιο και στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του Λουξεμβούργου.

Το πολιτικό σύστημα που σήμερα υπάρχει δεν εκπροσωπεί το λαό. Το ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης θα πάρει άμεσα εκρηκτικές διαστάσεις. Κόμματα που είχαν 44% έφτασαν στο 14% και τώρα είναι στο 4%. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι σταθεροποιημένο και εύκολα μια αριστερή κυβέρνηση με τη στήριξη και διαβούλευση του λαού θα μπορούσε να κάνει τομές και αλλαγές. Η ολιγωρία που επιδείχθηκε στον τομέα αυτό είναι παροιμιώδης.

Κάπου στο 1833…

Συνεχίζει να υπάρχει τεράστιο έλλειμμα εκπροσώπησης, πολιτικής δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα. Στη λειτουργία και την κυριαρχία του κοινοβουλίου, στην κυβέρνηση, στην αυτοδιοίκηση. Ο λαός είναι θεατής, είναι απ’ έξω, κάτι που χρησιμοποιείται και ως άλλοθι για όσα γίνονται. Πέρα από το τεράστιο πρόβλημα δημοκρατίας υπάρχει ζήτημα αναδιάταξης όλου του πολιτικού σκηνικού, διάταξης δυνάμεων και συσχετισμών. Τούτες τις μέρες, αφού έχουμε υποστηρίξει πως η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο 1848, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα δυστυχώς είναι κάπου στο 1833. Όλες οι ηγεσίες των κομμάτων περιοδεύουν στην Ευρώπη και κάτι μαγειρεύουν (Σαμαράς, Γεννηματά, Θεοδωράκης, Καμμένος και φυσικά το επιτελείο της κυβέρνησης για τις διαπραγματεύσεις) και η χώρα περιμένει. Περιμένει ή μια κάκιστη συμφωνία ή τη χρεοκοπία…

Κάνοντας αρκετές αφαιρέσεις, αυτό που έπρεπε να γίνει τώρα θα ήταν να αποκτήσει η χώρα την κυριαρχία της, κινητοποιώντας τις οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις σε ένα σχέδιο διεξόδου για την εθνική κοινωνική σωτηρία. Δεν είναι υπόθεση μιας κυβέρνησης ή ενός ποσοστού. Η Ελλάδα μπορεί. Να υπάρχει, να παράγει, να δημιουργεί, να έχει υπόσταση.

Θεωρητικά είναι αναγκαίος ένας ευρύτατος «ανασχηματισμός» που να δημιουργεί τις πολιτικές προϋποθέσεις να εφαρμοστεί ένα σχέδιο κοινωνικής και εθνικής σωτηρίας εδώ και τώρα. Να φύγει ό,τι άχρηστο υπάρχει σε κυβερνητικό και διοικητικό επίπεδο, να επιλεγούν άνθρωποι που θέλουν να προσφέρουν, δημοκρατικοί και ικανοί, ταγμένοι σε μια πορεία αναγέννησης της χώρας και του λαού και όχι μικροπαρέες που προέρχονται από την κομματοκρατία. Για να συνεννοηθούμε: Στη θέση του κ. Ταγματάρχη δεν υπήρχε κανείς άλλος που να μπορούσε να εγγυηθεί μια ποιοτική, ανταγωνιστική προς τα ιδιωτικά ΜΜΕ, δημόσια τηλεόραση; Μην τρελαθούμε τελείως. Για όλα τα πόστα υπάρχουν άτομα με αποδεδειγμένη πείρα, ήθος, ικανότητες. Δυόμισι χρόνια προετοιμασίας για τη διακυβέρνηση, τρεις-τέσσερις φορές έκανε το γύρο της Ελλάδας ο πρωθυπουργός και γνώρισε από κοντά το επιστημονικό και πνευματικό δυναμικό της χώρας και της διασποράς που θα μπορούσε να συγκροτήσει πολλές και άξιες «ομάδες διακυβέρνησης και διεξόδου της χώρας». Χρειάζεται με άλλα λόγια ένας «ανασχηματισμός» που θα έδινε ζωή σε μια πραγματική κυβέρνηση σωτηρίας. Μια τέτοια κίνηση θα έβρισκε άμεσα τη στήριξη του λαού και φυσικά θα σήμαινε μια μεγάλη αλλαγή στη σύνθεση του «Μαξίμου» και άλλων κρίσιμων τομέων.

Στο βαθμό που δεν υπάρξουν τέτοιες πολιτικές τομές, ο κοινωνικός και λαϊκός ριζοσπαστισμός πρέπει άμεσα να ανασυγκροτηθεί, να αποτελέσει ξανά το υποκείμενο –όχι όπως πριν– να αναβαθμιστεί σε πολιτική και οργανωτική βάση, να γίνει φορέας ενός σχεδίου πολιτικής διεξόδου.

http://www.e-dromos.gr/i-xora-xreiazetai-ena-neo-politiko-sxedio-dieksodou/

Tagged : /

Η κεντροαριστερή φόρμουλα και η αναζητούμενη σωτηρία της χώρας (φ.262, 9/5/2015)

7_POREIA-650x250

Ποια συμπεράσματα προκύπτουν από τη μέχρι τώρα πορεία

Τόσο τα μηνύματα για την προωθούμενη συμφωνία με τους τροϊκανούς ή «θεσμούς», όσο και οι διαγραφόμενες προοπτικές της οικονομίας και της κοινωνίας, δεν προσφέρονται για συναισθήματα αισιοδοξίας. Αντίθετα, το ξεθώριασμα των «κόκκινων γραμμών», η αποδοχή της «αξιολόγησης» (δηλαδή του Mνημονίου), οι διαρκείς υποχωρήσεις από τις προγραμματικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις, η ευθυγράμμιση στις ευρωατλαντικές συντεταγμένες, η εκτεταμένη χρησιμοποίηση στον κρατικό, κυβερνητικό και διοικητικό μηχανισμό στελεχών του ΠΑΣΟΚισμού, του «σημιτισμού», ακόμα και ανθρώπων που υπηρέτησαν το μνημονιακό καθεστώς, οδηγούν σε πικρά συμπεράσματα για την πορεία που ακολουθείται. Εκτός αν κανείς αφαιρέσει τελείως τις δυνατότητες αλλά και την ελπίδα για μια διέξοδο της χώρας από το δανειακό καθεστώς και τη διαχειριστική υποτέλεια.

Μέσα από την πορεία αυτή, ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις -κοινώς τα λόγια- οι πράξεις και οι πρακτικές, η διαχείριση και η διακυβέρνηση, οδηγούν σε μια κεντροαριστερή ανασύσταση του πολιτικού πεδίου και -διά μέσω αυτού- σε μια ευρύτατη συστημική παλινόρθωση.

Η κεντροαριστερή φόρμουλα

Η επιβολή των μνημονίων τραυμάτισε βαθύτατα όλα τα πολιτικά κόμματα που τα υπηρέτησαν και βεβαίως τίναξε στον αέρα το δικομματικό σύστημα. Οι τριγμοί ήταν μεγάλοι και έδειξαν -σε όσους μπορούν να το δουν- πως για να περάσουν αυτές οι πολιτικές και να ανασυσταθεί το πολιτικό πεδίο σε συστημικά πλαίσια, χρειάζεται μια ευρύτατη κεντροαριστερή φόρμουλα. Βασικός πυρήνας αυτής της φόρμουλας είναι η αποδοχή ενός οικονομικού μοντέλου, που σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι νεοφιλελεύθερο, με κάποιες μικρές δόσεις «κοινωνικής ευαισθησίας», όσες μπορεί να επιτρέψει βέβαια το μοντέλο αυτό. Η «κοινωνική ευαισθησία» αφορά από τη μια μεριά την είσπραξη σε εκλογικό επίπεδο της φθοράς των καθαρόαιμων νεοφιλελεύθερων μνημονιακών κομμάτων. Από την άλλη, τον χειρισμό του θυμού, της δυσαρέσκειας και του ριζοσπαστισμού, ώστε να μη διοχετευθούν σε άλλα κανάλια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν όρισε τον εαυτό του απέναντι σε μια τέτοια φόρμουλα. Σε παλιότερες εποχές (2004, 2007) έκανε κριτική στην κεντροαριστερή πρόταση και τον κυβερνητισμό, γιατί ήταν ακόμη νωπές οι αποτυχίες της συμμετοχής της ευρωπαϊκής Αριστεράς σε κυβερνητικά σχήματα. Από το 2012, και πιο ειδικά μετά τις Ευρωεκλογές, ο λόγος του προσομοιώθηκε στο δίπολο «συμβιβασμός-διαπραγμάτευση» που έγινε κυρίαρχο, διευκολύνοντας την κεντροαριστεροποίηση του πολιτικού πεδίου. Σιγά-σιγά το αιτούμενο έπαψε να είναι η σωτηρία της χώρας μέσα από τη ρήξη με το πολιτικό σύστημα και το βάθεμα των στόχων του αντιμνημονιακού κινήματος, και επελέγη ο «έντιμος συμβιβασμός» με τους «εταίρους» και η παρατεταμένη διαπραγμάτευση. Η πορεία έδειξε ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, καθώς οι δανειστές εμμένουν πεισματικά να αρνούνται την ιδέα του συμβιβασμού. Παράλληλα, όμως, ανοίγει ο δρόμος της κεντροαριστεροποίησης του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, όσο προχωρά σε διαδοχικές υποχωρήσεις, διαχείριση και «φτιασίδωμα του υπάρχοντος», με γενναία μάλιστα ανοίγματα προς το παλιό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.

Η κοινωνική συνείδηση γαλβανίζεται στην ιδέα του «συμβιβασμού» ως μοναδικής προοπτικής και έτσι ανοίγεται ο δρόμος για καταλυτικές συστημικές ευθυγραμμίσεις. Η επιδεικνυόμενη κοινωνική ευαισθησία δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει τις οπισθοχωρήσεις που συντελούνται – ακόμα κι αν αυτές δεν συνειδητοποιούνται (αφού ο χρόνος και η πυκνότητα των γεγονότων έχουν πάρει άλλες διαστάσεις από τις συνηθισμένες).

Η κεντροαριστερή φόρμουλα δεν έχει χώρο και ρόλο για τον λαϊκό παράγοντα, για τη λαϊκή κινητοποίηση. Δεν νοιάζεται για αυτόν, τον θέλει απλά ως ψηφοφόρο και τον παθητικοποιεί μέσω της ανάθεσης.

Έχει πολλούς παίκτες

Αν το πέρασμα των πιο αντιλαϊκών συνταγών διευκολύνεται περισσότερο από κεντροαριστερά παρά από ακραία νεοφιλελεύθερες-μνημονιακά πρότυπα διαχείρισης, αυτό το έχουν αντιληφθεί πολλοί και διάφοροι παίκτες που θα πολιτευτούν και θα παίξουν στην κεντροαριστερή όχθη.

Έτσι, πλήθος παραγόντων του χθεσινού πασοκισμού βλέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως μεταβατική στέγη, χρήζονται σε διάφορα κρίσιμα πόστα (τράπεζες, οικονομία, Δικαιοσύνη, εξωτερική πολιτική κ.λπ.) όχι γιατί έχουν προσχωρήσει σε μια ριζοσπαστική πολιτική, αλλά γιατί «πιάνουν» στον αέρα την κεντροαριστερή πρόκληση-ευκαιρία. Επίσης, μεγάλο τμήμα τεχνοκρατών, πρώην πολιτευτών και άλλων που διετέλεσαν σε διάφορες θέσεις του διοικητικού και πολιτικού μηχανισμού συνωστίζονται σε αυτή την «όχθη», καταλαβαίνοντας ότι τη στιγμή που όλα ρευστοποιούνται, μπορεί να υπάρχει θέση και γι’ αυτούς. Ακόμα, μικροί σχηματισμοί, όπως το κόμμα του ΓΑΠ ή παράγοντες που συνδέονται με αυτούς, πλασάρονται, έρχονται σε επαφή, προσδοκούν σε μια νέα εμπλοκή τους. Τέλος, το κόμμα του κ. Θεοδωράκη, το Ποτάμι, με ισχυρές πλάτες στον κεντροαριστερό χώρο, έχοντας στις τάξεις του πλήθος σημιτικών και δημαριτών προβάλλει ως σοβαρός παίκτης στο κεντροαριστερό ταμπλό.

Όλοι αυτοί, ξέροντας ότι τον πρώτο ρόλο στο χώρο τον έχει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας, πιέζουν για πιο ανοικτά κεντροαριστερά σχήματα. Ο Στ. Θεοδωράκης το είπε καθαρά: «Πρωθυπουργό έχουμε, δεν έχουμε κυβέρνηση», ενώ δεν παραλείπει κάθε στιγμή να δείχνει την προθυμία του να στηρίξει ακόμα και νέα κυβερνητικά σχήματα (που θα τον συμπεριλαμβάνουν).

Επομένως, μπορούμε να πούμε μεταφορικά πως σχηματίζεται μια κεντροαριστερή γαβάθα, εντός της οποίας συντελούνται διεργασίες, συνεργασίες, διαμάχες και μηχανορραφίες γύρω από την πολιτική και οικονομική εξουσία. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με κινήσεις και απαιτήσεις του ντόπιου οικονομικού κατεστημένου αλλά και του διεθνικού παράγοντα, ιδιαίτερα των «δανειστών».

