Ολόκληρο το κείμενο του Ρ. Ρινάλντι για το βιβλίο «Ανθρώπινη φύση» του Ευτ. Μπιτσάκη: Αναζητώντας μια έλλογη αισιοδοξία, (σε τρία μέρη στο Δρόμο της Αριστεράς, φ.226, 30/8//2014, φ.227, 6/9/2014, φ.228, 13/9/2014)

Παρουσίαση του βιβλίου του Ευτύχη Μπιτσάκη, Ανθρώπινη φύση Για έναν κομμουνισμό του πεπερασμένου, Εκδόσεις Τόπος, 2013


ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ


Γενικός κατατοπισμός στο πρόσφατο έργο του Ευτύχη Μπιτσάκη

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης ανήκει στο σπάνιο, πλέον, είδος ανθρώπου που συνεχίζουν να δηλώνουν μαρξιστές και να έχουν πλήρη επίγνωση των συνθηκών που έχει βρεθεί στις μέρες μας ο μαρξισμός, αλλά και το κομμουνιστικό κίνημα που αυτός ανέδειξε. Έτσι, σε «εποχή έκπτωσης και συμβιβασμού, σε εποχή της “αποικοδόμησης” και της “καταφρόνιας”», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Α. Λεφέμπρ, ο Ευτύχης Μπιτσάκης έχει βαλθεί –ενώ σαν «αγρότης», όπως δηλώνει ως ιδιότητά του ο ίδιος, θα μπορούσε να ασχολείται με τα αμπέλια, κοροϊδεύοντας άλλους που απλά φενακίζουν το σύστημα– να συνεχίζει να ασχολείται με την άλυτη αντίφαση που τον χαρακτήριζε από νέο άνθρωπο: την αντίφαση ανάμεσα στον επιστήμονα, που με περισσή όρεξη και δυνατότητες έπρεπε να αφιερωθεί στα αντικείμενα της επιστήμης, και στα καλέσματα να παίρνει διαρκώς μέρος στο προοδευτικό κίνημα και στις ανάγκες που αυτό έθετε.

Για μας, τους αναγνώστες –τουλάχιστον– του έργου του, αυτή είναι μια «ευτυχής αντίφαση» γιατί έχουμε μπροστά μας έναν επιστήμονα, φιλόσοφο, μαρξιστή και κομμουνιστή που το έργο του ξεπερνά τους ελλαδικούς ορίζοντες και φυσικά είναι μια απόδειξη των δυνατοτήτων αλλά και της ανάγκης για κατανόηση της πραγματικότητας και της απάντησης κομβικών ζητημάτων.

Ακόμα περισσότερο, οι τελευταίες παρεμβάσεις του Ευτύχη Μπιτσάκη (Ε.Μ.), για παράδειγμα τα δύο τελευταία βιβλία του, Η Ύλη και το Πνεύμα και Ανθρώπινη φύση, συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο ουσιαστικές παρεμβάσεις, από μαρξιστικής πλευράς, στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης, μαζί με τον Ιστβάν Μεσάρος, είναι από τους πιο γόνιμους και ουσιαστικούς μαρξιστές διανοητές και έχουμε την τύχη ο Μπιτσάκης να είναι ανάμεσά μας, να γράφει στη γλώσσα μας, να υπάρχουν πολυάριθμα έργα του, να βρίσκονται στο διαδίκτυο αρκετές ομιλίες του.

Το περιβάλλον στο οποίο παρεμβαίνει

Ο ίδιος, όπως δηλώνει στον πρόλογο του βιβλίου Η Ύλη και το Πνεύμα (Εκδόσεις Άγρα, 2011), διακρίνει το τέλμα που δημιουργούν από τη μια ο επιστημονισμός, η ξηρότητα του θετικισμού και ένα πλήθος αντιρεαλιστικών ρευμάτων και από την άλλη, οι νέες μορφές χυδαίου ή ψευδοεπιστημονικού μυστικισμού και τέλος, στην «μεταμοντέρνα» εποχή μας, ο νέος γνωσιοθεωρητικός σχετικισμός και οι νέες αναγγελίες του θανάτου της φιλοσοφίας και κάθε «μεγάλης αφήγησης». Ο Ε.Μ. επιδιώκει «να θεμελιώσει τη νομιμότητα ενός επιστημονικού ρεαλισμού ανοικτού στις φυσικές επιστήμες και στην κοινωνική πρακτική γενικότερα». Για να μπορέσει, όμως, να θεμελιωθεί ο υλισμός πρέπει να φωτίσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, «αλλά γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από τις επιστήμες της ζωής».

Τα δύο τελευταία βιβλία του Ε.Μ. αποτελούν μια ενιαία παρέμβαση στην οποία ο συγγραφέας εκφράζει τις απόψεις του, την επιχειρηματολογία του, αλλά και τα κρίσιμα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Ο Ε.Μ. εμφανίζεται τολμηρός, επίμονος στο να θέτει ερωτήματα, στο να δείχνει περιοχές που χρειάζονται κι άλλο ψάξιμο, ζητήματα στα οποία δεν υπάρχουν οριστικές και τελειωτικές απαντήσεις.

Υπάρχει μια διαφορά ύφους ανάμεσα στα δύο βιβλία. Στο μεν Ύλη και Πνεύμα αναζητείται η επιστημονική, κυρίως, τοποθέτηση και η απάντηση σε ερωτήματα με βάση τις επιστήμες, στο δε Ανθρώπινη φύση εκτίθεται μια αντίληψη για τον ιστορικό υλισμό και την πορεία των κοινωνιών και εμφανίζεται, πιο ολοκληρωμένη, μια αντίληψη του Ε.Μ. απέναντι σε αυτό που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «χυδαίο μαρξισμό».

Ο ίδιος έχει πλήρη επίγνωση της σημασίας της ήττας του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα και συνδέει άμεσα τις αιτίες της ήττας με την ανάγκη απάντησης σε βασικά ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο: Σχετικά με τη φύση του και την ουσία του, τον βιολογικό ή/και κοινωνικό χαρακτήρα τους, τις δυνατότητες να αλλάξουν ή να τροποποιηθούν. Θέτει συνεχώς και με διάφορες διατυπώσεις το ερώτημα αν είναι συμβατή η ανθρώπινη φύση με τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό, αν «υπάρχει ανθρωπολογικό εμπόδιο το οποίο θα ακυρώνει και στο μέλλον κάθε απόπειρα για οικοδόμηση σοσιαλιστικής κοινωνίας;»

Είναι, μάλιστα, τόσο καίριο το ζήτημα που εντυπωσιάζεται ο Ε.Μ. που οι «ηγεσίες της Αριστεράς (αλλοδαπής και ημεδαπής) αποφεύγουν το ερώτημα και την ανάγκη για επιστημονικά θεμελιωμένη απάντηση». (Ανθρώπινη φύση, σελ 126).

Δεν μπορούμε να αποφύγουμε το ερώτημα: Οι εγωιστικές, επιθετικές, βάρβαρες και παρανοϊκές πρακτικές «είναι αποτέλεσμα βιολογικών στοιχείων εγγεγραμμένων στο ανθρώπινο γονιδίωμα;»… Ο «βιολογικός αναγωγισμός, θεωρεί την βαρβαρότητα ως μοίρα του ανθρώπινου είδους. Είναι λοιπόν δυνατόν να διακρίνουμε κάποια διέξοδο από τον βιολογικό πεσιμισμό και από την αντίθετη άποψη: τον πραγματισμό και την ηθικολογούσα μεταφυσική;» (Ανθρώπινη φύση, σελ 128).

Ο Ε.Μ. λοιπόν αναμετριέται με αυτά τα προβλήματα και επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στο έδαφος ενός μαρξισμού που στηρίζεται σε έναν επιστημονικό ρεαλισμό ανοικτό προς τα ερωτήματα, που δεν κρύβεται πίσω από τις βεβαιότητες, τα τσιτάτα, την αγοραία αισιοδοξία, τη ρηχή εργατολογία.

Αναμετριέται, σημαίνει καταπιάνεται σοβαρά, ουσιαστικά, με κόπο και με προσπάθεια, για να καταλήξει όχι σε προκατασκευασμένα συμπεράσματα, αλλά σε προτάσεις και συμπεράσματα που στηρίζονται στην πρόοδο της έρευνας και της τεκμηρίωσης.

Γι’ αυτό συγκρούεται με τον χυδαίο μαρξισμό και όλα τα απλοποιητικά σχήματα και άρα απορρίπτει τον οικονομισμό και τη θεωρία της «προόδου» που στηρίζεται σε αυτόν, θέτει με έμφαση όλη την προβληματική που είχαν αναπτύξει οι ιδρυτές του μαρξισμού προς το τέλος της ζωής τους για τους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς και τις κοινότητες που υπήρχαν σε αυτούς, εξετάζει το τι ήταν οι μεταβατικές κοινωνίες που οργανώθηκαν στο όνομα του σοσιαλισμού, και ξαναθέτει το ζήτημα ενός νέου ανθρωπισμού («ενός βιώσιμου κομμουνιστικού ανθρωπισμού» – σελ. 56) που οφείλει να γεφυρώσει το τεράστιο κενό που δημιούργησαν ο οικονομισμός (κυρίαρχη μορφή του γνωστού μαρξισμού) και οι αποτυχημένες απόπειρες σοσιαλισμού. Αναγκαστικά λοιπόν τοποθετεί στην κεντρική θέση ζητήματα όπως η αλλοτρίωση, η αποξένωση, η φύση και η ουσία του ανθρώπου. Για να καταλήξει στην ανάγκη μιας ενδοκοσμικής ηθικής που θα στηρίζει μια «ρεαλιστική κομμουνιστική ουτοπία».

Με τον τρόπο αυτό ο Ε.Μ. δημιουργεί τους όρους μιας θεωρητικής ανάτασης, αναγκαίας και απαραίτητης συνθήκης για την ανάδειξη μιας νέας συνείδησης. Και τούτο με τρόπο τολμηρό και τίμιο, καθόλου δογματικό, ανοικτό σε ρεύματα σκέψης και σε κριτικές που μπορεί να έχουν εγερθεί και να έχουν σημασία, αλλά παράλληλα πατώντας στο έδαφος του μαρξισμού.

Για τον Ε.Μ. έχουν τεθεί –και το γνωρίζει καλά από την ιστορική εξέλιξη των προσπαθειών να δημιουργηθούν αταξικές κοινωνίες– δύο ερωτήματα: «της επιστημονικής αξίας του μαρξισμού και της δυνατότητας των ανθρώπινων κοινωνιών να ελέγξουν το ιστορικό γίγνεσθαι». Είναι ανάγκη να υπερβούμε τη στρέβλωση που έχουν επιφέρει «ο οικονομισμός και η αντίστοιχη γραμμική-αιτιοκρατική αντίληψη της Iστορίας». Επομένως «να ανακτήσουμε το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού και να προωθήσουμε τη θεωρία, ώστε να βρεθεί σε αντιστοιχία με τις αντινομίες και τις δυνατότητες της εποχής μας. Αλλά η «επιστροφή στις ρίζες» δεν αρκεί: Η σημερινή επαναστατική θεωρία θα εμπλουτιστεί και θα ανοιχτεί σε ευρύτερους ορίζοντες, αν αξιοποιήσει κριτικές εκτός από τους κλασικούς, και την αναρχική παράδοση, καθώς και τον πλούτο των κομμουνιστικών ουτοπιών, αρχαίων, αναγεννησιακών και νεότερων». (Ανθρώπινη φύση, σελ 167)

Ένα βιβλίο που θέτει ερωτήματα, βάζει δηλαδή σε κίνηση τη σκέψη

Όπως αναφέραμε παραπάνω, το έργο Ανθρώπινη φύση θέτει σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο, σε κάθε θέμα που εξετάζει, και μια σειρά από ερωτήματα- προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, να απαντηθούν. Ίσως αυτή να είναι και η ιδιομορφία του βιβλίου αυτού.

Τη διάλυση των μορφών κοινοκτημοσύνης που υπήρχαν στις αταξικές κοινωνίες, γιατί την διαδέχτηκε ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής και η ανάπτυξη της αχαλίνωτης κτηνωδίας; Δεν μπορούσε να υπάρξει άλλη εξέλιξη, και γιατί; Μάλιστα, ο Ε.Μ. αναρωτιέται γιατί αυτό να θεωρείται τάχα «πρόοδος», όπως διατείνεται ένας ορισμένος μαρξισμός;

Εκ των υστέρων πολλά μπορούν να ειπωθούν για τη «διαλεκτική θετικότητα του Αρνητικού στην Iστορία» (Χέγκελ), αλλά η υπέρμετρη, άμετρη, υπερβολική (παράλογη;) βία, κτηνωδία, βαναυσότητα που είδαμε στην πορεία των αιώνων, αιτιολογείται πάντα με βάση το υλικό συμφέρον ή μόνο σε αυτό; Πώς να ερμηνευτούν τα βασανιστήρια και οι πυρές στους μεσαιωνικούς χρόνους, τα κρεματόρια των ναζιστών, η Χιροσίμα, όλη η γενοκτονική εξέλιξη των πολέμων, οι σύγχρονες σταυροφορίες στο όνομα των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» κ.λπ.; Όλα αυτά μπορούν να ερμηνευτούν χωρίς την ενεργητική παρέμβαση της ιδεολογικής αποπλάνησης και τα σχήματα που δημιουργούνται μέσα στην ψυχολογία και τη συμπεριφορά των ανθρώπων;

Ο «υποβιβασμός του ανθρώπου», σήμερα, σε εξάρτημα ενός συμπλέγματος και σε μια ζωή «μολυσμένη από τη μολυσμένη ανάσα του πολιτισμού μας», οι νέες πραγματικότητες και οι τεράστιοι μηχανισμοί χειραγώγησης και ελέγχου, πόσο μεταβάλλουν την ανθρώπινη φύση, εκκολάπτοντας ή ενισχύοντας τις αρνητικές δυνατότητές της;

Εν τέλει, πόση σχέση έχουν όλα αυτά με την αποτυχία των πρώτων προσπαθειών να δημιουργηθούν νέες κοινωνίες;

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης, επιστήμονας, φιλόσοφος, κομμουνιστής δεν φοβάται μην τον αποκαλέσουν «ουτοπικό». Ίσα-ίσα, το θεωρεί περίπου έναν τίτλο τιμής στις στείρες εποχές που ζούμε. Το αποδεικνύει και με την επιλογή του τίτλου του θεωρητικού περιοδικού που διευθύνει, αλλά και στις σελίδες του Ανθρώπινη φύση. Μόνο που ο ίδιος την ουτοπία τη στηρίζει σε έναν επιστημονικό ρεαλισμό ανοικτό στις φυσικές επιστήμες και στην κοινωνική πρακτική γενικότερα, γιατί νοιάζεται και αγωνιά να στηριχθεί όσο καλύτερα γίνεται η ρεαλιστική κομμουνιστική ουτοπία.


Μέρος Δεύτερο

Κριτική του οικονομικού και τεχνολογικού ντετερμινισμού – στο επίκεντρο ξανά η κοινωνικότητα (η κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα)

Το εγχείρημα της θεμελίωσης «ενός βιώσιμου κομμουνιστικού ανθρωπισμού», στις αρχές του 21ου αιώνα, απαιτεί πολλές προϋποθέσεις, θεωρητικές, επιστημονικές, ιστορικές. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης (Ε.Μ.) το καταλαβαίνει καλά και βαθιά. «Σε εποχή αντεπανάστασης και ηθικού μηδενισμού», «να θρηνήσουμε τη χαμένη Ιερουσαλήμ ή να βάλουμε σε κίνηση το μυαλό μας;» (Ανθρώπινη Φύση, σ. 176). Απαιτείται. με άλλα λόγια, να αδράξουμε την ουσία και τις κύριες τάσεις της εποχής που ζούμε, αλλά όχι γενικά, καταγγελτικά, αφοριστικά αλλά σε βάθος. Απαιτείται -και δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό ο Ε.Μ.- να διακρίνουμε το «τραγικό και διδακτικό ίχνος στον ιστορικό χρόνο» που «αφήνει πάντα» ακόμα και «μια επανάσταση που αποτυγχάνει». (Α.Φ. σελ. 177).

Αυτός είναι ο λόγος που ολόκληρο το βιβλίο διαποτίζεται από μια βαθιά κριτική της ιδέας της προόδου, ως φυσιολογικού απότοκου της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Κριτικάρει έντονα αυτήν την παραμόρφωση, ότι πρόοδος=ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων και τίποτα άλλο. Ή, ορθότερα, πως όλα τα «άλλα» θα προκύψουν από αυτήν την ανάπτυξη. Εδώ εδράζεται η σφοδρή κριτική του συγγραφέα στον οικονομικό και τεχνολογικό ντετερμινισμό που κυριαρχεί στις μέρες μας και εκφράζεται -με πιο αφηρημένο τρόπο- από τις διάφορες εκδοχές του θετικιστικού εμπειρισμού. Ιδιαίτερα προσπαθεί να δείξει πώς αυτή η αντίληψη αναπαράχθηκε μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα και πόσο καταστροφική ήταν.



Κριτική ενός δογματικού αποστεωμένου οικονομίστικου μαρξισμού

200 χρόνια καπιταλισμού και θα έπρεπε να έχει γίνει ένας απολογισμός, να έχουν βγει συμπεράσματα για τα ιδεολογήματα της «ανάπτυξης» και της «προόδου», όπως προβάλλονται από τους εκφραστές και τους απολογητές του καπιταλισμού.

«Οι κλασικοί του μαρξισμού είδαν και τις δύο όψεις της “ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων”. Αλλά ο χυδαίος “μαρξισμός” βλέπει μόνο την “ανάπτυξη”, όπως και σήμερα μερικοί “μαρξιστές” εκστασιάζονται μπροστά στην καπιταλιστική τεχνολογική πρόοδο και φαντάζονται ένα σοσιαλισμό που θα αντιγράψει την καπιταλιστική χρήση της τεχνολογίας, αλλάζοντας, απλώς, τις σχέσεις ιδιοκτησίας». (Α.Φ. σελ. 32)

Έχοντας διανύσει μια πορεία το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, από την τυπική αρχικά και την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, για να φθάσει τις τελευταίες δεκαετίες -–μέσα από διαρκείς αναδιαρθρώσεις- στην ανώτερη φάση υπαγωγής της τεχνικής και της επιστήμης στο κεφάλαιο, τίναξε στον αέρα όλες τις προσδοκίες για την έλευση μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας, δικαιοσύνης και ισότητας. Από το όχημα της «επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης», μέσα από το «άλμα στο άυλο», πιο πρόσφατα την «αποικιοποίηση της συνείδησης» και την «αποκρυπτογράφηση του γονιδιώματος», οδηγείται στην κυριάρχηση πλευρών της ζωής, σε έναν παράλογο αγώνα δρόμου για τη διαιώνιση των καπιταλιστικών σχέσεων. Μέσα από αυτήν την πορεία -που δεν ήταν ουδέτερη αλλά σφραγίζονταν από τις ταξικές σχέσεις και τους αγώνες που ούτε στιγμή δεν σταμάτησαν- ο απολογισμός του 20ού αιώνα ή και των 200 τελευταίων χρόνων του καπιταλισμού πρέπει να γίνουν μακριά από την οικονομιστική οπτική.


«Η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη ταυτίστηκε κατά κανόνα, και κυρίως από την αστική σκέψη, με την κοινωνική πρόοδο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. Και αυτό επειδή η πρωτοφανής επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση η οποία πραγματοποιήθηκε τον εικοστό αιώνα, αποκάλυψε τον αντιφατικό χαρακτήρα του φαινομένου – κάτι που είχαν ήδη επισημάνει οι κλασικοί του μαρξισμού, καθώς και οι αστοί στοχαστές από την Αναγέννηση και μετά».

«Η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος στην υπηρεσία του κεφαλαίου μετατρέπονται σε δυνάμεις που οδηγούν σε έναν μεταμοντέρνο Μεσαίωνα, εργασιακό, πολιτισμικό και υπαρξιακό. Σήμερα ζούμε και στη χώρα μας την απαρχή μιας νέας σκοτεινής εποχής. Οι πόλεμοι της Νέας Τάξης, εξάλλου, αποτελούν ακραία μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στην επιστημονική πρόοδο και την κοινωνική πραγματικότητα».

