Ρευστοποίηση και αποπροσανατολισμός- Άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.275 -29/8/2015)

Η επιβολή της συστημικής παλινόρθωσης, η αποδιάρθρωση του ΣΥΡΙΖΑ και ο κυνισμός των επιτελείων

Δύο είναι τα κεντρικά στοιχεία της συγκυρίας σε ελλαδικό επίπεδο, από πλευράς διεργασιών στο πολιτικό σκηνικό και στην κοινωνία: Αφενός η ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού και όλες οι εξελίξεις που συντελούνται στο έδαφός της. Αφετέρου ο αποπροσανατολισμός και η σύγχυση που επικρατεί στην κοινωνία και ειδικά στο μεγάλο εκείνο τμήμα της που για 5 χρόνια αγωνίστηκε, προσπάθησε, πείσθηκε και πίστεψε ότι μπορούσε να μπει ένα φρένο ή να καλυτερέψει η κατάσταση σε σχέση με τη μνημονιακή πραγματικότητα.

Φυσικά και τα δύο στοιχεία συμπλέκονται με την πορεία που είχε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η διαπραγμάτευση, η υπογραφή του 3ου Mνημονίου. Με άλλα λόγια, η επιβολή της συστημικής παλινόρθωσης μέσα από τον ευτελισμό να προωθήσει το 3ο Μνημόνιο η δύναμη που παρουσιαζόταν ως πολέμια όλων των μνημονίων. Το σοκ δεν είναι μικρό, είναι μεγάλο, και με αυτό κλείνει ένας μεγάλος κύκλος για τον πολιτικό αγώνα, τον αντιμνημονιακό αγώνα, τις προσπάθειες της κοινωνίας για μια άλλη πορεία.

Η πορεία της χώρας υπό μνημονιακά ειδικά καθεστώτα έχει ανατινάξει το πολιτικό σύστημα, το έχει αποσταθεροποιήσει από τις σταθερές του και επομένως από μια πλευρά, η ρευστοποίηση δεν είναι κάτι που πρέπει να ξαφνιάζει. Με τους αγώνες της περιόδου 2010-2012 και τις επανωτές εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου 2012, ο δικομματισμός γκρεμίστηκε. Ενώ λίγο πριν, η βουή της αυθόρμητης εισβολής του λαού σε όλες τις παρελάσεις για το «Όχι» του 1940 με σύνθημα «Όχι στη νέα κατοχή», έτρεψε σε φυγή μια κυβέρνηση (του Γ.Α. Παπανδρέου) που είχε εκλεγεί με 44%.

Από το 2012 έως το 2014 έγιναν συνειδητές προσπάθειες και από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να ποδηγετηθεί κοινοβουλευτικά αυτό το λαϊκό μαζικό κίνημα και διάθεση, να συνετιστεί, να δώσει τη σκυτάλη στην «ανάθεση», στην υπεύθυνη πολιτική. Παράλληλα, έγιναν μεθοδεύσεις να στειρωθεί το λαϊκό αίσθημα από «υπερβολές» όσον αφορά: το πολιτικό σύστημα (τιμωρία όσων έφταιξαν), τη φανερή επιβολή μιας οικονομικής κατοχής της χώρας (η λέξη «κατοχή» εξοβελίστηκε) και άλλα τέτοιας κατεύθυνσης. Τέλος, όλα παραπέμφθηκαν στη στιγμή που θα ερχόταν η κυβέρνηση της Αριστεράς. Η αριστερή κυβέρνηση θα έλυνε όλους τους γόρδιους δεσμούς…

 

Τους τρώνε τα μνημόνια

Μέσα σε λίγους μήνες, η μεν κυβέρνηση (και το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ) έσπασε τα μούτρα της γιατί σκόνταψε σε στρατηγικά ζητήματα που νόμιζε ότι θα τα επιλύσει με ευκολία – έτσι ανατινάχθηκαν όλα τα συνθήματα, οι υποσχέσεις και φάνηκε μια τεράστια ανυπαρξία κεντρικών σχεδιασμών για κρίσιμους τομείς της διακυβέρνησης. Η δε αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να σταθεί καν, αποξενωμένη και σε αντίθεση με τον λαϊκό παράγοντα που της χρέωνε τη μνημονιακή πολιτική.

Ξανά ο λαϊκός ριζοσπαστισμός έδειξε μεγάλη παρουσία και απέχθεια για το παλιό πολιτικό σύστημα, γενικά, όταν ψήφισε 62% «όχι» στο δημοψήφισμα. Το βράδυ του δημοψηφίσματος παραιτήθηκε ο Αντ. Σαμαράς και η Ν.Δ. έμπαινε σε κρίση. Κι εκεί που φαινόταν ότι κυριαρχεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό, έρχεται η εβδομάδα 6 – 12 Ιουλίου, υπογράφει φαρδιά-πλατιά το μνημόνιο και ρίχνει το λαϊκό αίσθημα από τον ουρανό στα τάρταρα. Τα όσα μεσολάβησαν τον Αύγουστο στη Βουλή επιβεβαιώνουν πως όποιος ακολουθεί μνημονιακές πολιτικές (και εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ) πέφτουν γρήγορα και ραγδαία.

Επομένως, η ρευστοποίηση δεν αφορά μόνο κλασικές αστικές δυνάμεις που υπηρέτησαν μνημόνια και μεταπρατισμό. Στο χώρο αυτό μπαίνει πλέον και μια δύναμη που συγκέντρωσε δύναμη σε αντιμνημονιακή βάση, που μεταλλάσσεται και αποτελεί παράγοντα παραπέρα ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού.

Αν θέλουμε να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, η αποσάθρωση του ΣΥΡΙΖΑ και ο ραγδαίος ρυθμός της, αποτελεί το πιο έκδηλο και κορυφαίο στοιχείο της ρευστοποίησης και θα καθορίσει τις εξελίξεις και τους συσχετισμούς.

Ο Αλ. Τσίπρας τζόγαρε πάνω στη ρευστοποίηση. Ήξερε πως το μνημόνιο που έφερνε θα τον έφθειρε γρήγορα. Έπρεπε πρώτα να περάσει τα προαπαιτούμενα και το κυρίως μνημόνιο και γνώριζε πως ένας από τους όρους για να προχωρήσει στη μνημονιακή καθεστωτική πολιτική ήταν να απαλλαγεί από βαρίδια μέσα στο κόμμα του. Άλλωστε από νωρίς είχαν στοχοποιηθεί μικρές ομάδες «ταραξιών» μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την Κοινοβουλευτική του Ομάδα και στη συνέχεια στοχοποιήθηκε ο χώρος της Αριστερής Πλατφόρμας. Το τζογάρισμα του Τσίπρα και του Μαξίμου στηρίζονταν στις ενορχηστρωμένες προσπάθειες να πλασάρουν την ιδέα ότι απειλείται και κινδυνεύει με πτώση από εσωκομματικούς του αντιπάλους. Όχι από την πολιτική που αποφάσισε να ακολουθήσει. Επομένως, γρήγορη προσφυγή στις κάλπες χωρίς τα «βαρίδια του κόμματος» κι έτσι να έχει λυτά τα χέρια του για τις νέες συνθέσεις των μνημονιακών κυβερνήσεων, υπό την πλαστή του κυριαρχία. Ο στόχος του ήταν να επιβληθεί στους πολιτικούς αντιπάλους, να διατηρήσει την πρώτη θέση στις εκλογές και να πρωθυπουργεύσει ο ίδιος και το περιβάλλον του. Εντελώς κυνικά, δημοσιογράφος της Αυγής σε τηλεοπτική εκπομπή -απαντώντας σε κριτικές της αντιπολίτευσης- έλεγε πως το κρίσιμο ζήτημα σε αυτήν τη χώρα είναι ποιος έχει την εξουσία, ποιος διορίζει, ποιος μοιράζει κονδύλια κ.λπ., και αυτός θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο καθαρά και απλά. Δεν υπάρχει κανένα θέμα άλλης πορείας, τομών, αλλαγών κ.λπ. Ποιος κάνει το κουμάντο – τίποτα παραπάνω.

Το τζογάρισμα προχωρά έως ένα σημείο και επειδή η εσωκομματική αντιπολίτευση και η αντίδραση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, στη Βουλή, ήταν μιας ορισμένης ποιότητας («στηρίζουμε την κυβέρνηση, καταψηφίζουμε τα μνημόνια», ούτε ένας δεν πρόλαβε να ανεξαρτητοποιηθεί ή να παραιτηθεί) και ο Αλ. Τσίπρας τους πρόλαβε προχωρώντας στην παραίτηση της κυβέρνησης και οδηγώντας αυτός σε πρόωρες εκλογές.

Όμως ο ίδιος, ενώ είχε υπολογίσει τις αντιδράσεις των διαφωνούντων που μάλιστα θα τις παρουσίαζε και ως άλλοθι των αποφάσεών του, δεν είχε υπολογίσει το βάθος και την ένταση της αποσάθρωσης του ίδιου του κόμματος. Η χαριστική βολή στο τέλος του ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερού εγχειρήματος δόθηκε από τη μαζική παραίτηση στελεχών των «53», από την παραίτηση του γραμματέα της Κ.Ε. Τάσου Κορωνάκη και πολλών άλλων που, ιστορικά, χρεώνονταν στο στενό περιβάλλον του. Η αποχώρηση αυτού του τμήματος αφαιρεί κάθε ιδεολογικό μανδύα από τον ΣΥΡΙΖΑ που εντελώς ξαφνικά και απότομα μετατρέπεται σε κάτι σαν Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας – και ο Τσίπρας σε κάτι σαν τον Ρέντσι. Σε όλη την πορεία μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγικό και μνημονιακά μεταλλαγμένο χώρο, η αντίληψη για το κόμμα ήταν πως αποτελεί βαρίδι που θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να απαλλαγεί από αυτό. Ο Γ. Δραγασάκης είχε μιλήσει στην τελευταία Κ.Ε. του πάλαι ποτέ ΣΥΡΙΖΑ για «επανίδρυση» του κόμματος. Φυσικά, κανείς από το επιτελείο του Αλ. Τσίπρα δεν περίμενε αυτήν τη μαζική ραγδαία αποδιάρθρωση ολόκληρου του κόμματος που φτάνει στο σημείο να μην μπορούν να συμπληρωθούν ψηφοδέλτια, πέρα από τους πρόθυμους να επανεκλεγούν από λίστες που θα αποφασίσει η ηγεσία.

Ο χρόνος, λοιπόν, είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του Τσίπρα γιατί η ενορχήστρωση που έστησε για να εκμεταλλευτεί προς όφελός του τη ρευστοποίηση, δεν προχωρά όπως θα ήθελε και αποκαλύπτεται στα μάτια της κοινής γνώμης, απογυμνωμένος και κάθε μέρα που περνά αυτό φαίνεται και περισσότερο.

 

Ο αποπροσανατολισμός και η σύγχυση

Πιο σημαντικό στοιχείο στη συγκυρία είναι το στοιχείο του αποπροσανατολισμού και της σύγχυσης στην οποία βρίσκεται η κοινωνία. Ο τρόπος που σκέπτεται, βιώνει, συνειδητοποιεί όσα λέγονται και γίνονται, η ματαίωση κάθε ελπίδας για κάτι καλύτερο, ο τρόπος που βλέπει να εξελίσσονται τα πράγματα μαζί με την ανημπόρια να επηρεάσει κάπως όσα γίνονται, η απογοήτευση, η οργή και ο θυμός για το δούλεμα και την κοροϊδία που τρώνε διαρκώς, για τον απίστευτο καριερισμό και πολιτικαντισμό και η αποξένωση που νιώθουν από το πολιτικό σύστημα. Όλα αυτά επενεργούν και διαμορφώνουν τη συμπεριφορά και τη στάση του λαϊκού παράγοντα.

Μια κουρασμένη και βαθιά απογοητευμένη κοινωνία, που έχει να λύσει τρομακτικά προβλήματα επιβίωσης, βλέπει πολιτικές εξελίξεις που γίνονται σαν η κοινωνία να μην υπάρχει, σαν οι μόνοι πρωταγωνιστές να είναι ο Σόιμπλε, η Μέρκελ και ο μεταμορφισμός των επαγγελματιών πολιτικών που υποστηρίζουν το σύστημα σε κάθε στροφή του, σε κάθε ανάγκη του. Στην περίπτωση της χώρας, σε αυτήν την κατηγορία μπαίνει σούμπιτη και η Αριστερά, ως μέρος του συστήματος, και δεν μπορεί κανείς να παρουσιάζεται άμοιρος ευθυνών για όλα αυτά όταν π.χ. ήταν υπουργός μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες. Για να μη χαθεί η αίσθηση της σοβαρότητας…

 

Σε δύο επίπεδα

Ο αποπροσανατολισμός έχει δύο επίπεδα. Αφορά κυρίως το μαζικό επίπεδο, δηλαδή το πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι όλα αυτά που συμβαίνουν – κι έτσι μπορεί στον ίδιο άνθρωπο να παρατηρηθεί ταυτόχρονα η συνύπαρξη σημαντικών και βαθιών διαπιστώσεων και των πιο ασυνάρτητων παραδοξολογιών. Οι δε κορυφές, ενώ υπάρχει η συνείδηση της αχρηστίας τους, αμέριμνες συνεχίζουν να εργάζονται για να αδράξουν ευκαιρίες μακριά από τα προβλήματα της κοινωνίας και της χώρας. Η χώρα οδεύει προς μια μεγάλη καταστροφή από πολλές απόψεις και κανείς δεν μιλάει ακριβώς γι’ αυτό το πρόβλημα. Όλοι έχουν το νου τους στα ποσοστά, στις λίστες, στο πώς «θα τη βγάλουν» ή πώς θα αρπάξουν μια ευκαιρία.