Τα όρια και το πραγματικό πρόβλημα

Εντός της κεντροαριστερής ανασύστασης και της ολοκλήρωσής της, από την στιγμή δηλαδή που αποσπά τη διακυβέρνηση, δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως το κέρδισμα χρόνου είναι το κύριο και το βασικό κι ας γίνεται με οποιοδήποτε τίμημα ή υποχώρηση.

Μέσα σε αυτήν την ψευδαίσθηση, και με την έλλειψη κάποιου άλλου στρατηγικού σχεδίου ή οράματος, ξεχνιέται πως τα περιθώρια «κοινωνικής ευαισθησίας» και καλών σχέσεων με τις υποτελείς τάξεις και στρώματα είναι ελάχιστα όταν εφαρμόζεται η μνημονιακή πολιτική. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει το ερώτημα: Γιατί αυτή τη φορά δεν θα επαναληφθεί ο «νόμος», δηλαδή η γρήγορη, απότομη φθορά σε κυβερνητικό επίπεδο όποιας δύναμης επιμένει στη διαιώνιση των μνημονιακών συνταγών; Ο ΓΑΠ από 44% μέσα σε δύο χρόνια… απολύθηκε, ο Σαμαράς περίπου το ίδιο.

Όσο κι αν κεντροαριστεροποιείται το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, οι «δανειστές» έχουν κάθε λόγο να τον πιέζουν μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Πρώτον, γιατί διαισθάνονται ότι το πολύ το «κυριε-ελέησον», δηλαδή η συνεχής επίκληση του συμβιβασμού, θα οδηγήσει σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, άρα και στη συνολική επιβολή της πολιτικής τους. Δεύτερον, γιατί αν δεν αισθάνονταν σίγουροι ούτε καν με λύσεις σαν τον ΓΑΠ ή τον Σαμαρά, πόσο μάλλον δεν θα αποδέχονταν μια μακροημέρευση της διακυβέρνησης υπό τον Αλ. Τσίπρα. Τρίτον, θα συνεχίσουν να πιέζουν θέτοντας διαρκώς και το πολιτικό ζήτημα μιας διακυβέρνησης «οικουμενικής» και τεχνοκρατικής.

Άρα, αν υποθέσουμε πως είναι αναγκαστικές οι επιλογές του συμβιβασμού («τι άλλο να κάναμε», «δεν είχαμε άλλη επιλογή» κ.λπ.) και του ανοίγματος του δρόμου για την κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτός ο δρόμος για τις βαθιές συστημικές δυνάμεις αποτελεί προσωρινό ενδιάμεσο για την επιβολή μιας βαθιάς συστημικής παλινόρθωσης. Έτσι, η μετάλλαξη του εγχειρήματος προς μια εκδοχή κεντροαριστερού οργανισμού δεν διασφαλίζει παρά εντελώς πρόσκαιρα και προσωρινά τις ηγεσίες που την βλέπουν ως μια κάποια λύση. Η λογική των πραγμάτων οδηγεί σε μια ανοικτά συστημική ευρωπαϊκή κεντροαριστερή εκδοχή στυλ Ποταμιού-ΓΑΠ-ΠΑΣΟΚ.

Ορισμένοι ίσως θεωρήσουν πρόωρες αυτές τις σκέψεις. Το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο μακριά βρισκόμαστε από τέτοιες εξελίξεις. Ακόμα πιο ουσιώδες ερώτημα είναι το πόσο πιο κοντά στη σωτηρία της χώρας βρισκόμαστε 100 μέρες μετά τις εκλογές του Γενάρη ή από την άλλη, πόσο πιο κοντά σε μια νέα μνημονιακή άβυσσο; Πόσο κοντύτερα σε αυτήν μας φέρνει η κεντροαριστερή επιλογή και ο διαρκής συμβιβασμός με δηλωμένους εχθρούς;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως εγχείρημα ελπίδας και διεξόδου, θα μπορούσε να έχει άλλη πορεία, να κάνει επιλογές που να εμπεριέχουν τόλμη και εμπιστοσύνη στα αιτήματα και τους καημούς της ελληνικής κοινωνίας στις καλύτερες στιγμές της. Ανοίγοντας όλα τα θέματα που αγκαλιάζει η καθολική κρίση, εφευρίσκοντας, στην κυριολεξία, νέες λύσεις μέσω της συμμετοχής της κοινωνίας και μέσα από αντιπαράθεση με το παλιό μνημονιακό και μεταπρατικό κατεστημένο, μέσα από την κινητοποίηση του παραγωγικού και πνευματικού δυναμικού, θα άνοιγαν δρόμοι ελπιδοφόρας μετάβασης. Αυτή η ιστορική δυνατότητα πρέπει να υπηρετηθεί. Ως πρόταση, δυνατότητα και ευκαιρία έχει διατυπωθεί με σαφήνεια από την εποχή των πλατειών, από τις οποίες απέχουμε μόλις 4 χρόνια.

http://www.e-dromos.gr/h-kentroaristerh-formoula-kai-h-anazhtoumenh-sothria-ths-xoras/

Tagged :

Η ασφυξία μεταφέρεται στο πολιτικό πεδίο (φ.261, 2/5/2015)

10988915_834898476570486_6468771688854427600_n

Ο εγκλωβισμός στο σίριαλ των διαπραγματεύσεων –όπου και εκεί χρειάζονται διαφορετικοί χειρισμοί– αφαιρεί τη δυνατότητα για ανατρεπτικές πολιτικές πρωτοβουλίες

Τη στιγμή που όλα τα σημάδια δείχνουν πως οι «δανειστές» (αυτοί που έχουν ρημάξει τη χώρα μας και την έχουν μετατρέψει σε αποικία χρέους) θέλουν να μας εξουθενώσουν, οδηγώντας μας σε οικονομική ασφυξία, εμείς επιμένουμε στην αναμονή ενός «καλού σεναρίου». Μια συμφωνία δηλαδή στα όρια «κόκκινων γραμμών» και «λαϊκής εντολής». Όμως ο σχεδιασμός και η στρατηγική των «δανειστών» δεν εξαντλούνται στην οικονομική σφαίρα, περιλαμβάνουν και την πολιτική σκηνή και οι πιέσεις έχουν αρχίσει ήδη να εντείνονται και σε αυτό το πεδίο.

Με την απαίτηση να συγκεντρώνονται τα χρήματα των Οργανισμών στην Τράπεζα της Ελλάδας, με το μαρτύριο της σταγόνας για δόσεις που εξακολουθεί να πληρώνει κανονικά η χώρα προς τους «δανειστές» και με την αγωνία να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προσφύγει σε μια δεύτερη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ερχόμενη σε ρήξη όχι με τους εκπροσώπους των «δανειστών», τη λεγόμενη «5η φάλαγγα», αλλά με φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Οργανισμών, ΑΕΙ και άλλων φορέων που δεν μπορούν συλλήβδην να χαρακτηριστούν ως εχθροί σε διατεταγμένη υπηρεσία.

Όμως ακόμα πιο ανησυχητικό ήταν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας όπου η απόφαση πάρθηκε από μια απομονωμένη κυβέρνηση στο Κοινοβούλιο –όλοι οι υπόλοιποι ψήφισαν κατά– και με 156 ψήφους, που σαν αριθμός αποτελεί απειλητική προειδοποίηση για τη δυνατότητα να περάσουν όσα θα ακολουθήσουν στις επόμενες φάσεις. Όλα αυτά σηματοδοτούν μια καμπή στην πολιτική ζωή.

Με φόντο λοιπόν την επιβαλλόμενη οικονομική ασφυξία και μια σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση – εγκλωβισμό στη μακρόσυρτη διαδικασία διαπραγμάτευσης, όπου οι «δανειστές» παίζουν σαν τη γάτα με το ποντίκι, περνάμε στην πολιτική σφαίρα όπου οι πιέσεις παίρνουν πια χαρακτήρα πιο δομικό και αποκαλυπτικό.

Η απομάκρυνση του Γ. Βαρουφάκη από τη θέση βασικού πρωταγωνιστή της διαπραγματευτικής ομάδας, ήταν πολιτικός όρος που τέθηκε εδώ και καιρό από τους «δανειστές» και τώρα έγινε αποδεκτός, ως δείγμα καλής θέλησης για να επιτευχθεί μια «έντιμη συμφωνία με παραχωρήσεις».

Δηλωμένη είναι άλλωστε η πίεση που ασκείται στον Αλ. Τσίπρα «να πάρει το παιχνίδι πάνω του», να απαλλαγεί από τα βάρη που δημιουργούν μέσα στο κόμμα και στην κυβέρνηση, πολιτικές δεσμεύσεις που φέρνει ως παρακαταθήκη ο ριζοσπαστισμός και οι αγώνες της 5ετίας που πέρασε. Πλήθος ρεπορτάζ και δημοσιευμάτων, διεθνών και ελλαδικών, κατονομάζουν εκπροσώπους, τάσεις, καταστάσεις, βουλευτές (από την πρόεδρο της Βουλής μέχρι βουλευτές και κομματικά στελέχη), σαν «αναχρονιστικά στοιχεία». Το μήνυμα είναι σαφές: Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κεντροαριστεροποιηθεί εντελώς στην υπόστασή του, σαν κόμμα αλλά και σαν βασική κυβερνητική δύναμη απορροφώντας μεγάλο μέρος του παλαιού κρατικού και διοικητικού μηχανισμού και σημαντικό μέρος του ΠΑΣΟΚικού χώρου.

Για όποιον δεν θέλει να δει αυτή τη μετακύλιση της ασφυξίας στο πολιτικό πεδίο, ας αναφέρουμε ένα ακόμη δεδομένο: Τρεις μόλις μήνες μετά τις εκλογές και τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, και παρόλο που ακόμα υπάρχει ισχυρή στήριξη από τα λαϊκά στρώματα, γίνεται λόγος για προσφυγή σε εκλογές ή σε δημοψήφισμα. Και μόνο η συζήτηση γύρω από αυτά (σημειωτέον, διαρρέουν πλείστες διαφορετικές γνώμες για το ποια στελέχη είναι υπέρ των εκλογών, ποια υπέρ του δημοψηφίσματος) πιστοποιεί ότι υπάρχει πολιτικό πρόβλημα. Δείχνει ότι ασκούνται μεγάλες πολιτικές πιέσεις και ότι οι επιλογές που θα γίνουν (π.χ. συμφωνία-πλαίσιο που θα αποτελεί συνέχεια ή θα είναι ένα τρίτο μνημόνιο τον Ιούνη) θα προκαλέσουν πολιτική αναταραχή και χρειάζονται χειρισμοί, μεθοδεύσεις ή ακόμα και προσφυγή σε εκλογικές διαδικασίες.

Αυτοί οι «πονοκέφαλοι» απασχολούν έντονα τα επιτελεία και γύρω από αυτά αγωνιούν μεγάλα τμήματα του λαού της Αριστεράς. Το βέβαιο είναι ότι οι «δανειστές» θα πιέσουν ανοικτά κι άλλο στο πολιτικό επίπεδο: το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν είναι ευπρόσδεκτο, θα ζητήσουν αλλαγή της «χημείας», ακόμα και της σύνθεσης του κυβερνητικού σχήματος. Οι ΑΝΕΛ είναι ανεπιθύμητοι από τους ευρωκράτες ενώ το Ποτάμι μοιάζει ως καλός ανταγωνιστής αφού ο αρχηγός του κατέχει το επικοινωνιακό παιχνίδι, έχει στήριξη από τους εγχώριους ολιγάρχες και δεν είναι φορτωμένος με μνημονιακά βάρη. Στο Ποτάμι στεγάζονται ήδη στρατιές σημιτανθρώπων και ΔΗΜΑΡιτών που με μεγάλη προθυμία θα προσέφεραν στήριξη διεισδύοντας στον κυβερνητικό και κρατικό μηχανισμό.

Μα δεν θα σταματήσουν εδώ οι πιέσεις. Ίσως παρθούν πρωτοβουλίες, αν συνεχιστεί η χρεοκοπία-ασφυξία εντός ευρώ, από το σύνολο των αστικών δυνάμεων (βλέπε πίεση για συνάντηση πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), για κυβερνήσεις οικουμενικές–συνεργασίας ή ακόμα για προτάσεις συγκρότησης ομάδων διακομματικών για τη «μεγάλη διαπραγμάτευση».

Επομένως έρχονται και μάλλον γρήγορα πολιτικές εξελίξεις.

Το όπλο της διακυβέρνησης που δεν χρησιμοποιείται

Η κυβέρνηση μέχρι τώρα νόμιζε ότι κερδίζει χρόνο, αντιλαμβάνεται όμως τώρα ότι ο χρόνος αυτός δεν είναι τόσο ουδέτερος… Παραταύτα ως προς την εφαρμογή του προγράμματός της λειτουργεί σαν να υπάρχει άπλετος. Το αίτημα είναι να κυβερνήσει και μάλιστα άμεσα, να πάρει αποφάσεις σε ζητήματα που χρονίζουν, να γίνει επιτέλους αντιληπτό πώς δεν σχετίζονται όλα τα θέματα με την οικονομία, ότι η διακυβέρνηση με λίγα λόγια θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό όπλο.