Ο Ε.Μ. δεν παραμένει σε αυτήν τη διαπίστωση αλλά θέλει να εξάγει πιο βαθιά συμπεράσματα γύρω από την υπαγωγή της επιστήμης και της τεχνικής από το κεφάλαιο και για τα εγχειρήματα μετάβασης:

«Και αν η λύση των σημερινών προβλημάτων μπορεί να βρεθεί στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας, αυτό σημαίνει ότι οι αρνητικές συνέπειες της τεχνολογικής προόδου εξαφανίζονται αυτόματα; Ή μήπως ορισμένες συνέπειές της συνδέονται με την ίδια τη φύση της; Αν απορρίψουμε ως ιστορικά ξεπερασμένη την αστική αντίληψη για την πρόοδο, μήπως είναι ανάγκη να εξετάσουμε κριτικά και ορισμένες σύγχρονες αντιλήψεις που θεωρούνται μαρξιστικές, για να δούμε έως ποιο βαθμό αναπαράγουν, ίσως, τον αστικό επιστημονισμό;» (Α.Φ. σελ. 46)

«Όμως, εκατόν πενήντα χρόνια μετά το Κεφάλαιο, και σαν να μη γράφτηκε ποτέ αυτό το έργο, κυρίαρχη αντίληψη της προόδου στο αριστερό κίνημα ήταν η αστική-επιστημονικίστικη και ουμανιστική, δηλαδή η αφηρημένη αντίληψη που ταυτίζει την πρόοδο με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το φαινόμενο φυσικά μπορεί να εξηγηθεί, αλλά όχι να δικαιολογηθεί…».

«Βαθμιαία επικράτησε ο φετιχισμός της παραγωγής και της παραγωγικότητας, η θεοποίηση των “μεγάλων έργων του κομμουνισμού”, η ιδεολογία της “απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων” και αντίστοιχα η ηθικολογική-πατερναλιστική αντίληψη για την εργασία. Η πρακτική αυτή απέδωσε στα πρώτα χρόνια του γενικού επαναστατικού ενθουσιασμού. Βαθμιαία, ωστόσο οδήγησε στην ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, στην αποξένωση και τη στασιμότητα των τελευταίων ετών». (Α.Φ., σελ. 83-84)

«Ο σοσιαλισμός είναι σήμερα περισσότερο αναγκαίος από ποτέ. Ποιος σοσιαλισμός; Όχι ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε, δέσμιος, μεταξύ άλλων, της ιδεολογίας της “προόδου”. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός δεν είναι βιώσιμη μορφή κοινωνικής συμβίωσης. Η Ιστορία απέδειξε ότι και ο σοσιαλισμός που αντέγραψε τα πρότυπα του βιομηχανικού καπιταλισμού δεν ήταν βιώσιμος». (Α.Φ., σελ. 86)

Επομένως, ο Ε.Μ. καταλήγει σε ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται το ζήτημα της προόδου:

«Η μαρξιστική αντίληψη για την πρόοδο συνιστά την άρνηση της αστικής τεχνοκρατικής, που αποσυνδέει τις δυνάμεις της παραγωγής από τις παραγωγικές σχέσεις και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων». (Α.Φ. σελ. 114)

Αυτή η φράση οδηγεί στην ανάγκη εμπλουτισμού της μαρξιστικής σκέψης και θεωρίας με επίκεντρο τις παραγωγικές σχέσεις και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό το κενό, τέθηκε από μαζικά κινήματα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και τις αρχές του 21ου, και τέθηκε με πλήθος μελετών, εργασιών, παρεμβάσεων που προσπάθησαν να φωτίσουν, να εμπλουτίσουν τη χειραφετητική πορεία της ανθρωπότητας. Μέσα από το οργανωμένο, υπαρκτό κομμουνιστικό κίνημα είναι ελάχιστα τα βήματα που έγιναν για έναν θεωρητικό εμπλουτισμό και αναζωογόνηση του μαρξισμού, για να μην μιλήσουμε για την εχθρότητα που επιδείχθηκε απέναντι σε κινήματα και θεωρητικές εργασίες που έθεταν επί τάπητος τέτοια ζητήματα. Εξάλλου, τη δεκαετία του ’80 χρειάστηκε η παρέμβαση ενός μαζικού κινήματος (οικολογικό) για να καταδειχτεί π.χ. το πρόβλημα της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας, και στις αρχές του 21ου έπρεπε να εμφανιστεί το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα για να τεθεί σε αμφισβήτηση η κυρίαρχη μέχρι τότε άποψη της «αντικειμενικής πορείας προς τη διεθνικοποίηση της παραγωγής» που οδήγησε στη Νέα Τάξη και στη δυαδική κοινωνία – γενικευμένη γκετοποίηση εντός των κοινωνιών… Και τούτα, σε αντίθεση ή και συναντώντας το χλευασμό από το λεγόμενο επίσημο κομμουνιστικό κίνημα.


«Η κοινωνικότητα είναι στοιχείο της διαμορφωμένης ανθρώπινης φύσης και ταυτόχρονα δημιουργός της»

Ο Ε.Μ. ξετυλίγοντας τη σύνθετη και βαθιά του σκέψη, συναντιέται με τους προβληματισμούς που αφορούν τον άνθρωπο, την κοινωνικότητα, την κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα. Για να στοιχειοθετήσει μία άποψη, μια πραγματικότητα εννοιών, γύρω από αυτά τα κρίσιμα και κομβικά ζητήματα, νιώθει την ανάγκη να στηριχθεί τόσο στα επιστημονικά δεδομένα (φυσικές επιστήμες και επιστήμες του ανθρώπου) όσο και να αναστοχαστεί την κοινωνική εξέλιξη και να διακρίνει τα βασικά στοιχεία της.

Η κυριαρχία μέσα στο μαρξιστικό χώρο, ευρωπαϊκό και σοβιετικό, της θεωρίας παραγωγικών δυνάμεων (δηλαδή της προτεραιότητάς τους, της ουδετερότητάς τους κ.λπ.) και του ευρωκεντρισμού, έφερε αναπότρεπτα στην επιφάνεια και την κριτική αυτής της μονοσήμαντης και γραμμικής εξελικτικιστικής αντίληψης για την ιστορία. Η κριτική αυτή – έπρεπε να ξεφύγει από τα στερεότυπα της κυρίαρχης οικονομίστικης ερμηνείας και του ευρωποκεντρισμού. Στην εξέλιξη αυτής της κριτικής έγινε συχνά χρήση του ξαναδιαβάσματος του έργου του Μαρξ και ιδιαίτερα των Grundrisse. Στο έργο αυτό που έγινε γνωστό μετά τη δεκαετία του ‘50 του περασμένου αιώνα (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1939-‘41) υπάρχει μια εκτενής αναφορά σε προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Ακόμα, τόσο ο Μαρξ όσο και Ένγκελς μελέτησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους, μια σειρά θεμάτων τόσο για τον «αρχαϊκό κοινωνικό σχηματισμό», όσο και για τις μορφές κοινοκτημοσύνης, τις αγροτικές κοινότητες. Τοποθετήθηκαν ακόμα και σε ενδεχόμενο πέρασμα αυτών των μορφών (π.χ ρώσικη κοινότητα) σε ένα νέο μεταβατικό σύστημα. (βλέπε αλληλογραφία Μαρξ και Β. Ζασουλιτσ και Μαρξ – Ενγκελς για το σχετικό θέμα). Στον σύγχρονο κόσμο έχουν έρθει στην επιφάνεια πολλά ζητήματα που επιβεβαιώνουν την σημασία και την επικαιρότητα τέτοιων προβληματισμών. Η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού αντιμετωπίζει στη σύγχρονη ύπαιθρο του κόσμου, μια τεράστια αντίσταση αγροτικών και κοινοτικών χώρων που έφεραν στην επιφάνεια πολλά από τα ζητήματα που θίγονταν τότε από τους θεμελιωτές του μαρξισμού. Ο ινδιανισμός στην Λατινική Αμερική (ή τα ιθαγενικά κινήματα όπως είναι γνωστά στην χώρα μας), οι συνεχείς αγροτικές εξεγέρσεις στην Ινδία (για να μιλήσουμε για τις πιο γνωστές περιπτώσεις, πιστοποιούν πως οι μορφές κοινωνικότητας που υπήρξαν και έδειξαν τεράστια αντοχή μέσα στους αιώνες, πρέπει να μας διδάξουν για πολλά πράγματα. Γεωγράφοι και ανθρωπολόγοι επιστήμονες μπόρεσαν να διακρίνουν πολλά και σημαντικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου και ίσως πολύ περισσότερα από μαρξιστές οικονομολόγους που μόνο αριθμούς και οικονομικές πλευρές εξέταζαν μέσα από τα ματογυάλια του ευρωκεντρισμού-δυτικοκεντρισμού.

Ο Ε.Μ για να απαντήσει στο ζήτημα της φύσης και της ουσίας του ανθρώπου, βασικό περιεχόμενο του βιβλίου, δίνει ένα περίγραμμα όλης της εξέλιξης του καπιταλισμού στα 200 τελευταία χρόνια, κριτικάρει την ιδέα της «προόδου», δείχνει πως κατέχει βαθιά την άποψη του Μαρξ για την ιστορική πορεία, κι όχι μια απλοϊκή σχηματική άποψη, και αναπότρεπτα αφού το στοιχείο της κοινωνικότητας είναι κεντρικό στην προβληματική του, έρχεται σε επαφή με τον προβληματισμό για το ζήτημα της κοινότητας. Κι όχι μόνο. Τολμά να προτείνει έναν δρόμο διεξόδου, έναν δρόμο ξετυλίγματος μιας νέας επαναστατικής ορμής. Δεν κάνει, απλά, μια βουτιά στο παρελθόν και στην προϊστορία του ανθρώπου για να ξεφύγει από τα σύγχρονα ζητήματα.

Αν ισχύει αυτό που διατείνεται ο Χοσμπάουμ -μιλώντας για τα ίδια θέματα και προλογίζοντας το τμήμα των Grundrisse που αναφέρονται στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς- ότι «η προ-ταξική κοινωνία σχηματίζει από μονάχη της μιαν ευρεία και πολύπλοκη ιστορική εποχή, με τη δική της ιστορία και τους νόμους ανάπτυξης, και τις δικές της ποικιλίες κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης που ο Μαρξ ονομάζει “αρχαϊκό σχηματισμό”, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η περίοδος αυτή που φθάνει ώς το 3500 π.Χ. ή το 1500 π.Χ. ανάλογα με την εμφάνιση των πρώτων ταξικών κοινωνιών, παίζει ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο για την ερμηνεία των όρων υπό τους οποίους προέκυψαν οι ταξικές κοινωνίες αλλά και στις επιδράσεις σε όλη την ανθρωπολογική γραμμή. Το πέρασμα από τη συλλογική κτήση στην ιδιοκτησία δεν έγινε σε μια νύκτα ή μέσα σε έναν χρόνο…».

«Ο Μαρξ και ο Ένγκελς μελέτησαν τους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς και δεν τους είδαν περιφρονητικά, ως “καθυστερημένες” κοινωνίες, όπως τους βλέπει ο αστός τεχνοκράτης ή ο “μαρξιστής” που έχει πιστέψει τους μύθους της τεχνοκρατικής ιδεολογίας». (Α.Φ. σελ. 60)

«Ωστόσο, χωρίς να εξιδανικεύουμε τη φυλετική κοινωνία, είναι φανερό ότι ορισμένα στοιχεία της ανθρώπινης ουσίας -αλληλεγγύη, αξιοπρέπεια, ελευθερία, στοργή κ.λπ.- εκμηδενίστηκαν ή ατόνησαν με την ανάπτυξη και τη γενίκευση της ατομικής ιδιοκτησίας, το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις και τη δουλεία». (Α.Φ. σελ. 32)

«Η συλλογική κτήση μετατράπηκε, μέσω μιας διαδικασίας αποσάθρωσης της φυλετικής κοινωνίας, σε ιδιοκτησία, με όλες τις συνέπειες που είχε αυτός ο μετασχηματισμός». (Α.Φ. σελ 33)

«O πρωτόγονος ατομισμός και η πρωτόγονη υπερηφάνεια μετατράπηκαν σε ματαιοδοξία, κενότητα, βαρβαρότητα και ψυχρό ατομισμό. Και οι νέες αυτές ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης βρίσκονταν στη βάση της βαρβαρότητας που συνόδευσε τη διάλυση της κοινωνίας των γενών». (Α.Φ. σελ. 113)

Ο Ε.Μ. μιλά από την πλευρά του μέλλοντος. Και καταλαβαίνει την αντίρρηση ή και την ειρωνεία που μπορεί να δημιουργήσει η τέτοια ανάλυση. Οπότε, θέτει ίδιος το ερώτημα:

«Επιστροφή, λοιπόν, στις πρωτόγονες κοινότητες; Τι λέει επ’ αυτού ο Μαρξ; “Η αγροτική κοινότητα αποτελεί παντού τον νεότερο τύπο του αρχαϊκού κοινωνικού σχηματισμού και γι’ αυτό τον λόγο εμφανίζεται στην ιστορική ανάπτυξη της αρχαίας και της δυτικής Ευρώπης η περίοδος της αγροτικής κοινότητας, ως μεταβατική περίοδος από την κοινοτική στην ατομική ιδιοκτησία”. Πώς κρίνει ο Μαρξ την αγροτική κοινότητα; “Η νέα κοινότητα που εισάχθηκε από τους αρχαίους Γερμανούς σε όλες τις κατακτημένες χώρες καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, έγινε το μοναδικό καταφύγιο της ελευθερίας και του λαϊκού βίου”».

«Σήμερα που η κρίση του καπιταλισμού είναι παγκόσμια και απειλεί την επιβίωση της ανθρωπότητας, μήπως θα έπρεπε να επιστρέψουμε στις αρχαϊκές κοινότητες, επωφελούμενοι από τη σύγχρονη τεχνολογία; Ιδού η γνώμη του Μαρξ: “Η κεφαλαιοκρατική κρίση θα λήξει μόνο με την κατάργηση της κεφαλαιοκρατίας, με την επιστροφή των σύγχρονων κοινωνιών στον “αρχαϊκό” τύπο της κοινοτικής ιδιοκτησίας. (…) Το νέο σύστημα, στο οποίο τείνει η σύγχρονη κοινωνία, “θα είναι η αναβίωση του αρχαϊκού τύπου κοινωνίας σε μια ανώτερη μορφή”. Δηλαδή, κρατάμε το στοιχείο της κοινοκτημοσύνης, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, στο πλαίσιο μιας κοινοκτημοσύνης. Ο κομμουνισμός θα είναι η άρνηση της άρνησης: Μια νέα, ανώτερη μορφή κοινοτικού βίου”».

«Σε μια ανώτερη μορφή: Δηλαδή, με την αξιοποίηση των κατακτήσεων των επιστημών και της τεχνολογίας από σύγχρονες κοινότητες, όπου η πολλαπλότητα των απασχολήσεων θα μειώνει τον αυστηρό καταμερισμό εργασίας, η παραγωγή κατά το δυνατόν σε τοπική κλίμακα υλικών αγαθών θα αξιοποιεί τις τοπικές ιδιομορφίες, οι μεταφορές προϊόντων θα μειωθούν και μαζί με αυτό η ενεργειακή σπατάλη. Επιπλέον και προπαντός: Θα αρθεί ο ταξικός ανταγωνισμός στο πλαίσιο της συλλογικής προσπάθειας. Η πολλαπλότητα παραγωγής προϊόντων σε τοπική κλίμακα δεν θα σημάνει την άρνηση κεντρικού σχεδιασμού. Η σημερινή τεχνολογία (πληροφορική κ.λπ.) δίνει τη δυνατότητα δημοκρατικού συντονισμού του τοπικού με το κοινωνικό, στο πλαίσιο της κομμουνιστικής κοινωνίας». (Α.Φ. σελ. 225-226)

Ουτοπιστής ο Ε.Μ.; Δεν θα τον πείραζε αυτός ο χαρακτηρισμός. Με αυτές τις σκέψεις ο ίδιος τοποθετείται πιο κοντά σε μια σωτηρία της ανθρωπότητας, όπως και πιο κοντά στην γέννηση μιας κοινωνικοποιημένης ανθρωπότητας, του κομμουνισμού.

Ο ίδιος ξέρει να υπερασπίζεται τον εαυτό του: «Ο Μαρξ οραματιζόμενος μια “επιστροφή στην αρχέγονη κοινότητα, σε ανώτερο επίπεδο” στη γλώσσα της διαλεκτικής μπορεί να αποδοθεί: “Οι ταξικές κοινωνίες ήταν η άρνηση της αρχέγονης κοινοκτημοσύνης. Ο κομμουνισμός θα είναι η άρνηση της άρνησης”». (Α.Φ. σελ 240)


Μέρος Τρίτο

Ανθρώπινη φύση, ανθρώπινη ουσία, ηθική και χειραφέτηση

Βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο ολοκληρωτικού εκβαρβαρισμού της ανθρωπότητας ή ακόμα και εξαφάνισής της. «Το ζώο που εξελίχθηκε σε άνθρωπο, σε έλλογο “ζώο” που κατέκτησε τους “ουρανούς” και φώτισε τις “ελάχιστες” φευγαλέες μορφές του υπομικρόκοσμου, κινδυνεύει να αυτοκαταστραφεί από τα δημιουργήματά του». (Ανθρώπινη φύση, σελ. 16).

Κυρίαρχη ιδεολογία στο σύγχρονο κόσμο είναι ο ατομισμός. Ο «εγωιστής άνθρωπος» παρουσιάζεται σαν ουσία αναλλοίωτη του ατόμου και επομένως ο καπιταλισμός ως το πιο συμβατό σύστημα για την ύπαρξη, την ανάπτυξη και την έκφραση του δεδομένου ανθρώπου, που σημειωτέον, δεν αλλάζει. Είναι αυτό που είναι και αυτό πιθανόν να είναι εγγεγραμμένο και στο γενετικό υλικό του. Ο βιολογικός αναγωγισμός έχει καταστεί, πλέον, μια κυρίαρχη ερμηνεία.

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης (Ε.Μ.) μελετά τις επιστήμες του ανθρώπου, εμβαθύνει σε όλα τα θέματα που αφορούν τον άνθρωπο ως βιολογικό, κοινωνικό, έλλογο, γενετικά κοινωνικό ον για να τεκμηριώσει ορισμένες θέσεις που κατά τη γνώμη του έχουν τεράστια πολιτική σημασία: «Το ερώτημα για την ανθρώπινη φύση έχει, συνεπώς, άμεση πολιτική σημασία: Αν ο σοσιαλισμός αντιφάσκει με την υποτιθέμενη εγωιστική φύση του ανθρώπου, τότε και κάθε μελλοντική απόπειρα για θεμελίωση σοσιαλιστικών κοινωνιών είναι προκαταβολικά καταδικασμένη. Και τότε πρέπει να δεχτούμε ότι η κεφαλαιοκρατική-ατομιστική κοινωνία είναι η τελευταία μορφή κοινωνικής συμβίωσης». (Ανθρώπινη φύση, σελ. 91).

Ο Ε.Μ. αναπτύσσει μια πλούσια πολυεπίπεδη επιχειρηματολογία για να αποδείξει το λαθεμένο της βασικής αστικής άποψης, ιδιαίτερα όταν αυτή θέλει να παρουσιάζεται με μια «φιλοσοφική» ερμηνεία: «Ο σοσιαλισμός είναι ένα ευγενικό ανθρωπιστικό ιδεώδες, αλλά ανεφάρμοστο επειδή είναι ασύμβατο με την εγωιστική ανθρώπινη φύση». Ακριβώς «η δήθεν ασυμβατότητα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού με την ανθρώπινη φύση, αποτελούν το αντικείμενο αυτού του βιβλίου» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 14).

Το συμπέρασμα που καταλήγει, η θέση που υποστηρίζεται στις σελίδες του βιβλίου είναι πως «Δεν υπάρχει αναλλοίωτη ανθρώπινη φύση. Η ανθρώπινη ουσία είναι κοινωνική-ιστορική κατηγορία» (Ανθρώπινη φύση, σελ.39).


Τι είναι η ανθρώπινη φύση και τι η ανθρώπινη ουσία;

Είναι αδιαμφισβήτητο πως υπάρχει μια βιολογική προετοιμασία του ανθρώπου. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι βιολογικό ζώον, γενετικά κοινωνικό, προϊόν της μακράς πορείας της βιολογικής εξέλιξης.