Το μεγάλο επίδικο είναι να εργαστούμε συνειδητά για την αντιμετώπιση του αποπροσανατολισμού και της σύγχυσης, γνωρίζοντας πως για να ανοίξει ένας νέος κύκλος με ενδιαφέροντα εγχειρήματα χρειάζεται και χρόνος και χώνεμα της πρόσφατης πείρας. Κυρίως, όμως, πρέπει να «σηκωθούν τα μανίκια» και να καταλάβουμε πως η όποια προοπτική δεν μπορεί να στηρίζεται στο τι και γιατί έγινε έτσι ή αλλιώς, αλλά να στηριχθεί στο πραγματικό επίδικο: στο δια ταύτα, σήμερα και αύριο με τους όρους που έχουν δημιουργηθεί, τις δυνατότητες που υπάρχουν, στις ανάγκες που πρέπει να εκφραστούν. Και, συγγνώμη, αυτά δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν στο έδαφος της μικροπολιτικής, του πολιτικαντισμού, της αναπαραγωγής εκλογικών και άλλων μηχανισμών. Δεν μπορούν να γίνουν αν δεν ξεριζωθεί η ιδέα που έχει σφηνωθεί στα μυαλά πολλών ότι ο αποφασιστικός τόπος είναι η Βουλή και οι άλλοι θεσμοί. Ειδικά μετά από μια τέτοια ήττα, δεν επιτρέπεται τέτοιο σούρσιμο διανθισμένο με μεγάλα προεκλογικά λόγια.

http://www.e-dromos.gr/refstopoihsh-kai-apoprosanatolismos/

Tagged : /

H μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ -Άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.274 -01/8/2015)

Επένδυση όλων των δυνάμεων στην οικοδόμηση ενός πολιτικού κινήματος διεξόδου

 

Από πολλές πλευρές ακούγεται ότι είναι πιθανή η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από την στιγμή που εισάγει και στηρίζει το 3ο Mνημόνιο. Η μετάλλαξη περιγράφεται σαν απειλή, σαν ένα ενδεχόμενο κοντινό ή και μακρινό, όχι όμως συντελεσμένο.

Πολλοί που τώρα αναγκάζονται να μιλήσουν για έναν τέτοιο κίνδυνο, δεν συνειδητοποιούσαν για καιρό την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Μια πορεία προσαρμογής και κεντροαριστεροποίησης, ποδηγέτησης του ριζοσπαστισμού στα πλαίσια μιας κυβερνητικής εναλλαγής και μιας «διαπραγμάτευσης» που θα είχε αίσιο τέλος.

Αρκετοί, μάλιστα, όχι μόνο δεν προειδοποιούσαν για την πιθανή κατάληξη αυτής της πορείας, αλλά συναίνεσαν σε αρκετές επιλογές με την γραμμή «τώρα πρέπει να στηρίξουμε και να πάρουμε μέρος στην κυβέρνηση, έπειτα βλέπουμε».

Έτσι όμως άνοιγαν το δρόμο στη διάσταση «Μαξίμου-ΣΥΡΙΖΑ», που ήταν ο τελευταίος σταθμός της πορείας προς τη μετάλλαξη. Η πορεία αυτή ολοκληρώνεται με τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε μνημονιακό κόμμα, συμμέτοχο του παλιού πολιτικού συστήματος, κύριο παράγοντα του μπλοκ των 230 «ναι» στην Βουλή όπου εφαρμόζουν τα προαπαιτούμενα. Κόμμα που συμβάλλει έτσι πρωταγωνιστικά στην πρόσδεση της χώρας στην παράταξη του «Mένουμε Ευρώπη και ευρώ πάση θυσία», ακόμα κι αν διαλύεται η κοινωνική συνοχή και η χώρα βυθίζεται στην κατάσταση της «αποικίας-χρέους» για δεκάδες χρόνια ακόμα.

Και όλα αυτά από μια κυβέρνηση Αριστεράς, της πρώτη φορά Αριστεράς (ΠΦΑ) που σε απίστευτα μικρό χρονικό διάστημα τίναξε στον αέρα υποσχέσεις, θέσεις, δεσμεύσεις, στοιχεία προγράμματος για να κυβερνήσει (κυβερνώσα Αριστερά γαρ) με τον πιο τυχάρπαστο, πρόχειρο, ερασιτεχνικό τρόπο και με όλα τα στοιχεία της αστικής πολιτικής στο τιμόνι: Διαρροές, απειλές, διαπόμπευση πρώην συνεργατών, πραξικοπήματα και βέβαια με όλες τις κοινοβουλευτικές πρακτικές που είχαν επινοήσει και μεθοδεύσει οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνητικές πλειοψηφίες (ΠΝΠ, νόμοι-εξπρές, μνημόνια σε ένα άρθρο κ.λπ.).

Έτσι, η ΠΦΑ «σώζει» την πατρίδα! Μαζί με τον παλιό πολιτικό κόσμο που της κρατάει τα… σωληνάκια στις ψηφοφορίες και μαζί με τους ΑΝΕΛ που ξεπέρασαν εύκολα τόσους αντιμνημονιακούς όρκους για μερικές θέσεις στην Βουλή, την κυβέρνηση και τους διάφορους οργανισμούς. Και μαζί φέρνουν το δέσιμο της χώρας στη φίλη-σύμμαχο, τις ΗΠΑ, που ο Γ. Δραγασάκης φρόντισε κι αυτός να ευχαριστήσει, μιμούμενος το περίφημο «ευχαριστούμε την κυβέρνηση των ΗΠΑ» του Κ. Σημίτη μια μέρα μετά την κρίση στα Ίμια…

 

Ποια στάση απέναντι σε μια συντελεσμένη μετάλλαξη;

Το ερώτημα διατυπώνεται με καθαρότητα, γιατί η απάντηση που δίνει ο καθένας πρέπει να είναι σαφής. Δεν μπορεί να στηρίζεται σε τακτικισμούς και σχεδιασμούς ορισμένων πόλων που δεν ανοίγουν όλα τα χαρτιά τους στο φως και καθαρά. Σημειώνουμε, χρειάζεται η τακτική, αλλά όταν όλα ανάγονται στην τακτική τότε γίνεται κάποιο λάθος.

Ζήτημα πρώτο. Δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρίση του οργανισμού ΣΥΡΙΖΑ, σαν αυτές που έχει γνωρίσει στην 10χρονη ιστορία του, ούτε σε μια νέα κρίση απλώς πιο βαθιά και έντονη. Δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα εκδοχή ηγεμονισμού του ΣΥΝ απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ και όσους τον συναποτελούν, όπως π.χ. το 2004 όταν διεκόπη η λειτουργία του, αφού ο ΣΥΝ αθέτησε όλες τις συμφωνίες για πλουραλιστική εκπροσώπηση στην Βουλή. Ή όπως λίγα χρόνια μετά, όταν αρνιόταν επίμονα την ιδιότητα του μέλους σε όσους πλησίαζαν τον ΣΥΡΙΖΑ και επιβαλλόταν ένα μόρφωμα που επίσημα ονομαζόταν «ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ» από τις στήλες της Αυγής.

Επίσης, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρίση κορυφής, σαν αυτή που εκδηλώθηκε με την αντιπαράθεση ανάμεσα στον Αλ. Αλαβάνο και την υπόλοιπη ηγετική ομάδα του ΣΥΝ. Κρίση ανεξήγητη για την βάση του οργανισμού, που «μπουσουλούσε» ανάμεσα σε πανελλαδικές συνδιασκέψεις και διάφορες ομαδοποιήσεις, για να σταματήσει ξανά την κοινή λειτουργία του και να χρειαστεί η «επανεκκίνηση» του 2011.

Τώρα συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό σε έκταση, ένταση, ποιότητα και αποτελέσματα: Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην διακυβέρνηση, έχει δηλαδή την ευθύνη της πορείας της χώρας, δεν είναι ένα μικρό αριστερό κόμμα της αντιπολίτευσης. Διαχειρίζεται το παρόν και συνάπτει συμφωνίες που αφορούν το μέλλον της κοινωνίας για αρκετές δεκαετίες. Εισάγει τώρα ένα τρίτο μνημόνιο, σκληρότερο και με τεράστιες οδύνες για την κοινωνία (τα περί «ταξικής μεροληψίας» και αναδιανομής με ιδιαίτερα κριτήρια, είναι για να αποκοιμίζουν όσους θέλουν να κοιμούνται βαθύ ύπνο). Κυβέρνησε έξι μήνες στην τροχιά της χρεοκοπίας και δεν ξέρουμε τι ακόμα είναι πρόθυμο να υπογράψει το επιτελείο του, φτάνει να παραμένει στην διακυβέρνηση. Δεν δεσμεύεται, άλλωστε, πλέον από τίποτα και καθημερινά βεβαιώνει ότι κάθε εναλλακτική οδηγεί στην κόλαση.

Ζήτημα δεύτερο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί μια μετάλλαξη, όχι γιατί οι Οργανώσεις Μελών του έγιναν κάτι άλλο ή αλλαξοπίστησαν, αλλά γιατί στα αποφασιστικά πεδία της πολιτικής (κράτος, πολιτικό σύστημα, ηγεσία κόμματος, κυβέρνηση, κοινοβουλευτική ομάδα) έχουν επιβληθεί μνημονιακές πολιτικές και συμφωνίες. Σε αυτά τα πεδία, γίνεται αποδεκτή, δικαιολογείται και στηρίζεται μια καταστροφική πολιτική σε πλήρη αντίθεση με όσα διακηρύσσονταν και περίμενε ο κόσμος από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτή η μετάλλαξη δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Η πασοκοποίηση του κόμματος, η μετατροπή του σε αρχηγικό κόμμα με παλαιοκομματικές πρακτικές, η σύνθεση της κυβέρνησης, η υποβάθμιση όλης της πολιτικής σε μια αποτυχημένη «διαπραγμάτευση» και ο τρόπος που έγινε η πλήρης συνθηκολόγηση, επιδεικνύουν έναν κυνισμό που είναι συνακόλουθο στοιχείο του κυβερνητισμού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ό,τι απομείνει από αυτόν ως μεταλλαγμένο κόμμα, θα σύρεται στο πολιτικό σκηνικό ως κεντροαριστερός εταίρος και θα συναγωνίζεται με μια κεντροδεξιά εκδοχή –σε πλήρη εναρμόνιση με τους μνημονιακούς ευρωκρατικούς και ευρωατλαντικούς όρους. Η μετάλλαξη ορίζει μια νέα ποιότητα και ένα σημείο χωρίς επιστροφή.

Ποια στάση επομένως απέναντι στο μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ; Ποια στάση απέναντι στην κυβέρνηση που αυτός συγκροτεί, ποια η στάση απέναντι στο Μαξίμου; Ποια στάση απέναντι σε ένα κόμμα φορέα της μνημονιακής προσαρμογής, σε ένα κόμμα που υπηρετεί αυτήν την πολιτική, αποδέχεται και στηρίζει την αυτήν την κυβέρνηση, δικαιολογώντας τις επιλογές της.

Δεν χωράνε πολλές απαντήσεις στο ερώτημα αυτό: Πλήρης πολιτικός διαχωρισμός, πλήρης αποστασιοποίηση από τη μετάλλαξη που έχει συντελεστεί και κατάδειξή της. Συνέχιση του αγώνα ενάντια στην καταστροφή που φέρνει η ευρωκρατία στη χώρα, συνέχιση της πάλης για διέξοδο της χώρας από την καθολική κρίση. Επένδυση όλων των προσπαθειών στο να χτιστεί το βασικό που έλλειψε και λείπει: Ένα πολιτικό κίνημα διεξόδου. Τα καθήκοντα αυτά αναγκαστικά έρχονται σήμερα σε σύγκρουση με τον μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν είναι ώρα για μεμψιμοιρίες, ούτε ώρα ιδιαίτερων τακτικών. Είναι ώρα καθαρών εξηγήσεων και δήλωση προθέσεων για τη συνέχεια. Διάφορα επεισόδια μπορεί να εξελιχθούν με αντικείμενο «τι μπορεί να περισωθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ». Αλλά πρώτα πρέπει να βγουν συμπεράσματα και απολογισμοί για την διανυθείσα πορεία, αν φυσικά ενδιαφερόμαστε για κάτι βαθύ, ουσιαστικό, πραγματικά ενδιαφέρον.

http://www.e-dromos.gr/i-metallaksi-tou-suriza/

Tagged : / /

Τι άλλο χρεοκοπεί, εκτός από τη χώρα, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.272, 18/7/2015)

Κατάρρευση τακτικών, στρατηγικών, στερεότυπων και εύκολων απαντήσεων

 

Η χώρα μας έχει μπει σε τροχιά χρεοκοπίας και βίαιης εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, της οικονομίας, της κυριαρχίας της, μέσα από τις νέες -αλλά και κλασικές- μορφές ιμπεριαλιστικής επιβολής. Επανειλημμένα έχει υποστηριχθεί από τις στήλες αυτής της εφημερίδας ότι η Ελλάδα δεν λογαριάζεται ως χώρα του πυρήνα της Ευρώπης, ούτε καν ανήκει στον λεγόμενο Νότο. Στους σχεδιασμούς των ευρωκρατών είναι κάτι υποδεέστερο: «νότος του Νότου». Πρέπει να εξομοιωθεί με «χώρα-σκουπίδι», όπως έγινε με τις χώρες της Aνατολικής Ευρώπης αμέσως μετά την κατάρρευση. Και όχι μόνον. Χώρα-προτεκτοράτο σε μια δύσκολη περιοχή όπου συναντούνται διεθνή γεωπολιτικά τόξα. Προγεφύρωμα ή και πεδίο βολής, περιοχή πειραματισμών μοντέλων προς εξαγωγή για άλλες ευρωπαϊκές περιοχές. Τέτοιες αναφορές ήταν συχνά δυσάρεστες σε κύκλους και χώρους της Αριστεράς που ήθελαν να αγνοούν πεισματικά αυτές τις διαστάσεις του νεοελληνικού προβλήματος και της καθολικής κρίσης, μένοντας προσκολλημένοι σε στερεότυπα που ένα-ένα καταρρέουν εκκωφαντικά.

Χρεοκόπησε ο ευρωπαϊσμός σε όλες τις εκδοχές του. Η Ε.Ε. και όλοι οι θεσμοί που έχουν οικοδομηθεί σαν υλική συμπύκνωση συμφερόντων των ισχυρών κρατών και του μονοπωλιακού κεφαλαίου, «ολοκληρώνονται», μέσα από τη συνταγή του νεοφιλελευθερισμού, στη μορφή της γερμανικής Ευρώπης και των δορυφόρων της. Αυτή οδηγεί σε διαρκή και βαθιά κρίση και πυροδοτεί αντιθέσεις με άλλες δυνάμεις που νοιώθουν τον ασφυκτικό γερμανικό εναγκαλισμό. Οι στρατηγικές για τον νότο του Νότου, για την Ελλάδα δεν διαβάστηκαν σωστά και έτσι όλη η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε στη δυνατότητα εύκολης συμφωνίας με τους «εταίρους».