Η κυβέρνηση επέλεξε -ή της επέβαλαν- μια διαδικασία «διαπραγμάτευσης»-παγίδας, που της άφηνε ελάχιστα περιθώρια ελιγμών για την εφαρμογή της πολιτικής της. Σε μια φάση μάλιστα που ήταν αναγκαίες τολμηρές εσωτερικές τομές, στοιχεία ανατρεπτικών πρωτοβουλιών, ιδιαίτερα σε τομείς που δεν χρειάζονταν άμεσα χρήματα. Για παράδειγμα, στο πολιτικό σύστημα, το δικαστικό σώμα, τον τραπεζικό τομέα κλπ. Ο αυτοεγκλωβισμός δεν οδήγησε μόνο στην «παραπλάνηση» από την έλλειψη «μπέσας» του κ. Ντράγκι και των συνεργατών του στην συμφωνία της 20 Φλεβάρη. Οδήγησε και στην φαρδιά–πλατιά υπογραφή πως δεν θα προχωρήσουμε σε καμιά «μονομερή» ενέργεια…

Και τώρα τι κάνουμε; Η απάντηση δίνεται με σαφήνεια σε όσα υποστηρίχθηκαν έως εδώ. Φραγμός στην κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, απεμπλοκή από τον κλοιό και την ασφυξία που επιβάλλουν οικονομικά και πολιτικά οι «δανειστές», πολιτικές πρωτοβουλίες που θα στηρίζονται σε ένα πολιτικό κίνημα διεξόδου. Άρα εμπιστοσύνη στον κόσμο και όχι επίκληση μιας τάχα εντολής «συμβιβασμού». Καλλιέργεια φρονήματος που δεν θα περιστρέφεται γύρω από την κλίση της λέξης «συμβιβασμός» σε όλες τις πτώσεις, σε αντίθεση με την κόπωση, την άμβλυνση των κριτηρίων και το ψαλίδισμα των προσδοκιών. Άμεσα και πρακτικά, να ξεφύγουμε από την ατζέντα αποπληρωμής -πάση θυσία- της επόμενης και της επόμενης και της επόμενης δόσης προς τους δανειστές, να φέρουμε τη συζήτηση στο έδαφος των προβλημάτων του Χρέους (που δεν πρέπει να ξεχαστεί), να πάρουμε πολιτικές πρωτοβουλίες που θα θέτουν το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης ως απάντηση στην ασφυξία.

Δεν πληρώνουμε άλλες δόσεις στους δανειστές, συγκαλούμε έκτακτη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής όπου και καταγγέλλουμε την ασφυξία, ζητάμε διετές μορατόριουμ για να συμμαζέψουμε τα συντρίμμια που προκάλεσε η μνημονιακή καταιγίδα, βάζουμε τις βάσεις μιας άλλης πορείας, έχοντας στο πλευρό μας ενήμερο, συνειδητό και σε εγρήγορση τον ελληνικό λαό. Αυτή η επιλογή να τύχει της άμεσης λαϊκής επιβεβαίωσης με δημοψήφισμα ή εκλογές. Οποιοδήποτε άλλο δίλημμα είναι έτσι κι αλλιώς εκτός «κόκκινων γραμμών», οδηγεί στο «φτιασίδωμα του υπάρχοντος», στη μεταμοντέρνα υποτέλεια με κεντροαριστερή συνταγή (δηλαδή βασικά οικονομία της αγοράς με ολίγη κοινωνική ευαισθησία, εντός συστημικών προδιαγραφών).

Σίγουρα πρόκειται για μια δύσκολη και κακοτράχαλη πορεία, αλλά στα μεγάλα προβλήματα δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις.

http://www.e-dromos.gr/asxfyxia-metaferetai-se-politiko-epipedo/

Tagged : /

Ο στραγγαλισμός και το τέλος των αυταπατών – άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.259, 18/4/2015)

βαγ2-650x250

Η συστηματική παγίδευση, η επιμονή στο «καλό σενάριο» και το έλλειμμα πολιτικής προετοιμασίας για μια άλλη πορεία

Πλησιάζουν οι «καταληκτικές» ημερομηνίες μιας διαπραγμάτευσης κατά την οποία η μία πλευρά κατέβαλε προσπάθειες ενός έντιμου συμβιβασμού, αντιμετωπίζοντας όμως την αδιαλλαξία και την κυνική στάση των «θεσμοϊκανών». Είμαστε, λοιπόν, τώρα υποχρεωμένοι να αναλογιστούμε προς τα πού πηγαίνει το καράβι «Ελλάς» και αν πορευτήκαμε εν γένει σωστά μέχρι τώρα, με τη… βελόνα κολλημένη στο «καλό σενάριο».

Αν δεν υπάρχει καλό σενάριο;

Έχουμε υποστηρίξει ξανά ότι η νέα κυβέρνηση διάβασε λανθασμένα τον συσχετισμό και τις δυνατότητες ενός πραγματικά έντιμου συμβιβασμό με τους δανειστές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εγκλωβίστηκε στη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, νομίζοντας ότι κερδίζεται έτσι χρόνος. Στην πραγματικότητα, όμως, η Συμφωνία μετέτρεπε τον παράγοντα χρόνο σε εχθρό, ενώ ταυτόχρονα έδενε τα χέρια για πρωτοβουλίες διεξόδου και υλοποίησης προγραμματικών κατευθύνσεων.

Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να υποστηρίζεται η εκδοχή του «καλού σεναρίου», ότι δηλαδή, στο τέλος οι δανειστές θα εξαναγκαστούν σε έναν συμβιβασμό και δεν θα προχωρήσουν σε τιμωρητικές ενέργειες. Η εκδοχή που προβάλλεται είναι πως όλα γίνονται προσχηματικά για να πιεστούμε, ώστε να κάνουμε πίσω σε ορισμένες «κόκκινες γραμμές». Μήπως όμως πρέπει να διαβάσουμε διαφορετικά όσα γίνονται και κυρίως την στρατηγική των «θεσμοϊκανών» δανειστών απέναντι στην Ελλάδα και τον ΣΥΡΙΖΑ;

Φαίνεται πως για διάφορους λόγους, κυρίως πολιτικούς, οι τροϊκανοί αποφάσισαν από τον Αύγουστο του 2014 να σταματήσουν κάθε χρηματοδότηση για να αντιμετωπίσουν το διπλό πρόβλημα την ελληνικής ιδιαιτερότητας. Από τη μια, τη διαφθορά-μιζοκρατία και το φθαρμένο μνημονιακό ντόπιο πολιτικό προσωπικό. Από την άλλη, την απειλή μιας νέας, αριστερών κατευθύνσεων, αντιμνημονιακής διακυβέρνησης. Η απόφαση αυτή εντασσόταν στο πλαίσιο ενός σχεδίου παγίδευσης και εγκλωβισμού των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα. Τουλάχιστον μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και υπάρξει παραδειγματική επίλυση του κόμπου προς όφελός τους.

Η δίμηνη παράταση που δόθηκε πριν τις εκλογές (και έληξε την 28 Φλεβάρη), ακολουθήθηκε από μια τετράμηνη παράταση που ονομάστηκε «γέφυρα». Και οι δύο φάσεις συνδέονταν ενιαία με το σχεδιασμό της παγίδευσης του πολιτικού κόσμου και ειδικά της νέας κυβέρνησης με στόχο είτε την ανατροπή της είτε την πλήρη υποταγή στα μνημονιακά πρότυπα.

Έτσι, οι «θεσμοϊκανοί» πλέον (κι ας είναι ίδιοι και απαράλλαχτοι με τους τροϊκανούς που ξέραμε…) εφαρμόζουν μια διαρκή και παρατεταμένη πολιορκία, έχοντας σύμμαχο τον χρόνο και τη διαρκή φθορά-αποστράγγιση της χώρας και πιέζοντας για υποχωρήσεις. Αλλά και παίζοντας σε διάφορα ταμπλό στο πολιτικό σκηνικό, αφού δεν αποκλείονται πολιτικές εξελίξεις και μάλιστα ραγδαίες μέσα στους επόμενους μήνες.

Το πρόβλημα αρχίζει και γίνεται ασφυκτικό όταν, για πολλούς λόγους, ο στραγγαλισμός που επιβάλλουν δεν αναγνωρίζεται ανοικτά σαν τέτοιος, και συνεχίζει να κυριαρχεί η άποψη ότι στο τέλος θα πρυτανεύσει η «λογική», η «σύνεση», το «κοινό όραμα» ή το «πνεύμα του διαφωτισμού».

Πράγματι, οι δανειστές (τι ωραία, ουδέτερη έκφραση) γνωρίζουν ότι δεν έχουν να κάνουν με έναν Αναστασιάδη ή Σαμαρά στην κυβέρνηση. Για αυτό άλλωστε ακολουθούν μια τέτοια πολιτική στρατηγική. Ακόμα κι αν δεν είναι ενιαίοι σε όλα τα σημεία, ωστόσο δεν υπάρχουν δείγματα σημαντικών διαφοροποιήσεων, τέτοιων που να δείχνουν ότι επεξεργάζονται ένα «καλό σενάριο» για την χώρα. Κάνει μεγάλο λάθος κανείς αν δεν αντιλαμβάνεται το πολιτικό ζήτημα που υπάρχει, και νομίζει ότι βρισκόμαστε μπροστά στο σύνηθες μπρα-ντε-φερ πριν από κάθε συμφωνία. Το ίδιο και όποιος πηγαίνει με τη λογική του τεφτεριού να μετρήσει τι οικονομική ζημιά θα προκύψει για τα ισχυρά κέντρα αν σημειωθεί ένα πιστωτικό γεγονός. Πολλές φορές οι ενάρετοι και ηθικοί «δανειστές» για μικροποσά, με πολιτικές τους αποφάσεις, κατέστρεψαν χώρες, δημιουργώντας χάος και προβλήματα, χωρίς ο λόγος να είναι μόνο ή καθαρά οικονομικός. Η Αργεντινή και η Κύπρος είναι τα πιο γνωστά παραδείγματα τέτοιας συμπεριφοράς.

Πρέπει, επομένως, στα σοβαρά να αναρωτηθούμε αν πράγματι υπάρχει «καλό σενάριο» μέσα από τις (άριστες ή λιγότερο πετυχημένες) ενέργειες ενός διαπραγματευτικού team. Διότι αν μας εξασθενίσουν, όπως κάνουν με την παράταση του χρόνου, ακόμα και το «καλό σενάριο» θα εξανεμιστεί μέσα από τη διοχέτευση της όποιας χρηματοδότησης στην αποπληρωμή των δανειστών. Έπεται, γύρω στον Ιούνη, ένα κενό περίπου 20 δισ. ευρώ και μια νέα συμφωνία (Μνημόνιο) που πρέπει να συναφθεί με τους ίδιους δανειστές. Άντε τότε να ξανα-οριστούν οι κόκκινες γραμμές και να επανέλθουν οι πάγιες θέσεις για διαγραφή, επιμήκυνση, πάγωμα κ.λπ. του μεγαλύτερου μέρους του χρέους…

Υπάρχει διέξοδος;

Εύστοχα παρομοιάστηκε η πορεία μας με αυτήν του Τιτανικού που πορεύεται σημαδεύοντας ένα τεράστιο παγόβουνο. Με τη συμπλήρωση ότι στην περίπτωσή μας υπάρχουν φωνές που ορκίζονται ότι δεν υπάρχει παγόβουνο και ότι το ταξίδι θα ολοκληρωθεί κατ’ ευχήν.

Το πρώτο που χρειάζεται για να οδηγηθούμε σε διέξοδο, είναι να μην έχουμε την παραμικρή αυταπάτη ότι οι «διασώστες» – δανειστές νοιάζονται σοβαρά να σωθεί η χώρα. Στην πραγματικότητα, θέλουν να βουλιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού έχουν βουλιάξει το λαό, την οικονομία και την κοινωνία. Δεν υφίσταται κοινό όραμα, κοινές συνθήκες, κοινή μοίρα, κοινές πολιτικές. Το σχήμα «κοινό ευρωπαϊκό όραμα» δεν λειτουργεί παρά μόνο σαν απόηχος ενός ξεπερασμένου «ευρωπαϊσμού» που έχει ανατιναχθεί από τις ίδιες τις πολιτικές της γερμανικής Ευρώπης και των συμμάχων της.

Άρα, ένα «τέρμα στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις» και μια αποφασιστική συναίσθηση απέναντι στην παγίδευση και την καταστροφή που επιβάλλονται θα αποτελούσαν μια μεγάλη πολιτική στροφή, έστω και τώρα, προς μια πιο ρεαλιστική πιο πραγματική πολιτική στάση.

Οι ρίζες της λαθεμένης εκτίμησης του συσχετισμού δυνάμεων βρίσκονται σε μια αντίληψη που επικράτησε μετά τις Ευρωεκλογές του 2014. Αυτή ενός «προωθητικού συμβιβασμού» στο εσωτερικό για μια «διαπραγμάτευση χωρίς σύγκρουση» στο εξωτερικό. Γραμμή που συμπληρώθηκε, αργότερα, με τον «έντιμο συμβιβασμό» προς τα έξω. Έτσι, παρουσιάστηκε σαν επιτυχία η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, παρ’ όλο που μας έδενε χειροπόδαρα στις μνημονιακές προδιαγραφές, χωρίς μάλιστα καν να εξασφαλίζει κάτι στον τομέα της χρηματοδότησης!