«Έστω ότι θα ορίζαμε την ανθρώπινη φύση ως το σύνολο των σταθερών ιδιοτήτων και στοιχείων, καθώς και των δυνατοτήτων που συνιστούν την ολότητα του ανθρώπινου όντος, σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Ένας τέτοιος ορισμός δέχεται την ύπαρξη βιολογικών και ανθρωπολογικών σταθερών, ενώ ταυτόχρονα είναι ανοικτός στο ιστορικό γίγνεσθαι. Περιλαμβάνει αυτό που είναι σταθερό, καθώς και εκείνο που μπορεί να μεταβληθεί ή και να αναδυθεί μέσα στο χρόνο. Περιέχει τη διαλεκτική της δυνατότητας και της πραγματικότητας».

Όμως, «αν δεχτούμε τη νομιμότητα της έννοιας της ανθρώπινης φύσης, τότε πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το ερώτημα για την εξηγητική λειτουργία αυτής της έννοιας. Για να έχει λόγο ύπαρξης, η έννοια της ανθρώπινης φύσης πρέπει να συνεισφέρει στην ερμηνεία του ιστορικού γίγνεσθαι. Αλλά είναι δυνατόν να μελετήσουμε τις κοινωνικές σχέσεις χωρίς να μελετήσουμε τη φύση των όντων που είναι φορείς και δημιουργοί αυτών των σχέσεων»;

Αυτή η συλλογιστική οδηγεί τον Ε.Μ. να μη δέχεται την ταύτιση της έννοιας «φύση του ανθρώπου» με την έννοια «ουσία του ανθρώπου» και εφιστά την προσοχή του αναγνώστη στο ζήτημα αυτό. «Ο Μαρξ μιλάει για την ανθρώπινη ουσία, ταυτίζοντας γενικά αυτή την έννοια με την έννοια ανθρώπινη φύση». Στην 6η θέση για τον Φόιερμπαχ, ο Μαρξ θα υποστηρίξει πως η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων. Μια τέτοια διατύπωση, όμως, «αποκόπτεται από τη βιολογική του υπόσταση και από την ιστορία του: Η φύση του ανθρώπου που αποκόπτεται από ολόκληρη την ιστορία της φυλογένεσης και από τη βιολογική προϊστορία του ανθρώπινου είδους». (Ανθρώπινη φύση, σελ. 98).

Αυτός είναι ο λόγος που ο Ε.Μ. επιμένει στη διαφοροποίηση των δύο εννοιών. Μάλιστα, θα δώσει ιδιαίτερο βάρος στην ιστορική διαδικασία ανθρωπογένεσης, ψυχισμού, νοογένεσης στο έργο του Η ύλη και το πνεύμα, κυρίως στα τρία τελευταία κεφάλαια.

Ο Ε.Μ. προτιμά να ορίζει ως ουσία του ανθρώπου το σύνολο του ψυχικού και πνευματικού του περιεχομένου, όπως αυτά πραγματώνονται στο εσωτερικό των σχέσεων στις οποίες είναι ενταγμένο το άτομο, καθώς και το σύνολο των λανθανουσών δυνατοτήτων του. Έτσι, «η έννοια της ουσίας συναρτάται, αλλά δεν ταυτίζεται με την έννοια της ανθρώπινης φύσης».

Θεωρώντας ως δεδομένο την ύπαρξη σχετικά αμετάβλητων στοιχείων της ανθρώπινης φύσης, «και αν, χωρίς να αγνοήσουμε την ενδογενή τους συσχέτιση, δεν ταυτίσουμε την ανθρώπινη φύση με την ανθρώπινη ουσία, τότε θα ήταν δυνατόν να ορίσουμε την ανθρώπινη ουσία ως την ολότητα του ψυχικού και πνευματικού περιεχομένου της ζωής του ατόμου, όπως αυτό πραγματοποιείται εν κοινωνία και στην πορεία της Ιστορίας. Η ουσία μετατρέπεται τότε σε ιστορική κατηγορία, η οποία σχετίζεται κυρίως με το πνευματικό, ηθικό και πολιτισμικό περιεχόμενο του ανθρώπου στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες».

Ο Ε.Μ. θα συνεχίσει να θέτει ερωτήματα στα οποία ο ίδιος επιχειρεί απαντήσεις: «Το ανθρώπινο ον είναι προσωρινή, εξαρτημένη, εύθραυστη, αντιφατική, τραγική, από μια άποψη, ύπαρξη. Πώς εκδηλώθηκαν οι αντιφατικές του δυνατότητες στην Ιστορία; Ποιος ήταν ο ρόλος των αντικειμενικών συνθηκών και ποιος ο ρόλος της ανθρώπινης φύσης; Και ποια ήταν η μοίρα της ανθρώπινης ουσίας, αν αυτή την έννοια δεν την ταυτίσουμε με την ανθρώπινη φύση;» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 108).


Η επικαιρότητα των ζητημάτων αυτών

Αν η ανθρώπινη φύση «συγκροτείται από έναν αριθμό βιολογικών και ψυχολογικών, σχετικά σταθερών στοιχείων και, επίσης, από έναν αριθμό περισσότερο μεταβλητών χαρακτηριστικών, τα οποία αντανακλούν, διαμεσολαβημένα, κοινωνικές σχέσεις». Αν «η ανθρώπινη φύση είναι ιστορική κατηγορία», επομένως «σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, είναι πεδίο αντιφατικών δυνατοτήτων και η κοινωνική πραγματικότητα καθορίζει ποιες από αυτές θα πραγματοποιηθούν». Τότε «η ιστορικότητα της ανθρώπινης φύσης αντιστοιχεί στις ιστορικές μορφές της κοινωνίας, χωρίς να είναι μια παθητική και γραμμική συνέπειά τους».

Το ερώτημα που τίθεται είναι ποια η επίδραση της ταξικής κοινωνίας στην ουσία του ανθρώπου (νοούμενης ως την ολότητα του ψυχικού και πνευματικού, ηθικού και πολιτισμικού περιεχομένου της ζωής του ατόμου) στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες εν γένει, και πιο ειδικά στην εποχή του γερασμένου πλέον καπιταλισμού και της εμπορευματοποίησης όλο και περισσότερων σφαιρών της κοινωνικής ζωής;

Στο ερώτημα αυτό προστίθεται και ένα επόμενο, υπό ποίες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις είναι δυνατόν να καλλιεργηθούν και να εμπλουτισθούν οι θετικές δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης και ουσίας.

Σε αυτά πρέπει να προστεθούν ακόμα δύο αναπόφευκτα ερωτήματα με βάση τη συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη του 20ού αιώνα: «της επιστημονικής αξίας του μαρξισμού και της δυνατότητας των ανθρώπινων κοινωνιών να ελέγξουν το ιστορικό γίγνεσθαι».

Τα ερωτήματα αυτά δεν απαντιούνται με συνθήματα ή ταυτολογίες.

Στη βάση της σύγχρονης βαρβαρότητας βρίσκονται η ματαιοδοξία, η κενότητα, ο ψυχρός ατομισμός, η αλλοτρίωση. Οι ταξικές κοινωνίες ανέδειξαν, κυρίως, τις αρνητικές δυνατότητες του ανθρώπου χωρίς να εξοστρακίσουν εντελώς θετικές δυνατότητες όπως η κοινωνικότητα, ο αλτρουισμός, η ανθρώπινη φιλία, η στοργή, οι καλλιτεχνικές τάσεις, οι δυνατότητες της νόησης. Στον καπιταλισμό επιχειρείται η πλήρης εκκένωση αυτών των θετικών δυνατοτήτων και η απογύμνωση του ανθρώπου, ως εγωιστικού ατόμου, μόνου εναντίον όλων.

«Στον καπιταλισμό εκκενώνεται από τα θετικά-ανθρωπιστικά στοιχεία της η ιστορικά κατακτημένη ανθρώπινη ουσία. Αλλά η Ιστορία δεν τελείωσε και η θετική ουσία του ανθρώπινου-κοινωνικού όντος θα ανακτηθεί και θα εμπλουτισθεί στην κοινωνία “των ελεύθερων και ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών” (Μαρξ). Εύλογη επιθυμία ή ιστορική δυνατότητα; Ίδωμεν» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 186).

Ο κομμουνισμός κατηγορείται ότι δεν έδωσε σημασία στο άτομο, ότι στερεί τις δυνατότητες ανάπτυξης του ανθρώπου, ότι στερείται ο ίδιος ανθρωπισμού. «Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια μεταβαλλόμενη αντίφαση, ανάμεσα στο θαυμαστό της ύπαρξης, την πνευματικότητα, τη δημιουργικότητα, τον αναπτυγμένο συναισθηματικό κόσμο, και στην επίσης διαφοροποιούμενη ανθρώπινη βαρβαρότητα. Ο “άνθρωπος των σπηλαίων” έφθασε στα άστρα. Αλλά η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο συνεχίζεται, και οι σύγχρονοι πόλεμοι με την επιστημονική τεχνολογία εξοντώνουν ολόκληρους στρατούς. Επίσης, η τερατώδης καταδίκη σε θάνατο ισχύει ακόμα σε “πολιτισμένες” και υπανάπτυκτες χώρες (από δηλητηριώδη ένεση, αγχόνη, τουφεκισμό, αποκεφαλισμό κ.ο.κ.). Το ίδιο και η φρίκη των βασανιστηρίων».Η ματιά του Ε.Μ. είναι και αυτοκριτική. Αναγνωρίζει με τόλμη «τις ελεεινότητες των πρώτων αποπειρών»: «Η φτωχή, οικονομίστικη, έκπτωτη μορφή του απολογητικού μαρξισμού περιόρισε τους ανοικτούς ορίζοντες της μαρξικής ανθρωπολογίας σε μια μίζερη αντίληψη, όπου ο καθένας θα απολάμβανε “τα λίγα γραμμάρια ευτυχίας του” υπό το άγρυπνο και “προστατευτικό” μάτι του κόμματος και της μυστικής αστυνομίας». Όχι για να υποκλιθεί στο υπάρχον σύστημα που εκκενώνει κάθε ουσία από τον κοινωνικοποιημενο άνθρωπο και τον αποκτηνώνει- αποβλακώνει. Αλλά για να σηκωθεί ψηλότερα ένας νέος κομμουνιστικός ανθρωπισμός που να στηρίζεται σε μια νέα ηθική (ο συγγραφέας απορεί που ενώ έχει δώσει τόσες σελίδες για το ζήτημα της ηθικής, αυτό περνά με μια σχετική άνετη αδιαφορία από τα διάφορα επιτελεία της Αριστεράς). Για να γίνει «βιώσιμη η ανθρωπότητα και αξιοβίωτη η ζωή» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 242).

Γιατί «η ζωή, “μέγα καλό και πρώτο καλό” (Σολωμός), μπορεί να γίνει αξία καθ’ εαυτήν και όχι οδυρμός στην κοιλάδα των δακρύων, ή αναμονή μιας δεύτερης, αιώνιας ζωής στο ανύπαρκτο υπερπέραν. Προϋπόθεση: σοσιαλισμός χωρίς βαρβαρότητα» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 243).

 

Επίλογος: Τι χρειαζόμαστε περισσότερο από πριν

Σε τρία σημειώματα προσπαθήσαμε να κινήσουμε το ενδιαφέρον και να κατατοπίσουμε τον αναγνώστη για το πρόσφατο έργο ενός από τους μεγαλύτερους Eυρωπαίους μαρξιστές της δύσκολης εποχής μας. Έχουμε το προνόμιο ή την τύχη ο Ε.Μ. να είναι Έλληνας και τα έργα του να μπορούν να διαβαστούν από όλους που ενδιαφέρονται να κατανοήσουν και ίσως να δράσουν. Η κατανόηση είναι μια σημαντική λειτουργία, είναι μια μορφή πράξης και ίσως σπουδαιότατος όρος για να τεθούν σε κίνηση συνειδητά εγχειρήματα μετασχηματισμού του κόσμου. Θα κλείσουμε την παρουσίαση αυτή με ένα απόσπασμα ενός άλλου μεγάλου Ευρωπαίου μαρξιστή, του Ιστβάν Μεσάρος που, όχι τυχαία, παραθέτει και ο Ε.Μ. στην Ανθρώπινη Φύση: «Η αφηρημένη διαλεκτική της Ιστορίας δεν προσφέρει καμία εγγύηση για μια θετική κατάληξη. Αν θα περιμέναμε κάτι τέτοιο, θα σήμαινε ότι απαρνιόμαστε το ρόλο μας να αναπτύξουμε την κοινωνική συνείδηση, η οποία είναι εγγενής στη διαλεκτική της Ιστορίας. Η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνικής συνείδησης με ένα πνεύμα χειραφέτησης είναι αυτό που χρειαζόμαστε για το μέλλον. Σήμερα τη χρειαζόμαστε περισσότερο από πριν».


Περιεχόμενα του βιβλίου:

• Εισαγωγή
 Από το αγελαίο ζώο στην κοινωνική οργάνωση

Η ανθρώπινη νόηση: Δυισμός ή προϊόν της κοινωνικής ζωής;

Ο άνθρωπος κοινωνικό έλλογο ον

Η δουλεία

Από τις πρώτες μορφές ιδιοκτησίας στο κεφάλαιο

 • Κεφάλαιο πρώτο
Διακόσια χρόνια κεφαλαιοκρατικής «προόδου»

Οι πρώιμες αστικές αντιλήψεις για την πρόοδο

Η κριτική των κλασσικών του μαρξισμού

Διακόσια χρόνια κεφαλαιοκρατικής «προόδου»

Παγκοσμιοποίηση: Αντιφάσεις και δυνατότητες
• Κεφάλαιο δεύτερο
 Ανθρώπινη φύση: αντιφάσεις και δυνατότητες

Η μεταφυσική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση

Για την νομιμότητα και την εξηγητική λειτουργία της έννοιας

Ο άνθρωπος, βιολογικό

και κοινωνικό ον

Οι ταξικές κοινωνίες και το πρόβλημα της ουσίας του ανθρώπου

Η ανθρώπινη φύση και η σοσιαλιστική προοπτική

• Κεφάλαιο τρίτο
 Η ανθρώπινη φύση είναι συμβατή με τον σοσιαλισμό;

Ο άνθρωπος ως φυσικό

και κοινωνικό ον

Από την αισθητικο-κινητική δραστηριότητα στην εννοιακή σκέψη

Ο άνθρωπος, γενετικά κοινωνικό ον

Η ανθρώπινη φύση

Ανθρώπινη ουσία

Τελικές παρατηρήσεις

• Κεφάλαιο τέταρτο
 Ο τρομερός εικοστός αιώνας

Τα ιστορικά όρια του καπιταλισμού

Δύο βασικές θέσεις του μαρξισμού:

Και πρώτα, η πρώτη

Και τώρα η δεύτερη θέση: Η κατάρρευση

• Κεφάλαιο πέμπτο
 Για τον κομμουνισμό του πεπερασμένου

Η δομική κρίση του καπιταλισμού και η επιβίωση της ανθρωπότητας

Όταν «οι νεκροί βαραίνουν σαν βραχνάς…» (Μαρξ)

Το πρόβλημα της ηγεμονίας

Το πρόβλημα των συμμαχιών

Για τον κομμουνισμό του πεπερασμένου

Για μια ενδοκοσμική ηθική

Για μια ρεαλιστική κομμουνιστική κοινωνία


Tagged : / / / / /

Παραχάραξη μιας βαθιάς ανάγκης, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.224, 26/7/2014)

Τα συστημικά κόμματα, με τυπικό τρόπο, στις ανακοινώσεις τους για τα 40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, αποτίναξαν κάθε ενοχή τους, δηλώνοντας πάνω-κάτω τα ακόλουθα: Τιμούμε την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και όσους αγωνίστηκαν για αυτήν. Ξέρουμε ότι περάσαμε δύσκολα τα τελευταία 5 χρόνια, αλλά τώρα όλα θα πάνε καλά, φτάνει πια με το λαϊκισμό και τη δημαγωγία…

Σε άλλα αφιερώματα, αναλύσεις και άρθρα, βρίσκει κανείς πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία και παρατηρήσεις, αλλά λείπουν εμφανώς δύο στοιχεία: Πρώτα απ’ όλα, ο λαϊκός παράγοντας και ο ρόλος του μέσα στα 40 αυτά χρόνια (οι όποιες αναφορές σχετίζονται κυρίως με τις επιτυχημένες διαδικασίες αποχαύνωσης και απονεύρωσής του). Δεύτερον, η ανάγκη μιας νέας μεταπολίτευσης, μιας βαθιάς πολιτειακής αλλαγής που έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη, αλλά όλοι σφυρίζουν αδιάφορα, προσβλέποντας ίσως σε κάποια μικροβελτίωση της σημερινής κατάστασης.

40 χρόνια…

Σαράντα χρόνια δεν είναι καθόλου λίγα κι αν δει κανείς τι έγινε στον κόσμο, θα εντυπωσιαστεί από τις αλλαγές και τις ανατροπές, σε όλους τους τομείς. Για να εξετάσει κανείς τι έγινε αυτή την περίοδο στη χώρα, δεν αρκεί φυσικά ένα άρθρο. Είναι υπόθεση ιστορίας και μάλιστα ιστορίας σε εξέλιξη. Ωστόσο, κάποιες σκέψεις μπορούν να ειπωθούν.

Η Μεταπολίτευση του 1974, η πτώση δηλαδή ενός καθεστώτος και η εγκαθίδρυση ενός άλλου, έγινε σε συνθήκες γενικευμένης χρεοκοπίας και κατάρρευσης της αμερικανόπνευστης δικτατορίας, έντασης μιας κρίσης στην περιοχή (Μέση Ανατολή, Κύπρος, Τουρκία) και απαρχής μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, υπό την αρχική μορφή των πετρελαϊκών σοκ.

Στη βάση αυτών των εξελίξεων αναπτύχθηκε ένα μεγάλο κύμα λαϊκού ριζοσπαστισμού που έθετε τεράστια προβλήματα και έπρεπε με κάποιον τρόπο να συγκρατηθεί.

Αποτέλεσμα αυτών των τάσεων ήταν ο συμβιβασμός των δυνάμεων του συστήματος σε μια λύση που δεν θα ήταν απλώς η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» στην προ του 1967 κατάσταση, αλλά ένα νέο πολιτειακό καθεστώς που θα έπαιρνε υπ’ όψιν του και την ανάγκη ενσωμάτωσης ή συντριβής της λαϊκής ορμής. Τόσο η εξέγερση του Πολυτεχνείου, όσο και η απίστευτη κατάσταση ξεχαρβαλώματος του κράτους, κατά την επιστράτευση του 1974, δεν επέτρεπαν ολιγωρίες.

Υπό αυτό το πρίσμα, η μεταπολίτευση του Ιουλίου του 1974 ήταν μια επιτυχημένη κίνηση διάσωσης, κατευνασμού, αντιμετώπισης χειρότερων καταστάσεων. Όλες οι μαρτυρίες των σημαντικών παραγόντων της εποχής οδηγούν στο συμπέρασμα ότι καθόλου δεδομένος δεν ήταν αυτός ο κατευνασμός.

Από την άλλη, ήταν και μια επιτυχία του λαϊκού κινήματος που κατακτούσε μια σειρά από ελευθερίες και δικαιώματα που το μετεμφυλιακό κράτος και η χούντα είχαν στερήσει. Ανοίγονταν, δηλαδή, μια νέα φάση και μια νέα ισορροπία δυνάμεων, εσωτερικά και στην περιοχή.