Δεν διαβάστηκαν καλά και οι ευρωατλαντικές σχέσεις και θεωρήθηκε ότι η βοήθεια και παρέμβαση των ΗΠΑ θα διευκόλυνε την επίτευξη συμφωνίας. Όλα ήταν διαφορετικά και πιο σύνθετα. Το «μένουμε Ευρώπη» για να αποφύγουμε το GRexit θα χρεοκοπήσει κι αυτό, γιατί καμία ευρωπαϊκή δύναμη δεν νοιάζεται ακριβώς για την σωτηρία μας… Εσωτερικά, το «μένουμε Ευρώπη για να αποφύγουμε το GRexit» στηρίζεται από το παλιό πολιτικό σύστημα μαζί με τον μνημονιακά μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική κρίση είναι διαρκής και οι ψευδαισθήσεις για κυριαρχία και ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του Αλέξη Τσίπρα δοκιμάζονται αρκούντως. Μπήκαμε διά της ευρωπαϊκής οδού στην «επόμενη μέρα», όπου όλα θα είναι διαφορετικά.

Χρεοκόπησε ο κυβερνητισμός (το «εργαλείο», όπως λέγεται τελευταία από τους προπαγανδιστές του Μαξίμου, που δεν το εγκαταλείπεις αλλά το χρησιμοποιείς έως την τελευταία στιγμή). Δηλαδή, η ιδέα και η πρακτική πως μπορεί να προκύψουν σοβαρές και μεγάλες αλλαγές χωρίς την παρεμβολή του λαϊκού παράγοντα, πως είναι αρκετό να βάλεις στο χέρι την διακυβέρνηση της χώρας και όλα μπαίνουν στον αυτόματο πιλότο. Η ιδέα πως μια κυβέρνηση μπορεί να κάνει τα πάντα χωρίς τον λαϊκό παράγοντα ή με επίκλησή του όποτε θέλει για να συνεχίσει να κάνει ό,τι νομίζει χωρίς να δίνει λογαριασμό. Μια κυβέρνηση, ένα μικρό επιτελείο και στην συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς καμιά πείρα, να διαχειριστεί μια χώρα και μια μείζονα καθολική κρίση.

Αποδεικνύεται περίτρανα πως χωρίς τομές στο πολιτικό σύστημα, το «εργαλείο» έχει τις δικές του νόρμες και τους δικούς του κανόνες και έρχεται η στιγμή που διαπιστώνεις ότι δεν το ελέγχεις και γίνεσαι υποχείριο αυτού που κατέχει την πραγματική εξουσία. Τώρα το «εργαλείο» είναι στα χέρια των δανειστών, των «θεσμών», της τρόικας και μάλιστα με την υπογραφή της κυβέρνησης της Αριστεράς… Όταν στο τιμόνι μπαίνει η κεντροαριστεροποίηση, και μάλιστα σε συνθήκες μνημονιακής εμβάθυνσης, τότε οδηγούμαστε σε διαρκή ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού και κρίση εκπροσώπησης -μια κλασική πολιτική κρίση.

Χρεοκόπησε η λογική των εύκολων λύσεων και των αυτοματισμών. Ο ΣΥΡΙΖΑ επέμενε ότι υπάρχει Πρόγραμμα (Θεσσαλονίκης), είναι κοστολογημένο, θα καταργηθεί ο ΕΝΦΙΑ, στα 12.000 ευρώ το αφορολόγητο, «ψηφίστε με για να το υλοποιήσω»… Η πραγματικότητα εξελίχθηκε διαφορετικά. «Θα σας φέρω συμφωνία και θα είναι μέρα μεσημέρι». «Θα είναι και αμοιβαία επωφελής». Η πραγματικότητα εξελίχθηκε πολύ διαφορετικά. «Θα σκίσω τα μνημόνια, θα πρωτοτυπήσω και θα εφαρμόσω το πρόγραμμά μας». Η πραγματικότητα διέψευσε αυτές τις διακηρύξεις. Η απάντηση στην καθολική κρίση που έχει βυθιστεί η χώρα απαιτεί σοβαρή και σύνθετη πολιτική διεξόδου, σε πόλεμο με τις «λύσεις ευκολίας» και την ακατάσχετη προχειρότητα.

Χρεοκόπησε η λογική της «διαπραγμάτευσης». Κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος η μονομέρεια και η εξάντληση όλου του κυβερνητικού έργου στο ζήτημα της «διαπραγμάτευσης». Η «διαπραγμάτευση» ως επιλογή και μάλιστα «χωρίς σύγκρουση» (όπως αποφασίστηκε τον Αύγουστο του 2014) στηρίζονταν στην ιδέα ενός εύκολου συμβιβασμού με την ευρωπαϊκή πλευρά και παράλληλα έφερε στην επιφάνεια μια άλλη οργανική ανικανότητα της κυβέρνησης Τσίπρα: Δεν κατάλαβε την παγίδευση που είχε οργανωθεί, την υποτίμηση, πίστεψε ότι έστω την τελευταία στιγμή θα υποχωρούσαν. Διαπραγματεύεται κανείς έχοντας δημιουργήσει κάποιους όρους, δείχνοντας πως είναι αποφασισμένος και φυσικά έχοντας κατανοήσει σε βάθος το σχεδιασμό και την στρατηγική του αντιπάλου.

Χρεοκόπησε η λογική του συμβιβασμού. Όχι πως αποκλείονται οι συμβιβασμοί στη ζωή και την πολιτική πάλη. Δεν αγωνίζεσαι, όμως, με την ιδέα και την σημαία του συμβιβασμού. Πριν ακόμα γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μετά, η λέξη συμβιβασμός, με όλα τα αναγκαία καλλωπιστικά επίθετα έγινε η διακηρυγμένη επίσημη πολιτική του. Οι λίγες εξαιρέσεις που τροφοδότησαν και τη λαϊκή κινητοποίηση, ήταν όταν ειπώθηκαν πράγματα πέρα από την λογική του συμβιβασμού: τα πρώτα «όχι» στον Σόιμπλε και το πρόσφατο δημοψήφισμα.

Το τρίπτυχο χαρμάνι ευρωπαϊσμού – διαπραγμάτευσης – συμβιβασμού με όλες τις υπερφίαλες προχειρότητες και ρηχότητες ενός ασυντόνιστου κυβερνητικού σχήματος, χωρίς πρόγραμμα και στρατηγική οδήγησε στην ανοικτή συνθηκολόγηση και στην ταπεινωτική συμφωνία για τρίτο μνημόνιο.

Πέρα από αυτά, χρεοκόπησε μια αντίληψη για την πολιτική που θα την λέγαμε «επικοινωνιακή» ή «μεταμοντέρνα», που στηρίζεται στο ίματζ, την εικόνα, το φαίνεσθαι, στη διαμόρφωση προσώπου και εικόνας, στη χρήση του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας, στις διαρροές, τα non paper, την έλλειψη εμπιστοσύνης στο λαό και στην αντίληψη ότι όλα είναι εργαλεία προς χρήση όπως και όποτε νομίζουμε. Όλα αυτά καταγράφονται στην αστική και δη μεταμοντέρνα αντίληψη της πολιτικής, που είναι πιο αδύναμη από τα κλασικά περί συσχετισμών, συνασπισμών, εξουσίας κ.λπ. Φέρνει κάποια αποτελέσματα, δεν εξηγεί την ιστορική κίνηση, καταποντίζεται πανεύκολα στα δύσκολα. Αυτή η αντίληψη για την πολιτική χαρακτηρίζεται από ένα σύμφυτο χαρακτηριστικό του μεταμοντερνισμού: την έλλειψη βάθους.

Οι καλές στιγμές του ΣΥΡΙΖΑ, σε όλη την ιστορία του, ήταν εκείνες που η έστω στοιχειακή του κίνηση συναντιόνταν με το βάθος της ιστορικής κίνησης και ανάγκης. Για να έχεις συναίσθηση του βάθους χρειάζεσαι ένα επιτελείο αντάξιο των περιστάσεων. Αυτό δεν υπάρχει και δεν υπήρξε. Όλα τα άλλα είναι δικαιολογίες. Δυστυχώς…

http://www.e-dromos.gr/ti-allo-xreokopei/

Tagged : / /

Μπήκαμε στην επόμενη μέρα.- Άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.270- 2/7/2015)

 

rrg

Τα μπρος – πίσω, το έλλειμμα στρατηγικού βάθους και το κάλεσμα του λαού στο «όχι»

Πώς φτάσαμε ως εδώ και τι μπορεί να σηματοδοτήσει ένα ηχηρό «όχι»

 

Η ταχύτητα των γεγονότων είναι ραγδαία και από τη στιγμή που αναγγέλθηκε από τον Α. Τσίπρα το δημοψήφισμα μπήκαμε σε νέα φάση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, που θα σημαδέψει έντονα τις εξελίξεις.

 

Το σάλτο του δημοψηφίσματος…

Η χρεοκοπία του σίριαλ της διαπραγμάτευσης -αφού οι δανειστές εφάρμοσαν μέχρις εσχάτων τη στρατηγική και τακτική τους- το κενό πρότασης για την επόμενη μέρα και η ανικανότητα διακυβέρνησης όπως φάνηκε τους προηγούμενους μήνες, οδήγησε σε φυγή προς τα μπρος με την πρόταση για διενέργεια δημοψηφίσματος, ώστε να απορριφθούν από το λαό οι τροϊκανές προτάσεις.

Η πρωτοβουλία αυτή, ενταγμένη σε ένα επικοινωνιακό τρόπο άσκησης της πολιτικής και απογυμνωμένη από στοιχεία στρατηγικής πνοής που θα συγκροτούσε δυναμικά τον υπαρκτό ριζοσπαστισμό, λειτούργησε θετικά μόλις εξαγγέλθηκε, αποδείχθηκε όμως λαθεμένη καθώς πυροδοτεί όσα ζούμε τα τελευταία 24ωρα. Χωρίς στρατηγικό βάθος και χωρίς απάντηση για το τι θα γίνει την επόμενη μέρα, προσέφερε ένα ανέλπιστο δώρο στη μνημονιακή αντιπολίτευση και τα ξένα στηρίγματά της, να προσδώσουν στο «ναι» μια στρατηγική ματιά (μένουμε Ευρώπη, ευρώ και όχι δραχμή) που αποκτά μαζική στήριξη και απειλεί ευθέως με επικράτηση στο δημοψήφισμα αλλά και προώθηση της συστημικής παλινόρθωσης με ανοικτό τρόπο.

Δημοψήφισμα σε πέντε μέρες, χωρίς προετοιμασία και με έντονες ταλαντεύσεις και υπονομευτικές κινήσεις εκ των έσω, και κυρίως χωρίς σύνδεση με μια προοπτική –μέχρι την Τετάρτη ο στόχος ήταν να δυναμώσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην διαπραγμάτευση «με ελπίδα μια καλύτερη συμφωνία», την ίδια στιγμή που αποστέλλονταν επιστολές για αποδοχή των προτάσεων των σαδο-δανειστών- δεν δημιουργούσαν όρους μιας αναγκαίας μάχης.

Οι διαρκείς υπονομεύσεις υπόσκαπταν το ηθικό των υποστηρικτών του «όχι» και μόνο χάρη στην πρωτοβουλία και την αυτενέργεια των φτωχών λαϊκών στρωμάτων προωθήθηκε η περιορισμένη, ούτως ή άλλως, καμπάνια των 3-4 ημερών. Για άλλη μια φορά ο κόσμος βρέθηκε πιο μπροστά από μηχανισμούς και κόμματα.

 

Η αυτοπαγίδευση

Όταν δεν υπάρχει ενεργή συμμετοχή του κόσμου στην πολιτική διαδικασία, όταν συγκαλύπτονται διλήμματα και επιλογές και δεν λέγεται όλη η αλήθεια στο λαό, όταν το πολιτικό σύστημα με την ψευδαίσθηση εδραιωμένων συσχετισμών οργανώνει την ύπαρξή του έξω από τα «θέλω» του κόσμου, τότε συντελούνται βουβές μεταστροφές. Αυτό το λάθος στο οποίο υποπίπτουν δυνάμεις που παρασύρονται από τη λογική της εξουσίας, είναι δομικό, αν και σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα που βοά ότι υπάρχει οργανική κρίση του πολιτικού συστήματος και πως δεν μπορεί να υπάρξει σταθεροποίηση πάνω σε βάση μνημονιακών συνταγών. Μόνο στα τελευταία 5 χρόνια έχει επιβεβαιωθεί πως 44άρια ως ποσοστά, μετατρέπονται σε 4άρια και 4άρια, σε 37άρια. Η αίσθηση της κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ στον εσωτερικό πολιτικό στίβο αγνοούσε τις τάσεις και πιέσεις από ποικίλες δυνάμεις για «διαχείριση», «συνεννόηση», για «οικουμενικές λύσεις». Τις αντιμετώπιζε, μάλιστα, εύκολα διαχειρίσιμες και ξεκομμένες από την πίεση και τις μεθοδεύσεις των σαδο-δανειστών.

Το βαθύτερο πρόβλημα πολιτικής εκπροσώπησης (ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δεν εκπροσωπείται διά μέσου του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος και της λειτουργίας του) δεν αντιστοιχεί στην πολιτική ισορροπία που υπάρχει, ούτε και θα αναδειχθεί καθαρά από τις διαδικασίες του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος (αφού ως διαδικασία έχει πολλά αμφίσημα στοιχεία αλλά και πολυσήμαντες ερμηνείες (ιδιαίτερα αν οι διαφορές στα ποσοστά δεν είναι μεγάλες).

Αυτά τα ζητήματα μέσα από μια υπεροψία και μια αυτόκεντρη λογική τα αγνόησε ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να διανοηθεί τι μεταστροφές μπορεί να επιφέρει η αποτυχία της διαπραγμάτευσης (αφού διαλαλούσε ως σίγουρη την συμφωνία), η ανικανότητα διαχείρισης προβλημάτων, το κλείσιμο των τραπεζών, ο φόβος της ραγδαίας επιδείνωσης της κατάστασης.

Κυρίως, όμως, δεν στάθμισε ότι το δημοψήφισμα θα γινόταν τροφοδότης πολιτικών εξελίξεων σε βάρος της κυβέρνησης, στο βαθμό που έμοιαζε με πρόχειρη και βιαστική κίνηση εντυπώσεων, η οποία δεν συνδέθηκε με κάποιο όραμα (εκτός από την «καλύτερη συμφωνία»).