Η καλλιέργεια της ιδέας πως θα υπάρξει συμβιβασμός και συμφωνία με τους εταίρους και μια διαπραγμάτευση διαφορετική από την στάση των αναξιόπιστων μνημονιακών δυνάμεων, προσέδωσαν πολιτική δύναμη και υποστήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, όμως, μπροστά στα αδιέξοδα που δημιουργεί η παγίδευση, η ίδια ιδέα λειτουργεί ανασταλτικά. Δηλαδή, αντί να προετοιμάζει, αποθαρρύνει, δημιουργεί αμηχανία και σύγχυση, παθητικοποιεί, ώστε να αναμένεται απλά η «στιγμή 0», είτε συμφωνίας είτε ρήξης με ό,τι η κάθε μία επιφέρει. Είτε μια καταστροφική συμφωνία εγκλωβισμού της χώρας στο διαρκές δανειακό καθεστώς από μια αριστερή κυβέρνηση που θα έχει δεχτεί ταπεινωτικούς όρους, είτε η πρόσκρουση στο παγόβουνο, το πιστωτικό γεγονός, τις πολιτικές και οικονομικές συνέπειες.

Το γεωπολιτικό «χαρτί» και οι θολές εικόνες

Ακόμα και η γεωπολιτική διάσταση που έπρεπε εξαρχής να αξιοποιηθεί στη διαπραγμάτευση, έπρεπε να συνεπάγεται σαφή πορεία προς μια πολυδιάστατη πολιτική και όχι καθησυχασμό ότι θα τηρήσουμε στο ακέραιο τις δεσμεύσεις μας σαν συμμαχική δύναμη και αξιόπιστος εταίρος.

Η καταστροφή που επέφερε η μνημονιακή πολιτική έθετε μια σειρά διαφορετικών προτεραιοτήτων και άρα την ανάγκη διαφορετικής στάσης στους διεθνείς οργανισμούς. Μιας διακριτικής αλλά σαφούς διαφοροποίησης στο βαθμό που οι «εταίροι» δεν έπαιρναν υπ’ όψιν την ανθρωπιστική κρίση και την καταστροφή που είχαν προκαλέσει.

Παράλληλα, η θολή εικόνα που καλλιεργούσαν ορισμένοι πως τάχα το ΔΝΤ είναι κοντά μας στα θέματα του χρέους ή ότι οι ΗΠΑ θα μας στηρίξουν στην κόντρα με τη μερκελική Ευρώπη, στην συνέχεια οι προσδοκίες για τα ανοίγματα σε Ρωσία και Κίνα ως αντίβαρο στις πιέσεις και όχι ως στοιχείο μιας πειστικής πολυδιάστατης πολιτικής, δημιουργούν μεγαλύτερη σύγχυση και αυταπάτες.

Το γεωπολιτικό παιχνίδι είναι πιο πολυσύνθετο, απαιτεί εκτιμήσεις βάσει δεδομένων, προσεκτικά βήματα και προετοιμασία κάθε βήματος, και βεβαίως μια εκτίμηση ότι μερικοί που παριστάνουν τους φίλους μπορεί να οδηγούν σε παγίδες. Τα ταξίδια στις ΗΠΑ, οι επαφές με το ΔΝΤ και οι εγγυήσεις προς αυτούς, δεν τους ουδετεροποιούν όσον αφορά το πρόβλημά μας απέναντι στην Ε.Ε. Ιδιαίτερα σε στιγμές που στήνεται η ομπρέλα του ευρωατλαντισμού και προωθείται η διαρκής απομόνωση της Ρωσίας. Η «συνέχεια» της πολιτικής του ελληνικού κράτους ως μέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. θα δοκιμαστεί από αποφάσεις και πιέσεις ευθυγράμμισης.

Η κεντροαριστεροποίηση της πολιτικής συμπεριφοράς με τα ποικιλώνυμα ανοίγματα και τις συνταγές διαχείρισης του «υπάρχοντος» θα είναι στην ημερήσια διάταξη. Μόλις προχθές είχαμε τη συνάντηση με τον ΓΑΠ ως δείγμα αναζητήσεων στηριγμάτων και διαύλων, αλλά και κίνηση εξισορρόπησης των ευρωπαϊκών πιέσεων (για Ποτάμι, οικουμενική κυβέρνηση κ.λπ.). Η νομιμοποίηση ενός προσώπου πολιτικά φθαρμένου και εμπλεκόμενου στην μνημονιακή καταστροφή της χώρας, δεν μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά. Οι γέφυρες με τον παλιό χρεοκοπημένο πολιτικό κόσμο δεν βοηθούν σε τίποτα, ούτε σε μια κατ’ επίφαση «εθνική ενότητα» απέναντι σε μεγάλους κινδύνους.

Ο λαός και το έλλειμμα πολιτικής

Αμηχανία, παθητικότητα, αναμονή των εξελίξεων διατρέχουν το κοινωνικό σώμα, πολιτικοποιημένο και μη. Το λαϊκό κίνημα έχει υποχωρήσει, αφήνοντας χώρο στον κυβερνητισμό να κάνει τη δουλειά του και φυσικά ανάμεικτα συναισθήματα διαπερνούν κάθε ΣΥΡΙΖΑίο μέσα στον κατακλυσμό γεγονότων, αντιπαραθέσεων και διαγκωνισμών.

Το κεντρικό ζήτημα της σύγκρουσης με τον ευρωπαϊκό παράγοντα αφήνεται έξω από κάθε κινηματική και λαϊκή διεργασία και αν μια στροφή επιβληθεί εκ των πραγμάτων ή κληθεί η κοινωνία σε μια στάση αντιμετώπισης των εκβιασμών και των πιέσεων, δεν θα λειτουργήσουν εύκολα διάφοροι αυτοματισμοί. Με απονευρωμένη την κοινωνία και υποβαθμισμένο τον πολιτικό λόγο, με παραμονή στο «καλό σενάριο» και χωρίς ουσιαστική προετοιμασία του φρονήματος, είναι δύσκολο να γίνει η αναγκαία στροφή. Παραμένουμε στο έδαφος των ψαλιδισμένων προσδοκιών και της πλοήγησης χωρίς σαφείς στόχους. Η υπόθεση της μετάβασης σε μια Ελλάδα ποιοτικά διαφορετικής παραμένει ζητούμενο, αλλά και δείκτης αξιολόγησης κάθε προσπάθειας.

Αριστερή διακυβέρνηση, κρατικός και διοικητικός μηχανισμός υπό μνημονιακή ή διαπλεκόμενη επιρροή, διαπραγμάτευση με όρους απαγόρευσης «μονομερών» ενεργειών, εντεινόμενη κεντροαριστεροποίηση, ακυρωμένο λαϊκό κίνημα, υποβαθμισμένο κόμμα και γενικευμένη σύγχυση, αμηχανία. Αυτό το χαρμάνι οδηγεί σε μεγάλο κόμπο που φτάνει σε μικρό χτένι. Αναγκαία λοιπόν η ανάταξη και η αλλαγή πορείας με πλήρη εμπιστοσύνη στην αφύπνιση του λαϊκού παράγοντα. Εδώ και τώρα πολιτικές πρωτοβουλίες για μια τέτοια στροφή. Όρος, εκ των ων ουκ άνευ, η απεμπλοκή από τις αυταπάτες!

***Σκίτσο του Βαγγέλη Παπαβασιλείου: Συμφωνία-γέφυρα!

http://www.e-dromos.gr/o-straggalismos-kai-to-telos-ton-aytapaton/

Tagged : / / / / / /

Να ειπωθεί όλη η αλήθεια στον λαό! – άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.255, 21/3/2015)

"ΤΕΛΟΣ Ο ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ" ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΠΥΡΓΟ

Πρώτο βήμα μιας αναγκαίας αλλαγής γραμμής

Ζούμε εξαιρετικά δύσκολες στιγμές ως χώρα και ως δημοκρατικό, προοδευτικό εγχείρημα στο χώρο της Ευρώπης. Τα γεράκια της ευρωκρατίας προωθούν μεθοδικά το στραγγαλισμό μας, έχοντας στήσει παγιδεύσεις με δύο καθαρούς στόχους:

α) Την πλήρη ακύρωση του εγχειρήματος και άρα την άμεση παλινόρθωση του δανειακού/μνημονιακού καθεστώτος μέσω μιας μετατόπισης μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, που θα τον εξανάγκαζε σε πλήρη ματαίωση όλων των εξαγγελιών του και την εκβιαστική συνεργασία του με άλλες μνημονιακές δυνάμεις (Ποτάμι, Καραμανλική Ν.Δ., κάποια εκδοχή ΠΑΣΟΚ, τεχνοκράτες τραπεζών κ.λπ.).

β) Την άμεση πτώση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και συνεπώς την επιβεβαίωση της τακτικής περί «αριστερής παρένθεσης».

Όπλο για την επιβολή της μνημονιακής τάξης είναι ασφαλώς η ρευστότητα και η δημιουργία κατάστασης πλήρους ακυβερνησίας στη χώρα.

Όταν στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και στην Κ.Ε. εγέρθηκαν φωνές για τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, το αντεπιχείρημα που εισέπραξαν ήταν πως έτσι η κυβέρνηση κερδίζει χρόνο. Τώρα, κάθε μέρα που περνά, γίνεται φανερό πως ο χρόνος δεν κυλά ουδέτερα υπέρ της νέας κυβέρνησης, αλλά υπέρ των «πολιορκητών» οι οποίοι κόβοντας κάθε γραμμή ανεφοδιασμού εφαρμόζουν ένα σχεδιασμένο εμπάργκο για να πέσει το «κάστρο». Δεν έχουμε, λοιπόν, μεγάλα περιθώρια να πανηγυρίζουμε για την επταμερή νυκτερινή συνάντηση. Λέγεται ότι επιβεβαιώθηκε η ισχύς της συμφωνίας της 20ής Φλεβάρη και αυτό αποτελεί επιτυχία. Ωραία γραμμή άμυνας για μια χώρα που βρίσκεται προ στραγγαλισμού! Το πραγματικό πρόβλημα είναι η απεμπλοκή από την μέγγενη της συμφωνίας της 20ης Φλεβάρη και όχι η επιβεβαίωσή της. Γιατί οι εταίροι που κάθισαν στο ίδιο τραπέζι, επανέλαβαν τον εκβιασμό, απαίτησαν την άμεση εμπλοκή και προσωπική δέσμευση του Α. Τσίπρα για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα αξιολογηθούν από αυτούς. Ζήτησαν να λειτουργήσουν οι «θεσμοί» στις Βρυξέλλες, να ελέγχουν επιτόπου (Αθήνα) οι τεχνικές επιτροπές, ώστε να τρέξει η χρηματοδότηση -με το σταγονόμετρο- να τεθούν, εν ολίγοις, οι βάσεις για την υπογραφή του 3ου Μνημονίου. Αυτά θα γίνουν μέχρι τον Ιούνιο ή εντός του Απριλίου. Αυτό είναι το πακέτο τους και η στόχευσή τους.

Τι κάνουμε εμείς

Το ερώτημα είναι τι κάνουμε εμείς. Δηλαδή η ελληνική πλευρά σε όλες τις εκδοχές της. Η κυβέρνηση, η Αριστερά, του λαϊκό κίνημα, ο πολιτικός κόσμος, ο λαός, οι παραγωγοί, οι συνταξιούχοι, οι ψηφοφόροι, η νεολαία, η διανόηση κ.λπ.

Πώς αντιμετωπίζεται η κατάσταση, ποια πραγματική προετοιμασία υπάρχει, ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές και τι θα πράξουμε, αν προωθηθεί ο σχεδιασμός των εταίρων-δανειστών μας;

Κυκλοφορούν υπονοούμενα που αφορούν την πολιτική σφαίρα. Πιο συγκεκριμένα, να χρησιμοποιηθούν τα πολιτικά όπλα που διαθέτει η χώρα απέναντι στους δανειστές. Ακούστηκαν ιδέες για εκλογές, για δημοψήφισμα, για γερμανικές αποζημιώσεις / επανορθώσεις, για χρησιμοποίηση της γεωπολιτικής ατζέντας, για αναζήτηση χρηματοδότησης από… άλλες «πηγές». Το βασικό ερώτημα είναι αν αυτά λέγονται ως αντίβαρο στην πίεση που μας ασκείται, ώστε να πέσουμε σε μια πιο μαλακή αντιμετώπιση από τους δανειστές / δυνάστες. Ή, αν πραγματικά τα εννοούμε, οπότε μοιάζει σαν εξωπραγματική η αναντιστοιχία των στόχων που θέτουμε, της προετοιμασίας που επιδεικνύεται σε όλους τους τομείς και της απελπιστικής ανεμελιάς απέναντι στα μνημονιακά στηρίγματα που λειτουργούν και μακροημερεύουν, στα υπουργεία, στις τράπεζες, στον κρατικό και διοικητικό μηχανισμό.

Εκτός αν δεν βλέπουμε τη ματαίωση των φαντασιώσεων περί μιας συμφωνίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, περί μιας σχετικά εύκολης εφαρμογής του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης (με ΤΧΣ που δεν υπάρχει πλέον με τη συμφωνία της 20/2 και με ΕΣΠΑ που πάλι είναι στα χέρια των «φίλων» δανειστών) και μιας ανώδυνης πολιτικής λύσης που θα άνοιγε το δρόμο σε νέους πανευρωπαϊκούς συσχετισμούς.