Τρεις φάσεις

Υπάρχει ένα σχήμα σε τρεις φάσεις που θα μπορούσε να περιγράψει την επιτυχία του ελληνικού αστισμού στα 40, παρά κάτι, χρόνια μέχρι το 2008. Ο Κ. Καραμανλής έθεσε τις βάσεις της «ευρωπαϊκής πορείας της χώρας», έδιωξε το παλάτι, έβαλε φυλακή τους χουντικούς και φυσικά ξεκίνησε τις πολιτικές λιτότητας που δεν έχουν σταματημό από τότε – με ένα μικρό διάλειμμα στην πρώτη ΠΑΣΟΚική περίοδο. Ο Α. Παπανδρέου εγκαινιάζει μια περίοδο που «φέρνει στην εξουσία» την άλλη μισή Ελλάδα που μέχρι τότε αποκλείονταν, ολοκληρώνοντας μια ατελή διαδικασία εκδημοκρατισμού και τερματισμού ενός μονοκομματικού κράτους της Δεξιάς. Τέλος, η Σημιτική περίοδος, μπορεί να θεωρηθεί η ολοκλήρωση της διαδικασίας, αφού η Ελλάδα μπαίνει στο ευρώ, επεκτείνεται στο Βαλκανικό «Ελντοράντο», αναλαμβάνει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το έθνος, υπό την αστική ηγεμονία, ολοκληρώνεται…

Λέει αλήθεια ή ψέματα το σχήμα αυτό; Λέει αλήθεια στο βαθμό που περιγράφει το ατέλειωτο πάρτι που έστησαν οι τοπικές ελίτ όλες αυτές τις δεκαετίες. Εκμεταλλεύτηκαν την κρίση του 1973-75, αξιοποίησαν πλεονεκτήματα από την κατάσταση στην περιοχή και ειδικά την καταστροφή του Λιβάνου, άρχισαν πολύ νωρίς την καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων και την περιστολή των λαϊκών ελευθεριών.


Ο καραμανλικός αυταρχικός κυματοθραύστης αγώνων και κινητοποιήσεων βρέθηκε σε πλήρη εξέλιξη. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μπήκαν οι βάσεις ενός δικομματικού συστήματος που έμελλε να εγκλωβίζει πάνω από το 80% του εκλογικού σώματος για πολλές τετραετίες. Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, στήθηκε μια τεράστια μηχανή ενσωμάτωσης και εξαγοράς συνδικαλιστών, συνεταιρισμών, λαϊκών ενώσεων κ.λπ., ενώ νέα τζάκια με αρπακτικό τρόπο αναρριχήθηκαν και διεκδίκησαν γερό μερίδιο.

Και μετά την «παρένθεση» του 1989-’90 και τη μητσοτακική τριετία, ήρθε πάλι ο ΠΑΣΟΚισμός, πρώτα με την μορφή ενός αδύναμου Ανδρέα και μετά με τον Σημίτη, για να ισοπεδώσει ό,τι είχε απομείνει: Ο ωφελιμισμός και ο άκρατος ατομικισμός στο τιμόνι, σε ένα μετανεωτερικό πλαίσιο ξαναγραψίματος της Νεοελληνικής Ιστορίας. Ο περίφημος «εκσυγχρονισμός» της ελληνικής κοινωνίας ολοκληρώνεται μέσα στο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου και την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων…

Γεγονότα που ξεχνιούνται

Πολλοί εμφανίζουν μια ψευδή εικόνα όταν «ξεχνούν» ορισμένα σημαντικά στοιχεία: Η τιθάσευση του ριζοσπαστισμού δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Για να αντιμετωπιστεί έπρεπε να συναφθούν νέα «κοινωνικά συμβόλαια» με περισσότερους εταίρους από άλλες φορές, να συναινέσουν σε αυτά ευρύτερες δυνάμεις, να μην ξεπερνιούνται ορισμένα όρια και βεβαίως η καταστολή να συμπληρώνει το έργο.

Ειδικά, τα χρόνια 1974-’76 ήταν περίοδος μεγάλων αγώνων και ριζοσπαστισμού και τεράστιων αποπειρών καταστολής τους. Στη νεολαία, τα εργοστάσια, τον αγροτικό χώρο, η περίοδος αυτή σήμαινε κινητοποιήσεις, οργάνωση, αγώνες. Μόνο ο συνδυασμένος ρόλος του νέου κοινωνικού-πολιτικού συμβιβασμού που υπηρετήθηκε από όλες τις πολιτικές δυνάμεις έδωσε καρπούς στην τιθάσευση του κύματος αυτού.

Δύο χαρακτηριστικές στιγμές: Ο Καραμανλής ακύρωσε νόμο που είχε ψηφιστεί μετά τις πρώτες φοιτητικές καταλήψεις (1979) και αυτή ήταν μια πρώτη, τέτοιου είδους, νίκη του λαϊκού κινήματος. Δεύτερον, το 1980, το χτύπημα της πορείας του Πολυτεχνείου με δύο νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες απαντήθηκε συνδυασμένα από όλο το πολιτικό φάσμα με την καταδίκη των «εξτρεμιστών»…

Η αστική αφήγηση συνεχίζει, ξεχνώντας και άλλα γεγονότα… Την κρίση του 1985 και τα ροζ ψηφοδέλτια για την εκλογή Σαρτζετάκη. Την κρίση του 1989, όταν όλα τα εκδοτικά συγκροτήματα έβαλλαν κατά του Α. Παπανδρέου, κρίση που ολοκληρώνεται με την συγκυβέρνηση Δεξιάς- Αριστεράς, μέσα στο νέο διεθνές πλαίσιο (απόγειο της περεστρόικα, κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού) που διασώζει τον λαβωμένο ΠΑΣΟΚισμό.

Αλλά και πάλι ξεχνιούνται πολλά και ειδικά όλα τα γεγονότα και οι κρίσεις έως και πράξεις μειοδοσίας σε λεγόμενα ή υπαρκτά εθνικά ζητήματα: Κρίση στο Αιγαίο με την Τουρκία (1976), ανακήρυξη τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους, επιστράτευση και κίνδυνος πολέμου με την Τουρκία (1987), διάλυση Γιουγκοσλαβίας και Μακεδονικό, κρίση στα Ίμια, βομβαρδισμός της Σερβίας και ρόλος της Ελλάδας, συμμετοχή σε πολέμους (Αφγανιστάν, Κόσσοβο) κ.λπ.

Κοντά σε αυτά, ένα μόνιμο αγκάθι που λέγεται νεολαία, αφού διαδοχικές γενιές νέων ανθρώπων είδαν να ρημάζεται το μέλλον τους. Καταλήψεις σχολείων σε όλη τη χώρα, απανωτά κινήματα και ξεσπάσματα των νέων. Από το φοιτητικό κίνημα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης -το πιο οργανωμένο και πολιτικοποιημένο τμήμα του λαϊκού κινήματος- έως τις εξεγέρσεις ενάντια στην καταστολή με αποκορύφωμα τις δολοφονίες των Καλτεζά (1985) και Γρηγορόπουλου (2008).

Τέλος, δεν μπορεί να προσπεραστεί το φαινόμενο της μετατροπής της χώρας σε πλατφόρμα «υποδοχής» μεγάλων κυμάτων μετανάστευσης, είτε σαν αναγκαστικό πέρασμα, είτε σαν ανθρώπινη αποθήκη. Φαινόμενο που, με τόσο απότομο τρόπο, δεν παρουσιάστηκε σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα και οδήγησε στην πολύπλευρη εκμετάλλευση αυτού του δυναμικού σε μια πρώτη φάση (ολυμπιακά έργα, ύπαιθρος κ.λπ.) για να πυροδοτήσει άλλου είδους φαινόμενα και καταστάσεις στη συνέχεια.

Και η Αριστερά;

Ποιος ο ρόλος της Αριστεράς στις δεκαετίες αυτές της Μεταπολίτευσης; Επέδρασε για μια διαφορετική πορεία ή, αντίθετα, είδε την πορεία που περιγράφεται με θετικό, κυρίως, πρόσημο, συμμετέχοντας στα συμβόλαια που συνάφθηκαν σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο;

Βοήθησε να στηθούν υγειονομικές ζώνες απέναντι σε μεγάλους αγώνες την πρώτη περίοδο, πίεσε για υπεύθυνη συμπεριφορά, συμμορφώθηκε σε όλες τις απαγορεύσεις, έκανε τη «δεύτερη φωνή» σε όλες τις καντάδες περί «αριστεροχουντισμού». Θεώρησε την «αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ σαν θαύμα και τη στήριξε όσο μπορούσε, ενιαία μέχρι το 1985 και κατά περίπτωση μετά. Μέχρι που μέρος της παραδόθηκε στη σημιτική εκσυγχρονιστική λαίλαπα. Αφού, στο μεταξύ, είχε «αμαρτήσει» με τις συγκυβερνήσεις του 1989-’90, δίχρονο κατά το οποίο η ελληνική Αριστερά βρέθηκε στην πρωτοπορία των αντίστοιχων εγχειρημάτων «μετάβασης στην νέα εποχή».

Κάτι άρχισε να κινείται μόνο μετά το 2000, όταν η «κυβερνώσα Αριστερά» στην Ευρώπη είχε… σπάσει τα μούτρα της (μέχρι και τον βομβαρδισμό της Σερβίας είχε ψηφίσει) και παρουσιάστηκαν νέα κινήματα όπως αυτό της αντιπαγκοσμιοποίησης. Εκεί, αρχίζει να υπάρχει μαζί με μια Αριστερά της κοινωνίας και μια μερική διαφοροποίηση της επίσημης Αριστεράς. Το τμήμα εκείνο που ήταν πιο κοντά στους πραγματικούς αγώνες ανταμείφτηκε απλόχερα από την κοινωνία, ενώ το άλλο που ήταν εχθρικό και, στην πραγματικότητα, συστημικό και συντηρητικό (παρά τα παχιά ταξικά λόγια), περιθωριοποιήθηκε.

Όλα τα παραπάνω, πάντως, δεν συνθέτουν μια εικόνα επιτυχίας της μεταπολίτευσης. Η μόνη επιτυχία της είναι ότι περιόρισε ορίζοντες, κατέστειλε τον ριζοσπαστισμό και εμπέδωσε την αστική και ιμπεριαλιστική κυριαρχία στη χώρα, εξάπλωσε έναν ωφελιμισμό, δημιούργησε τον εκσυγχρονισμένο μεταπρατισμό. Έως εκεί όμως. Δεν αντιμετώπισε κανένα ουσιαστικό πρόβλημα της χώρας, της κοινωνίας, του λαού.

Η τετράχρονη αποκάλυψη…

Όσα ζούμε στη νέα καθεστωτική φάση, αυτήν της τρόικας και των μνημονίων, αποτελούν μια αποκάλυψη των όσων σερβίρονται σήμερα σαν επιτυχίες της Μεταπολίτευσης. Δεν ζούμε την απλή συνέχεια της μεταπολίτευσης, αλλά ένα ειδικό καθεστώς επιτροπείας . Είναι εντελώς παράξενο που αυτό δεν το βλέπουν αρθρογράφοι, κόμματα και πολιτικοί αναλυτές. Μία απλή λεπτομέρεια; Πώς καταπίνουμε τέτοιες λεπτομέρειες…

Με τη σειρά της, όμως, αυτή η «λεπτομέρεια» δείχνει τη χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης στο σύνολό της: Τι ήταν, τελικά, αυτό που χτίζονταν; Πού στηριζόταν το πάρτι της άρχουσας τάξης και άλλων στρωμάτων που κονομούσαν ασύστολα μέσα στο καθεστώς της μίζας, της ρεμούλας, της υποδούλωσης του κρατικού και κομματικού μηχανισμού σε κλίκες ρουσφετολόγων και πλιατσικολόγων, που νομοθετούν, αρπάζουν, κλέβουν και τιμωρία δεν έχουν;

Τα δισεκατομμύρια καταθέσεων σε ξένες τράπεζες, οι λίστες Λαγκάρντ και άλλες που δεν έχουν ανοιχτεί, τα σκάνδαλα της Siemens, τα υποβρύχια που γέρνουν, δεν σβήνουν με μια φυλάκιση του Τσοχατζόπουλου… Η κοινωνική σύνθεση του Κορυδαλλού, δεν έχει αλλάξει, παρ’ όλο που κάποιοι πολιτικοί και επιχειρηματίες τον επισκέπτονται πού και πού…

Ήταν τέτοιο το ξεχαρβάλωμα που η τρόικα απαιτεί επιτόπια παρουσία και έλεγχο όλων των συναλλαγών, με αντίτιμο για τις υπηρεσίες να υποθηκεύσει την χώρα, να πάρει ρεγάλο ό,τι νομίζει. Χώρα-αποικία χρέους, χώρα περιορισμένης ευθύνης και κυριαρχίας, χώρα-μπανανία που κυβερνάται με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και μνημόνια που, πριν ψηφιστούν, κανείς δεν τα διάβασε ή ούτε καν μεταφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα…

Τόση επιτυχή κατάληξη είχε η μεταπολίτευση. Πάλι, όμως, σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων: Μια τεράστια αναδιανομή προς όφελος των πλουσίων και των χρηματιστηριακών ομίλων και σε βάρος των εργαζομένων και των μεσοστρωμάτων που διαλύονται βάναυσα. Ο πρωθυπουργός είναι αισιόδοξος, γιατί σε κάθε Έλληνα αντιστοιχούν δύο τουρίστες! Πού μπορεί να καταντήσει κάποιος που υπηρετεί την εξουθένωση και διάλυση της χώρας…


…και ο ριζοσπαστισμός

Αυτό είναι το αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της Μεταπολίτευσης: Η διάλυση και το βούλιαγμα της χώρας. Και ποιος αντέδρασε σε αυτή την τεράστια οπισθοδρόμηση; Η πολιτική ηγεσία; Η διανόηση; Όχι. Ο «απλός κοσμάκης», ο «λαουτζίκος» που τόσο περιφρονούν όσοι μπούκωσαν από τα καλά της μεταπολίτευσης. Όλοι εκείνοι που δεν μπορούν το «λαϊκισμό», τις αντιδράσεις του όχλου, τις μούντζες που έπεφταν βροχή προς το σύμβολο της διαφθοράς του πολιτικού κόσμου.

Για τέσσερα χρόνια, αναπτύχθηκε ένας ριζοσπαστισμός που απαίτησε σε όλες τις πλατείες της χώρας μια νέα μεταπολίτευση, μια μεταπολίτευση του λαού: Τιμωρία όσων έφεραν τον τόπο σε αυτό το σημείο, τέλος μνημονίων και τρόικας, πραγματική δημοκρατία και όχι κομματοκρατία, παραγωγική ανασυγκρότηση, εθνική ανεξαρτησία, νέες αρετές και αξίες.

Ποια απάντηση πήρε; Καταστολή (ακόμα οι καθαρίστριες τρώνε ξύλο κάθε τόσο, έτσι συμβολικά, για να μην ξεχνιόμαστε), δολοφονίες (τι άλλο είναι η περίπτωση της τετραπληγικής που χρωστούσε στην ΔΕΗ;), μαύρο στην ΕΡΤ, λόγια παρηγοριάς για καλυτέρευση της ζωής όλων. Όλων; Ε, μη λέμε και υπερβολές, δεν μπορούν να γίνουν θαύματα για 1.600.000 ανέργους! Κάποια προσδοκία θα πουλήσουμε, κάποια φιέστα θα ετοιμάσουμε μετά τα ξεπουλήματα και βλέπουμε…

Ο «λαουτζίκος», όμως, γκρέμισε δύο κυβερνήσεις, διέλυσε τον δικομματισμό, εκτίναξε μια δύναμη της Αριστεράς σε πρώτο κόμμα και διατύπωσε το αίτημα μιας νέας μεταπολίτευσης, χωρίς να έχει τα αποθέματα και την προετοιμασία να τη φέρει στο φως. Αναδιπλώνεται αλλά δεν εξαφανίζεται. Τμήματά του στρέφονται και σε επικίνδυνους δρόμους, όπως αυτός του χρυσαυγιτισμού ή της υποδούλωσης σε ολιγάρχες που τάζουν κάποιο μεροκάματο.

Με τον χαοτικό τρόπο που εκδηλώνεται, με τους απολογισμούς που με το δικό του τρόπο κάνει, ο Κανένας, με τα χιλιάδες πρόσωπα και σε σύγχυση μεταξύ εύκολης τιμωρίας και ουσιαστικών λύσεων, θα ξανακάνει την εμφάνισή του. Μια νέα λαϊκή μεταπολίτευση θα είναι ο μικρότερος στόχος που θα έχουν οι εξεγέρσεις που έρχονται, που προετοιμάζονται με περίεργο τρόπο, υπόγεια ή φανερά, κάτω από την μύτη μας ή δίπλα μας. Για τις δυνάμεις που συνειδητά θα εργαστούν για τη μεταπολίτευση του λαού δύο μόνο στόχοι: Πολιτικός αγώνας-φρόνημα του λαού! Όλα τα άλλα έπονται…

Και η Αριστερά; Οι ευθύνες που αναλαμβάνει μέσα στο μνημονιακό σκηνικό είναι τεράστιες: Ή θα ηγηθεί σε μια απελευθερωτική διαδικασία, στηριγμένη στο λαό και όχι σε δυνάμεις του χτες ή θα γίνει μέρος του προβλήματος, εισπράττοντας το χλευασμό των λαϊκών στρωμάτων. Τρίτη επιλογή δεν υπάρχει.

Υ.Γ.: Ο ΣΥΡΙΖΑ στα συνεδριακά κείμενά του κάνει λόγο για μια νέα λαϊκή μεταπολίτευση. Θέση που μπορεί να γίνει προωθητική αν η πολιτική συμπεριφορά ξεφύγει από την ατζέντα που θέτει το μνημονιακό κράτος και οι επικοινωνιακές παραφυάδες του.
Tagged : / / /

Πολιτική, ηθική, Αριστερά…, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.217, 6/6/2014)

Στη συνεδρίαση της Kεντρικής Eπιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ για τον ορισμό υποψηφίων για τις περιφέρειες (1/4/2014), αμέσως μετά τη δήλωση της σ. Ελένης Πορτάλιου, είχα αναφέρει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

«Γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή η απαίτηση να ξανασυνδεθεί η πολιτική με την ηθική, να ηθικοποιηθεί η πολιτική. Στην πραγματικότητα, το αίτημα αυτό μας έχει έρθει από πολλά μαζικά κινήματα, αλλά και με την αυθόρμητη απόρριψη της πολιτικής “ως τέχνης του εφικτού”, του ωφελιμισμού, του πραγματισμού.

Η έλλειψη της ηθικής, όπως τονίζει ο φιλόσοφος Κάρελ Κόσικ, οδηγεί σε ένα κενό: το άτομο-πολίτης δεν έχει κανένα κριτήριο για το τι είναι θετικό και τι αρνητικό, τι είναι σωστό και τι λάθος» (1/2/2014).

Λίγο καιρό μετά ξανααναφέρθηκα στα λόγια αυτά στη δήλωσή μου για το ατυχές δημοσίευμα της Αυγής και την εύκολη πρακτορολογία που αναπαρήγαγε (24/4/2014).

Τούτες τις μέρες, λίγες μόνο μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, νομίζω ότι έχουν πάλι την ίδια και ίσως περισσότερη σημασία.

Η βαθιά ανησυχία, η απέχθεια που προκαλούν σε κάθε δημοκρατικό πολίτη οι εικόνες των χρυσαυγιτών που παρελαύνουν μέσα στη Βουλή ή φωνασκούν έξω από αυτήν πρέπει να μας θέσει όλους σε εγρήγορση. Και μάλιστα όχι μόνο κινηματική ή γενικά πολιτική εγρήγορση, αλλά σε μια επίμονη αναζήτηση των αιτιών για τις οποίες πάνω από 500.000 συμπολίτες μας καταλήγουν να ψηφίζουν αυτό το κόμμα-όνειδος για το λαό μας.

Αν εμβαθύνουμε σε αυτές τις αιτίες, θα διακρίνουμε ότι μια βασική είναι η δυσπιστία, η αγανάκτηση για το πολιτικό σύστημα. Ο μέσος πολίτης δεν δείχνει καμιά εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, γιατί τους ταυτίζει με τον εμπαιγμό και την κοροϊδία των απλών ανθρώπων, τους ταυτίζει με την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων, δηλαδή, τους θεωρεί θεμελιακά ανήθικους.

Δεν φτάνει, επομένως, η Αριστερά να διακηρύσσει τη διαφορετική ηθική της, χρειάζεται οπωσδήποτε να αποδεικνύει έμπρακτα ότι διαθέτει άλλη ηθική, γιατί η ηθική αποδεικνύεται πρωτίστως στις στάσεις και τις συμπεριφορές και όχι στις διακηρύξεις.

Κι εδώ η ριζοσπαστική Αριστερά, που θέλει να πείσει όσο το δυνατόν ευρύτερα τμήματα του ελληνικού λαού, πρέπει να προσπαθήσει ακόμη πολύ. Εκπτώσεις σε ζητήματα αξιών, όπως είναι η προτεραιότητα της ζωής και της φύσης έναντι των επιχειρηματικών συμφερόντων, δεν επιτρέπονται. Προσαρμοστικότητα και ανοχή σε παρα-πολιτικά φαινόμενα εισβολής των επιχειρηματιών του ποδοσφαίρου στην διαχείριση των δήμων (και των κονδυλίων του ΕΣΠΑ) δεν νοείται.