 

Η επόμενη μέρα έχει ξεκινήσει…

Η λήξη της διαπραγμάτευσης (κατά την διάρκεια της οποίας ο λαός γενικά ήταν χωρίς ενημέρωση) και η πρωτοβουλία δημοψηφίσματος, που αντικειμενικά έθεσαν την χώρα σε τροχιά αθέτησης πληρωμών και ρήξης με την ευρωκρατία, έχουν τραντάξει το πολιτικό και κοινωνικό στάτους της χώρας έλκοντας με σφοδρότητα σε ένα νέο τοπίο. Τοπίο αβεβαιότητας, χρεοκοπίας, τοπίο γοργών πολιτικών εξελίξεων. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων και η εκθετική τους ένταση οδηγεί στο να μην είναι μπορετό να σηκωθεί όλο αυτό το βάρος από το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Με τις τελευταίες εξελίξεις και την κλιμάκωση της κρίσης-υπονόμευσης, έχουν ήδη ανοίξει διεργασίες για την δημιουργία μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας-συνεργασίας» που θα κλείσει γρήγορα μια μνημονιακή συμφωνία και θα επιχειρήσει να διαχειριστεί την πολιτική κρίση. Η διεθνής απομόνωση της κυβέρνησης, οι αστοχίες σε εσωτερικό επίπεδο, η ταχύτατη συγκρότηση ενός μαζικού μετώπου της μνημονιακής αντιπολίτευσης (δώρο ανέλπιστο και προϊόν του σάλτου και των βουβών μετατοπίσεων, αλλά και προϊόν πολιτικών λαθών και χειρισμών) και ένα «όχι» που δεν συνδέεται με ελπιδοφόρα προοπτική-σχέδιο διεξόδου, θέτει τη χώρα στην τροχιά μεταβατικών σχημάτων «εθνικής ενότητας», που θα ορίσουν μια νέα εντελώς καινούργια, φάση.

Οι δανειστές έχουν κάθε λόγο να κλιμακώσουν τις απαιτήσεις τους, να σφίξουν το κλοιό, να θέσουν πιο επαχθείς όρους, να τιμωρήσουν. Να απαιτήσουν κυβερνητικά οικουμενικά σχήματα συμβατά με τα νέα μνημονιακά δεσμά που θα οδηγούν σε καθεστώς απίστευτα σκληρού ελέγχου και με υφαρπαγή της περιουσίας του καθενός μας με συνοπτικές διαδικασίες ξεπουλήματος της χώρας.

Η παράταξη του «ναι» τα ξεχνά, βέβαια, όλα αυτά «πουλώντας» στον κόσμο την ιδέα πως αν επικρατήσουν οι σαδο-δανειστές θα νοιαστούν για την προκοπή της χώρας.

Το «γαμώτο» είναι πως η μάχη στη οποία κλήθηκε ο λαϊκός ριζοσπαστισμός, υπονομεύεται για μια ακόμα φορά από τα Μέσα, ναρκοθετείται από σχεδιασμούς και ταλαντεύσεις, από έλλειψη επιτελείου και κέντρου αποφασισμένου, από έλλειψη στρατηγικής ματιάς. Η μη απάντηση στο ερώτημα «τι θα γίνει στις 6 Ιούλη» δρα καταλυτικά και αδρανοποιεί, επιτρέποντας στην παράταξη του «ναι» να κερδίζει ποσοστά. Η απάντηση ότι «θα φέρουμε μια καλή συμφωνία», δεν είναι πειστική όχι μόνο γιατί αυτή τη συμφωνία δεν τη φέραμε ώς τώρα αλλά και γιατί οι σαδο-δανειστές έχουν κι άλλα όπλα ενάντια σε έναν λαό που δεν είναι ενήμερος και προσανατολισμένος σωστά. Αλλιώς πρέπει να δίνονται οι μάχες για να είναι νικηφόρες και να «δένουν» αποτελέσματα.

Το κάλεσμα του λαού να πει «όχι» έπρεπε να συνοδεύεται από μια ριζική αλλαγή πορείας, από εμβάθυνση των δημοκρατικών προοδευτικών αναγεννητικών στοιχείων και στόχων μιας κυβέρνησης που με συναίσθηση του βάρους και της σημασίας του αγώνα, θα στηρίζονταν στο λαό, θα άκουγε το λαό, θα προωθούσε με συνέπεια τα «θέλω του». Ένας ευρύτατος ανασχηματισμός θα έπρεπε να συμβολίζει την αλλαγή πορείας, δίνοντας ζωή σε μια μορφή κυβέρνησης εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας. Ένας «ανασχηματισμός» υπέρβασης του υπάρχοντος σχήματος, μέσα από την εξαγωγή συμπερασμάτων αλλά και δραστικών αποφάσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης, στον αντίποδα των νόθων σχημάτων «εθνικής ενότητας» που κυοφορούνται.

 

Η σημασία της μάχης

Παρ’ όλα όσα ειπώθηκαν, ένα ηχηρό «όχι» διατηρεί τη σημασία του και σε μεγάλο μέρος επαφίεται στο σθένος, στο φιλότιμο, στο ριζοσπαστικό, αντιστασιακό χαρακτήρα μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού. Το «όχι» συγκροτεί και συγκρατεί μια μαγιά σε κατάσταση θέλησης και διάθεσης για μια νέα προοπτική. Το ηχηρό «όχι» αντιστέκεται στα αντιδραστικά σχέδια ματαίωσης και εξαΰλωσης των οραμάτων και πόθων, των καημών του λαού. Αποτελεί το υπόστρωμα της ελπίδας που μένει να συμπυκνωθεί σε ένα σχέδιο πολιτικής διεξόδου και να χειραφετηθεί από νόθες και επιφανειακές εκπροσωπήσεις. Η συμπύκνωση της πείρας 5 χρόνων αγώνων και προσπαθειών οφείλει να τροφοδοτήσει την προσπάθεια οικοδόμησης του λαού γύρω από μια πολιτική σωτηρίας, διεξόδου και αναγέννησης του λαού και της χώρας.

Το «όχι», αυτό το «όχι», δεν νιώθει πως το χωρίζουν πολλά από εκείνους που δεν θα ψηφίσουν καθόλου, είτε αυτούς που ενώ ανήκαν στον αντιμνημονιακό χώρο, θα ψηφίσουν «ναι». Ο διχασμός και η διάσπαση των λαϊκών δυνάμεων είναι ένα δώρο σε όσους απεργάζονται σχέδια υποταγής και λεηλασίας. Από την άποψη αυτή, τα όσα υποστηρίζει ο Μίκης Θεοδωράκης (δείτε και σελ. 11) στην πρόσφατη παρέμβασή του διατηρούν ακέραια την σημασία τους:

«Το πιο σπουδαίο, είναι τι θα γίνει την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος. Μετά την πλήρη, όπως ανέφερα και προηγουμένως, αποτυχία του συνόλου του πολιτικού μας κόσμου, που έχει οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα μιας εθνικής δοκιμασίας, μακάρι να υπήρχε τρόπος να σχηματιστεί μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» για να βγάλει τη χώρα από το σημερινό αδιέξοδο στο οποίο την έχουν οδηγήσει ηγέτες κατώτεροι των συνθηκών και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ο λαός και η χώρα κατά τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαίτερα κατά την εποχή των Μνημονίων.

Εφόσον όμως αυτό δεν είναι εφικτό, και πάλι το μόνο όπλο που μένει στον ελληνικό λαό είναι η ενότητα. Μόνο ενωμένοι σαν μια γροθιά μπορούμε να αγωνιστούμε να αντιμετωπίσουμε το καρκίνωμα που μας απειλεί ακόμα και με θάνατο. Ο ελληνικός λαός πρέπει να επιδείξει ψυχραιμία, ωριμότητα και υπευθυνότητα και να αναδειχθεί με κάθε νόμιμο τρόπο σε κυρίαρχο υπερασπιστή των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του».

 

http://www.e-dromos.gr/mphkame-sthn-epomenh-mera/

Tagged :

Η χώρα χρειάζεται ένα νέο πολιτικό σχέδιο διεξόδου, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.269, 27/6/2015)

Απαιτούνται πολιτικές τομές που θα δώσουν ζωή σε μια πραγματική κυβέρνηση σωτηρίας

Αυτές τις μέρες και ώρες μέσα από απίστευτους –αλλά κανονικά αναμενόμενους– εκβιασμούς της απολύτως υπαρκτής τρόικας, χρεοκοπεί με πάταγο η πολιτική που ακολούθησε η ελληνική πλευρά με συνέπεια να ακυρώνονται οι ελπίδες και οι προσδοκίες ενός ευρύτατου κοινωνικού και πολιτικού αντιμνημονιακού μπλοκ.

Η γραμμή της «έντιμης και αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας» και η πολιτική της «διαπραγμάτευσης χωρίς εντάσεις» έχουν ανατιναχτεί. Το ίδιο και η επιμονή σε έναν φαντασιακό ευρωπαϊσμό τη στιγμή που το οικοδόμημα της Ε.Ε. τρίζει από όλες τις πλευρές και δημιουργείται ένας οικονομικός και πολιτικός ιστός υπό την γερμανική ηγεμονία, που υποτάσσει περιοχές και χώρες. Η ανακήρυξη κατά το δοκούν σε φίλους της χώρας, άλλοτε του ΔΝΤ, άλλοτε του Γιούνκερ, ακόμα και της Μέρκελ, οι αλλοπρόσαλλες και αναποτελεσματικές γεωπολιτικές δοκιμασίες και κυρίως το μη άνοιγμα κάποιου μετώπου στο εσωτερικό της χώρας, οδηγούν σε ανυπολόγιστη ζημιά. Αυτό που αποδέχτηκε μέχρι τώρα η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι η μνημονιακή εμβάθυνση, η μετατόπιση σε προτάσεις σκληρής λιτότητας και η αποδοχή του προκαθορισμένου πλαισίου παράδοσης της εθνικής κυριαρχίας, διανθισμένες με κάποιες δόσεις «κοινωνικής ευαισθησίας».

Η ολοσχερής απορρόφηση από τη διαδικασία της «διαπραγμάτευσης» και η έλλειψη στοιχειώδους σχεδιασμού σε κρίσιμους τομείς διακυβέρνησης, μαζί με την ακατανόητη τακτική πληρωμής όλων των δόσεων, στάσης πληρωμών του κράτους στο εσωτερικό και αφαίμαξης όλων των διαθεσίμων, οδηγούν στην κατάρρευση του κρατικού και διοικητικού μηχανισμού, ενώ οι τράπεζες παραμένουν «ζωντανές» χάρη στις καθημερινές ενέσεις του ELA.

Όλα αυτά καταγράφουν μια αποτυχία της ακολουθούμενης πολιτικής και κυρίως φέρνουν στην επιφάνεια μια τεράστια και εν πολλοίς αδικαιολόγητη πολιτική αδυναμία: Κυβέρνηση και πολιτική ηγεσία δεν εκτίμησαν σωστά την παγίδευση που είχε στήσει η ευρωκρατία και το ΔΝΤ, έτρεφαν αυταπάτες και ακολούθησαν μια αναποτελεσματική πολιτική.

Χρειάζονται ορισμένα βαθιά συμπεράσματα

Τι καταρρέει και χρεοκοπεί μπροστά στα μάτια μας; Χρεοκοπεί και καταρρέει η λογική των αυτόματων λύσεων. Δηλαδή, ψηφίζουμε και έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ και απλά λύνεται η κρίση στην χώρα, κάνουμε διαπραγμάτευση και πείθουμε τους δανειστές για το δίκιο μας, προωθούμε μια κεντροαριστεροποίηση και νομίζουμε ότι θα περάσουμε τους κάβους. Αυτή η λογική των αυτόματων λύσεων προσκρούει στους τοίχους των συσχετισμών και της πραγματικότητας. Δεν μπορούν να ξεχαστούν υποσχέσεις και δηλώσεις όπως: «με έναν νόμο και μία πράξη θα καταργήσουμε τα μνημόνια», «η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη γράφει μια νέα σελίδα στην ιστορία της Ευρώπης», «θα έχουμε συμφωνία σε… ένα-δύο 24ωρα, καθαρογράφεται και υπογράφεται», «αφού τα δώσαμε όλα γιατί δεν μας δίνουν συμφωνία;» κλπ. κλπ.

Παράλληλα, χρεοκοπούν και οι απλουστευτικές λογικές που ανάγουν τη λύση του προβλήματος σε μία και μόνη πλευρά του, όπως είναι το νόμισμα, αναπαράγοντας έναν ακόμη αυτοματισμό, σαν να υπάρχει μια εύκολη, ορατή λύση που απλά κάποιος δεν την επιλέγει.

Όπως καταρρέει με πάταγο η λογική της επιστροφής στην προτεραία κατάσταση, οι στηριγμένες σε ανύπαρκτα δεδομένα και χωρίς αντίκρισμα υποσχέσεις. (Σκεφτείτε σήμερα το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που λειτούργησε μεν προωθητικά για να κερδηθούν εκλογές, στηριζόταν όμως σε πήλινα ποδάρια – ΤΧΣ και ΕΣΠΑ). Καταρρέει ακόμη και η λογική του διεκδικητισμού, οι αυταπάτες κάθε κλάδου και φορέα ότι μπορεί κάτι να διασώσουν όταν όλη η χώρα βουλιάζει και χρεοκοπεί.

Από αυτά τα αποτελέσματα θα παραχθούν στάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές. Μια μεγάλη μερίδα κόσμου που ένιωσε ελπίδα ή πίστεψε στη λογική των αυτόματων λύσεων, θα απογοητευθεί και θα αποκαρδιωθεί. Ένα μικρότερο τμήμα που πίστευε στον αναγωγισμό της «λύσης», θα αναδιπλωθεί, θα συσπειρωθεί γύρω από τον εαυτό του καταγγέλλοντας αυτούς που το κορόιδεψαν και το πρόδωσαν.

Βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής και μάλιστα αποφασιστικής, που σημαδεύεται από τα εξής χαρακτηριστικά:

Πρώτο, τα πλεονεκτήματα που έδινε στον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι βρέθηκε στη διακυβέρνηση εξανεμίζονται όσο αυτός ενδίδει στις μνημονιακές πολιτικές. Φτάνοντας στο παρά πέντε και με την πλάτη στον τοίχο, με ακινητοποιημένο τον λαϊκό παράγοντα (αμαρτία που κρατά από το 2012 μέχρι σήμερα), προκύπτει όχι μόνο το δίλημμα «κάκιστη συμφωνία ή καταστροφή» αλλά και υποχώρηση στο πολιτικό επίπεδο, στην κοινωνική διαθεσιμότητα, στο φρόνημα του λαού. Όλα αυτά χειροτερεύουν.

Δεύτερον, αντικειμενικά, η θέση της χώρας είναι αδυνατισμένη σε σχέση με την 25η Γενάρη. Οποιεσδήποτε προϋποθέσεις διεξόδου, έχουν να αναμετρηθούν με πιο δύσκολα και δυσεπίλυτα προβλήματα σε σχέση με 5 μήνες πριν. Αυτό αποτελεί μια από τις ευθύνες της κυβέρνησης και όχι απλά αποτέλεσμα των χειρισμών και μεθοδεύσεων των δανειστών.

Τρίτο, είτε με κάκιστη συμφωνία είτε χωρίς, οι συνθήκες της χώρας, της κοινωνίας, του λαού θα επιδεινωθούν ραγδαία.

Τέταρτο, είτε με συμφωνία, είτε χωρίς συμφωνία, αυτά που έρχονται δεν μπορεί να τα σηκώσει η όποια κυβέρνηση και ακόμα περισσότερο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τα ειδικά χαρακτηριστικά που έχει μέχρι τώρα.

Πέμπτο, όποια κυβέρνηση πολιτεύτηκε εφαρμόζοντας μνημόνια φθάρθηκε γρήγορα. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα αν υπάρξει συμφωνία και μάλιστα στο όνομα της Αριστεράς. Αν δεν υπάρξει, η Αριστερά ελλείψει προετοιμασίας κινδυνεύει να χρεωθεί μια χρεοκοπία που, μαζί με όσα θα ακολουθήσουν, θα σημαδέψει τη χώρα, το λαό και την κοινωνία.

Έκτο, η προσπάθεια πάση θυσία διατήρησης στην εξουσία και διάσωσης ενός κυβερνητικού σχήματος ως έχει, και μάλιστα με γενναία ανοίγματα προς κεντροαριστερές φόρμουλες και σε κεντροδεξιούς παράγοντες του φαύλου πολιτικού και οικονομικού συστήματος, δεν προεξοφλεί μακρά πλεύση. Δεν θέλει να δει καθαρά τους σχεδιασμούς που εξυφαίνονται σε όλα τα επιτελεία αυτές τις μέρες. Τι χρειάζεται λοιπόν να γίνει;

Ένα νέο σχέδιο πολιτικής διεξόδου για τη χώρα

Απορρίπτοντας όλες τις πρόχειρες και εύκολες λύσεις, είναι απαραίτητο να χαραχθεί άμεσα ένα σχέδιο πολιτικής διεξόδου της χώρας που ραχοκοκαλιά και κεντρική του ιδέα θα είναι η αναστήλωση και στήριξη του λαϊκού ριζοσπαστισμού που αναδείχθηκε δυναμικά τα προηγούμενα 5 χρόνια. Όποιος είναι καθηλωμένος στην επικοινωνιακή πολιτική και στον μνημονιακό βούρκο των «μονόδρομων» αδυνατεί να καταλάβει αυτή την ανάγκη.

Βάση στήριξης και κινητήρια δύναμη μιας άλλης πορείας, μιας πορείας που περιγράφεται από το σύνθημα «Η Ελλάδα μπορεί αλλιώς», οφείλει να στηρίζεται στον λαϊκό ριζοσπαστισμό, στις ανάγκες και τους πόθους του, στα αιτήματα που ανέδειξε και αναδεικνύει, ακόμα και στο ένστικτό του.

Το σχέδιο πολιτικής διεξόδου της χώρας πρέπει να υπογραμμίζει εξ αρχής τις απαιτήσεις για συνθετότερες και ουσιαστικότερες προτάσεις και λύσεις, τη ρήξη με τις «αυτόματες λύσεις» και τον πρωτογονισμό του «αναγωγισμού» όπως περιγράφηκε. Επίσης, δεν μπορεί να αφεθεί απλά να γίνει υπόθεση κάποιων κοινωνικών κινημάτων και αυθόρμητων κινήσεων. Το σχέδιο πολιτικής διεξόδου οφείλει να ενσωματώνει την πείρα των 5 τελευταίων χρόνων, τα συμπεράσματα από το πώς πολιτεύεται η αντίπαλη πλευρά, τα λάθη και τις αδυναμίες που υπήρξαν, τα στερεότυπα που πρέπει να ξεπεραστούν. Απαιτεί παράλληλα να δοθεί ώθηση στον ριζοσπαστισμό που χρειάζεται ανασυγκρότηση και πιο βαθιά πολιτικοποίηση.

Μα αυτά είναι ή μοιάζουν γενικά… Λάθος! Αυτά είναι που έλειψαν ολοσχερώς ή αντικαταστάθηκαν από έναν στείρο και πρόχειρο κυβερνητισμό φορτωμένο με αυταπάτες και δόσεις αλαζονείας που αυθόρμητα γεννά η εξουσία.

Το δεύτερο που θα φανεί σε κάποιους γενικό, είναι πως τα αιτήματα και οι γενικές ιδέες που αναδείχθηκαν από το λαϊκό κίνημα αλλά και ταυτόχρονα αγνοήθηκαν το τελευταίο διάστημα, οφείλουν να συμπυκνωθούν στο πολιτικό πρόβλημα. Το πολιτικό πρόβλημα που αποκρύβεται και διαστρέφεται αφορά το πολιτικό σύστημα. Ένα σύστημα που έμεινε ανέγγιχτο παρά τις θριαμβολογίες για «ιστορική νίκη» στις 25 Γενάρη. Το πολιτικό σύστημα δεν ταυτίζεται με την κυβέρνηση ή τη «δεδηλωμένη». Έχει πολλές άλλες πλευρές και η συστημική παλινόρθωση έρχεται μέσα από τη διαιώνισή του χωρίς καμιά τομή, αλλαγή, τροποποίηση. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα χρεώσει στην Αριστερά, ότι ενώ έφτασε στη διακυβέρνηση δεν έκανε καμιά αλλαγή στο πολιτικό σύστημα, εφάρμοσε νεοφιλελεύθερη πολιτική με ολίγη ευαισθησία, άφησε ανέγγιχτες τις βασικές του δομές. Το επιχείρημα ότι πήραμε εντολή να κάνουμε διαπραγμάτευση και να φέρουμε συμφωνία δεν στέκεται σοβαρά. Ο λαός έδωσε εντολή να γκρεμιστούν τα μνημόνια, να αλλάξει πορεία ο τόπος, να πάψει η χώρα να είναι αποικία χρέους.

Το πολιτικό πρόβλημα που επικεντρώνεται στο πολιτικό σύστημα, μας επιτρέπει να θέσουμε ξανά το ερώτημα: «Ποιος κυβερνά τον τόπο;». Η κυβέρνηση, το Μαξίμου, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ, η τρόικα, ο Σόιμπλε; Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Η διαπλοκή; Ποιος και πώς κατοχυρώνει την κυριαρχία της χώρας – ή αυτή εξανεμίζεται καθημερινά;

Και ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως χωρίς να ανακτηθεί η κυριαρχία σε πολιτικό επίπεδο είναι δυνατή μια διαφορετική πορεία; Όταν σου απαγορεύουν κάθε πρωτοβουλία -αφού έχεις υπογράψει οικειοθελώς πως θα αποφύγεις κάθε «μονομερή» ενέργεια- όταν σου υπαγορεύουν τελεσίγραφα και όρους που εν γένει αποδέχεσαι (ποιος θυμάται τις κόκκινες γραμμές;), τότε δεν έχεις κυριαρχία. Πολλώ δε μάλλον όταν υπογράφεις συνέχεια των προγραμμάτων που υπόκεινται στο αγγλικό δίκαιο και στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του Λουξεμβούργου.

Το πολιτικό σύστημα που σήμερα υπάρχει δεν εκπροσωπεί το λαό. Το ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης θα πάρει άμεσα εκρηκτικές διαστάσεις. Κόμματα που είχαν 44% έφτασαν στο 14% και τώρα είναι στο 4%. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι σταθεροποιημένο και εύκολα μια αριστερή κυβέρνηση με τη στήριξη και διαβούλευση του λαού θα μπορούσε να κάνει τομές και αλλαγές. Η ολιγωρία που επιδείχθηκε στον τομέα αυτό είναι παροιμιώδης.

Κάπου στο 1833…

Συνεχίζει να υπάρχει τεράστιο έλλειμμα εκπροσώπησης, πολιτικής δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα. Στη λειτουργία και την κυριαρχία του κοινοβουλίου, στην κυβέρνηση, στην αυτοδιοίκηση. Ο λαός είναι θεατής, είναι απ’ έξω, κάτι που χρησιμοποιείται και ως άλλοθι για όσα γίνονται. Πέρα από το τεράστιο πρόβλημα δημοκρατίας υπάρχει ζήτημα αναδιάταξης όλου του πολιτικού σκηνικού, διάταξης δυνάμεων και συσχετισμών. Τούτες τις μέρες, αφού έχουμε υποστηρίξει πως η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο 1848, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα δυστυχώς είναι κάπου στο 1833. Όλες οι ηγεσίες των κομμάτων περιοδεύουν στην Ευρώπη και κάτι μαγειρεύουν (Σαμαράς, Γεννηματά, Θεοδωράκης, Καμμένος και φυσικά το επιτελείο της κυβέρνησης για τις διαπραγματεύσεις) και η χώρα περιμένει. Περιμένει ή μια κάκιστη συμφωνία ή τη χρεοκοπία…

Κάνοντας αρκετές αφαιρέσεις, αυτό που έπρεπε να γίνει τώρα θα ήταν να αποκτήσει η χώρα την κυριαρχία της, κινητοποιώντας τις οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις σε ένα σχέδιο διεξόδου για την εθνική κοινωνική σωτηρία. Δεν είναι υπόθεση μιας κυβέρνησης ή ενός ποσοστού. Η Ελλάδα μπορεί. Να υπάρχει, να παράγει, να δημιουργεί, να έχει υπόσταση.

Θεωρητικά είναι αναγκαίος ένας ευρύτατος «ανασχηματισμός» που να δημιουργεί τις πολιτικές προϋποθέσεις να εφαρμοστεί ένα σχέδιο κοινωνικής και εθνικής σωτηρίας εδώ και τώρα. Να φύγει ό,τι άχρηστο υπάρχει σε κυβερνητικό και διοικητικό επίπεδο, να επιλεγούν άνθρωποι που θέλουν να προσφέρουν, δημοκρατικοί και ικανοί, ταγμένοι σε μια πορεία αναγέννησης της χώρας και του λαού και όχι μικροπαρέες που προέρχονται από την κομματοκρατία. Για να συνεννοηθούμε: Στη θέση του κ. Ταγματάρχη δεν υπήρχε κανείς άλλος που να μπορούσε να εγγυηθεί μια ποιοτική, ανταγωνιστική προς τα ιδιωτικά ΜΜΕ, δημόσια τηλεόραση; Μην τρελαθούμε τελείως. Για όλα τα πόστα υπάρχουν άτομα με αποδεδειγμένη πείρα, ήθος, ικανότητες. Δυόμισι χρόνια προετοιμασίας για τη διακυβέρνηση, τρεις-τέσσερις φορές έκανε το γύρο της Ελλάδας ο πρωθυπουργός και γνώρισε από κοντά το επιστημονικό και πνευματικό δυναμικό της χώρας και της διασποράς που θα μπορούσε να συγκροτήσει πολλές και άξιες «ομάδες διακυβέρνησης και διεξόδου της χώρας». Χρειάζεται με άλλα λόγια ένας «ανασχηματισμός» που θα έδινε ζωή σε μια πραγματική κυβέρνηση σωτηρίας. Μια τέτοια κίνηση θα έβρισκε άμεσα τη στήριξη του λαού και φυσικά θα σήμαινε μια μεγάλη αλλαγή στη σύνθεση του «Μαξίμου» και άλλων κρίσιμων τομέων.

Στο βαθμό που δεν υπάρξουν τέτοιες πολιτικές τομές, ο κοινωνικός και λαϊκός ριζοσπαστισμός πρέπει άμεσα να ανασυγκροτηθεί, να αποτελέσει ξανά το υποκείμενο –όχι όπως πριν– να αναβαθμιστεί σε πολιτική και οργανωτική βάση, να γίνει φορέας ενός σχεδίου πολιτικής διεξόδου.

http://www.e-dromos.gr/i-xora-xreiazetai-ena-neo-politiko-sxedio-dieksodou/

Tagged : /

Η κεντροαριστερή φόρμουλα και η αναζητούμενη σωτηρία της χώρας (φ.262, 9/5/2015)

7_POREIA-650x250

Ποια συμπεράσματα προκύπτουν από τη μέχρι τώρα πορεία

Τόσο τα μηνύματα για την προωθούμενη συμφωνία με τους τροϊκανούς ή «θεσμούς», όσο και οι διαγραφόμενες προοπτικές της οικονομίας και της κοινωνίας, δεν προσφέρονται για συναισθήματα αισιοδοξίας. Αντίθετα, το ξεθώριασμα των «κόκκινων γραμμών», η αποδοχή της «αξιολόγησης» (δηλαδή του Mνημονίου), οι διαρκείς υποχωρήσεις από τις προγραμματικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις, η ευθυγράμμιση στις ευρωατλαντικές συντεταγμένες, η εκτεταμένη χρησιμοποίηση στον κρατικό, κυβερνητικό και διοικητικό μηχανισμό στελεχών του ΠΑΣΟΚισμού, του «σημιτισμού», ακόμα και ανθρώπων που υπηρέτησαν το μνημονιακό καθεστώς, οδηγούν σε πικρά συμπεράσματα για την πορεία που ακολουθείται. Εκτός αν κανείς αφαιρέσει τελείως τις δυνατότητες αλλά και την ελπίδα για μια διέξοδο της χώρας από το δανειακό καθεστώς και τη διαχειριστική υποτέλεια.