Τώρα που αυτά «πιάνουν τοίχο», τίθεται το ερώτημα τι ακριβώς μπορούμε να κάνουμε;

  • Πρώτα από όλα, αλλαγή γραμμής.
  • Αίσθηση της πραγματικότητας.
  • Όλη η αλήθεια να ειπωθεί στο λαό.

Στήριξη σε ένα σχέδιο που να θέτει τις βάσεις για απεγκλωβισμό από το δανειακό καθεστώς. Κινητοποίηση όλων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, εκπόνηση πραγματικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης. Αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Θεσμικές μεταρρυθμίσεις σε προοδευτική τροχιά. Καταλογισμός ευθυνών, κάθαρση σε όλο το κρατικό μηχανισμό από μνημονιακούς θύλακες, σύγκρουση με τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Κήρυξη μιας δημοκρατικής επανάστασης στην Ευρώπη ενάντια στην νεοφιλελεύθερη αντιδημοκρατική θέσμισή της και την γερμανική ηγεμονία. Και βεβαίως, μετακίνηση του γεωπολιτικού στίγματος. Κοντολογίς, απόκτηση ενός κεντρικού σχεδιασμού που να στηρίζεται σε ένα αξιακό πρότυπο και σ’ ένα αντίστοιχο εθνικό-κοινωνικό σχέδιο διεξόδου της χώρας από την κρίση και τον διαμελισμό.

Ρήξη και αξιοποίηση δυνατοτήτων

Αυτή η επιλογή σημαίνει πολιτική ρήξεων και όχι συνδιαλλαγή με αυτούς που μας βάζουν τη θηλιά στο λαιμό, κάθε μέρα που περνά.

Αυτή η επιλογή σημαίνει χρησιμοποίηση όλων των δυνατοτήτων που έχουμε ως ισότιμα μέλη της Ε.Ε. και άλλων δυτικών οργανισμών, χρησιμοποιώντας τα βέτο και τις εξαιρέσεις μας από ό,τι βλάπτει την χώρα μας.

Αυτή η επιλογή σημαίνει κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα σε κάθε δραστηριότητα, πολιτική, οικονομική, κοινωνική.

Ο κυβερνητισμός, η υποβάθμιση και η ακύρωση του κόμματος, η αποδιοργάνωση της Αριστεράς, η δικαιολόγηση κάθε εξόφθαλμα λαθεμένης επιλογής, αντίθετης με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργούν όρους για να περάσει απρόσκοπτα ο «δανειστής» κι όχι να κάνει κουμάντο ο λαός.

Σαν σκεπτόμενοι άνθρωποι πρέπει να θέσουμε το ερώτημα αν όσα κάνουμε και όσα γίνονται είναι τα μόνα που μπορούν να γίνουν, αν με τη δράση μας εξαντλούμε όλες τις δυνατότητες, αν δεν μπορούσαν και δεν μπορούν να γίνουν διαφορετικά πράγματα, αν χειριζόμαστε σωστά ή λαθεμένα τα εργαλεία και «όπλα» που διαθέτουμε, αν γενικώς όλα πάνε καλά και «φτάνει η γκρίνια»…

Ως σκεπτόμενοι άνθρωποι ας αμφισβητήσουμε κι ας κριτικάρουμε την ελαφρότητα και την ευκολία με την οποία καταπιανόμαστε για να λύσουμε τεράστια, μεγάλα και δύσκολα προβλήματα, από θέση ευθύνης. Αυτό θα ήταν ένα μεγάλο βήμα μπροστά.

Δύο μήνες, είναι ελάχιστος χρόνος για να κριθεί μια νέα κυβέρνηση. Ο χρόνος όμως τρέχει, είναι πυκνός, γεμάτος. Μέσα σε δύο μήνες έγιναν πολλά, μπήκαν πολλά εμπόδια που πρέπει οπωσδήποτε να υπερβούμε, αποφεύγοντας την παγίδευση των δανειστών, προβάλλοντας μια πιο καθολική πολιτική πρόταση από τη «διαπραγμάτευση», καθολική με την έννοια ότι αγκαλιάζει όλους τους τομείς της κοινωνικής και δημόσιας ζωής, αλλιώς η επιστροφή στην «κανονικότητα», η συστημική παλινόρθωση, δεν είναι πολύ μακριά…

Είναι η ώρα μιας συστηματικής αριστερής κριτικής. Αν αυτή ασκηθεί με συνέπεια και ουσία, μακριά από άγονα στερεότυπα, θα είναι ευεργετική για τη λαϊκή υπόθεση.

Συγκυρία, αδυναμίες και αντιφάσεις. Σκέψεις με αφορμή την εκλογή του Π. Παυλόπουλου, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.251, 21/2/2015)

prokopis-paulopoulos-aleksis-tsipras-650x250

 

Η επιλογή του Π. Παυλόπουλου δεν είναι πολιτική κίνηση δευτερεύουσας σημασίας ή απλά επικοινωνιακής φύσης, όπως αρκετές άλλες της πρόσφατης περιόδου. Αποτελεί πολιτική επιλογή που ανιχνεύει στοιχεία πραγματικού συσχετισμού και στρατηγικών επιλογών.

Η συγκυρία είναι πυκνή και φέρνει στην επιφάνεια με ορμητικό τρόπο αδυναμίες και αντιφάσεις που δεν εντάσσονται εύκολα σε έναν σχεδιασμό – αν υποτεθεί ότι υπάρχει ακριβώς τέτοιος σε επιτελικό επίπεδο. Κάποιες επιλογές, όμως, μοιάζουν να είχαν δρομολογηθεί σαν σχέδια και σενάρια κινήσεων από την προηγούμενη περίοδο που οι σημερινοί συσχετισμοί τα επιβάλλουν ή τα αναπροσαρμόζουν.

Πριν από λίγα χρόνια, το να υπάρχει μια κυβέρνηση κυρίως της Αριστεράς, θα ήταν όνειρο θερινής νύχτας αλλά και η συνεργασία με ένα κόμμα του δεξιού χώρου, θα ήταν ανεπίτρεπτο εγχείρημα. Κι όμως, η μνημονιακή πραγματικότητα και το σάπισμα του παλιού πολιτικού κόσμου δημιούργησαν αυτήν τη δυνατότητα. Η γρήγορη επιλογή του Αλ. Τσίπρα να σχηματίσει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ, χαρακτηρίστηκε θετική κίνηση και έδωσε ώθηση σε πρωτοβουλίες για κινήσεις που ήταν άμεσα αναγκαίες.

Η συγκατοίκηση

Από την άλλη μεριά, η επιλογή «πρωθυπουργός από την Αριστερά – Πρόεδρος από τον κεντροδεξιό χώρο», δεν επιβλήθηκε από τις περιστάσεις, δεν αφορά έθιμα και «σαβουάρ βιβρ» του πολιτικού κόσμου, ούτε και δημιούργησε κάποια ανάταση. Ορισμένοι σύνδεσαν την επιλογή αυτή με την πορεία της διαπραγμάτευσης, αλλά ούτε εκεί βρίσκεται όλη η αλήθεια, παρόλο που εμπεριείχε μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση.

Στις συνθήκες που έχει βρεθεί η χώρα, δεν μπορείς να κυβερνήσεις απλά με ένα 35%, ούτε ως μονοκομματική κυβέρνηση. Ας υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και πάλι δεν θα μπορούσε εύκολα να σταθεί σε τέτοια κατάσταση και έχοντας ανοιχτό ένα διπλό μέτωπο, εσωτερικά το τρίγωνο της διαπλοκής και εξωτερικά τους «δανειστές».

Η συγκυρία βγάζει, λοιπόν, στην επιφάνεια, αντιφατικά και ορμητικά, την ανάγκη να συμπτυχθεί ένα ευρύτατο εθνικό και κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων που θα ενώνονταν στη βάση στόχων που απαιτεί η πολιτική, οικονομική, κοινωνική διέξοδος της χώρας. Το αίτημα για «μέτωπο» που πλανήθηκε αλλά δεν υπηρετήθηκε από κανέναν ουσιαστικά στη διετία 2010-2012, μια τέτοια ανάγκη έφερνε στο προσκήνιο, αλλά οι πολιτικές ηγεσίες δεν φάνηκαν έτοιμες μπροστά στο καθήκον αυτό.

Σήμερα, γίνεται όλο και πιο φανερό πως δεν είναι εύκολη η αναμέτρηση με ό,τι εκφράζει ο Σόιμπλε και η ευρωκρατία, είτε από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, είτε από μια συγκυβέρνηση, στο βαθμό που δεν υπάρχει ανταπόκριση στην ανάγκη εθνικής πολιτικής. Με την έννοια της δυνατότητας να στηριχθεί ένα σχέδιο προοδευτικής ανασυγκρότησης και ανόρθωσης της χώρας, τέτοιο που να υπερβαίνει το καθεστώς δανεισμού.

Η εκλογή Παυλόπουλου επιχειρείται, λοιπόν, να συνδεθεί με το γεγονός της ανάγκης σύγκλισης ευρύτερων δυνάμεων για να ασκηθεί μια τουλάχιστον αξιοπρεπής ανορθωτική πολιτική για την χώρα.

Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν, βέβαια, λίγο πιο βεβαρημένος: Κεντροδεξιό μεν πρόσωπο αλλά όχι απαλλαγμένο από σχέσεις με τη διαπλοκή και με ειδικές σχέσεις με τον υπερατλαντικό παράγοντα. Η επιλογή Αβραμόπουλου σχεδιάστηκε ως επιλογή για ένα δυσμενέστερο συσχετισμό για τον ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα για την περίπτωση συγκυβέρνησης με το Ποτάμι και όχι με 149 βουλευτές και τους ΑΝΕΛ. Οι αντιδράσεις που υπήρξαν προς το πρόσωπο του Αβραμόπουλου βάρυναν ώστε να γίνει αυτόματα η επιλογή Παυλόπουλου, χωρίς να τροποποιηθεί ο σχεδιασμός για κεντροδεξιό Πρόεδρο.

«Προωθητικός συμβιβασμός»

Αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές, μπήκε σε εφαρμογή η πολιτική του «προωθητικού συμβιβασμού» σαν εξάρτημα της «τεχνοπολιτικής» και όχι σαν στοιχείο δυναμικής ανάγνωσης του συσχετισμού δυνάμεων. Εσωτερικά, όλες οι προσπάθειες συγκεντρώθηκαν στην μη εκλογή Προέδρου και την άμεση πρόκληση εκλογών. Ελάχιστη σημασία δόθηκε στην ανάγκη να οικοδομηθεί ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου, να προβληθούν μεγάλες αλλαγές ανόρθωσης και διεξόδου της χώρας, στην οικονομία, το πολιτικό επίπεδο, την κοινωνική συνείδηση.

Η ορμή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης δημιούργησε προσδοκίες και η φθορά των Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, μαζί με τα αλλεπάλληλα λάθη τους, έκαναν την υπόλοιπη δουλειά. Βεβαίως, δεν πάρθηκε όσο θα έπρεπε υπ’ όψιν η παγίδευση που μεθόδευσαν οι ευρωκράτες, σε συνεργασία με το εδώ πειθήνιο πολιτικό προσωπικό τους, και κακώς εκτιμήθηκε πως μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους θα ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση.

Οι οπισθοχωρήσεις που έχουν γίνει μέσα σε 25 μέρες επιβεβαιώνουν ότι άλλα λογαριάζονταν ως εφικτά κι άλλα δρομολογήθηκαν. Οι ευρωκράτες προχωρούσαν με την πολιτική των κανονιοφόρων, ενώ εδώ επικρατούσε η ζάλη της ιστορικής νίκης. Ωστόσο, ήταν αρκετά δυο τρία «όχι» για να δημιουργηθεί μια ανάταση στους Έλληνες, ανεξάρτητα από το τι είχαν ψηφίσει, να ξανάρθει το χαμόγελο και να γεμίσουν ξανά οι πλατείες όταν φάνηκε να υπάρχει σοβαρός λόγος και όροι ακηδεμόνευτης έκφρασης.

Η δυνατότητα εφαρμογής ενός ρεαλιστικού άμεσου σχεδίου φιλολαϊκής πολιτικής που θα δυνάμωνε ένα, εφικτό να οικοδομηθεί, εθνικό-λαϊκό μπλοκ, ήρθε αντιμέτωπη με την παγίδευση της ευρωκρατίας και την έλλειψη σοβαρών όρων για την προώθησή του. Αυτό, όμως, έπρεπε να είχε προβλεφθεί και να είχε σχεδιαστεί μια αντιμετώπισή του.

Εθνική σύγκλιση;

Η κίνηση προς τον κεντροδεξιό χώρο, επομένως, εμφανίζεται σαν αναγκαστική μόνο επειδή εξακολουθεί να μη διαβάζεται σωστά η δυναμική του συσχετισμού και το πού θέλει να οδηγήσει η ευρωκρατία: Αν όχι στην πτώση της κυβέρνησης, στον εγκλωβισμό της σε μια μορφή μνημονιακής πολιτικής και συνδιαχείρισης της πολιτικής εξουσίας με τις μνημονιακές δυνάμεις.

Αν αυτό, όπως και η δυναμική και ορμή που είχαν δημιουργήσει τα πρώτα «όχι», εκτιμούνταν καθαρά, θα γίνονταν η επιλογή αντιμνημονιακού Προέδρου, ώστε να έμενε ανοικτός ο δίαυλος «συνομιλίας» με το λαό και τις πλατείες, ώστε ακόμα κι αν χρειάζονταν υποχωρήσεις, να μην βρισκόταν κανείς περικυκλωμένος από αχρείαστους «σύμμαχους».