Αμήχανες συμπεριφορές που δεν μπορούν να υποστηρίξουν δημόσια τις προσωπικές επιλογές δεν αντιστοιχούν στην Αριστερά που εμπνεύστηκε από τα συνθήματα του Μάη «το προσωπικό είναι πολιτικό».

Η μεγάλη δύναμη της κυρίαρχης ιδεολογίας και του κυρίαρχου λόγου περί ηθικής είναι ότι είναι εμπεδωμένη σε όλους τους ανθρώπους και όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το καθήκον της Αριστεράς είναι, αφού συνειδητοποιήσει αυτήν την πραγματικότητα, να δημιουργήσει βήμα-βήμα (αλλά και με άλματα) μια ανταγωνιστική ηθική που να αφορά το σύνολο των καταπιεσμένων ανθρώπων.

Εκεί θα κριθεί τελικά η νίκη της, είτε πριν είτε μετά την όποια εκλογική επικράτηση. Γιατί, διαφορετικά, η κυρίαρχη επίπλαστη ηθική έχει τρόπο να ενσωματώνει όλες τις «φωνές». Αυτή άλλωστε δεν είναι η μεταμοντέρνα συνθήκη;
Tagged : / / /

Κεντροαριστερό… μαγαζί γωνία, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.217, 6/6/2014)

Ορισμένες σκέψεις για το μετεκλογικό τοπίο
Ένα κόμμα της Αριστεράς επιβεβαιώνει το ρόλο του όταν εμποδίζει γεγονότα που επιδιώκουν οι από πάνω ή όταν προωθεί γεγονότα που ευνοούν τα συμφέροντα των από κάτω. Μόνο τότε μιλάμε για τον ιστορικό ρόλο ενός κόμματος (Γκράμσι). Την αξιολόγηση αυτήν ας την έχουμε υπ’ όψιν μας σε όλες τις κρίσεις για την πορεία και το ρόλο ενός κόμματος της Αριστεράς, ιδιαίτερα όταν δρα στις κλίμακες της «αξιωματικής αντιπολίτευσης» και συσπειρώνει έναν αξιόλογο κοινωνικό και πολιτικό πόλο.

Αυτό που παρήγαγε το εκλογικό αποτέλεσμα είναι, στην ουσία, ένα μπλοκαρισμένο πολιτικό σκηνικό ή αλλιώς την παράταση μιας παραλυτικής ισορροπίας. Δηλαδή, ούτε δυναμική ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης ούτε δυναμική επικράτησης του μνημονιακού τόξου. Βέβαια, η τέτοια «ακινησία» ευνοεί τις συστημικές δυνάμεις.

Το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι θετικό γιατί καταγράφει μια πρωτιά μέσα σε αυτό το μπλοκαρισμένο σκηνικό. Είναι, επιπλέον, ισορροπημένο κοινωνικά και γεωγραφικά και εμφανίζει έναν υπολογίσιμο βραχίονα απόκρουσης του μνημονιακού καθεστώτος. Η εμπέδωση του καθεστώτος αποικίας χρέους περνά μέσα από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα πεδία, την συρρίκνωσή του, την ακύρωσή του.

Όμως, κάτι λιγότερο από το 1/3 ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ και 2/3 ψήφισαν είτε μνημονιακές δυνάμεις είτε κάτι άλλο, πάντως όχι μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση. Ο διπολισμός Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ είναι αναιμικός (κάτω από 50%) και συνεπώς υπάρχει μια τεράστια περιοχή του εκλογικού σώματος που συμπεριφέρεται διαφορετικά.

Η κεντροαριστερή ανασύνθεση
Στο πολιτικό προσκήνιο εμφανίζεται δυναμικά ως πρόταση προς την κοινωνία, η κεντροαριστερή ανασύσταση σαν ρεαλιστική, διαχειριστική, εναλλακτική πρόταση και είναι ζήτημα χρόνου να εμφανιστεί ως βασικός πυλώνας της πολιτικής ζωής, αφού η Δεξιά του Σαμαρά πνέει τα λοίσθια. Ελιά-Ποτάμι-ΔΗΜΑΡ θα συναγωνιστούν ή θα ανταγωνιστούν για να δημιουργήσουν αυτόν τον πυλώνα.
Το προχώρημα της κεντροαριστερής ανασύστασης δεν μπορεί να γίνει αγνοώντας τον ΣΥΡΙΖΑ. Αμέσως μετά τις εκλογές ο λόγος που αρθρώνεται άλλαξε και ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται ως μια σημαντική δύναμη για συνεργασία και συνεννόηση. Ακόμα και ο Βενιζέλος καλεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε πιο υπεύθυνη στάση. Από την πλευρά των κεντροαριστερών καθαρόαιμων δυνάμεων ο ΣΥΡΙΖΑ  παρουσιάζεται ως βασικός εταίρος μιας αντιδεξιάς εναλλακτικής δημοκρατικής λύσης.
Η διασπαση της ΔΗΜΑΡ σε δύο πτέρυγες, μία που θέλει συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι και μια άλλη που θέλει συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ενδεικτική για τις εξελίξεις που περιγράφονται. Δεν αποκλείεται αύριο-μεθαύριο να ολοκληρωθεί η πρόταση για κάλεσμα συνεργασίας και των δύο καταστάσεων στη βάση μιας αντιδεξιάς ρητορικής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται σαν να μην έχει συμμάχους στο πολιτικό πεδίο και η μοναδική ρεαλιστική πρόταση που του προτείνεται να είναι οι παραπάνω συνεργασίες. Ήδη στρώνεται το έδαφος για ποικιλία τέτοιων συνεργασιών με σχετική αρθρογραφία, κινήσεις, διερευνήσεις κ.λπ.
Πρόκειται για μια πλαστή επιλογή. Το πρόβλημα των συμμαχιών έπρεπε να έχει αντιμετωπιστεί από τις εκλογές του 2012. Να έχει παραμεριστεί η αλαζονεία και η αυτοαναφορικότητα. Υπήρχαν αντιμνημονιακές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις για τη συγκρότηση ενός άλλου κοινωνικού μπλοκ. Επιλέχθηκε, όμως, η ποδηγέτηση όλων στο βωμό της ψήφου και μιας «υπεύθυνης» προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Υπάρχει διέξοδος;
Αντί να πανηγυρίζουμε για ό,τι εισπράξαμε στις εκλογές, πρέπει να αναλογιστούμε πώς θα βγούμε από το μονόδρομο της κεντροαριστερής ανασύστασης που προσπαθούν να μας επιβάλουν. Υπάρχει τέτοια διέξοδος;
Έχουν διατυπωθεί τρεις προτάσεις. Η πρώτη είναι να επιδιώξουμε την αυτοδυναμία και προβάλλεται με διαφορετικό τονισμό από κάθε πλευρά. Η δεύτερη είναι να προωθήσουμε μια αριστερή συμμαχία. Η τρίτη, να προωθήσουμε διεργασίες με την Κεντροαριστερά, δηλώνοντας πώς εμείς είμαστε η Αριστερά και έχουμε την ηγεμονία στη συνεργασία, μάλλον λόγω μεγέθους.
Τα περί αυτοδυναμίας είχαν ειπωθεί αρχικά πέρυσι τον Σεπτέμβρη, στη Θεσσαλονίκη, για να εγκαταλειφτούν στη συνέχεια. Τώρα επανέρχονται, όχι ως καθαρή λύση αυτοδυναμίας αλλά με δύο τρόπους: Ο ένας μέσα από μια «πορεία προς το λαό, διαβούλευση με το λαό», ώστε  «ο ΣΥΡΙΖΑ να βάλει μπροστά μια γιγάντια διαβούλευση για να μεταφερθεί το κέντρο βάρους της συνείδησης των πολιτών στα πραγματικά επίδικα μακριά από τη μιντιακή πραγματικότητα». Έτσι ώστε να επιτευχθεί η «μετατόπιση της κοινωνίας… αφού οι συμμαχίες στο πολιτικό επίπεδο δεν μπορούν να απαντήσουν στο ζητούμενο. Κεντρικό καθήκον: ΣΥΡΙΖΑ ηγεμονικός μόνο με απεύθυνση στην κοινωνία» (Ανδρέας Καρίτζης). Ο δεύτερος ως σχεδιασμένη προσπάθεια να ανακτηθούν εφεδρείες που υπήρχαν και χάθηκαν, αφού απογοητεύτηκαν από την πολιτική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά σε θέματα εθνικά-πατριωτικά και με αυτή τη συγκέντρωση δύναμης να επιτευχθεί, επιτέλους, η ηγεμονία (Νίκος Κοτζιάς).
Τα περί συμμαχιών με την Αριστερά, ως απάντηση στο πραγματικό πρόβλημα της έλλειψης συμμαχιών και πολιτικής για τις συμμαχίες, δεν προσδίδουν καμιά ρεαλιστική δυνατότητα: Το μεν ΚΚΕ αρνείται πεισματικά, ενώ οι άλλες «εξ αριστερών του ΣΥΡΙΖΑ» δυνάμεις δεν έχουν έναν σημαντικό ρόλο.
Η πρόταση να κινηθούμε με «ό,τι μας προσφέρεται», δηλαδή με τμήμα της ΔΗΜΑΡ που ενδιαφέρεται, με ολίγη από Οικολόγους που είναι σε κρίση και να δούμε όποια τακτική μας βοηθά στο «σχέδιο 121», δηλαδή στο να μην μπορέσει να εκλεγεί Πρόεδρος από την παρούσα Βουλή και άρα προσφυγή σε εκλογές, μοιάζει να κυριαρχεί χωρίς βέβαια να καλύπτει το ζήτημα.

Για ορισμένες απόψεις
Στις συζητήσεις που έγιναν αυτές τις μέρες, θεωρείται ότι κάθε αναφορά στο ζήτημα «πατρίδα» αποτελεί συντηρητική μετατόπιση. Υποστηρίζεται (από κύκλους της τάσης ΑΝΑΣΑ, εφημερίδα Εποχή και ορισμένα στελέχη της λεγόμενης πλειοψηφίας) ότι ο λόγος περί δημοκρατικού-πατριωτικού προσκλητήριου, οι αναφορές στον «μερκελισμό» ή στα θέματα των  γερμανικών επανορθώσεων κ.λπ., προκαλούν ζημιά και σύγχυση στο εγχείρημά μας. Όμως, η αλήθεια είναι πως χωρίς αυτόν ακριβώς τον τονισμό, χωρίς την επίκληση της εθνικής αξιοπρέπειας και κυριαρχίας μιας χώρας απέναντι στη γερμανική Ευρώπη (και στο ευρωπαϊκό debate αυτά ακριβώς θίχτηκαν) δεν θα είχαμε αυτό το αποτέλεσμα στις Ευρωεκλογές. Η απάλειψη αυτών των τοποθετήσεων ανοίγει διάπλατα τους δρόμους σε μια φιλοευρωπαϊκή-φιλοΔΗΜΑΡ, κεντροαριστερή κατεύθυνση. Εξουδετερώνει οποιαδήποτε, επί της ουσίας, ριζοσπαστική τοποθέτηση.
Ορισμένοι ανακαλύπτουν τώρα την ανυπαρξία κόμματος και τους παραγοντισμούς, ενώ βάλλουν για την αυτονόμηση του πρόεδρου, του γραφείου του κλπ. Τώρα αντιλήφθηκαν τέτοια φαινόμενα; Δεν είχαν προειδοποιήσεις όλη την προηγούμενη περίοδο; Αλλά και στην αξιολόγηση του αποτελέσματος των Ευρωεκλογών δεν είδαν τίποτα από τη δράση και τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα που να παίζει κάποιο ρόλο στο θετικό αποτέλεσμα; Δεν είδαν πως η καμπάνια που έκανε στο εσωτερικό και στο εξωτερικό να συμβάλει αποφασιστικά στο θετικό αποτέλεσμα, όταν όλο το κόμμα ήταν απορροφημένο στις αυτοδιοικητικές;

Τι έχουμε μπροστά μας;
Στην τελευταία πριν από τις εκλογές συνεδρίαση της Κ.Ε. (13/4/2014), είχα τονίσει:
«Τις εκλογές θα τις νικήσουμε με μια θαρραλέα πορεία προς το λαό, αυτόν τον ενάμισι μήνα που έχει μείνει αυτήν τη στιγμή. Εκεί είναι το κλειδί! Αυτό προϋποθέτει μια πορεία προς το λαό, τώρα αλλά και σταθερά. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σκεφθεί ο καθένας τι κάνει για αυτή την πορεία προς το λαό, τι δυνατότητες έχουμε, ποια είναι τα ισχυρά μας χαρτιά και ποια είναι τα χρήσιμα στοιχεία που έχουμε και μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να πάμε να μιλήσουμε και να συνδεθούμε με τον κόσμο».
Στην ίδια ομιλία, σχετικά με την πολιτική κατάσταση είχα υποστηρίξει:
«Δύο είναι τα κεντρικά θέματα που έχουμε μπροστά μας. Πρώτον, την υποστροφή της λαϊκής διαθεσιμότητας. Δεν πάμε με το κλίμα που υπήρχε το 2012 στις εκλογές. Ο κόσμος είναι πιο μουδιασμένος και δείχνει μια ορισμένη ανάθεση και απογοήτευση. Το δεύτερο είναι η κεντροαριστερή ανασύσταση που επιχειρείται και θα μας κάνει ζημιά αν δεν την υπολογίσουμε σοβαρά. Εάν κάνουμε μέτωπο προς τον Βενιζέλο και υπάρχει μόνο μια πόλωση απέναντι στον Βενιζέλο και στον Σαμαρά, ξεχνάμε ότι όλοι οι άλλοι δουλεύουνε για να καρπωθούν και να στήσουν ένα κεντροαριστερό “μαγαζί” στη χώρα και να μας πιέσουν να μετατοπιστούμε.

Τι λέει η Ιστορία; Το 1958 η Αριστερά παίρνει 24%, 79 βουλευτές και βρίσκεται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το 1961 συγκροτείται η Ένωση Κέντρου. Από κομματίδια, από το τίποτα, που ήταν τσακωμένοι μεταξύ τους. Αυτή η σύσταση του Κέντρου και μια πολιτική της Αριστεράς προς το Κέντρο, που έλεγε ότι μόνο μέσω του Κέντρου μπορεί να πετύχει κάτι, μετέτρεψε την Αριστερά σε ουραγό του Κέντρου. Αυτήν την στιγμή τι γίνεται; Έχουμε το 27% του ΣΥΡΙΖΑ και θέλουν να το χαμηλώσουν, να το χτυπήσουν, να το εξαφανίσουν. Πάνε να δημιουργήσουν ξανά μια κεντροαριστερή δύναμη, από Ποτάμι, από Ελιά, από ΓΑΠ, από ΔΗΜΑΡ αν θέλετε, και από άλλους, άσχετους από όλο αυτό το πράγμα που έχει βγει και να μας πιέσουν να είμαστε σε συνεργασία με αυτή την κατάσταση και να μας βάλουν όρια.Να μας ευνουχίσουν πολιτικά.

Αυτό είναι το κεντρικό πολιτικό ζήτημα που έχουμε σήμερα. Και για τα επόμενα ένα-δύο χρόνια αυτό θα είναι το κεντρικό θέμα: αν θα πρωταγωνιστήσει η Αριστερά ή αν η Αριστερά θα μετατραπεί, θα πιεστεί προς πιο κεντροαριστερές θέσεις.

Αυτά, λοιπόν, είναι τα δύο βασικά σημεία που βλέπω. Δηλαδή, το πώς να σηκωθεί ο κόσμος, να χαμογελάσει και να υπάρξει εμπιστοσύνη και όραμα. Αυτό στην τακτική μας σημαίνει να δεσμευτούμε άμεσα σε μερικές θέσεις που να δείχνουν το σχέδιό μας για τη διέξοδο της χώρας και την αξιοπιστία μας. Και δεύτερον, αναμέτρηση με τα σενάρια της κεντροαριστερής ανασύστασης, γιατί αυτή μπορεί να λειτουργήσει σαν δούρειος ίππος για την προσπάθεια της Αριστεράς και να αποδειχθεί πιο μεγάλος εχθρός από το σημερινό κυβερνητικό μπλοκ».

Σήμερα, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα και με βάση το μπλοκαρισμένο, από την άποψη της δυναμικής, εκλογικό ποσοστό, θεωρώ πως η παραμονή στο σχέδιο ενός κυβερνητισμού (επίλυση των προβλημάτων από μια κυβέρνηση χωρίς στήριξη από λαϊκά κινήματα και μόνο διά της ψήφου) η ερωτοτροπία και το χάσιμο χρόνου με υπολείμματα του παλιού πολιτικού συστήματος για μια ορισμένη κεντροαριστερή ανασύνθεση ως μοναδική ρεαλιστική εναπομείνασα λύση, η υποτίμηση της λαϊκής παρέμβασης, μας οδηγούν να γίνουμε μέρος της κεντροαριστερής ανασύνθεσης, ακόμα και χωρίς να το πάρουμε είδηση.

Τα… ΠΑΣΟΚ και η μεταπολίτευση

«Είμαι ΠΑΣΟΚ, ψηφίζω Ελιά» μας έλεγε η πολιτική διαφήμιση. «Είμαι Ποτάμι και συμμετέχω στη σοσιαλιστική ευρωομάδα» μας δηλώνει το κόμμα του MEGA. «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ» ορκίζονται ο Τσούκαλης και ίσως ο κυρ Φώτης… Ίσως πρέπει να λύσουμε την άσκηση: «Πόσα ΠΑΣΟΚ υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα;».

Η υπέρβαση αυτής της κατάστασης είναι δύσκολη. Γίνεται μόνο με πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους. Με τομές και ρήξεις με πολλά στερεότυπα. Με πολιτικές για τη συγκρότηση της κοινωνίας, των κοινωνικών χώρων, με πολιτικές για τη διέξοδο της χώρας κ.λπ. Ένα χρόνο μετά το 1ο Συνέδριο χρειάζεται επανίδρυση του κόμματος.

Κλείνουν 40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση. Πρέπει να γίνουν ουσιαστικοί λογαριασμοί με την εποχή αυτών των 40 χρόνων. Διαφορετικά, η Μεταπολίτευση του λαού δεν μπορεί να έρθει!

Tagged : / / / /

Σκέψεις μπροστά στην Ευρώπη που κλυδωνίζεται, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.214, 16/5/2014)

Αναζητώντας μια στρατηγική και εφευρίσκοντας μια πολιτική που να την υλοποιεί

“Το φταίξιμο αγαπητέ Βρούτε, δεν βρίσκεται στα άστρα μας, αλλά μέσα σε εμάς τους ίδιους, όσο παραμένουμε υποτακτικοί” 
Ιούλιος Καίσαρας, Ουίλιαμ Σαίξπηρ

Ελάχιστη συζήτηση διεξάγεται στη χώρα μας για την πορεία και τις προοπτικές της Ευρώπης και της Ε.Ε. Παρ’ όλο που βρισκόμαστε στις εμπροσθοφυλακές μιας ρήξης που θα έρθει (κυρίως με τη μερκελική πολιτική), συζητάμε ελάχιστα για το τι συμβαίνει και το τι γίνεται στην Ευρώπη. 
Οι Ευρωεκλογές θα αποτυπώσουν, σε ένα βαθμό, τι εντύπωση δημιουργείται στους Ευρωπαίους πολίτες αναφορικά με την οικοδόμηση και την πορεία της Ε.Ε. Μάλιστα, θα διεξαχθούν σε συνθήκες που οι αρνητικές γνώμες αποκτούν πλειοψηφικά χαρακτηριστικά σε ορισμένες χώρες. Ο ευρωσκεπτικισμός κερδίζει έδαφος στο διαμορφούμενο ευρωπαϊκό οικονομικό στρατόπεδο.
Το τοπίο μετά τις Ευρωεκλογές θα αλλάξει. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ούτε σε τι βαθμό, ούτε τι νέες πιθανές πολιτικές θα εφαρμόσουν οι βασικές δυνάμεις. Φαίνεται, πάντως, ότι θα είναι δυσμενέστερο προς την ευρωκρατία. Η γερμανική ηγεμονία βρίσκεται απέναντι σε πολλαπλές αντιθέσεις και με ποικίλες αμφισβητήσεις: Δεξιού, λεπενικού, ευρωσκεπτικιστικού, δημοκρατικοριζοσπαστικού κ.λπ. τύπου.