Μέσα από την πορεία αυτή, ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις -κοινώς τα λόγια- οι πράξεις και οι πρακτικές, η διαχείριση και η διακυβέρνηση, οδηγούν σε μια κεντροαριστερή ανασύσταση του πολιτικού πεδίου και -διά μέσω αυτού- σε μια ευρύτατη συστημική παλινόρθωση.

Η κεντροαριστερή φόρμουλα

Η επιβολή των μνημονίων τραυμάτισε βαθύτατα όλα τα πολιτικά κόμματα που τα υπηρέτησαν και βεβαίως τίναξε στον αέρα το δικομματικό σύστημα. Οι τριγμοί ήταν μεγάλοι και έδειξαν -σε όσους μπορούν να το δουν- πως για να περάσουν αυτές οι πολιτικές και να ανασυσταθεί το πολιτικό πεδίο σε συστημικά πλαίσια, χρειάζεται μια ευρύτατη κεντροαριστερή φόρμουλα. Βασικός πυρήνας αυτής της φόρμουλας είναι η αποδοχή ενός οικονομικού μοντέλου, που σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι νεοφιλελεύθερο, με κάποιες μικρές δόσεις «κοινωνικής ευαισθησίας», όσες μπορεί να επιτρέψει βέβαια το μοντέλο αυτό. Η «κοινωνική ευαισθησία» αφορά από τη μια μεριά την είσπραξη σε εκλογικό επίπεδο της φθοράς των καθαρόαιμων νεοφιλελεύθερων μνημονιακών κομμάτων. Από την άλλη, τον χειρισμό του θυμού, της δυσαρέσκειας και του ριζοσπαστισμού, ώστε να μη διοχετευθούν σε άλλα κανάλια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν όρισε τον εαυτό του απέναντι σε μια τέτοια φόρμουλα. Σε παλιότερες εποχές (2004, 2007) έκανε κριτική στην κεντροαριστερή πρόταση και τον κυβερνητισμό, γιατί ήταν ακόμη νωπές οι αποτυχίες της συμμετοχής της ευρωπαϊκής Αριστεράς σε κυβερνητικά σχήματα. Από το 2012, και πιο ειδικά μετά τις Ευρωεκλογές, ο λόγος του προσομοιώθηκε στο δίπολο «συμβιβασμός-διαπραγμάτευση» που έγινε κυρίαρχο, διευκολύνοντας την κεντροαριστεροποίηση του πολιτικού πεδίου. Σιγά-σιγά το αιτούμενο έπαψε να είναι η σωτηρία της χώρας μέσα από τη ρήξη με το πολιτικό σύστημα και το βάθεμα των στόχων του αντιμνημονιακού κινήματος, και επελέγη ο «έντιμος συμβιβασμός» με τους «εταίρους» και η παρατεταμένη διαπραγμάτευση. Η πορεία έδειξε ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, καθώς οι δανειστές εμμένουν πεισματικά να αρνούνται την ιδέα του συμβιβασμού. Παράλληλα, όμως, ανοίγει ο δρόμος της κεντροαριστεροποίησης του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, όσο προχωρά σε διαδοχικές υποχωρήσεις, διαχείριση και «φτιασίδωμα του υπάρχοντος», με γενναία μάλιστα ανοίγματα προς το παλιό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.

Η κοινωνική συνείδηση γαλβανίζεται στην ιδέα του «συμβιβασμού» ως μοναδικής προοπτικής και έτσι ανοίγεται ο δρόμος για καταλυτικές συστημικές ευθυγραμμίσεις. Η επιδεικνυόμενη κοινωνική ευαισθησία δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει τις οπισθοχωρήσεις που συντελούνται – ακόμα κι αν αυτές δεν συνειδητοποιούνται (αφού ο χρόνος και η πυκνότητα των γεγονότων έχουν πάρει άλλες διαστάσεις από τις συνηθισμένες).

Η κεντροαριστερή φόρμουλα δεν έχει χώρο και ρόλο για τον λαϊκό παράγοντα, για τη λαϊκή κινητοποίηση. Δεν νοιάζεται για αυτόν, τον θέλει απλά ως ψηφοφόρο και τον παθητικοποιεί μέσω της ανάθεσης.

Έχει πολλούς παίκτες

Αν το πέρασμα των πιο αντιλαϊκών συνταγών διευκολύνεται περισσότερο από κεντροαριστερά παρά από ακραία νεοφιλελεύθερες-μνημονιακά πρότυπα διαχείρισης, αυτό το έχουν αντιληφθεί πολλοί και διάφοροι παίκτες που θα πολιτευτούν και θα παίξουν στην κεντροαριστερή όχθη.

Έτσι, πλήθος παραγόντων του χθεσινού πασοκισμού βλέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως μεταβατική στέγη, χρήζονται σε διάφορα κρίσιμα πόστα (τράπεζες, οικονομία, Δικαιοσύνη, εξωτερική πολιτική κ.λπ.) όχι γιατί έχουν προσχωρήσει σε μια ριζοσπαστική πολιτική, αλλά γιατί «πιάνουν» στον αέρα την κεντροαριστερή πρόκληση-ευκαιρία. Επίσης, μεγάλο τμήμα τεχνοκρατών, πρώην πολιτευτών και άλλων που διετέλεσαν σε διάφορες θέσεις του διοικητικού και πολιτικού μηχανισμού συνωστίζονται σε αυτή την «όχθη», καταλαβαίνοντας ότι τη στιγμή που όλα ρευστοποιούνται, μπορεί να υπάρχει θέση και γι’ αυτούς. Ακόμα, μικροί σχηματισμοί, όπως το κόμμα του ΓΑΠ ή παράγοντες που συνδέονται με αυτούς, πλασάρονται, έρχονται σε επαφή, προσδοκούν σε μια νέα εμπλοκή τους. Τέλος, το κόμμα του κ. Θεοδωράκη, το Ποτάμι, με ισχυρές πλάτες στον κεντροαριστερό χώρο, έχοντας στις τάξεις του πλήθος σημιτικών και δημαριτών προβάλλει ως σοβαρός παίκτης στο κεντροαριστερό ταμπλό.

Όλοι αυτοί, ξέροντας ότι τον πρώτο ρόλο στο χώρο τον έχει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας, πιέζουν για πιο ανοικτά κεντροαριστερά σχήματα. Ο Στ. Θεοδωράκης το είπε καθαρά: «Πρωθυπουργό έχουμε, δεν έχουμε κυβέρνηση», ενώ δεν παραλείπει κάθε στιγμή να δείχνει την προθυμία του να στηρίξει ακόμα και νέα κυβερνητικά σχήματα (που θα τον συμπεριλαμβάνουν).

Επομένως, μπορούμε να πούμε μεταφορικά πως σχηματίζεται μια κεντροαριστερή γαβάθα, εντός της οποίας συντελούνται διεργασίες, συνεργασίες, διαμάχες και μηχανορραφίες γύρω από την πολιτική και οικονομική εξουσία. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με κινήσεις και απαιτήσεις του ντόπιου οικονομικού κατεστημένου αλλά και του διεθνικού παράγοντα, ιδιαίτερα των «δανειστών».

Τα όρια και το πραγματικό πρόβλημα

Εντός της κεντροαριστερής ανασύστασης και της ολοκλήρωσής της, από την στιγμή δηλαδή που αποσπά τη διακυβέρνηση, δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως το κέρδισμα χρόνου είναι το κύριο και το βασικό κι ας γίνεται με οποιοδήποτε τίμημα ή υποχώρηση.

Μέσα σε αυτήν την ψευδαίσθηση, και με την έλλειψη κάποιου άλλου στρατηγικού σχεδίου ή οράματος, ξεχνιέται πως τα περιθώρια «κοινωνικής ευαισθησίας» και καλών σχέσεων με τις υποτελείς τάξεις και στρώματα είναι ελάχιστα όταν εφαρμόζεται η μνημονιακή πολιτική. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει το ερώτημα: Γιατί αυτή τη φορά δεν θα επαναληφθεί ο «νόμος», δηλαδή η γρήγορη, απότομη φθορά σε κυβερνητικό επίπεδο όποιας δύναμης επιμένει στη διαιώνιση των μνημονιακών συνταγών; Ο ΓΑΠ από 44% μέσα σε δύο χρόνια… απολύθηκε, ο Σαμαράς περίπου το ίδιο.

Όσο κι αν κεντροαριστεροποιείται το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, οι «δανειστές» έχουν κάθε λόγο να τον πιέζουν μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Πρώτον, γιατί διαισθάνονται ότι το πολύ το «κυριε-ελέησον», δηλαδή η συνεχής επίκληση του συμβιβασμού, θα οδηγήσει σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, άρα και στη συνολική επιβολή της πολιτικής τους. Δεύτερον, γιατί αν δεν αισθάνονταν σίγουροι ούτε καν με λύσεις σαν τον ΓΑΠ ή τον Σαμαρά, πόσο μάλλον δεν θα αποδέχονταν μια μακροημέρευση της διακυβέρνησης υπό τον Αλ. Τσίπρα. Τρίτον, θα συνεχίσουν να πιέζουν θέτοντας διαρκώς και το πολιτικό ζήτημα μιας διακυβέρνησης «οικουμενικής» και τεχνοκρατικής.

Άρα, αν υποθέσουμε πως είναι αναγκαστικές οι επιλογές του συμβιβασμού («τι άλλο να κάναμε», «δεν είχαμε άλλη επιλογή» κ.λπ.) και του ανοίγματος του δρόμου για την κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτός ο δρόμος για τις βαθιές συστημικές δυνάμεις αποτελεί προσωρινό ενδιάμεσο για την επιβολή μιας βαθιάς συστημικής παλινόρθωσης. Έτσι, η μετάλλαξη του εγχειρήματος προς μια εκδοχή κεντροαριστερού οργανισμού δεν διασφαλίζει παρά εντελώς πρόσκαιρα και προσωρινά τις ηγεσίες που την βλέπουν ως μια κάποια λύση. Η λογική των πραγμάτων οδηγεί σε μια ανοικτά συστημική ευρωπαϊκή κεντροαριστερή εκδοχή στυλ Ποταμιού-ΓΑΠ-ΠΑΣΟΚ.

Ορισμένοι ίσως θεωρήσουν πρόωρες αυτές τις σκέψεις. Το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο μακριά βρισκόμαστε από τέτοιες εξελίξεις. Ακόμα πιο ουσιώδες ερώτημα είναι το πόσο πιο κοντά στη σωτηρία της χώρας βρισκόμαστε 100 μέρες μετά τις εκλογές του Γενάρη ή από την άλλη, πόσο πιο κοντά σε μια νέα μνημονιακή άβυσσο; Πόσο κοντύτερα σε αυτήν μας φέρνει η κεντροαριστερή επιλογή και ο διαρκής συμβιβασμός με δηλωμένους εχθρούς;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως εγχείρημα ελπίδας και διεξόδου, θα μπορούσε να έχει άλλη πορεία, να κάνει επιλογές που να εμπεριέχουν τόλμη και εμπιστοσύνη στα αιτήματα και τους καημούς της ελληνικής κοινωνίας στις καλύτερες στιγμές της. Ανοίγοντας όλα τα θέματα που αγκαλιάζει η καθολική κρίση, εφευρίσκοντας, στην κυριολεξία, νέες λύσεις μέσω της συμμετοχής της κοινωνίας και μέσα από αντιπαράθεση με το παλιό μνημονιακό και μεταπρατικό κατεστημένο, μέσα από την κινητοποίηση του παραγωγικού και πνευματικού δυναμικού, θα άνοιγαν δρόμοι ελπιδοφόρας μετάβασης. Αυτή η ιστορική δυνατότητα πρέπει να υπηρετηθεί. Ως πρόταση, δυνατότητα και ευκαιρία έχει διατυπωθεί με σαφήνεια από την εποχή των πλατειών, από τις οποίες απέχουμε μόλις 4 χρόνια.

http://www.e-dromos.gr/h-kentroaristerh-formoula-kai-h-anazhtoumenh-sothria-ths-xoras/

Tagged :

Η ασφυξία μεταφέρεται στο πολιτικό πεδίο (φ.261, 2/5/2015)

10988915_834898476570486_6468771688854427600_n

Ο εγκλωβισμός στο σίριαλ των διαπραγματεύσεων –όπου και εκεί χρειάζονται διαφορετικοί χειρισμοί– αφαιρεί τη δυνατότητα για ανατρεπτικές πολιτικές πρωτοβουλίες

Τη στιγμή που όλα τα σημάδια δείχνουν πως οι «δανειστές» (αυτοί που έχουν ρημάξει τη χώρα μας και την έχουν μετατρέψει σε αποικία χρέους) θέλουν να μας εξουθενώσουν, οδηγώντας μας σε οικονομική ασφυξία, εμείς επιμένουμε στην αναμονή ενός «καλού σεναρίου». Μια συμφωνία δηλαδή στα όρια «κόκκινων γραμμών» και «λαϊκής εντολής». Όμως ο σχεδιασμός και η στρατηγική των «δανειστών» δεν εξαντλούνται στην οικονομική σφαίρα, περιλαμβάνουν και την πολιτική σκηνή και οι πιέσεις έχουν αρχίσει ήδη να εντείνονται και σε αυτό το πεδίο.

Με την απαίτηση να συγκεντρώνονται τα χρήματα των Οργανισμών στην Τράπεζα της Ελλάδας, με το μαρτύριο της σταγόνας για δόσεις που εξακολουθεί να πληρώνει κανονικά η χώρα προς τους «δανειστές» και με την αγωνία να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προσφύγει σε μια δεύτερη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ερχόμενη σε ρήξη όχι με τους εκπροσώπους των «δανειστών», τη λεγόμενη «5η φάλαγγα», αλλά με φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Οργανισμών, ΑΕΙ και άλλων φορέων που δεν μπορούν συλλήβδην να χαρακτηριστούν ως εχθροί σε διατεταγμένη υπηρεσία.

Όμως ακόμα πιο ανησυχητικό ήταν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας όπου η απόφαση πάρθηκε από μια απομονωμένη κυβέρνηση στο Κοινοβούλιο –όλοι οι υπόλοιποι ψήφισαν κατά– και με 156 ψήφους, που σαν αριθμός αποτελεί απειλητική προειδοποίηση για τη δυνατότητα να περάσουν όσα θα ακολουθήσουν στις επόμενες φάσεις. Όλα αυτά σηματοδοτούν μια καμπή στην πολιτική ζωή.