Με άλλα λόγια: Αν θεωρήσουμε αναγκαία μια εθνική σύγκλιση για να αντιμετωπιστεί ο στραγγαλισμός που μεθόδευαν οι ευρωκράτες, αυτή έπρεπε να γίνει με όρους που να μην παγώνει ο λαϊκός παράγοντας. Οι κινήσεις των τελευταίων ημερών (συμπεριλαμβανομένης της προεδρίας) δείχνουν ότι ενώ βοούσε αυτή η ανάγκη, έγιναν όλα τα βήματα προς το πάγωμα του κόσμου, με μοναδικό όφελος το κέρδισμα (αν επιτευχθεί) λίγου χρόνου.

Είναι τέτοιοι, όμως, οι όροι που κερδίζεται ο χρόνος που τείνει να ακυρωθεί το πρόγραμμα. Και να αρχίσει να ανασυντάσσεται το μνημονιακό στρατόπεδο, μόλις του δοθούν οι πρώτες ευκαιρίες πολιτικής παρέμβασης. Επομένως, το δεύτερο βήμα του εγκλωβισμού θα είναι η «εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης», η «εθνική συνεννόηση», το «συμβούλιο αρχηγών των κομμάτων υπό τον Πρόεδρο» και, γιατί όχι, μία κυβέρνηση πολυκομματικής συνεννόησης.

Αν δεν προκύπτει καθαρά από τα παραπάνω η θέση, ας ανακεφαλαιώσουμε: Η επιλογή Προέδρου δεν βασίζεται σε σωστή ανάγνωση του πραγματικού συσχετισμού και των δυναμικών που αυτός εμπεριέχει. Η εθνική ενότητα είναι αναγκαία αλλά σε πλήρη σύμπνοια με την απαίτηση απαλλαγής από τον παλιό μνημονιακό πολιτικό κόσμο. Η κοινωνία όχι μόνο είναι ώριμη να αποδεχθεί τον αποκλεισμό των υπαίτιων της καταστροφής, αλλά και η δυναμική της θα ωθούνταν ακόμα περισσότερο από μια τέτοια επιλογή. Αντίθετα, το στοιχείο της «εθνικής ενότητας» και συναίνεσης δρομολογείται με περιεχόμενο που δίνει σανίδα σωτηρίας στο παλιό πολιτικό σύστημα και δημιουργεί όρους, τόσο για την παλινόρθωσή του, όσο και για την περαιτέρω παγίδευση μιας πολιτικής διεξόδου.

Υπάρχει διέξοδος; Βεβαίως. Σε άλλες ράγες από την υποχωρητικότητα και την επιστροφή στην «κανονικότητα». Στη χάραξη μιας ανορθωτικής πολιτικής με σαφή πρωταγωνιστικό ρόλο του λαϊκού παράγοντα. Αυτό, όμως, επιβάλλει όλη την αλήθεια στο λαό, τολμηρό πατριωτικό και κοινωνικό κάλεσμά για να μείνει όρθια και περήφανη η χώρα, βγάζοντας τις θηλιές της κυνικής ευρωκρατίας.

Κοινώς, εδώ που φτάνουμε δεν υπάρχει «αμοιβαία επωφελής συμφωνία» με τους δανειστές. Υπάρχει αποτίναξη του ζυγού, αποφυγή του στραγγαλισμού, αλλαγή άμεσα της πολιτικής. Αλλιώτικα διατυπωμένο: Να μπει άμεσα η πολιτική στο τιμόνι: Η χώρα και ο λαός δεν υποτάσσονται στους ευρωκράτες. Φωνή και έκφραση στον λαό. Προσφυγή σε αυτόν και προετοιμασία για περήφανη εθνική ανορθωτική πολιτική.

Δεν υπάρχει 70% «υγιές» και 30% «τοξικό» Μνημόνιο, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.250, 14/2/2015)

mnhmonio-650x250

 

Αναγκαία η κατεδάφιση του καθεστώτος που επιβλήθηκε το 2010

Όλα γίνονται με εκπληκτική ταχύτητα. Κάθε μέρα κρύβει εκπλήξεις και νέα δεδομένα. Τουλάχιστον κανείς δεν μπορεί να παραπονεθεί ότι πλήττει με όσα συμβαίνουν ή με την αγωνία της συνέχειας.

Υπάρχει η ουσία, υπάρχουν οι διαδικασίες, υπάρχουν οι τακτικές και υπάρχει και η στρατηγική. Μερικές στιγμές όλα μπερδεύονται: οι κακοί θέλουν να διαιωνίσουν την υπάρχουσα, μέχρι χτες, κατάσταση και στήνουν παγίδες. Οι καλοί θέλουν να κερδίσουν χρόνο ώστε να ξεφύγουν λίγο από την ασφυκτική πίεση. Έως εδώ καλά. Από εδώ και κάτω αρχίζει ένα παιχνίδι που δεν είναι απλώς παιχνίδι λέξεων αλλά και μετατοπίσεων. Οι τρεις μαγικές λέξεις «extend, amend and conclude» (παράταση, τροποποίηση και ολοκλήρωση) δεν είναι το βασικό αγκάθι, παρ’ όλο που όλα παίζουν το ρόλο τους…

Η άρνηση υποταγής στη γερμανική Ευρώπη (που έχει επιβάλλει την πολιτική της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς) με τη συνεχόμενη στρογγυλοποίηση ή και μετατόπιση από θέσεις και δεσμεύσεις που είχαν προβληθεί προεκλογικά, είναι η διαρκής αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ που πιθανόν θα καταλήξει σε μια ρευστή κινούμενη ισορροπία (που είναι αμφίβολο να κριθεί προκαταβολικά ποιος και τι κερδίζει) ή μπορεί να οδηγήσει σε μια μεγαλύτερη εμπλοκή και ρήξη.

Πέρα από τη μεγάλης σημασίας απόσυρση της θέσης για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους (που ας ευχηθούμε ότι μένει να ειδωθεί μετά την συμφωνία-γέφυρα που επιδιώκεται) υπάρχει μια ακόμα θορυβώδης μετατόπιση που, κατά την γνώμη μας, αδυνατίζει την επιχειρηματολογία και τη διαπραγματευτική ισχύ: Ότι δηλαδή το 70% του Μνημονίου κινείται σε σωστή εκσυγχρονιστική, μεταρρυθμιστική κατεύθυνση και το 30% είναι τοξικό, αρνητικό, απορριπτέο. Και, επομένως, τροποποιώντας το 30% σε θετική κατεύθυνση και υλοποιώντας το «ουδέτερο» 70%, βάζουμε τη χώρα σε μια τροχιά εξόδου από την κρίση και ιδιαίτερα από τη λιτότητα.

Η θέση αυτή είναι αυτοϋπομονομευτική. Παίζει σε ένα επίπεδο που έχει επιβληθεί, αυτό των μνημονίων, και αναζητεί μια μεταμνημονιακή πραγματικότητα εκκινώντας από τη θέση ότι τα μνημόνια περιείχαν και ορισμένες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που έτσι κι αλλιώς πρέπει να γίνουν. Αυτή η αποδόμηση των μνημονίων, σε ποσοστά τοξικών μερών και υγειών τμημάτων, μας καθηλώνει σε μια περιοχή όπου το δανειακό καθεστώς παραμένει απολύτως αναγκαίο και ο πειθαναγκασμός στις ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες συνθήκες είναι «φυσιολογικός».

Αντίθετα, η ισχύς της νωπής εντολής του ελληνικού λαού και η μεγάλη συσπείρωση που υπάρχει γύρω από τη θέση της μη υποταγής, επιβάλλουν ως διαπραγματευτικό ατού, τη διαρκή επίκληση των καταστροφικών επιδράσεων που επέφερε το σύνολο των μνημονίων και την υπεραναγκαία κατεδάφιση όλων των ρυθμίσεων που αυτά επέβαλλαν στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική ζωή της χώρας. Τα μνημόνια δεν είναι μόνο το πολιτικό εποικοδόμημα (τρόικα, Ράιχανμπαχ, Φούχτελ, Τask Force και τριανδρίες επιτόπιων ελέγχων) αλλά το σύνολο των ρυθμίσεων και εφαρμοστικών νόμων που οδήγησαν στην αποικία χρέους και την καταστροφή της χώρας.

Η θέση για 70% θετικά στο Μνημόνιο ξεκίνησε σαν μια ατάκα του υπουργού Οικονομικών για το νόημα της οποίας χρειάστηκαν και διορθωτικές δηλώσεις και σιγά-σιγά έγινε επίσημη θέση με την έννοια ότι χρειάζονται σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες η κυβέρνηση δεσμεύεται να προωθήσει και μάλιστα άμεσα. Τώρα κοντεύει να γίνει νέα επίσημη θέση του ΣΥΡΙΖΑ…

Οι κακοί μάλλον ευχαριστιούνται να γίνεται η συζήτηση σε αυτό το επίπεδο. «Εντάξει, το 70% που αρχίσατε να το παραδέχεστε και εσείς, για πείτε μας για το 30% τι προτάσεις έχετε». Όχι στη λιτότητα; Όχι άλλα μέτρα; Οι πλεονασματικοί προϋπολογισμοί να είναι της τάξης του 1.5% και όχι του 3-4%; ΟΚ. Πείτε όμως ποια θα είναι τα «ισοδύναμα μέτρα»… «Αυξήσεις, όχι απολύσεις, όχι περικοπές συντάξεων; Μα έτσι κοροϊδεύετε και περιφρονείτε την Ευρώπη που όλοι μαζί χτίζουμε».

Χρειαζόμαστε χρόνο αλλά μη διανοηθείτε ότι θα προσκυνήσουμε. Αυτό είναι το μήνυμα προς το Βερολίνο. Ο αγώνας για μια δημοκρατική Ευρώπη περνά και μέσα από την πάλη για το γκρέμισμα της γερμανικής Ευρώπης. Ο πολιτικός αγώνας και το προχώρημα σε μια καθαρή 100% αντιμνημονιακή γραμμή είναι λιγότερο ουτοπική από μια συμφωνία που εμείς θα ονομάζουμε «Μνημόνια τέλος» και αυτοί θα περιγράφουν λέγοντας «Ευχαρίστως να σταματήσουμε να το αποκαλούμε “τρόικα”’, αλλά οι τρεις θεσμοί θα πρέπει να συνεχίσουν τον εποπτικό τους ρόλο στην Ελλάδα».

Άλλο αντιμνημονιακός αγώνας για πολιτική, οικονομική, κοινωνική διέξοδο, ώστε να μπει τέλος στο απάνθρωπο καθεστώς δανεισμού της Ελλάδας και άλλο ηπιότερη(;) διαχείριση της διαρκούς λιτότητας και ό,τι άλλο ετοιμάζουν οι κυνικοί ευρωκράτες…

Η ασυμμετρία πολιτικής και οικονομικής δύναμης και το ελληνικό πρόβλημα, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.249, 7/2/2015)

Matthew Richardson on the world economy

Πολιτικός αγώνας απάντηση στους ευρω(τρομο)κράτες

Ο ελληνικός λαός έδιωξε από τη διακυβέρνηση το μνημονιακό πολιτικό μπλοκ και έδωσε εντολή στον ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει σε μια διαφορετική πορεία, καταργώντας άμεσα το ειδικό καθεστώς «αποικίας». Καθεστώς που είχε επιβάλλει η ευρωκρατία, μέσω της τρόικας και της άμεσης επιτήρησης. «Τρόικα τέλος», λοιπόν, και αυτή είναι μια πολιτική απόφαση που αγκαλιάστηκε από τον ελληνικό λαό. Ξεκαθαρίσαμε πολιτικά ότι κάτι σημαντικό άλλαξε στην Ελλάδα, ότι υπάρχει νωπή εντολή για άλλη πορεία. Αντιμνημονιακή, ανορθωτική, δημοκρατική και λαϊκή, για τη διέξοδο της χώρας.

Τα κάγκελα που έφυγαν από το Σύνταγμα, ο πρωθυπουργός που κατέθεσε στεφάνι στην Καισαριανή, η στάση του Γ. Βαρουφάκη απέναντι στον Ντάισελμπλουμ, έφτασαν για να νιώσει ο λαός ανακούφιση και να διαπιστώσει ότι «αυτοί που ήρθαν δεν είναι σαν τους άλλους. Έχουν άλλη πολιτική και πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία και η δυνατότητα να προχωρήσουν». Και όταν η ευρωκρατία, με τον πιο επίσημο τρόπο, μίλησε και έστειλε τελεσίγραφα συμμόρφωσης, τότε ο λαός, με τη μορφή του «Κανένα», ξαναβρέθηκε στο Σύνταγμα και αλλού, για να δείξει ότι το χαμόγελο των πρώτων ημερών μπορεί να γίνει απόφαση αγώνα.

Απέναντι στην πρόκληση που συνιστά για τη νεοφιλελεύθερη υπό γερμανική ηγεμονία Ευρώπη, το γεγονός ότι ένας λαός μπορεί να αποφασίσει μια διαφορετική πορεία, απέναντι στον τρόμο να απλωθεί η «ανταρσία», ο σκληρός πυρήνας της υπαρκτής Ε.Ε. αποφάσισε να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο: Κανένας χρόνος, καμιά ανάσα στην ελληνική κυβέρνηση εκτός κι αν υποταχθεί σε μια συμφωνία που θα συνεχίζει στις ράγες που χαράχτηκαν από τα μνημόνια. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε. Χρειάζεται, όμως, να σκεφτούμε λίγο πιο συνεκτικά τι έχει συμβεί.