Πολιτικά δεν έχει οικοδομηθεί ένα μέτωπο ενάντια στην μερκελική Ε.Ε., ούτε στη γερμανοποιούμενη Ευρώπη. Τέτοιες φωνές και στόχοι υπάρχουν σε Ελλάδα και Ιταλία. Αλλού, η αντίθεση στο γερμανικό εναγκαλισμό εκφράζεται με την αντίθεση στο ευρώ και η συζήτηση για το ρόλο του, την ανάγκη του, την απόρριψή του κ.λπ. έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, καθώς το σκέφτονται σοβαρά και τμήματα του κεφαλαίου στην Ευρώπη. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, όλα δείχνουν ότι η αντίθεση προς το ευρώ θα ισχυροποιηθεί και η επιτυχία της Λεπέν θα τραντάξει σοβαρά τις υπάρχουσες σχέσεις. Επομένως, η ευρωκρατία, και ιδίως η μερκελική πτέρυγά της, είναι πλέον αντιμέτωπη όχι με περιθωριακές ακραίες αμφισβητήσεις. Βλέπει να πιέζεται από μεγάλα κόμματα που πλέον εγκαθίστανται στην καρδιά του πολιτικού συστήματος μεγάλων χωρών: Στη Βρετανία (Φάρατζ) στη Γαλλία (Λεπέν), στην Ιταλία (Γκρίλλο), στην Ελλάδα (ΣΥΡΙΖΑ). 

Η κρίση, όμως, αρχίζει να μετατοπίζεται από την στενή οικονομική σφαίρα και αποκτά εντονότερα γεωπολιτικές διαστάσεις. Παράδειγμα, η Ουκρανία – αλλά όχι μόνο. Τα σύνορα της Ευρώπης ρευστοποιούνται. Και προς Ανατολάς έχουμε το δεύτερο πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος όπου ο διαμελισμός ή η ομοσπονδοποίηση της Ουκρανίας δίνει τον τόνο (ο πρώτος πόλεμος οδήγησε στην εξαφάνιση της Γιουγκοσλαβίας πριν από 15 χρόνια). Στο Νότο, η Μέση Ανατολή «εισβάλλει» στην Ευρώπη. Εν ολίγοις, η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με γεωπολιτικές επιλογές.

Μπροστά σε αυτές τις γεωπολιτικές διαστάσεις φαίνεται πόσο «μικρή» είναι η ευρωκρατία σήμερα: Εθισμένη σε μεθόδους οικονομικής κυριαρχίας ή οικονομικού εξαναγκασμού, διασπασμένη πολιτικά όσον αφορά προσανατολισμούς και στρατηγικές, με πρωτόγνωρη αντιφατικότητα, όλοι εναντίων όλων για την παραμικρή ντιρεκτίβα, με έντονη καθοδηγητική ανεπάρκεια σε γεωπολιτικά παιχνίδια, αφήνεται να παρασυρθεί στις αγκαλιές του ευρωατλαντισμού. Η κοινή πλεύση με τις ΗΠΑ και οι υποχωρήσεις απέναντί τους δημιουργούν ένα νέο «ευρωαμερικανικό» τοπίο επί της Γηραιάς Ηπείρου, που ίσως τροφοδοτήσει ένα γύρο «ψυχρού πολέμου» με τη Ρωσία του Πούτιν και έτσι οριστούν γραμμές αντίστασης της «Δύσης που δύει» υπό την απειλή των BRICS. 

Σε αυτό το πλαίσιο προωθείται η περίφημη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων ή άλλως TTIP ή άλλως Μεγάλη Διατλαντική Αγορά, που αφαιρεί από τα κράτη βασικές αρμοδιότητες ελέγχου και νομοθεσίας σε καίρια θέματα. Περιορίζεται η κυριαρχία σε ζωτικούς τομείς: Η ασφάλεια των τροφίμων, τα στάνταρτ για τις χημικές και τοξικές ουσίες, οι τιμές στην υγειονομική περίθαλψη και στα φάρμακα, η ελευθερία του Διαδικτύου και η ιδιωτική ζωή των καταναλωτών, η ενέργεια και οι «υπηρεσίες» πολιτισμού, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα πνευματικά δικαιώματα, οι φυσικοί πόροι, οι επαγγελματικές άδειες, οι δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, η μετανάστευση, ο κυβερνητικός εφοδιασμός: δεν υπάρχει ούτε μια σφαίρα δημοσίου συμφέροντος που δεν θα υπόκειται στο θεσμοθετημένο «ελεύθερο εμπόριο». Η συμμετοχή των πολιτικών εκπροσώπων θα περιοριστεί σε διαπραγμάτευση με τον ιδιωτικό τομέα για τα λίγα ψίχουλα της κυριαρχίας που είναι πρόθυμος να τους αφήσει. Και όπως είχε αναφέρει ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ, «…κάποιο πράγμα πρέπει ν’ αντικαταστήσει τις κυβερνήσεις και η ιδιωτική εξουσία μου φαίνεται η πιο πρόσφορη οντότητα για να το πραγματοποιήσει»… 

Γενικά, η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να εξοβελιστεί και με πρακτικούς τρόπους. Προς τα εκεί τείνει η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. Τώρα εξετάζεται να θεσμιστεί ένα νέο εργαλείο: Οι «δεσμευτικές συμφωνίες» που θα υπογράφονται μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών-μελών. Αυτές οι δεσμευτικές συμφωνίες θα τείνουν να εκθεμελιώσουν όλες τις εθνικές κοινωνικές πολιτικές. Η έγκριτη Μοντ Ντιπλοματίκ τις χαρακτηρίζει ως «νέο φονικό όπλο».

Όλες αυτές οι διαστάσεις δεν φαίνεται να πολυαπασχολούν την ευρωπαϊκή Αριστερά. Αποσπασματικά, όμως, θίγονται και τέτοια ζητήματα. Το Μέτωπο της Αριστεράς στη Γαλλία (μέτωπο που αποτελείται από το Κόμμα της Αριστεράς, το Κ.Κ. Γαλλίας, το Κ.Κ. Εργαζομένων της Γαλλίας, Εναλλακτικοί, Κοινωνική και Οικολογική Εναλλακτική, δυνάμεις που αποχώρησαν από το NPA κ.λπ.) κατεβαίνει στις εκλογές με δύο βασικά συνθήματα: “Να βάλουμε τέλος στην λιτότητα, να ανοίξουμε το δρόμο για μια δημοκρατική, οικολογική, κοινωνική ανάκαμψη”. Το δε Kόμμα της Αριστεράς δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της TTIP. 

Η Ελλάδα και η ευρωπαϊκή διάσταση

Προβάλλοντας το σύνθημα Για μια άλλη Ελλάδα σε μια άλλη Ευρώπη, υποδεικνύουμε ότι όχι απλά δεν αδιαφορούμε, αλλά αντίθετα δίνουμε μεγάλη σημασία στην ευρωπαϊκή διάσταση της χώρας. Γιατί, στις σημερινές συνθήκες, ο εθνικός δρόμος από τον οποίο και εκκινούμε, οφείλει να τροποποιεί το διεθνή συσχετισμό, εάν θέλει να υπάρξει και να προωθηθεί. Αυτό απαιτεί πολλά και σε διαφορετικά επίπεδα: Κοινούς στόχους των ευρωπαϊκών κινημάτων, δυνατότητα για ευρωπαϊκές πολιτικές σε διαφορετική κατεύθυνση από τη σημερινή, άρνηση των εκβιασμών από το ευρωπαϊκό κέντρο (με την αντίστοιχη όμως προετοιμασία και χωρίς εύκολες αναγνώσεις περί «ντόμινο», όταν μάλιστα έρχονται στην επιφάνεια σχεδιασμοί όπως το σχέδιο «Ζ») συνεργασίες κρατών, συμμαχία Νότου, αλληλεγγύη κινημάτων ή χωρών με πιθανές αριστερές κυβερνήσεις κ.ά. 

Πιο συγκεκριμένα, η ευρωπαϊκή αναγκαιότητα στην παρούσα ιστορική συγκυρία και ενταγμένη σε μια πολιτική διεξόδου της Ελλάδας, βρίσκεται σε αντιδιαστολή:

Με την Ευρωκρατία. Δηλαδή με όλο το πλαίσιο, τις ρυθμίσεις, τους νόμους, τις δομές που χτίζονται και καθοδηγούν την Ευρώπη υπό την ηγεμονία του μερκελισμού, οδηγώντας χώρες σε λεηλασία και αποικιοποίηση και λαούς σε εξαθλίωση. 

Με την Ευρώπη του κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού, ως μια γενικώς ταξική επίθεση σε όλες τις χώρες. Η αντίθεση Βορρά-Νότου δεν μπορεί να ξεχνιέται ή να κρύβεται. Αντίθετα, οξύνεται και αποτελεί στοιχείο μιας ανατρεπτικής πολιτικής. 

Με τον κενολόγο, υποταγμένο και προσχηματικό Ευρωπαϊσμό. Τόσο με τις φαντασιώσεις για μια επαναθεμελίωση της Ε.Ε. στη βάση κάποιων αρχών που έχουν τάχα φθαρεί, όσο και με τον περιορισμό των στόχων έτσι ώστε να μην αμφισβητούν τις υπαρκτές θεσμίσεις. 

Με τον εκτεταμένο Ευρωσκεπτικισμό που φαντασιώνεται την επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση. Είτε με αφετηρία συντηρητικές έως και αντιδραστικές θέσεις (από το γαλλικό φαινόμενο Λεπέν μέχρι την ακροδεξιά) είτε ενταγμένο σε ριζοσπαστικές εθνολαϊκές προοπτικές που υποτιμούν την ανάγκη για την αλλαγή και των ευρωπαϊκών συσχετισμών. 

Με τη γραμμή για τις Σοσιαλιστικές, Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Γιατί ακόμα κι όταν αναγνωρίζει τις νέες πραγματικότητες και ανάγκες που γεννά η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, καταλήγει τελικά σε μια εκδοχή παγκόσμιας επανάστασης, αρνούμενη με απόλυτο τρόπο εθνικούς δρόμους, ιδιομορφίες και ανισομετρίες. Αλλά και από την εκδοχή που βλέπει διαδοχικά την ντόπια κατάληψη της εξουσίας, την απόσυρση και το χτίσιμο του σοσιαλισμού σε διάφορες και ξεχωριστές χώρες που στη συνέχεια συνενώνονται. 

Από την άλλη μεριά βρισκόμαστε σε συμπόρευση:

Με μια ανατρεπτική και συγκρουσιακή λογική, όπου ένας πολυπολικός, πολυκεντρικός κόσμος θα αποτελεί ευνοϊκή εξέλιξη και στόχο. Αυτό δεν θα λύσει το ζήτημα όσων παλεύουν για ανατροπές, αλλά θα δώσει περισσότερο χώρο τόσο σε προσπάθειες εντός των χωρών (κινήματα) όσο και σε έθνη-κράτη-οντότητες για να κρατηθούν και να αναπνεύσουν. Αυτό δεν σημαίνει «ηρεμία» αλλά νέες αντιθέσεις, στρατόπεδα, συμμαχίες, αναδιατάξεις, γεωπολιτικές «σφαίρες» και άρα συγκρούσεις. 

Με μια εθνική και δημοκρατική οπτική ενάντια στο στραγγάλισμα, τους καταναγκασμούς, την ισοπέδωση και όπου οι περιφερειακές δομές είναι αναγκαίες και επιβεβλημένες για μια πορεία στην παγκόσμια πραγματικότητα. Για λόγους οικονομικούς αλλά και πολιτικής δύναμης. 
Το άθροισμα όλων αυτών των συγκρουσιακών, δημοκρατικών, εθνικών λόγων συνιστά μια σύγχρονη κομμουνιστική στρατηγική υπό διαμόρφωση.

Μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή

Πρωτίστως, μέσα από έναν διαφορετικό πολιτικό δρόμο. Όχι δηλαδή στενά μέσα από κάποιες οικονομικές επιλογές και αποφάσεις. Οι αντινεοφιλελεύθερες ρητορείες και οι κάθε είδους διεκδικητισμοί -είτε για τον Νότο είτε για τους εργαζόμενους- αντιμετωπίζουν και εγκλωβίζουν το πρόβλημα -άρα και τη διέξοδο- στο «πού θα βρεθούν τα λεφτά». Ενώ το βασικό αιτούμενο είναι ένας νέος καταστατικός χάρτης δημοκρατικής πολιτικής συμμετοχής. Ένας δρόμος πολιτικής συγκρότησης της Ευρώπης που θα ορίσει αντίστοιχες διαδικασίες, διαπραγματεύσεις, συγκλίσεις. Και αυτό είναι αναγκαίο και εφικτό, τώρα. 

Η νεοφιλελεύθερη, γερμανική, τραπεζική κ.λπ. Ευρώπη δεν είναι μια απλή πολιτική ηγεμόνευση που αλλάζει με την αλλαγή συσχετισμών. Η υπαρκτή Ε.Ε. είναι μορφή ενός σκληρά διαμορφωμένου ιμπεριαλιστικού υπερκράτους με αντίστοιχους θεσμούς. Ενώ και οι «αγορές», οι «οίκοι», τα «ιδρύματα» έχουν αυξήσει κατά πολύ το ρόλο τους. Ακόμα π.χ. κι αν τα ισχυρά κέντρα της Ε.Ε. επέλεγαν ενός είδους επιστροφής του συστήματος από την χρηματοοικονομική του διάσταση στην πραγματική οικονομία, όλοι αυτοί οι «μη θεσμικοί» παίκτες θα δημιουργούσαν εμπόδια. Άρα, η διαμόρφωση μιας άλλης Ευρώπης προϋποθέτει ρήξεις ευρέως και κλασικού τύπου, ένα είδος γκρεμίσματος που δεν τελειώνει στην αλλαγή κάποιων συσχετισμών και μάλιστα μέσω εκλογών, όπως πρεσβεύει ο ευρωπαϊσμός. 

Από τη σκοπιά της Ελλάδας
(Αν και υπάρχουν πολλοί που ακόμα δεν καταλαβαίνουν τις έννοιες «χώρα», «Ελλάδα» κ.λπ. και τους μυρίζουν εθνικιστική παρέκκλιση…)

Η χώρα πρέπει να πάρει θέση με το μικρό της βάρος στο παγκόσμιο πρόβλημα. Να πάρει θέση για λογαριασμό της. Όχι, όμως, από εθνοκεντρική-επαρχιώτικη σκοπιά και αντίστοιχη μονομερή, ιδιοτελή θέση. 
Πρέπει να εφεύρουμε μια θέση ευρωπαϊκή, αντιμερκελική, όπως την περιγράψαμε αχνά πιο πάνω. Οι επιλογές να συμβαδίσουμε με τις ΗΠΑ ή με την Ρωσία -όσο μας προσφέρονται και αν μας προσφέρονται- είναι επικίνδυνες και μπορούν εύκολα να μας οδηγήσουν μέσα από κάποια ίσως «αναγκαία ανοίγματα» ή «προσωρινούς συμβιβασμούς» στον εγκλωβισμό της χώρας σε διαμορφούμενες νέες «σφαίρες επιρροής». 
Ταυτόχρονα, η ρήξη με την ευρωκρατία -ό,τι μορφή κι αν πάρει- υπόκειται στους περιορισμούς εθνικών και οικονομικών κινδύνων. Δεν είμαστε στο Λουξεμβούργο, υπάρχει σαφέστατη τουρκική απειλή, ενώ διαμελιστικές επιλογές (τύπου Γιουγκοσλαβίας;) δεν μπορούν να αποκλείονται. Με αυτό το δεδομένο, το σενάριο «έξοδος από το ευρώ και ταχεία μετάβαση στο σοσιαλισμό», φαίνεται απελπιστικά ρηχό και μετέωρο. 

Επομένως η «εφεύρεση» μιας εναλλακτικής πολιτικής που λαμβάνει υπ’ όψιν την ευρωπαϊκή διάσταση, αλλά και τις γεωπολιτικές μετατοπιζόμενες τεκτονικές πλάκες, οφείλει να εξασφαλίζει την ελλαδική υπόσταση, στηριζόμενη κυρίως στις πλάτες του λαϊκού παράγοντα (οι λαοί κουβαλούν βουνά στους ώμους…) και να πατά γερά στη δημιουργία ενός κοινωνικού πολιτικού ρεύματος διεξόδου. Δεν πρόκειται για απλή «διαπραγμάτευση», αλλά για διαδικασία μετασχηματισμού μιας χώρας, μετάβασης και ρήξεων, μια διαδικασία κατεξοχήν πολιτική.
Μια τέτοια «εφεύρεση» δεν μπορεί παρά να έρθει σε ρήξη και με όλα τα στερεότυπα του χτες. Ο γενικόλογος ευρωπαϊσμός μιας παρωχημένης εποχής δεν μπορεί να δώσει καμιά προωθητική ιδέα. Αντίθετα, καθηλώνει και γίνεται νοσταλγικός-ρομαντικός. Η χθεσινή Ευρώπη κλυδωνίζεται, μεταμορφώνεται, αδειάζει από κάθε δημοκρατικό και κοινωνικό στοιχείο, το εποικοδόμημά της, οι θεσμοί της, οι νομοθεσίες της, καταργούν κάθε έννοια πολιτικής ως αποφασιστικού πεδίου συμμετοχής και παρέμβασης. Κι όχι μόνο κλυδωνίζεται, ακροβατεί, αλλάζει προσανατολισμούς, αναζητεί νέες στρατηγικές. Χτεσινοί άξονες, στυλοβάτες του εγχειρήματος, έχουν καταρριφθεί, το ευρώ τρεμοσβήνει, ξαναπαίρνει ώθηση ο ευρωατλαντισμός, ανατέλλει η Ευρώπη των σπαρασσόμενων εθνικισμών, ο φασισμός ξανασηκώνει κεφάλι, ο πόλεμος ξαναφουντώνει στη Γηραιά Ήπειρο.

Μόνο μια δημοκρατική επανάσταση, μόνο μια επανάσταση της Δημοκρατίας μπορεί να ανοίξει άλλο δρόμο. Κάτι ανάλογο και αντίστοιχο της επανάστασης του 1848. Δύο μεγάλοι πολιτικοί στόχοι μπορούν να ανοίξουν το δρόμο μιας μεγάλης ευρωπαϊκής, πανευρωπαϊκής στροφής (επανάστασης-ριζικής αλλαγής) που να φέρει τη σφραγίδα του κόσμου της εργασίας και των λαών της Ευρώπης:
Να γκρεμιστεί η γερμανική Ευρώπη, η κυριαρχία του μερκελισμού. Αυτός ο πολιτικός στόχος μπορεί σήμερα να συνενώσει πολλές δυνάμεις και να δημιουργήσει άλλους όρους.

Να προωθηθεί η ενότητα του Νότου ενάντια στον Βορρά της Ευρώπης. Δεν πρόκειται για απλά γεωγραφικούς όρους. Πρόκειται κυρίως για διαδικασίες συντονισμού, κοινών στόχων, κοινών διεκδικήσεων, ενότητας ανάμεσα σε δυνάμεις που αντικειμενικά (και υποκειμενικά στην συνέχεια) έχουν πρωταρχικό συμφέρον (για να επιζήσουν) να συμπαραταχθούν ενάντια στον «Βορρά».

Τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και σε τοπικό (ελλαδικό) επίπεδο η εναλλακτική προοπτική είναι κυρίως πολιτικής φύσης και δευτερευόντως ζήτημα οικονομικών μέτρων ή οικονομικής πολιτικής. Η υπαγωγή της πολιτικής στη σφαίρα της αγοράς και της οικονομίας, η γενικευμένη αποπολιτικοποίηση που θέλουν να επικρατήσει είναι ένα είδος ευνουχισμού κάθε δυνατότητας χειραφέτησης που δεν μπορεί παρά να εκκινήσει από την σφαίρα της πολιτικής και διά της πολιτικής. Η επανεισαγωγή της πολιτικής στο κέντρο, στο τιμόνι, θα απελευθερώσει δυνατότητες και θα ακυρώσει την αυτοκτονία της σκέψης που έχει επιβάλλει ο νεοφιλελεύθερος οικονομισμός.