Με φόντο λοιπόν την επιβαλλόμενη οικονομική ασφυξία και μια σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση – εγκλωβισμό στη μακρόσυρτη διαδικασία διαπραγμάτευσης, όπου οι «δανειστές» παίζουν σαν τη γάτα με το ποντίκι, περνάμε στην πολιτική σφαίρα όπου οι πιέσεις παίρνουν πια χαρακτήρα πιο δομικό και αποκαλυπτικό.

Η απομάκρυνση του Γ. Βαρουφάκη από τη θέση βασικού πρωταγωνιστή της διαπραγματευτικής ομάδας, ήταν πολιτικός όρος που τέθηκε εδώ και καιρό από τους «δανειστές» και τώρα έγινε αποδεκτός, ως δείγμα καλής θέλησης για να επιτευχθεί μια «έντιμη συμφωνία με παραχωρήσεις».

Δηλωμένη είναι άλλωστε η πίεση που ασκείται στον Αλ. Τσίπρα «να πάρει το παιχνίδι πάνω του», να απαλλαγεί από τα βάρη που δημιουργούν μέσα στο κόμμα και στην κυβέρνηση, πολιτικές δεσμεύσεις που φέρνει ως παρακαταθήκη ο ριζοσπαστισμός και οι αγώνες της 5ετίας που πέρασε. Πλήθος ρεπορτάζ και δημοσιευμάτων, διεθνών και ελλαδικών, κατονομάζουν εκπροσώπους, τάσεις, καταστάσεις, βουλευτές (από την πρόεδρο της Βουλής μέχρι βουλευτές και κομματικά στελέχη), σαν «αναχρονιστικά στοιχεία». Το μήνυμα είναι σαφές: Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κεντροαριστεροποιηθεί εντελώς στην υπόστασή του, σαν κόμμα αλλά και σαν βασική κυβερνητική δύναμη απορροφώντας μεγάλο μέρος του παλαιού κρατικού και διοικητικού μηχανισμού και σημαντικό μέρος του ΠΑΣΟΚικού χώρου.

Για όποιον δεν θέλει να δει αυτή τη μετακύλιση της ασφυξίας στο πολιτικό πεδίο, ας αναφέρουμε ένα ακόμη δεδομένο: Τρεις μόλις μήνες μετά τις εκλογές και τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, και παρόλο που ακόμα υπάρχει ισχυρή στήριξη από τα λαϊκά στρώματα, γίνεται λόγος για προσφυγή σε εκλογές ή σε δημοψήφισμα. Και μόνο η συζήτηση γύρω από αυτά (σημειωτέον, διαρρέουν πλείστες διαφορετικές γνώμες για το ποια στελέχη είναι υπέρ των εκλογών, ποια υπέρ του δημοψηφίσματος) πιστοποιεί ότι υπάρχει πολιτικό πρόβλημα. Δείχνει ότι ασκούνται μεγάλες πολιτικές πιέσεις και ότι οι επιλογές που θα γίνουν (π.χ. συμφωνία-πλαίσιο που θα αποτελεί συνέχεια ή θα είναι ένα τρίτο μνημόνιο τον Ιούνη) θα προκαλέσουν πολιτική αναταραχή και χρειάζονται χειρισμοί, μεθοδεύσεις ή ακόμα και προσφυγή σε εκλογικές διαδικασίες.

Αυτοί οι «πονοκέφαλοι» απασχολούν έντονα τα επιτελεία και γύρω από αυτά αγωνιούν μεγάλα τμήματα του λαού της Αριστεράς. Το βέβαιο είναι ότι οι «δανειστές» θα πιέσουν ανοικτά κι άλλο στο πολιτικό επίπεδο: το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν είναι ευπρόσδεκτο, θα ζητήσουν αλλαγή της «χημείας», ακόμα και της σύνθεσης του κυβερνητικού σχήματος. Οι ΑΝΕΛ είναι ανεπιθύμητοι από τους ευρωκράτες ενώ το Ποτάμι μοιάζει ως καλός ανταγωνιστής αφού ο αρχηγός του κατέχει το επικοινωνιακό παιχνίδι, έχει στήριξη από τους εγχώριους ολιγάρχες και δεν είναι φορτωμένος με μνημονιακά βάρη. Στο Ποτάμι στεγάζονται ήδη στρατιές σημιτανθρώπων και ΔΗΜΑΡιτών που με μεγάλη προθυμία θα προσέφεραν στήριξη διεισδύοντας στον κυβερνητικό και κρατικό μηχανισμό.

Μα δεν θα σταματήσουν εδώ οι πιέσεις. Ίσως παρθούν πρωτοβουλίες, αν συνεχιστεί η χρεοκοπία-ασφυξία εντός ευρώ, από το σύνολο των αστικών δυνάμεων (βλέπε πίεση για συνάντηση πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), για κυβερνήσεις οικουμενικές–συνεργασίας ή ακόμα για προτάσεις συγκρότησης ομάδων διακομματικών για τη «μεγάλη διαπραγμάτευση».

Επομένως έρχονται και μάλλον γρήγορα πολιτικές εξελίξεις.

Το όπλο της διακυβέρνησης που δεν χρησιμοποιείται

Η κυβέρνηση μέχρι τώρα νόμιζε ότι κερδίζει χρόνο, αντιλαμβάνεται όμως τώρα ότι ο χρόνος αυτός δεν είναι τόσο ουδέτερος… Παραταύτα ως προς την εφαρμογή του προγράμματός της λειτουργεί σαν να υπάρχει άπλετος. Το αίτημα είναι να κυβερνήσει και μάλιστα άμεσα, να πάρει αποφάσεις σε ζητήματα που χρονίζουν, να γίνει επιτέλους αντιληπτό πώς δεν σχετίζονται όλα τα θέματα με την οικονομία, ότι η διακυβέρνηση με λίγα λόγια θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό όπλο.

Η κυβέρνηση επέλεξε -ή της επέβαλαν- μια διαδικασία «διαπραγμάτευσης»-παγίδας, που της άφηνε ελάχιστα περιθώρια ελιγμών για την εφαρμογή της πολιτικής της. Σε μια φάση μάλιστα που ήταν αναγκαίες τολμηρές εσωτερικές τομές, στοιχεία ανατρεπτικών πρωτοβουλιών, ιδιαίτερα σε τομείς που δεν χρειάζονταν άμεσα χρήματα. Για παράδειγμα, στο πολιτικό σύστημα, το δικαστικό σώμα, τον τραπεζικό τομέα κλπ. Ο αυτοεγκλωβισμός δεν οδήγησε μόνο στην «παραπλάνηση» από την έλλειψη «μπέσας» του κ. Ντράγκι και των συνεργατών του στην συμφωνία της 20 Φλεβάρη. Οδήγησε και στην φαρδιά–πλατιά υπογραφή πως δεν θα προχωρήσουμε σε καμιά «μονομερή» ενέργεια…

Και τώρα τι κάνουμε; Η απάντηση δίνεται με σαφήνεια σε όσα υποστηρίχθηκαν έως εδώ. Φραγμός στην κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, απεμπλοκή από τον κλοιό και την ασφυξία που επιβάλλουν οικονομικά και πολιτικά οι «δανειστές», πολιτικές πρωτοβουλίες που θα στηρίζονται σε ένα πολιτικό κίνημα διεξόδου. Άρα εμπιστοσύνη στον κόσμο και όχι επίκληση μιας τάχα εντολής «συμβιβασμού». Καλλιέργεια φρονήματος που δεν θα περιστρέφεται γύρω από την κλίση της λέξης «συμβιβασμός» σε όλες τις πτώσεις, σε αντίθεση με την κόπωση, την άμβλυνση των κριτηρίων και το ψαλίδισμα των προσδοκιών. Άμεσα και πρακτικά, να ξεφύγουμε από την ατζέντα αποπληρωμής -πάση θυσία- της επόμενης και της επόμενης και της επόμενης δόσης προς τους δανειστές, να φέρουμε τη συζήτηση στο έδαφος των προβλημάτων του Χρέους (που δεν πρέπει να ξεχαστεί), να πάρουμε πολιτικές πρωτοβουλίες που θα θέτουν το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης ως απάντηση στην ασφυξία.

Δεν πληρώνουμε άλλες δόσεις στους δανειστές, συγκαλούμε έκτακτη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής όπου και καταγγέλλουμε την ασφυξία, ζητάμε διετές μορατόριουμ για να συμμαζέψουμε τα συντρίμμια που προκάλεσε η μνημονιακή καταιγίδα, βάζουμε τις βάσεις μιας άλλης πορείας, έχοντας στο πλευρό μας ενήμερο, συνειδητό και σε εγρήγορση τον ελληνικό λαό. Αυτή η επιλογή να τύχει της άμεσης λαϊκής επιβεβαίωσης με δημοψήφισμα ή εκλογές. Οποιοδήποτε άλλο δίλημμα είναι έτσι κι αλλιώς εκτός «κόκκινων γραμμών», οδηγεί στο «φτιασίδωμα του υπάρχοντος», στη μεταμοντέρνα υποτέλεια με κεντροαριστερή συνταγή (δηλαδή βασικά οικονομία της αγοράς με ολίγη κοινωνική ευαισθησία, εντός συστημικών προδιαγραφών).

Σίγουρα πρόκειται για μια δύσκολη και κακοτράχαλη πορεία, αλλά στα μεγάλα προβλήματα δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις.

http://www.e-dromos.gr/asxfyxia-metaferetai-se-politiko-epipedo/

Tagged : /

Ο στραγγαλισμός και το τέλος των αυταπατών – άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.259, 18/4/2015)

βαγ2-650x250

Η συστηματική παγίδευση, η επιμονή στο «καλό σενάριο» και το έλλειμμα πολιτικής προετοιμασίας για μια άλλη πορεία

Πλησιάζουν οι «καταληκτικές» ημερομηνίες μιας διαπραγμάτευσης κατά την οποία η μία πλευρά κατέβαλε προσπάθειες ενός έντιμου συμβιβασμού, αντιμετωπίζοντας όμως την αδιαλλαξία και την κυνική στάση των «θεσμοϊκανών». Είμαστε, λοιπόν, τώρα υποχρεωμένοι να αναλογιστούμε προς τα πού πηγαίνει το καράβι «Ελλάς» και αν πορευτήκαμε εν γένει σωστά μέχρι τώρα, με τη… βελόνα κολλημένη στο «καλό σενάριο».

Αν δεν υπάρχει καλό σενάριο;

Έχουμε υποστηρίξει ξανά ότι η νέα κυβέρνηση διάβασε λανθασμένα τον συσχετισμό και τις δυνατότητες ενός πραγματικά έντιμου συμβιβασμό με τους δανειστές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εγκλωβίστηκε στη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, νομίζοντας ότι κερδίζεται έτσι χρόνος. Στην πραγματικότητα, όμως, η Συμφωνία μετέτρεπε τον παράγοντα χρόνο σε εχθρό, ενώ ταυτόχρονα έδενε τα χέρια για πρωτοβουλίες διεξόδου και υλοποίησης προγραμματικών κατευθύνσεων.

Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να υποστηρίζεται η εκδοχή του «καλού σεναρίου», ότι δηλαδή, στο τέλος οι δανειστές θα εξαναγκαστούν σε έναν συμβιβασμό και δεν θα προχωρήσουν σε τιμωρητικές ενέργειες. Η εκδοχή που προβάλλεται είναι πως όλα γίνονται προσχηματικά για να πιεστούμε, ώστε να κάνουμε πίσω σε ορισμένες «κόκκινες γραμμές». Μήπως όμως πρέπει να διαβάσουμε διαφορετικά όσα γίνονται και κυρίως την στρατηγική των «θεσμοϊκανών» δανειστών απέναντι στην Ελλάδα και τον ΣΥΡΙΖΑ;

Φαίνεται πως για διάφορους λόγους, κυρίως πολιτικούς, οι τροϊκανοί αποφάσισαν από τον Αύγουστο του 2014 να σταματήσουν κάθε χρηματοδότηση για να αντιμετωπίσουν το διπλό πρόβλημα την ελληνικής ιδιαιτερότητας. Από τη μια, τη διαφθορά-μιζοκρατία και το φθαρμένο μνημονιακό ντόπιο πολιτικό προσωπικό. Από την άλλη, την απειλή μιας νέας, αριστερών κατευθύνσεων, αντιμνημονιακής διακυβέρνησης. Η απόφαση αυτή εντασσόταν στο πλαίσιο ενός σχεδίου παγίδευσης και εγκλωβισμού των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα. Τουλάχιστον μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και υπάρξει παραδειγματική επίλυση του κόμπου προς όφελός τους.

Η δίμηνη παράταση που δόθηκε πριν τις εκλογές (και έληξε την 28 Φλεβάρη), ακολουθήθηκε από μια τετράμηνη παράταση που ονομάστηκε «γέφυρα». Και οι δύο φάσεις συνδέονταν ενιαία με το σχεδιασμό της παγίδευσης του πολιτικού κόσμου και ειδικά της νέας κυβέρνησης με στόχο είτε την ανατροπή της είτε την πλήρη υποταγή στα μνημονιακά πρότυπα.

Έτσι, οι «θεσμοϊκανοί» πλέον (κι ας είναι ίδιοι και απαράλλαχτοι με τους τροϊκανούς που ξέραμε…) εφαρμόζουν μια διαρκή και παρατεταμένη πολιορκία, έχοντας σύμμαχο τον χρόνο και τη διαρκή φθορά-αποστράγγιση της χώρας και πιέζοντας για υποχωρήσεις. Αλλά και παίζοντας σε διάφορα ταμπλό στο πολιτικό σκηνικό, αφού δεν αποκλείονται πολιτικές εξελίξεις και μάλιστα ραγδαίες μέσα στους επόμενους μήνες.

Το πρόβλημα αρχίζει και γίνεται ασφυκτικό όταν, για πολλούς λόγους, ο στραγγαλισμός που επιβάλλουν δεν αναγνωρίζεται ανοικτά σαν τέτοιος, και συνεχίζει να κυριαρχεί η άποψη ότι στο τέλος θα πρυτανεύσει η «λογική», η «σύνεση», το «κοινό όραμα» ή το «πνεύμα του διαφωτισμού».