Το όπλο της πολιτικής

Η μνημονιακή πολιτική υποβίβασε την Ελλάδα σε μια «αποικία χρέους». Αυτή την εκδοχή πήρε, πολιτικά και οικονομικά, η μεταπρατική πραγματικότητα. Από την ποιότητα «αποικία-χρέους» έχουμε εξέλθει μόνο πολιτικά. Αυτό είναι τεράστιο βήμα, αλλά καθένας αντιλαμβάνεται ότι για την πλήρη πολιτική ανεξαρτησία, για να είναι ο λαός αυτεξούσιος και να κατοχυρωθεί η λαϊκή κυριαρχία, απαιτείται να αντιμετωπιστεί το ειδικό οικονομικό καθεστώς που έχει εγκαθιδρυθεί. Καθεστώς βασισμένο σε μια οικονομία που υπάρχει και διαιωνίζεται μέσα από τον δανεισμό και την ανατροφοδότηση του χρέους.

Γιατί είναι πασιφανές ότι το χρέος στην Ευρωζώνη χρησιμοποιείται ως εργαλείο ελέγχου των οικονομιών υπό γερμανική εποπτεία και κατ’ επέκταση ως εργαλείο πολιτικού πειθαναγκασμού χωρών. Όταν, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει θέμα χρέους (μείωσης, διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους) ζητά, ουσιαστικά, να μπουν άλλοι όροι και απειλεί το βασικότερο εργαλείο άσκησης «οικονομικής ορθοδοξίας» στην Ευρώπη.

Επομένως, οι ευρωκράτες θα εργαστούν για τον πειθαναγκασμό της Ελλάδας, ενάντια στην θέληση του λαού της. Οι θεσμοί τους, εμποτισμένοι στο νεοφιλελευθερισμό και στα δόγματα της χρεομηχανής και προστασίας των προϊόντων της «άυλης οικονομίας», θα στραφούν εναντίον της απειλής που αντιπροσωπεύει για την πολιτική τους η Ελλάδα.

Πολιορκημένοι, αλλά ελεύθεροι, έχουμε ένα μεγάλο όπλο στα χέρια μας. Αυτό είναι που μας δίνει δύναμη και έχει ταράξει τα νερά και τις ισορροπίες στην Γηραιά Ήπειρο: Το όπλο της πολιτικής. Όχι μόνο ή όχι απλά στην κυβερνητική του διάσταση, αλλά σε αυτήν ενός αγωνιζόμενου λαού και μιας χώρας που επιζητά τη σωτηρία και τη διέξοδό της, γνωρίζοντας πλέον καλά και πιο ξεκάθαρα, ποιοι και μέσα από ποιους μηχανισμούς την εμποδίζουν να υπάρξει. Το όπλο της πολιτικής που συμπυκνώνεται στη λαϊκή συσπείρωση γύρω από νέα κυβέρνηση και την παροτρύνει: «Παλέψτε, μην κάνετε πίσω».

Παρ’ όλο που οικονομικά είμαστε σε δύσκολη θέση, παρ’ όλο που οι πολιορκητές κόβουν τη χρηματοδότηση για να μας στραγγαλίσουν, η πολιτική απόφαση ότι η Ελλάδα θα υπάρχει, θα υπάρχει περήφανη και μετά τα τελεσίγραφά τους, έχει εξαιρετική δύναμη και διαπραγματευτική ισχύ. Αυτή η ασυμμετρία ανάμεσα στη μεγάλη πολιτική δύναμη και συσπείρωση που υπάρχει τώρα και στην οικονομική αδυναμία, πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να μπουν οι βάσεις μιας οικονομίας που θα στηρίζεται όχι στα δανεικά, αλλά στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την πνευματική αναγέννηση της χώρας.

Το όπλο της πολιτικής δεν αξιοποιείται με τακτικισμούς ή επικοινωνιακά κόλπα. Σε τέτοιες συνθήκες εφαρμόζεται δια του πολιτικού αγώνα, με καθαρούς στόχους και φυσικά μέσα από την πλήρη κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα.

Νέος κύκλος αλλά ανοιχτός

Ο τρόπος που διαβάζει κανείς τον συσχετισμό δύναμης είναι κρίσιμο ζήτημα όταν πρέπει να στηριχθεί στον πολιτικό αγώνα. Για παράδειγμα, ο εσωτερικός και ο διεθνής συσχετισμός αλληλοεπηρεάζονται αλλά δεν ταυτίζονται. Οι Ζαπατίστας κράτησαν γιατί εκμεταλλεύτηκαν τη διεθνή αλληλεγγύη κατά αριστοτεχνικό τρόπο και αυτό τους έδωσε ανάσα, χρόνο και πολιτική δύναμη. Η Ελλάδα δεν είναι η ζούγκλα της Λακαντόνα στο Τσιάπας, αλλά τα διδάγματα πρέπει να εξάγονται.

Ο συσχετισμός δυνάμεων σχετίζεται και με την ιεράρχηση τριών σημαντικών παραγόντων: Εσωτερική αντίδραση (διαπλοκή, 4-5 μεγάλες «οικογένειες», ΜΜΕ, πολιτικό σύστημα). Ευρωκρατία, δανειστές και αγορές. Γεωπολιτικά τόξα και συναρθρώσεις τους. Ποιος είναι ο πιο «αδύναμος κρίκος»; Παίρνοντας φιλολαϊκά μέτρα, κτυπώντας τη διαπλοκή, προωθώντας τη δημοκρατία παντού, δημιουργείται μια ισχυρή βάση ισχύος στο εσωτερικό. Τέτοια που επιτρέπει και την εκμετάλλευση των όποιων ρωγμών που φέρνουν αντιμέτωπους τους «μεγαπαίκτες», αλλά και δίνει περιθώρια για διαπραγμάτευση που δεν θα ισούται με εγκλωβισμό.

Ο κύκλος που ξεκινά με την «νεοπολίτευση» είναι ανοικτός: Αν επικρατήσουν οι φοβικές ισορροπίες (ανοίγματα προς το παλιό πολιτικό προσωπικό, ακόμα και η υπόθεση της Προεδρίας, μέχρι και σήμερα σέρνεται η πρόταση για Αβραμόπουλο!), τότε αντί για Πολιτική με το λαό στο προσκήνιο, θα κυριαρχήσει ο τακτικισμός και οι γέφυρες με τον συστημικό κόσμο. Ακόμα και οι αμφιλεγόμενες δηλώσεις για πακέτο μεταρρυθμίσεων που ίσως κατά 67% να μοιάζει με όσα επιζητά η τρόικα, δεν βοηθούν ιδιαίτερα και δείχνουν αμηχανία μπροστά στην απόφαση των ευρωκρατών να μην μας αφήσουν καθόλου χρόνο. Η κατεύθυνση «ούτε σύγκρουση, ούτε υποτέλεια» σε στιγμές που σε στραγγαλίζουν δεν είναι η πιο βοηθητική.

Η μετάβαση σε μια άλλη Ελλάδα πρέπει να υπηρετεί και να επιλύει τον «λαϊκό καημό» για δημοκρατία, ελευθερία, παραγωγική ανασυγκρότηση, πνευματική αναγέννηση. Αυτά σημαίνουν να είναι ο λαός υποκείμενο της μετάβασης. Το κοινωνικό μπλοκ της μετάβασης στήνεται και στηρίζεται κυρίως στο εσωτερικό, την ίδια στιγμή που πρέπει να αξιοποιεί κάθε μέσο διεθνούς αλληλεγγύης προς τους πολιορκημένους αλλά ελεύθερους Έλληνες.

Να μπει τέλος στη γερμανική Ευρώπη, αυτό τρομάζει σήμερα τους υποτιθέμενους σκληρούς. Να αναδειχθεί ένα μέτωπο των λαών του Νότου και των εργαζομένων όλης της Ευρώπης. Να εκδηλωθεί μια δημοκρατική επανάσταση στην Γηραιά Ήπειρο. Το παράδειγμα της Ελλάδας πρέπει να συνεισφέρει στο έργο αυτό. Εκεί έγκειται και η ιστορική σημασία της μετάβασης. Κάθε άλλος δρόμος συμβιβασμού θα οδηγήσει σε μια νέα εκδοχή επαναδανειοδότησης, αποτελμάτωσης και υποτέλειας.

 

Η «Νεοπολίτευση», άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.248,31/1/2015)

Νέος πολιτικός κύκλος ανοίγει για τη χώρα – Ποια χαρακτηριστικά θα έχει το καινούργιο τοπίο, μετά τη μεταπολίτευση και το μνημονιακό καθεστώς 

nepolitefsh-650x250

Με την ιστορικής σημασίας νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και το λαϊκό ρεύμα που υποστήριξε την απαλλαγή από το μνημονιακό καθεστώς, ξημερώνει μια νέα μέρα, ένα νέο πολιτικό τοπίο, που θα έχει άλλα χαρακτηριστικά από αυτά που ζήσαμε στους δύο προηγούμενους κύκλους που κλείνουν: Τον κύκλο της χρεοκοπημένης μεταπολίτευσης που πολιτικά κυριαρχήθηκε από τον δικομματισμό ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και χαρακτηρίστηκε από τη νομή της εξουσίας από τα κόμματα αυτά και την προώθηση μιας εκδοχής εκσυγχρονισμού αλά ελληνικά της μεταπρατικής δομής που παρέλαβαν. Τον κύκλο της μνημονιακής περιόδου με επικυριαρχία του μνημονιακού πολιτικού μπλοκ (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, μέσα από δικομματικές ή τρικομματικές κυβερνήσεις) που τιμωρήθηκε σκληρά για την αντιλαϊκή πολιτική που εφάρμοσε στα 4 χρόνια μνημονίου.

Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ορίζει και ανοίγει έναν νέο πολιτικό κύκλο, που ο Λάκης Λαζόπουλος ονόμασε «νεοπολίτευση» και στον οποίο η Αριστερά παίζει κεντρικό ρόλο, πρωταγωνιστικό. Η τιμωρία του μνημονιακού πολιτικού στρατοπέδου και η αφαίρεση της διακυβέρνησης από αυτό το αντιδραστικό και εθελόδουλο μπλοκ, το μπλοκ του «ναι σε όλα» προς την τρόικα, αποτελεί μια σημαντική στιγμή και τομή στην πολιτική ζωή του τόπου και αποτελεί μια απαρχή ενός νέου κύκλου που επηρεάζει και επιδρά στις εξελίξεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Ορισμένα χαρακτηριστικά της «Νεοπολίτευσης»

Τα βασικά χαρακτηριστικά του κύκλου που ανοίγει είναι η συνύπαρξη τριών πλευρών:

  • των προσδοκιών και δεσμεύσεων για μια φιλολαϊκή πορεία
  • των έντονων πιέσεων για μια συστημική παλινόρθωση
  • των ανοικτών μετώπων με τη διαπλοκή/διαφθορά εσωτερικά και την τρόικα/γερμανική Ευρώπη από την άλλη.

Και μόνο η συνύπαρξη αυτών των τριών πλευρών συν τις γεωπολιτικές πιέσεις που υπάρχουν, αναδεικνύει πως η ρευστότητα, η πυκνότητα, οι δυσκολίες και η μεταβατικότητα θα είναι σύμφυτα χαρακτηριστικά του νέου κύκλου. Είναι αλήθεια πως από την πρώτη μέρα μπήκαμε στα δύσκολα και καμιά απλοποιητική λογική δεν μπορεί να σταθεί έστω για ένα 24ωρο.

Πριν τις εκλογές ήταν φανερό ότι στην Ελλάδα επίκειτο ένας μεγάλος πολιτικός σεισμός που θα ταρακουνούσε όλα τα σχήματα που ήταν γνωστά μέχρι τότε. Είτε με τη μορφή της αυτοδυναμίας προς τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου ορμητικά θα άνοιγε μια πορεία αλλαγών και αντιπαραθέσεων, είτε με τη μορφή ενός μεγάλου αναγκαστικού συμβιβασμού, της «εθνικής συνεννόησης», όπου ένας αχταρμάς μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων μπαίνουν στο χορό της «εθνικής διαπραγμάτευσης».

Το αποτέλεσμα των εκλογών έδωσε μια οριακή και υβριδική απάντηση στο ζήτημα. Ούτε αυτοδυναμία, αλλά και ούτε κατάσταση «εθνικής συνεννόησης».

Ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς αυτοδυναμία, αλλά και χωρίς την ανάγκη να στηριχθεί σε μνημονιακές δυνάμεις ή φιλομνημονιακές (Ποτάμι), μπόρεσε εύκολα και γρήγορα να προσανατολιστεί στον σχηματισμό κυβέρνησης με τους αντιμνημονιακούς ΑΝΕΛ και να είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Με δυο λόγια να αποφύγει εν πρώτοις έναν σφιχτό εναγκαλισμό από κατεστημένες δυνάμεις. Κρατά δηλαδή την πρωτοβουλία των κινήσεων και αυτό είναι κρίσιμο.