Tagged : / / / /

Είναι οι πλατείες γεμάτες; άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.212, 3/5/2014)

Τι ζητάνε τόσοι Υδραίοι στρατηγοί στα εκλογικά παραβάν; Τι φοβούνται;



Το απόσπασμα που ακολουθεί ανήκει στην ποιητική σύνθεση του Νίκου Εγγονόπουλου Μπολιβάρ. Ένα ελληνικό ποίημα το οποίο γράφτηκε στη διάρκεια της Κατοχής (το χειμώνα του 1942-1943) κυκλοφόρησε αρχικά σε χειρόγραφα αντίγραφα, διαβάστηκε σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα και δημοσιεύτηκε το 1944. Πρόκειται για ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα, με υπερρεαλιστικά στοιχεία και με περιεχόμενο που αναφέρεται σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες. Κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος είναι ο Σ. Μπολιβάρ, πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης σε πολλά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Νότιας Αμερικής (1810-1830) ενάντια στους Ισπανούς κατακτητές.

Συμπέρασμα: 
Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.

Ύμνος αποχαιρετιστήριος του Μπολιβάρ 
(Εδώ ακούγονται μακρινές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane)

στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;


Αυτόν τον τελευταίο στίχο του τεράστιου ποιήματος Μπολιβάρ: Ένα ελληνικό ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου, γραμμένου στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, χρησιμοποίησε ο λίγος κι ούτε πνευματώδης Ευ. Βενιζέλος για να διασκεδάσει την επανεμφάνιση του Γ. Α. Παπανδρέου.
Τέσσερα χρόνια μετά την εξαγγελία από το Καστελόριζο της ένταξης της χώρας σε καθεστώς επιτροπείας, τρία χρόνια μετά τις πλατείες και δύο χρόνια μετά τις εκλογές, έχει διανυθεί μια μεγάλη απόσταση, έχουν αλλάξει πολλά αλλά η κατάσταση του λαού και της κοινωνίας δεν έχει βελτιωθεί.

Τέσσερα χρόνια μετά, ο ΓΑΠ επανακάμπτει, αφού είχε θεωρηθεί υπεύθυνος για τη χρεοκοπία και μάλιστα φορώντας μια φορεσιά που λίγο απέχει από εκείνη του αντιμνημονιακού… Άλλωστε, υπάρχει καμιά πολιτική δύναμη που να εμφανίζεται ως υποστηρικτής των μνημονίων; Ομνύουν στο «τέλος των μνημονίων», ενώ ξέρουν ότι υπηρετούν ένα ειδικό καθεστώς που καταστρέφει τη χώρα.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν τινάχτηκε στον αέρα το πολιτικό σκηνικό του πάλαι ποτέ κραταιού δικομματισμού, το πολιτικό σύστημα ένιωσε τεράστια απειλή από το λαό που ζητούσε το ξεθεμελίωμά του και ο ριζοσπαστισμός έκανε βήματα μπροστά, ταράζοντας τη μεταπολιτευτική ησυχία.

Από τις εκλογές του 2012 εισήλθαμε σε μια παρατεταμένη φάση όπου η κινητοποίηση και η αμφισβήτηση έδωσε τη θέση της σε μια στάση ανάθεσης, υποστροφής του ριζοσπαστισμού και ενός διπολισμού κοινοβουλευτικού χαρακτήρα. Οι κοινωνικοί χώροι δεν ανασυγκροτήθηκαν στη βάση στόχων και εναλλακτικών, πολιτικό ρεύμα διεξόδου δεν δημιουργήθηκε – ούτε καν επιχειρήθηκαν τέτοια εγχειρήματα. Κοινώς, «τρώγαμε από τα έτοιμα» κι έτσι σήμερα έχουμε μια κρίσιμη και αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση που με άλλους όρους θα έπρεπε να είναι «περίπατος», που έπρεπε να έχει επιβληθεί πολύ νωρίτερα, που έπρεπε να γίνει με όρους μεγάλου λαϊκού μαζικού κινήματος.


Για πολλούς λόγους τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως εξελίχθηκαν και έτσι έχουμε μπροστά μας τρία βασικά και κεντρικά καθήκοντα:
α) Να αντιστραφεί η πορεία υποστροφής του λαϊκού παράγοντα για να ανταποκριθεί σε δύσκολα και πολύ πιο σύνθετα καθήκοντα (δύο χρόνια δεν έγινε καμιά σοβαρή προετοιμασία).
β) Να απαντηθεί η συνδυασμένη προσπάθεια να στηθεί ξανά το πολιτικό σύστημα σε παλιές βάσεις, κυρίως μέσα από μια κεντροαριστερή ανασύσταση.
γ) Να ακυρωθούν όλοι οι σχεδιασμοί που σκοπό έχουν να υποχωρήσουν τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά που έφερε η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στο 27% και να μετατραπεί αυτός σε μια ακίνδυνη δύναμη που θα εκβάλλει στον κεντροαριστερό χώρο.
Η εικόνα που θέλουν να δώσουν τα ΜΜΕ και οι εταιρίες δημοσκοπήσεων είναι ότι η διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα (Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ) είναι μικρή και ότι επίσης το άθροισμά τους είναι μικρό. Δεν νοιάζονται να κάνουν την πρόσθεση Ν.Δ. συν ΠΑΣΟΚ γιατί τα νούμερα που θα συγκεντρώνονταν είναι απογοητευτικά.
Ας υποθέσουμε όμως πως υπάρχει μια περιοχή της κοινωνίας που έχει πληγεί από τα μνημόνια αλλά δεν πείθεται από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η περιοχή υπάρχει και υποδηλώνεται από τον «Κανένα» που κάνει την επανεμφάνισή του. Ένας «Κανένας» πιο δύσπιστος, πιο κλειστός, πιο κουρασμένος. Δυνατός, όμως, και αποφασιστικός παράγοντας για τις εξελίξεις. Κανένας δεν ξέρει πώς θα συμπεριφερθεί, πώς θα αντιδράσει, πώς θα τιμωρήσει και σε ποια δοσολογία στις τριπλές, σύνθετες εκλογές που έχουμε μπροστά μας. Ίσως δεν δώσει ένα μόνο μήνυμα αλλά πολλαπλά σε κάθε κάλπη.
Η ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, η εκκόλαψη της νέας κεντροαριστεράς με δυναμικό τρόπο, οι προσπάθειες «κοντέματος» του ΣΥΡΙΖΑ, η ύπαρξη του επικίνδυνου και απρόβλεπτου «Κανένα», όλα αυτά προσδίδουν τη μεγάλη ρευστότητα και προμηνύουν ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις την επαύριο των εκλογών.
Το ζητούμενο είναι προς ποια κατεύθυνση; Η απάντηση θα δοθεί από την ανταπόκριση (κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ) στα τρία καθήκοντα που περιγράφτηκαν πιο πάνω και κυρίως από τη συνάντησή του με τον «Κανένα». Επαφή δύσκολη, ζωογόνα, που απαιτεί υπερβάσεις και δεσμεύσεις καθαρές και ορατές διά γυμνού οφθαλμού.




Tagged : / / /

Αποχαιρετώντας τον Κοστάντζο Πρέβε, δημοσιεύτηκε στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.190, 30/11/2013)

Το ασίγαστο πάθος ενός θαρραλέου και τίμιου φιλόσοφου

Ο Κοστάντζο Πρέβε πέθανε στις 23 Νοεμβρίου, στο Τορίνο. Στην πόλη που δούλεψε ως δάσκαλος, στο Λύκειο Βόλτα, για πάνω από 30 χρόνια. Πέθανε σε ηλικία 70 χρόνων και είχε από νωρίς ταλαιπωρηθεί από προβλήματα υγείας. Ο Κοστάντζο Πρέβε ήταν άνθρωπος ιδιαίτερος, φιλόσοφος με σημαντικότατο έργο, γενικά αριστερός -αιρετικός αριστερός. Είχε ορισμένα έντονα χαρακτηριστικά. Τώρα που «έφυγε», η παρουσία του είναι πιο πολύτιμη, το βάρος του μεγαλύτερο.
Έχοντας γνωρίσει τον Πρέβε από κοντά και παρακολουθήσει την πορεία του, τα τελευταία 12 χρόνια, μου είναι αδύνατο να μην αρχίσω από τον άνθρωπο Πρέβε. Όχι όπως κάνουν συνήθως όταν πεθαίνει κάποιος να αναφέρονται στα καλά του, και ούτε μιλώντας για τον άλλον να αντλείς σημασία για τον εαυτό σου (κάτι που γίνεται κατά κόρον στις μέρες μας). Αλλά από χρέος στο φιλόσοφο και αγωνιστή Πρέβε. Γι’ αυτό, θα αναφερθώ πρώτα στην ανθρώπινη διάσταση και τις επιλογές του.
Αν και τον είχα δει και ακούσει σε παρουσιάσεις βιβλίων του στην Ελλάδα, τον γνώρισα στο Τορίνο το 2001, στο πλαίσιο μιας διεθνιστικής συνάντησης του περιοδικού Contropiano, λίγες μέρες πριν από τις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις της Γένοβα κατά τη συνάντηση του G8. Στη συνέχεια τον συνάντησα πολλές φορές στην Ελλάδα, ενώ μιλούσαμε αρκετά και τηλεφωνικά. Ήταν σχεδόν από τους καλύτερους αναγνώστες της εφημερίδας Αριστερά! και στη συνέχεια ήταν, χωρίς υπερβολή, φανατικός αναγνώστης του Δρόμου (στον οποίο έχει δημοσιεύσει πολλά κείμενά του).Επίσης, είχαμε συνεργαστεί και στο περιοδικό Διάπλους στο οποίο είχε δημοσιεύσει σειρά κειμένων του. Έγραφε στη γραφομηχανή (και μόνο) και είχε ένα εσωτερικό κοντέρ που σταματούσε κάθε θέμα στις 9 σελίδες γραφομηχανής. Όταν μιλούσε ήταν ένας χείμαρρος, με πυκνό λόγο που εναλλάσσονταν με δόσεις παραδειγμάτων και χιούμορ, που αλάφραινε την κουβέντα. Η κουβέντα δεν γίνονταν σε μια γλώσσα, αλλά υπήρχαν τμήματα που λέγονταν απευθείας στα ελληνικά, στη συνέχεια παρενέβαιναν ορισμένα γαλλικά, αγγλικές λέξεις κ.λπ. Αλλά ας πούμε ότι αυτά δεν έχουν τόση σημασία, λεπτομέρειες…
Τον γνώρισα μετά το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας. Είχε ήδη γράψει ένα βιβλίο για τους Hθικούς Bομβαρδισμούς και είχε διαχωριστεί πλήρως από την υπαρκτή Αριστερά που τότε συγκυβερνούσε και υποστήριζε τον «ανθρωπιστικό πόλεμο». Άρα, η γνωριμία γίνεται σε μια ειδική στιγμή: της εκκίνησης ενός κινήματος, αντιπαγκοσμιοποιητικού και αντιπολεμικού, των πολέμων που εγκαινίαζε η Δύση ενάντια στους απείθαρχους («χασάπηδες») και μιας τρομερής παρακμής της κυβερνητικής Αριστεράς -και προσοχή- ολόκληρης σχεδόν της δυτικής διανόησης που τάχθηκε υπέρ των «ανθρωπιστικών πολέμων». Σε αυτά ο φιλόσοφος Πρέβε έδωσε το πολιτικό του «παρών». Αυτή η στάση του στοίχισε τον κύριο και βασικό πολιτικό εξωστρακισμό του.

Ο Κοστάντζο Πρέβε δεν έγινε ποτέ μέλος μιας αμφίσημης ακαδημαϊκής κοινότητας. Προτίμησε την εργασία του δασκάλου σε λύκειο της πόλης του, έζησε και ένιωσε -για τις επιλογές του- μια μεγάλη απομόνωση και πρέπει να βίωσε μια μεγάλη μοναξιά, ιδεολογική, πολιτική, ανθρώπινη. Δεν παραπονέθηκε ποτέ γι’ αυτό και δεν λοξοδρόμησε, δεν φίλησε κατουρημένες ποδιές. Έφερε αγόγγυστα την ευθύνη των απόψεών του και των επιλογών του.
Ήταν ένας ιδιαίτερα τολμηρός και θαρραλέος άνθρωπος. Είχε γνώμη και την είπε καθαρά και ξάστερα. Ήταν φιλόσοφος, μόχθησε στον τομέα αυτόν και διαμορφώνοντας μια άποψη την εξέθετε δημόσια, αναλαμβάνοντας την ευθύνη και ξέροντας ότι θα έρθει σε σύγκρουση με κατεστημένα και στερεότυπα.
Τολμηρός και θαρραλέος γιατί έκανε τομές, γιατί έκανε διαπιστώσεις που μπορεί να έρχονταν σε ρήξη με βασικές μαρξιστικές αρχές ή στερεότυπα χωρίς να περάσει στην απέναντι όχθη. Δεν ήταν μια περίπτωση σαν τους «νέους φιλοσόφους» των παρισινών σαλονιών. Κάθε άλλο. Μάχιμος αντικαπιταλιστής και αντιιμπεριαλιστής, αλλά όχι όπως νομίζει ή θέλει ένα ορισμένο πολυποίκιλο αριστερό κατεστημένο. 
Ο φιλόσοφος Κοστάντζο Πρέβε δικαιούται να γράψει τη φράση: «Η δική μου ερμηνεία του Μαρξ, λοιπόν, αν θέλουμε να την εκφράσουμε οπωσδήποτε με μια διατύπωση μη ακριβή και γενικόλογη, είναι αυτή ενός φιλοσόφου (ασυνείδητα) ιδεαλιστή και ενός κοινωνικού επιστήμονα (ενσυνείδητα) υλιστή». Ή, ακόμα, να αμφισβητήσει την δυνατότητα της εργατικής τάξης να είναι υποκείμενο μιας χειραφετητικής πορείας. Ορισμένοι ορθόδοξοι όλων των αποχρώσεων θα τον καταδικάσουν χωρίς καν να προσπαθήσουν να καταλάβουν τι θέλει να πει. Και αυτό είναι ένα εύκολο έργο. Ο ίδιος θα συμπληρώσει: «Ο Μαρξ είναι ο τόπος μιας ιστορικής ανακάλυψης (του κατηγοριοποιημένου μηχανισμού ερμηνείας της κοινωνίας και της Ιστορίας) και μιας ιστορικής ψευδαίσθησης (της εσωτερικής ανατροπής του ωφελιμισμού στο αντίθετό του). Η επισήμανση αυτής της αντίφασης δεν αφαιρεί τίποτα από το αντικειμενικό του μεγαλείο, αλλά κατά τη γνώμη μου το ενδυναμώνει… οι κλασικοί είναι αντιφατικοί, γιατί η αντίφαση δεν είναι ένα λάθος του βιαστικού και ελάχιστα προικισμένου μελετητή, αλλά είναι ένα λογικό και οντολογικό χαρακτηριστικό των ιστορικών προτσές και των αντίστοιχων ανθρώπινων συλλογισμών».
Ποιος έχει δίκιο; Κυρίως, όμως, τι θέλει να πει ο Πρέβε και πόση προσπάθεια έγινε για να το κατανοήσουμε;
Ο Κοστάντζο Πρέβε λέει καθαρά -και αρκετά θαρραλέα για έναν που νοιάζεται για τον κομμουνισμό και δηλώνει μαθητής του Μαρξ- πως το πρόβλημα δεν είναι ένας διαστρεβλωμένος -από τους επιγόνους του- μαρξισμός, αλλά ότι υπάρχουν αμφισημίες ή και κενά μέσα στον ίδιο τον πυρήνα του μαρξισμού. Θα ακούσουμε τι θέλει να πει ή θα τον πετάξουμε στην πυρά; Πολλοί, πριν τον πετάξουν, φρόντισαν να τον υποβάλουν σε μια «δίαιτα», δηλαδή σε σκληρή απομόνωση. Εκείνος συνέχισε την πορεία του…
Πολλοί δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν την πορεία του, ιδιαίτερα των τελευταίων χρόνων. Συνομιλούσε με πολλές πλευρές έχοντας ξεπεράσει τη διχοτομία δεξιά/αριστερά. Από αριστερή πλευρά του κόλλησε η ρετσινιά του «φαιοκόκκινου» και ότι έκανε «κακές παρέες». Άλλοι, τώρα που πέθανε, ειλικρινά ή επιφανειακά, νιώθουν κάποιες τύψεις που άφησαν τον Κοστάντζο Πρέβε να πάρει το «κακό δρόμο»… Είναι σοβαρό θέμα η στάση απέναντι στους διανοούμενους, στους φιλόσοφους, στον εαυτό μας εντέλει, το αν φιλοσοφούμε, αν δίνουμε την παραμικρή αξία στη θεωρία και την ιδεολογία ή γενικώς τρέχουμε, πασαλείβουμε θέματα, φτιάχνουμε ειδικές ζώνες απέναντι σε ανθρώπους και χώρους και όταν αυτοί «τελειώνουν», τότε «στενοχωριόμαστε» και «σεβόμαστε»…
Ο Κοστάντζο Πρέβε θα μείνει -αν μείνει γιατί και αυτό δεν είναι βέβαιο- από το έργο του, τα βιβλία του (περίπου 40) και για όσους ξέρουν ιταλικά από αξιόλογα και σημαντικά βίντεο όπου αναλύει πολλά θέματα και υπάρχουν στο Διαδίκτυο. (Μόνο για αυτό θα μπορούσα να πω θετικά λόγια για το «εργαλείο» του Διαδικτύου – ίσως σώσει κάτι πιο ζωντανό από διανοητές, καλλιτέχνες κ.λπ., πέρα από τα έργα τους και αυτή η πρόσληψη μπορεί να γίνει μαζικά και να σωθούν πράγματα. Δεν είναι απλά ο κίνδυνος να γίνουν τροφή των τρωκτικών σε αποθήκες παλαιών βιβλίων).

Σε ποιους μίλησε, μιλούσε ή θα μιλάει…


Πρέπει να προβληματιστούμε για το ζήτημα αυτό. Σε ποιον μιλούσε ο πολύ σημαντικός φιλόσοφος; Πολέμιος της ακαδημαϊκής κοινότητας ιδιαίτερα στα χρόνια της ωριμότητας και των ρήξεων (δηλαδή τα τελευταία 13 χρόνια, πάνω-κάτω), απομονωμένος, χωρίς να καμφθεί. Ό,τι είχε να πει το έλεγε, χωρίς περιστροφές, μιλώντας με οποιονδήποτε του ζητούσε να συνομιλήσει και με όποιους συναντιόταν στις κοινές αγωνίες και στην κοινή φρίκη για τον κόσμο που επέβαλλε ο γερασμένος καπιταλισμός / ιμπεριαλισμός.
Επομένως, δεν απευθύνθηκε στους άλλους «φιλοσόφους» και στις «αυθεντίες», παρ’ όλο που γνώρισε πολλούς και πολλές. Απευθυνόταν αλλού. Αυτός είναι ο λόγος που είχε επαφές και φίλους σε διάφορους χώρους της Αριστεράς (μόνο στη χώρα μας είχε επαφές και καλές φιλικές σχέσεις με ανθρώπους διαφορετικών οργανώσεων ή και ανένταχτων διανοητών). Τελευταία είχε αποκτήσει πολλούς φίλους μέσα από τον χώρο του «κοινοτικού» κομμουνισμού ή σκέτα του «κοινοτισμού», μέσα από το χώρο νεοδεξιών δυνάμεων (περιοδικό Ευρασία). Ο ίδιος έδινε σημασία και έμφαση στους νέους και στους στρατευμένους, σε όλες τις ζωντανές διανοητικές και κινηματικές δυνάμεις.
Έχει σημασία αυτή η επιλογή του φιλόσοφου Πρέβε. Δεν έγραψε ειδικευμένη και ακαταλαβίστικη φιλοσοφία, αλλά έργα που να μπορούν να διαβαστούν και να έχουν μια χρήση σε στρατευμένους αγωνιστές. Μιλώντας για τον ίδιο και τους νέους θα αναφέρει τα ακόλουθα που αξίζουν να επισημανθούν: 
«Θα ήμουν ικανοποιημένος να παρασυρθώ και μόνο από κάποιες γενικές αισιόδοξες προβλέψεις, να “κάνω θετικές σκέψεις”. Δυστυχώς, όμως, είμαι μαθητής του Χέγκελ και του Μαρξ και όχι του Τζιοβανότι ή του Τσελεντάνο.
Πολύ θα ήθελα να υποσχεθώ περισσότερα, αλλά για την ώρα είμαστε ακόμη στην προκαταρτική φάση των προκαταρκτικών. Κάτι θλιβερό για τους ανθρώπους της ηλικίας μου. Όσο για τους νέους, όποιος ζήσει θα δει.
Σκοπός μου ήταν να υπενθυμίσω τη μαρξιστική προβληματική στον κόσμο της γενιάς μου… και να προκαλέσω περιέργεια για περαιτέρω μελέτες στους πιο νέους.
Η νεότερη γενιά, πράγματι, ήταν το κύριο θύμα μιας τεχνητής “αποσιώπησης” του Μαρξ και του μαρξισμού, που δεν σταμάτησε να αυξάνεται μετά την τριετία 1989-1991, δηλαδή την τριετία της πολιτικής και κρατικής διάλυσης του ιστορικού κομμουνισμού του 20ού αιώνα, και στην ιταλική επαρχία μετά τη διάλυση του παλιού ΚΚΙ και τη μεταστροφή του πρώτα σε PDS (Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς) και κατόπιν σε DS (Δημοκράτες της Αριστεράς). Οι ακαδημαϊκές και εκδοτικές ομάδες, γενικώς, εκτός από λίγες ονομαστικές εξαιρέσεις, συνόδευσαν αυτό το γιγαντιαίο προτσές μετάλλαξης των διανοουμένων. Επρόκειτο για ένα γιγαντιαίο προτσές “δηλητηρίασης των πηγαδιών” αφού ήπιαν, ώστε κανένας άλλος να μην μπορεί να πιει από αυτά. Αυτή η εργασία μου γίνεται νοητή σαν ένα μικρό παγούρι. Το νερό που περιέχει είναι λίγο, αλλά τουλάχιστον είναι πόσιμο».