Πράγματι, οι δανειστές (τι ωραία, ουδέτερη έκφραση) γνωρίζουν ότι δεν έχουν να κάνουν με έναν Αναστασιάδη ή Σαμαρά στην κυβέρνηση. Για αυτό άλλωστε ακολουθούν μια τέτοια πολιτική στρατηγική. Ακόμα κι αν δεν είναι ενιαίοι σε όλα τα σημεία, ωστόσο δεν υπάρχουν δείγματα σημαντικών διαφοροποιήσεων, τέτοιων που να δείχνουν ότι επεξεργάζονται ένα «καλό σενάριο» για την χώρα. Κάνει μεγάλο λάθος κανείς αν δεν αντιλαμβάνεται το πολιτικό ζήτημα που υπάρχει, και νομίζει ότι βρισκόμαστε μπροστά στο σύνηθες μπρα-ντε-φερ πριν από κάθε συμφωνία. Το ίδιο και όποιος πηγαίνει με τη λογική του τεφτεριού να μετρήσει τι οικονομική ζημιά θα προκύψει για τα ισχυρά κέντρα αν σημειωθεί ένα πιστωτικό γεγονός. Πολλές φορές οι ενάρετοι και ηθικοί «δανειστές» για μικροποσά, με πολιτικές τους αποφάσεις, κατέστρεψαν χώρες, δημιουργώντας χάος και προβλήματα, χωρίς ο λόγος να είναι μόνο ή καθαρά οικονομικός. Η Αργεντινή και η Κύπρος είναι τα πιο γνωστά παραδείγματα τέτοιας συμπεριφοράς.

Πρέπει, επομένως, στα σοβαρά να αναρωτηθούμε αν πράγματι υπάρχει «καλό σενάριο» μέσα από τις (άριστες ή λιγότερο πετυχημένες) ενέργειες ενός διαπραγματευτικού team. Διότι αν μας εξασθενίσουν, όπως κάνουν με την παράταση του χρόνου, ακόμα και το «καλό σενάριο» θα εξανεμιστεί μέσα από τη διοχέτευση της όποιας χρηματοδότησης στην αποπληρωμή των δανειστών. Έπεται, γύρω στον Ιούνη, ένα κενό περίπου 20 δισ. ευρώ και μια νέα συμφωνία (Μνημόνιο) που πρέπει να συναφθεί με τους ίδιους δανειστές. Άντε τότε να ξανα-οριστούν οι κόκκινες γραμμές και να επανέλθουν οι πάγιες θέσεις για διαγραφή, επιμήκυνση, πάγωμα κ.λπ. του μεγαλύτερου μέρους του χρέους…

Υπάρχει διέξοδος;

Εύστοχα παρομοιάστηκε η πορεία μας με αυτήν του Τιτανικού που πορεύεται σημαδεύοντας ένα τεράστιο παγόβουνο. Με τη συμπλήρωση ότι στην περίπτωσή μας υπάρχουν φωνές που ορκίζονται ότι δεν υπάρχει παγόβουνο και ότι το ταξίδι θα ολοκληρωθεί κατ’ ευχήν.

Το πρώτο που χρειάζεται για να οδηγηθούμε σε διέξοδο, είναι να μην έχουμε την παραμικρή αυταπάτη ότι οι «διασώστες» – δανειστές νοιάζονται σοβαρά να σωθεί η χώρα. Στην πραγματικότητα, θέλουν να βουλιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού έχουν βουλιάξει το λαό, την οικονομία και την κοινωνία. Δεν υφίσταται κοινό όραμα, κοινές συνθήκες, κοινή μοίρα, κοινές πολιτικές. Το σχήμα «κοινό ευρωπαϊκό όραμα» δεν λειτουργεί παρά μόνο σαν απόηχος ενός ξεπερασμένου «ευρωπαϊσμού» που έχει ανατιναχθεί από τις ίδιες τις πολιτικές της γερμανικής Ευρώπης και των συμμάχων της.

Άρα, ένα «τέρμα στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις» και μια αποφασιστική συναίσθηση απέναντι στην παγίδευση και την καταστροφή που επιβάλλονται θα αποτελούσαν μια μεγάλη πολιτική στροφή, έστω και τώρα, προς μια πιο ρεαλιστική πιο πραγματική πολιτική στάση.

Οι ρίζες της λαθεμένης εκτίμησης του συσχετισμού δυνάμεων βρίσκονται σε μια αντίληψη που επικράτησε μετά τις Ευρωεκλογές του 2014. Αυτή ενός «προωθητικού συμβιβασμού» στο εσωτερικό για μια «διαπραγμάτευση χωρίς σύγκρουση» στο εξωτερικό. Γραμμή που συμπληρώθηκε, αργότερα, με τον «έντιμο συμβιβασμό» προς τα έξω. Έτσι, παρουσιάστηκε σαν επιτυχία η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, παρ’ όλο που μας έδενε χειροπόδαρα στις μνημονιακές προδιαγραφές, χωρίς μάλιστα καν να εξασφαλίζει κάτι στον τομέα της χρηματοδότησης!

Η καλλιέργεια της ιδέας πως θα υπάρξει συμβιβασμός και συμφωνία με τους εταίρους και μια διαπραγμάτευση διαφορετική από την στάση των αναξιόπιστων μνημονιακών δυνάμεων, προσέδωσαν πολιτική δύναμη και υποστήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, όμως, μπροστά στα αδιέξοδα που δημιουργεί η παγίδευση, η ίδια ιδέα λειτουργεί ανασταλτικά. Δηλαδή, αντί να προετοιμάζει, αποθαρρύνει, δημιουργεί αμηχανία και σύγχυση, παθητικοποιεί, ώστε να αναμένεται απλά η «στιγμή 0», είτε συμφωνίας είτε ρήξης με ό,τι η κάθε μία επιφέρει. Είτε μια καταστροφική συμφωνία εγκλωβισμού της χώρας στο διαρκές δανειακό καθεστώς από μια αριστερή κυβέρνηση που θα έχει δεχτεί ταπεινωτικούς όρους, είτε η πρόσκρουση στο παγόβουνο, το πιστωτικό γεγονός, τις πολιτικές και οικονομικές συνέπειες.

Το γεωπολιτικό «χαρτί» και οι θολές εικόνες

Ακόμα και η γεωπολιτική διάσταση που έπρεπε εξαρχής να αξιοποιηθεί στη διαπραγμάτευση, έπρεπε να συνεπάγεται σαφή πορεία προς μια πολυδιάστατη πολιτική και όχι καθησυχασμό ότι θα τηρήσουμε στο ακέραιο τις δεσμεύσεις μας σαν συμμαχική δύναμη και αξιόπιστος εταίρος.

Η καταστροφή που επέφερε η μνημονιακή πολιτική έθετε μια σειρά διαφορετικών προτεραιοτήτων και άρα την ανάγκη διαφορετικής στάσης στους διεθνείς οργανισμούς. Μιας διακριτικής αλλά σαφούς διαφοροποίησης στο βαθμό που οι «εταίροι» δεν έπαιρναν υπ’ όψιν την ανθρωπιστική κρίση και την καταστροφή που είχαν προκαλέσει.

Παράλληλα, η θολή εικόνα που καλλιεργούσαν ορισμένοι πως τάχα το ΔΝΤ είναι κοντά μας στα θέματα του χρέους ή ότι οι ΗΠΑ θα μας στηρίξουν στην κόντρα με τη μερκελική Ευρώπη, στην συνέχεια οι προσδοκίες για τα ανοίγματα σε Ρωσία και Κίνα ως αντίβαρο στις πιέσεις και όχι ως στοιχείο μιας πειστικής πολυδιάστατης πολιτικής, δημιουργούν μεγαλύτερη σύγχυση και αυταπάτες.

Το γεωπολιτικό παιχνίδι είναι πιο πολυσύνθετο, απαιτεί εκτιμήσεις βάσει δεδομένων, προσεκτικά βήματα και προετοιμασία κάθε βήματος, και βεβαίως μια εκτίμηση ότι μερικοί που παριστάνουν τους φίλους μπορεί να οδηγούν σε παγίδες. Τα ταξίδια στις ΗΠΑ, οι επαφές με το ΔΝΤ και οι εγγυήσεις προς αυτούς, δεν τους ουδετεροποιούν όσον αφορά το πρόβλημά μας απέναντι στην Ε.Ε. Ιδιαίτερα σε στιγμές που στήνεται η ομπρέλα του ευρωατλαντισμού και προωθείται η διαρκής απομόνωση της Ρωσίας. Η «συνέχεια» της πολιτικής του ελληνικού κράτους ως μέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. θα δοκιμαστεί από αποφάσεις και πιέσεις ευθυγράμμισης.

Η κεντροαριστεροποίηση της πολιτικής συμπεριφοράς με τα ποικιλώνυμα ανοίγματα και τις συνταγές διαχείρισης του «υπάρχοντος» θα είναι στην ημερήσια διάταξη. Μόλις προχθές είχαμε τη συνάντηση με τον ΓΑΠ ως δείγμα αναζητήσεων στηριγμάτων και διαύλων, αλλά και κίνηση εξισορρόπησης των ευρωπαϊκών πιέσεων (για Ποτάμι, οικουμενική κυβέρνηση κ.λπ.). Η νομιμοποίηση ενός προσώπου πολιτικά φθαρμένου και εμπλεκόμενου στην μνημονιακή καταστροφή της χώρας, δεν μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά. Οι γέφυρες με τον παλιό χρεοκοπημένο πολιτικό κόσμο δεν βοηθούν σε τίποτα, ούτε σε μια κατ’ επίφαση «εθνική ενότητα» απέναντι σε μεγάλους κινδύνους.

Ο λαός και το έλλειμμα πολιτικής

Αμηχανία, παθητικότητα, αναμονή των εξελίξεων διατρέχουν το κοινωνικό σώμα, πολιτικοποιημένο και μη. Το λαϊκό κίνημα έχει υποχωρήσει, αφήνοντας χώρο στον κυβερνητισμό να κάνει τη δουλειά του και φυσικά ανάμεικτα συναισθήματα διαπερνούν κάθε ΣΥΡΙΖΑίο μέσα στον κατακλυσμό γεγονότων, αντιπαραθέσεων και διαγκωνισμών.

Το κεντρικό ζήτημα της σύγκρουσης με τον ευρωπαϊκό παράγοντα αφήνεται έξω από κάθε κινηματική και λαϊκή διεργασία και αν μια στροφή επιβληθεί εκ των πραγμάτων ή κληθεί η κοινωνία σε μια στάση αντιμετώπισης των εκβιασμών και των πιέσεων, δεν θα λειτουργήσουν εύκολα διάφοροι αυτοματισμοί. Με απονευρωμένη την κοινωνία και υποβαθμισμένο τον πολιτικό λόγο, με παραμονή στο «καλό σενάριο» και χωρίς ουσιαστική προετοιμασία του φρονήματος, είναι δύσκολο να γίνει η αναγκαία στροφή. Παραμένουμε στο έδαφος των ψαλιδισμένων προσδοκιών και της πλοήγησης χωρίς σαφείς στόχους. Η υπόθεση της μετάβασης σε μια Ελλάδα ποιοτικά διαφορετικής παραμένει ζητούμενο, αλλά και δείκτης αξιολόγησης κάθε προσπάθειας.

Αριστερή διακυβέρνηση, κρατικός και διοικητικός μηχανισμός υπό μνημονιακή ή διαπλεκόμενη επιρροή, διαπραγμάτευση με όρους απαγόρευσης «μονομερών» ενεργειών, εντεινόμενη κεντροαριστεροποίηση, ακυρωμένο λαϊκό κίνημα, υποβαθμισμένο κόμμα και γενικευμένη σύγχυση, αμηχανία. Αυτό το χαρμάνι οδηγεί σε μεγάλο κόμπο που φτάνει σε μικρό χτένι. Αναγκαία λοιπόν η ανάταξη και η αλλαγή πορείας με πλήρη εμπιστοσύνη στην αφύπνιση του λαϊκού παράγοντα. Εδώ και τώρα πολιτικές πρωτοβουλίες για μια τέτοια στροφή. Όρος, εκ των ων ουκ άνευ, η απεμπλοκή από τις αυταπάτες!

***Σκίτσο του Βαγγέλη Παπαβασιλείου: Συμφωνία-γέφυρα!

http://www.e-dromos.gr/o-straggalismos-kai-to-telos-ton-aytapaton/

Tagged : / / / / / /

Ολοκληρώνει, δεν υπηρετεί… σύντροφε Παπαδημούλη – σχόλιο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.259, 18/4/2015)

ΕΠΙΧΕΙΡΙΣΗ ΕΚΚΕΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΥΤΑΝΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Οι συνεχείς παρεμβάσεις του σ. Δ. Παπαδημούλη ίσως αποτελέσουν την αφορμή να αποκτήσω λογαριασμό Twitter. Θα το σκεφτώ σοβαρά. Πάντως, το τελευταίο του κελάιδισμα με λύπησε: «Η κυβερνητική απόφαση για τερματισμό της κατάληψης της Πρυτανείας του ΕΚΠΑ υπηρετεί την Δημοκρατία και στηρίζει τη δημόσια εκπαίδευση».

Η εικόνα των για δύο μέρες στρατοπεδευμένων ΜΑΤατζήδων στο χώρο των Προπυλαίων (κάποτε εκεί ήταν το άσυλο, θυμάσαι Δημήτρη;) και ακολούθως η εισβολή της αστυνομίας εντός της Πρυτανείας δεν αποτελεί υπηρέτηση της δημοκρατίας αλλά «Ολοκλήρωσή» της, συμβολική κίνηση για στήριξη στις δυνάμεις καταστολής και στο κράτος για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων (ακόμα και του πραξικοπηματισμού τμημάτων της απορριπτόμενης και ίσως μη σκεπτόμενης αντιθεσμικής-μηδενιστικής τάσης). Η Αριστερά θα έπρεπε έγκαιρα να «εφεύρει» άλλους τρόπους για τη αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων κι όχι να καταφεύγει σε «κλασσικές» λύσεις.

Τα ΜΑΤ στα Προπύλαια και η εισβολή δυνάμεων καταστολής στο Πανεπιστήμιο, λυπηρή εικόνα ανάλογη των επιχειρήσεων Ανδρέα Παπανδρέου με την εισβολή στο Πολυτεχνείο και τις 500 συλλήψεις. Δυστυχώς τότε δεν υπήρχε Τwitter και δεν θυμάμαι τι γνώμη είχε ο αγαπητός σύντροφος. Κάποτε, το βασίλειο της Δανιμαρκίας ήταν υγιές πριν σαπίσει.

Tagged : / / / /