Λίγες μέρες μετά τις εκλογές πήραμε μυρωδιά από το άρωμα της συνθετότητας και της δυσκολίας των καταστάσεων: δικομματική κυβέρνηση, υπουργικό συμβούλιο με πολλές ισορροπίες και ανθρώπους τεχνοκράτες, νομικούς, ειδικούς, ανοίγματα στο χώρο της ΔΗΜΑΡ και της Οικολογίας, εμπλοκή και θετική παρέμβαση στα θέματα της Ουκρανίας, επισκέψεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, επιστολές Ομπάμα και παράλληλα κυκλοφορία σεναρίων για ψήφιση του μνημονιακού Αβραμόπουλου στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Πλάι δηλαδή στην ανακούφιση από το διώξιμο της μνημονιακής κυβέρνησης και τον ερχομό μιας φρέσκιας κατάστασης, πλάι στη συγκλονιστική εικόνα του πρωθυπουργού στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, συνυπάρχουν πλείστες αντιφάσεις του ίδιου του εγχειρήματος που συσσωρεύουν απορίες και έντονα συνειδησιακά προβλήματα από τις πρώτες μέρες διακυβέρνησης.

Το εκλογικό αποτέλεσμα

Το εκλογικό αποτέλεσμα κατέγραψε τα ακόλουθα:

  • Σαφή τιμωρία του μνημονιακού πολιτικού συστήματος
  • Δημιουργία ενός ρεύματος προς τον ΣΥΡΙΖΑ που τον οδήγησε πολύ κοντά (οριακά) στην αυτοδυναμία και έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μεγάλος νικητής των εκλογών.
  • Σαφή νίκη του αντιμνημονιακού μπλοκ με τους ΑΝΕΛ όχι μόνο να διασώζονται αλλά και να ξεπερνούν το ΠΑΣΟΚ παρά τον πόλεμο που τους έγινε τα 3 τελευταία χρόνια.
  • Παραμένει υψηλό το ποσοστό της Ν.Δ. που επωφελήθηκε από την προπαγάνδα τρόμου και τη συσπείρωση μεσοστρωμάτων που νόμιζαν ότι μπορούν να επιβιώσουν με τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής και ίσως και να σταθεροποιήσουν τη θέση τους.
  • Η Χρυσή Αυγή κρατά δυνάμεις, είναι τρίτο κόμμα και δείχνει ότι υπάρχει ένα τμήμα πολύ θυμωμένο στην κοινωνία, που δεν εκφράστηκε τους τελευταίους μήνες παρά μόνο με αυτήν την ψήφο. Η Χ.Α. ίσως να εισπράξει από τη δυσαρέσκεια που δεν θα βρει καταφύγιο στις πολιτικές που θα εφαρμοστούν…
  • Το Ποτάμι δεν κατόρθωσε να είναι ρυθμιστής των εξελίξεων και μοχλός κουτσουρέματος του ΣΥΡΙΖΑ, στην περίπτωση που οι ΑΝΕΛ δεν έμπαιναν στη Βουλή. Παρόλα αυτά αποτέλεσε ένα σχετικά επιτυχημένο ανάχωμα στο να πάνε δυνάμεις προς τον ΣΥΡΙΖΑ (νέοι ψηφοφόροι κυρίως) και εκμεταλλεύτηκε τον αντικομματισμό που δικαιολογημένα υπάρχει σε διάχυτη μορφή.
  • Το ΚΚΕ διατήρησε τις δυνάμεις του και ο νέος γραμματέας μπορεί να απολογίζει πως αυξήθηκε κατά μία μονάδα και με έναν βουλευτή η δύναμη του κόμματος σε μια εξαιρετικά δύσκολη εκλογική μάχη. Η πολιτική συμπεριφορά του ΚΚΕ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και στο λαϊκό αίτημα «να φύγουν», έκανε πολύ άσχημη εντύπωση σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα, γι’ αυτό παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα η γενική επιρροή του.
  • Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμπιέστηκαν πολύ από τον ΣΥΡΙΖΑ και έτσι παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα (κάτω της μονάδας) ενώ οι δημοσκοπήσεις της έδιναν κάτι παραπάνω (έως 1,5%).
  • Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε από τα αριστερά του παρά την προσαρμογή μετά τις ευρωεκλογές και τα διάφορα ανοίγματά του. Η παραδοσιακή Αριστερά δεν ήξερε και δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί απέναντι σε ένα ιδιότυπο εγχείρημα και κλείνεται στα στερεότυπά της. Κινείται τελείως αμυντικά και φοβικά απέναντι σε ένα λαϊκό ρεύμα τιμωρίας και αλλαγής του μνημονιακού καθεστώτος.
  • Ο αριθμός των «τυφλών» ψήφων προς την Τελεία του Απ. Γκλέτσου ή προς την Ένωση Κεντρώων του Β. Λεβέντη δεν είναι μικρός (περίπου 3,6%) και δείχνει πως δεν είναι μικρό το τμήμα της κοινωνίας που έχει απηυδήσει από το πολιτικό σύστημα και τον λόγο/συμπεριφορά των κομμάτων.
  • Η συμμετοχή κινήθηκε σε συνηθισμένα επίπεδα διαψεύδοντας όσους νόμιζαν ότι σε αυτήν την κρίσιμη αναμέτρηση θα υπάρχει μεγαλύτερη προσέλευση. Γεγονός που πρέπει να προβληματίσει για τις τάσεις που υπάρχουν στο δεδομένο σύστημα εκπροσώπησης και αντιπροσώπευσης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές σε μια περίοδο που το μαζικό λαϊκό κίνημα είχε υποχωρήσει από το κεντρικό πεδίο, μετά από μια περίοδο προσαρμογής και προετοιμασίας μόνο για το έργο της διακυβέρνησης, χωρίς να υπάρχει ένα ενεργό λαϊκό ρεύμα και χωρίς να έχει γίνει σοβαρή προσπάθεια για τη δημιουργία του.

Κέρδισε τις εκλογές μετά από μια περίοδο συγκρατημένης, προσεκτικής, μετριοπαθούς πολιτικής για να πετύχει τον στόχο να μην εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας και να πάμε σε εκλογές. Ο κόσμος παρόλα αυτά δεν ήθελε απλά έναν καλύτερο διαπραγματευτή, και την ίδια στιγμή που δήλωνε αυθόρμητα «πως και τα μισά, ή το 1/10 αν κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ απ’ όσα υπόσχεται καλό θα είναι», στην ουσία ζητούσε και ποθούσε μια μεγάλη και βαθιά αλλαγή. Ο ΣΥΡΙΖΑ με μια πιο τολμηρή γραμμή και κυρίως συμπεριφορά, μπορούσε να κάνει έναν περίπατο, να τιμωρήσει σκληρά τη Ν.Δ. (και όχι να πάρει αυτή 27%, μόλις 100.000 ψήφους λιγότερες από το 2012) και να έχει την κυριαρχία στο πολιτικό σκηνικό και ενεργό στήριγμα το λαό και το λαϊκό κίνημα.

Το αίτημα που παραμένει δυνατό

Στο νέο πολιτικό κύκλο ο ρόλος του κάθε μέρους, ο πολιτικός χρόνος και οι τόποι άσκησης της πολιτικής διαφοροποιούνται σε σχέση με το τι ήταν μέχρι χθες. Καθοριστικό ρόλο θα παίζει η κυβέρνηση και στο πλαίσιό της μια μικρή ομάδα που θα έχει βαρύνουσα σημασία στην καθημερινή και στρατηγική άσκηση της κεντρικής πολιτικής. Θα έχει σημαντικό ρόλο και θα είναι τόπος άσκησης και εφαρμογής πολιτικών ο κρατικός, διοικητικός τομέας. Σε ορισμένες στιγμές η Κοινοβουλευτική Ομάδα θα κληθεί να πάρει κρίσιμες αποφάσεις.

Για το κόμμα δεν υπάρχει ακόμα καμία σοβαρή σκέψη και πρόταση, παρόλο που έχει εκφραστεί από κορυφαία στελέχη (π.χ. Γ. Δραγασάκης στην ομιλία στο «διαρκές συνέδριο») πως πρέπει να αναρωτηθούμε για το ρόλο και να αναβαθμίσουμε το ίδιο το κόμμα σε όλο το εγχείρημα.

Τέλος, καθοριστικός, σημαντικός και αποφασιστικός (όταν εξετάζουμε τα ζητήματα από αριστερή σκοπιά) είναι ο ρόλος που θα έχει, και μέσα από ποιες διαδικασίες, εγχειρήματα, κινήματα και νέους θεσμούς, η ίδια η κοινωνία. Η λαϊκή συμμετοχή, η παρουσία του λαού σε όλα τα επίπεδα, η οργάνωση του λαού, η υποκειμενική διάσταση του λαϊκού παράγοντα, ο λαϊκός έλεγχος και κυρίως η συνάντηση κινημάτων, προτάσεων, εγχειρημάτων και κυβέρνησης στην τροχιά μιας αλλαγής και όχι ενός συμβιβασμού στα κρίσιμα ζητήματα. Η κοινωνική διέξοδος, η αλλαγή της συνείδησης και του βαθμού συμμετοχής του λαού, το φρόνημά του μπροστά στις δυσκολίες, ο πολιτισμός εν γένει και η πολιτική εγρήγορση γύρω από κεντρικούς μεγάλους στόχους. Μεγάλους στόχους γύρω από κεντρικά ζητήματα όπως: η διαπλοκή και το πολιτικό σύστημα, η ευρωκρατία και το χρέος, τα γεωπολιτικά ζητήματα, η παραγωγική ανασυγκρότηση και κυρίως το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης.

Πολιτικοί και ιδεολογικοί κίνδυνοι

Σε κάθε περίπτωση στον νέο πολιτικό κύκλο, στην «νεοπολίτευση», με πρωταγωνιστή την Αριστερά, καραδοκούν ορισμένοι ιδεολογικοί και πολιτικοί κίνδυνοι:

  • Ο κίνδυνος της συστημικής παλινόρθωσης. Είτε με τη μορφή της σύντομης παρένθεσης, είτε από τα μέσα δηλαδή την απορρόφηση του ΣΥΡΙΖΑ και την κεντροαριστεροποίηση της πολιτικής του σαν μοναδικής δυνατότητας. Ιστορικά οι παλινορθώσεις έγιναν και με τους δύο τρόπους: είτε με ανατροπή από εχθρικές δυνάμεις είτε με εκφυλισμό και πτώση.
  • Ο κίνδυνος της ενσωμάτωσης μέσα από τον κυβερνητισμό, τον κρατικισμό, τη δημόσια διοίκηση. Χωρίς μεγάλες μεταβολές και με παραμονή στο υπάρχον θεσμικό και κρατικο-διοικητικό σύστημα, η συμμετοχή και απορρόφηση δυνάμεων μέσα από τους μηχανισμούς αυτούς δεν παράγει αναζωογόνηση, αλλά γραφειοκρατία, ρουτίνα, εκφυλισμό. Η λαϊκή συμμετοχή και η εφευρετικότητα για χώρους συμμετοχής πρέπει να είναι ένα αντίδοτο σε αυτές τις φυσιολογικές τάσεις που θα αναπτυχθούν.
  • Ο διασκορπισμός των αριστερών σκεπτόμενων προοδευτικών δυνάμεων σε ειδικούς τομείς, κι όχι η συγκέντρωσή τους σε τομείς κρίσιμους και αποφασιστικούς.
  • Η αποδιάρθρωση της κοινωνικής θέλησης και δυναμικής και, αν θέλετε, ακόμη της ίδιας της Αριστεράς, ως ρόλου υποκειμένου μετάβασης και εκφραστή μεγάλων ιστοριών αιτημάτων – κινημάτων.

Συμπέρασμα

Σαν συμπέρασμα όλων των παραπάνω, προκύπτει πως είναι αναγκαία:

  • μια σύνθετη αριστερή οπτική που θα αφουγκράζεται τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες που δημιουργούνται στον νέο κύκλο που έχουμε εισέλθει
  • μια δράση πιο αιχμηρή, πιο βαθιά, πιο αποτελεσματική
  • μια κίνηση που να δημιουργεί τη συνάντηση κινημάτων, πρωτοβουλιών και λαϊκής συμμετοχής και ελέγχου
  • ένα πολιτικό ρεύμα στήριξης και ελέγχου της πορείας που άνοιξε ο νέος κύκλος.

Η λαϊκή παρουσία επομένως είναι πάλι το «κλειδί». Είναι αδύνατο να φανταστούμε μια αφαίρεση από το προσκήνιο, του λαϊκού κινήματος, της λαϊκής συμμετοχής, των κινημάτων, των αντιδράσεων, της αμφισβήτησης. Ανάμεσα στην κυβέρνηση και το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο (οικονομία και εν γένει κοινωνία) υπάρχει ένας πλούσιος ιστός κοινωνικής δραστηριότητας που πρέπει να πάρει υπόσταση και να αποτελέσει πρωταγωνιστική δύναμη: ένα λαϊκό πολιτικό ρεύμα–κίνημα, που δίνει στήριξη, ελέγχει, κριτικάρει, συμπληρώνει, μετασχηματίζει την κρατική κυβερνητική παρέμβαση. Αυτά μπορούν να δώσουν ορμή και ρυθμό, περιεχόμενο και λαϊκότητα στην αναγκαία μετάβαση σε μια άλλη Ελλάδα. Η ελπίδα πρέπει να ανοίγει δρόμους μιας άλλης κοινωνίας.

Tagged : /