Το τελευταίο του έργο
Σε μια τελευταία συζήτηση που είχα μαζί του μου ανέφερε τα ακόλουθα: 
«Σχεδόν τελειώνω το γράψιμο ενός μεγάλου έργου (περίπου 700 σελίδων) που αφορά την ανασύσταση της ιστορίας της Φιλοσοφίας από τους αρχαίους Έλληνες μέχρι σήμερα και θα εκδοθεί στην Ιταλία, τον επόμενο χρόνο. Πρόκειται για μία γενική ιστορία της Φιλοσοφίας, βασισμένη όμως στη μέθοδο της κοινωνικής επαγωγής των κατηγοριών».
Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο Μια νέα εναλλακτική ιστορία της Φιλοσοφίας. Το οντολογικό-κοινωνικό προχώρημα της Φιλοσοφίας, Εκδόσεις Petite Plaisance, Pistoia 2013.
Στον πρόλογο του βιβλίου ο Πρέβε λέει, μεταξύ άλλων:
«Ολοκληρώνοντας αυτό το βιβλίο, ανοίγεται η θύρα για ένα επόμενο προχώρημα στο πεδίο της έρευνας και της μελέτης της οντολογίας του κοινωνικού είναι που θα είναι, λοιπόν, διακηρυγμένα αντικαπιταλιστική. Θα αφορά όμως την ανάπτυξη ενός “κοινωτικού” αντικαπιταλισμού λειτουργικού για την εποχή μας, ο οποίος όχι μόνο θα απορρίπτει το σημερινό υπερκαπιταλιστικό ατομισμό, αλλά επίσης και διάφορες μορφές ετεροδιευθυνόμενου κολλεχτιβισμού χαρισματικού τύπου που αναπτύχθηκαν από τον θανόντα ιστορικό κομμουνισμό του 20ού (1917-1991), για τον οποίο καλό είναι να μην κρίνουμε συνολικά αρνητικό, σύμφωνα με τη μόδα του αντιολοκληρωτισμού που βασιλεύει ανάμεσα στους σημερινούς “διανοούμενους”. Ο γράφων, πράγματι, δεν είναι κατ’ ουδένα τρόπο ένας “διανοούμενος”, μα ένας κριτικός και ανεξάρτητος μαθητής του Μαρξ, υποστηρικτής μιας ερμηνείας κοινωτικής του κομμουνισμού και ένας φιλόσοφος που θεωρεί την οντολογία του κοινωνικού πως είναι το πιο προχωρημένο σημείο της σύγχρονης σκέψης».
Αυτή είναι η τελευταία κατάθεση του Κοστάντζο Πρέβε, αυτού του σημαντικού, θαρραλέου και τίμιου φιλοσόφου. Με αυτήν φεύγει…
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται: Το ασίγαστο πάθος για μια φιλοσοφία της χειραφέτησης. Αυτό το ασίγαστο πάθος συνόδευσε και κέντρισε όλη την ζωή του.

Όταν φεύγει ένας σημαντικός και πραγματικός φιλόσοφος, όχι επαγγελματίας, οφείλουμε να κοντοσταθούμε και να σκεφτούμε λίγο ή πολύ. Να καταλάβουμε την απώλεια, το βάρος. Σίγουρα κάποιοι από μας θα χρειαστούν τη σκέψη του κι οφείλουν να έχουν το θάρρος να αναμετρηθούν με τα πραγματικά προβλήματα της θεωρίας και της πράξης, σε ανοιχτές θάλασσες και απέραντα σκοτάδια. Το ασίγαστο πάθος μπορεί να φωτίσει μια τέτοια διαδρομή, ακόμα και να προφυλάξει δυνάμεις από λογής σειρήνες!


Ο Πρέβε για τον ωφελιμισμό και την ενιαία θεωρητική υπόθεση


Ο ωφελιμισμός εκφράζει συμπυκνωμένα την απαίτηση της απόλυτης κυριαρχίας της οικονομίας πάνω σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική δραστηριότητα…
Μπορούμε να αναρωτηθούμε, λοιπόν, αν αυτή η κριτική στο ωφελιμιστικό μοντέλο, ιδιαιτέρως στις νέες μορφές που προσέλαβε, μπορεί να γίνει στη βάση αποκλειστικά του μαρξικού μοντέλου (για το οποίο εξάλλου έχουμε πει πως ποτέ δεν συστηματοποιήθηκε και δεν απέκτησε συνεκτικότητα) ή έχει ανάγκη νέων εισφορών, που στην εποχή τους να επεξεργάσθηκαν έξω από την «ιερή περίφραξη» των μαρξιστικών ορθοδοξιών και αιρέσεων.
Ο γράφων νομίζει το δεύτερο και το νομίζει με ήρεμη σταθερότητα. Ταυτόχρονα πρέπει να είναι σαφές, πως από μόνη της η απλή διακήρυξη της αναγκαιότητας να αξιοποιήσουμε εισφορές εξωτερικές της «ιερής περίφραξης» της μαρξιστικής παράδοσης δεν βγάζει ακόμη τα κάστανα από τη φωτιά, διότι μπορεί να οδηγήσει σε έναν απλό εκλεκτικισμό.
Αυτή η ενιαία θεωρητική υπόθεση, σήμερα, δεν υπάρχει. Ο αναγνώστης πρέπει να το γνωρίζει και δεν πρέπει να αυταπατάται. Ακολουθώντας τον Αλτουσέρ, πιστεύω πω η θεμελιώδης αρχή αυτής της ιστορικής εποχής είναι αυτή του ne pas (se) raconter des histories, δηλαδή να μην παραμυθιάζ-ουμε (όμαστε). Σήμερα αυτό το αλτουσεριανό ρητό αντιστοιχεί στην παλιά μεθοδολογική αρχή της υπερβολικής αμφιβολίας και της μεθοδικής αμφιβολίας του Καρτέσιου.
Το παιχνίδι, όμως, δεν έχει ακόμη τελειώσει. Ο γράφων δεν διαθέτει ένα νέο αξιόπιστο αντι-ωφελιμιστικό αρχέτυπο, αλλά πιστεύει στη δυνατότητα ύπαρξής του.”

Ο Πρέβε για την Ελλάδα


Εγώ, ξέρετε, είμαι φιλέλληνας. Έχω ρίζες οικογενειακές στην Ελλάδα. Είμαστε Ρωμιοί από τη Μικρά Ασία, από την πλευρά της μητέρας μου. Ξέρω τα νέα ελληνικά και θεωρούμαι λίγο Έλληνας. Δεν αγαπάω μόνο τα νησιά, τις αρχαιότητες, την ομορφιά του τόπου. Διαβάζω Ελύτη και Καβάφη και Σεφέρη και, πρώτα από όλα, Αναγνωστάκη, ο οποίος για μένα είναι ο καλύτερος, είναι ο ποιητής ο οποίος είναι ο πιο κοντινός σε μένα. Δεν αγαπώ μόνο την αρχαία Ελλάδα.
Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει για μένα ο ελληνικός λαός και δεύτερον υπάρχει και το ελληνικό έθνος. Υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι το ελληνικό έθνος είναι μια δεξιά έκφραση. Δεν συμφωνώ. Συμφωνώ με τον Μίκη Θεοδωράκη, ότι ο ελληνικός λαός και το ελληνικό έθνος συνδυάζονται. Αυτό δεν σηματοδοτεί κάτι ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τ’ αριστερά. Το πρώτο και κύριο είναι ότι ελληνικός λαός πρέπει να επιζήσει. 
Πρώτα απ’ όλα, πριν από τις αρχαιότητες, πριν από τα νέα ελληνικά, πριν από τον Σοφοκλή και τον Σωκράτη, πρέπει να επιζήσει ο ελληνικός λαός. Και εγώ πιστεύω ότι, όσον αφορά αυτό το ζήτημα του χρέους, έχετε δίκιο που βάζετε ως κριτήριο να επιζήσει ο ελληνικός λαός. Δεν είμαι οικονομολόγος και δεν ξέρω πολύ καλά τα επιχειρήματα υπέρ ή κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αυτό το καταλαβαίνω. Εάν, για να μείνει στην Ευρώπη, ο ελληνικός λαός πεθαίνει, καλύτερα να βγει έξω απ’ αυτήν. Είναι μια προσέγγιση ενός Ιταλού φιλοσόφου και ενός φιλέλληνα.”

Ο Πρέβε για το βιβλίο του Κριτική ιστορία του μαρξισμού 


“Το βιβλίο μου Κριτική ιστορία του μαρξισμού, που τώρα εκδόθηκε στην Ελλάδα, είναι μια γενική ιστορία του μαρξισμού, ένας απολογισμός και μια κριτική άποψη. Το έγραψα για να αρχίσει μια δημόσια συζήτηση, να βοηθήσω τον κόσμο να σκεφτεί πάνω σε ορισμένα ζητήματα της ιστορίας του μαρξισμού. Ελπίζω ότι θα ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση, αν και δεν είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή στην Ελλάδα. Για την Ελλάδα, τώρα, είναι η στιγμή της πάλης εναντίον όλων αυτών των μέτρων.
Πιστεύω ότι είναι ένα πυκνό βιβλίο, αλλά πιστεύω επίσης ότι ο μέσος αριστερός θα το θεωρήσει λίγο απαισιόδοξο. Εγώ δεν είμαι απαισιόδοξος, είμαι αισιόδοξος για την επανάσταση. Αλλά είμαι κριτικός, καταλαβαίνετε; Και ενίοτε οι αριστεροί θέλουν μόνο μια θρησκεία. Θέλουν μια οπτιμιστική θρησκεία.”

Tagged : / / /

Περί ευρωσκεπτικισμού, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.185, 25-26/10/2013)

 Είναι εξ ορισμού δεξιά και συντηρητική στάση;

Φαίνεται ότι θέλουν να πειστούμε πως οι σημαντικές πολιτικές εξελίξεις μετατίθενται για μετά τις ευρωεκλογές, τέλη Μάη του 2014. Η αλήθεια είναι ότι όλοι προετοιμάζονται για εκλογές (αυτοδιοικητικές και Ευρωεκλογές), αλλά θέλουν να είναι έτοιμοι για παν ενδεχόμενο. Άλλωστε, 6 μήνες στη μνημονιακή Ελλάδα και στη γερμανική Ευρώπη είναι μεγάλο διάστημα.
Σε λίγο, το πολύ σε ένα μήνα, θα μπούμε σε μια ιδιότυπη προεκλογική περίοδο. Θα ράβονται κουστούμια για πολλές θέσεις στην Αυτοδιοίκηση (ακόμα δεν ξέρουμε με ποιο νόμο θα πάμε σε αυτές) για τις Περιφέρειες και για την Ευρωβουλή. Ο μεν Σαμαράς θα χρησιμοποιήσει το χαρτί της προεδρίας που θα ασκεί η Ελλάδα στην Ε.Ε. το πρώτο 6μηνο του 2014, αλλά θα έχει πολλές σκοτούρες με τα μέτρα και το 3ο Μνημόνιο κ.λπ. Ο Αλ. Τσίπρας θα είναι επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, προτεινόμενος για την προεδρία της Κομισιόν και ήδη δημιουργεί κλίμα ενός δημοψηφισματικού χαρακτήρα των Ευρωεκλογών.

Μέσα από αυτά, θα συναντηθούν η αστική κυρίαρχη, περί Ευρώπης, ρητορική με την προσπάθεια της Αριστεράς να αλλάξουν τα πράγματα στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό Νότο. Επόμενο, λοιπόν, ήταν να ξεπηδήσει το ζήτημα του «ευρωσκεπτικισμού» και του χαρακτήρα του.
Η ευρωπαϊκή ιδέα και ιδιαίτερα η υπαρκτή Ε.Ε. δεν έχει «ρεύμα» και εντείνονται οι κριτικές στον κυρίαρχο ευρωπαϊσμό. Την ίδια στιγμή, ως μεγαλύτερος κίνδυνος (πλάι στην αδιαφορία για το Ευρωκοινοβούλιο που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη αποχή από τις Ευρωεκλογές) αναδεικνύεται η πιθανότητα να διευθύνει τη σύγχρονη Ευρώπη ένα μπλοκ κεντροδεξιών και ακροδεξιών δυνάμεων. Ο ακροδεξιός χώρος αλλά και οι αντιδράσεις προς τη γερμανική Ευρώπη που οικοδομείται, θα τροφοδοτήσει εθνικές ή εθνικιστικές αναδιπλώσεις. 
Από το σημείο αυτό μέχρι το άλλο άκρο, να θεωρείται a priori κάθε μορφή ευρωσκεπτικισμού ως δεξιά στάση, όπως έκανε σε κύριο άρθρο της η κυριακάτικη Αυγή, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Έχει ξανασυμβεί να χαρακτηρίζεται ο ευρωσκεπτικισμός ως εκδήλωση συντηρητισμού εν γένει. Αλλά αυτό δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Ο αγώνας για μια άλλη Ευρώπη δεν περνά αναγκαστικά από την αποδοχή της σημερινής άθλιας γερμανικής Ευρώπης που επιβάλλει μια πανευρωπαϊκή λιτότητα και το σύγχρονο αστικό κυνισμό-νεοφιλελευθερισμό. Ούτε ο εκδημοκρατισμός της σημερινής Ευρώπης, όπως υποστηρίζει και ο Ταρίκ Αλί (στο πρόσφατο Φεστιβάλ Νέων ΣΥΡΙΖΑ), περνά μέσα από την αποδοχή των δομών και θεσμών της σημερινής Ευρώπης. 
Το κύριο για την Αριστερά είναι να σκεφτεί και να πράξει βεβαίως σε μια κατεύθυνση που θα προωθεί τις πολιτικές προϋποθέσεις και τους αναγκαίους πολιτικούς όρους για μια βαθιά στροφή στα ευρωπαϊκά πράγματα. Για να είμαστε σοβαροί, χρειάζεται κάτι σαν μια δημοκρατική επανάσταση, ένα νέο 1848 έστω, στο οποίο η συνιστώσα ενός συντονισμένου αγώνα εργαζομένων, λαών και χωρών της Ευρώπης θα θέσει τη σφραγίδα της. Μια εποχή δημοκρατικών ανατροπών σε ξεχωριστές χώρες και συνολικά στην Ευρώπη, που θα γκρεμίζει τη γερμανική Ευρώπη και τους θεσμούς που αυτή επέβαλε και θα αναδεικνύει τη δημοκρατική αναγέννηση κάθε ιδέας συνεργασίας και κοινής πορείας.
Για την περίπτωση της χώρας μας, αν όλα πάνε σύμφωνα με τις διακηρύξεις, και προκύψει μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση που θα προωθήσει μια σύγκρουση με τη γερμανική Ευρώπη, θα έχει μεγάλη ανάγκη από ένα στέρεο κοινωνικό μπλοκ λαϊκών δυνάμεων που θα τη στηρίζουν αφενός, και από πανευρωπαϊκή στήριξη από λαούς και συμμαχίες με άλλες δυνάμεις ή χώρες (π.χ. Κύπρος ή άλλες χώρες του Νότου) αφετέρου. Σε ενδεχόμενο αντίδρασης της γερμανικής Ευρώπης και τελεσιγράφων ή πολιτικών και οικονομικών εμπάργκο, η συλλήβδην καταδίκη του ευρωσκεπτικισμού σε τι ωφελεί; Πού επενδύει;
Αν αγωνιζόμαστε για μια άλλη Ελλάδα σε μια άλλη Ευρώπη, δεν χρειάζεται κανένας δογματισμός και ιδιαίτερα ο δογματισμός του ουδέτερου «ευρωπαϊσμού».
Tagged : / / /

Εγκληματικές οργανώσεις, λογοδοσίες, απελευθέρωση…, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.183, 12/10/2013)

Διαρκές έγκλημα κατά της κοινωνίας επί 3,5 χρόνια

Σαν σήμερα, στις 12 Οκτώβρη πριν από 69 χρόνια, απελευθερωνόταν η Αθήνα από τους ναζί καταχτητές και κλίμα ενθουσιασμού και γιορτής είχε πλημμυρίσει το λαό. Σήμερα παίρνονται ορισμένα μέτρα ενάντια στους νεοναζί και ορίζονται ξανά οι κανόνες της ειδικής καθεστωτικής φάσης που ζούμε, υπό κηδεμονία, υπό αρμοστεία, δηλαδή ως κανονική αποικία χρέους. Με την τρόικα, τα διαρκή μνημόνια, το δουλικό μνημονιακό πολιτικό τόξο. Γίνεται, λοιπόν, λόγος περί εγκλήματος, βίας και εγκληματικής οργάνωσης, έχουν δουλειά οι νομικοί, δικαστικοί και πολιτικοί κύκλοι και η ζωή συνεχίζεται…
Όχι ακριβώς. Μπορεί η Χ.Α. να βρίσκεται ενώπιον του νόμου, μπορεί να έχουν κάπως ανασάνει γειτονιές και πόλεις από την τρομοκρατική, δολοφονική δράση της, αλλά η ζωή δεν συνεχίζεται έτσι απλά. Χτες μόλις μάθαμε για δύο αυτοκτονίες. Αγρότης 59 ετών, πατέρας 3 παιδιών, στην Αμαλιάδα κρεμάστηκε στο λιοστάσι του, που τόσο το είχε δουλέψει, γιατί αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα. 
Πέρασε το σκοινί στην ελιά, μέρα μεσημέρι και εκεί τον βρήκε αργότερα ο 22χρονος γιος του. Διοικητική υπάλληλος της ΕΤ3, 47 ετών, πρόσφατα απολυμένη λόγω του «μαύρου» που έριξε η κυβέρνηση Σαμαρά στην ΕΡΤ πήδηξε από τον 5ο όροφο.
Για αυτούς η ζωή, κυριολεκτικά, δεν συνεχίζεται. Πότε όμως σταμάτησε να ρέει η ζωή στο μυαλό, στη διάθεση, στα όνειρα ενός λαού, μιας νεολαίας, μιας γενιάς απόμαχων;

Υπάρχουν, δυστυχώς, πολλά εγκλήματα. Υπάρχει μια γενοκτονία. Οι θάνατοι αυξήθηκαν και οι γέννες μειώθηκαν κατά 15.000 το χρόνο που πέρασε. Η χώρα και η κοινωνία υφίστανται ένα διαρκές έγκλημα εδώ και 3,5 χρόνια: Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί η διάλυση μιας χώρας, η καταστροφή της οικονομίας, η εκτόξευση της ανεργίας, οι μισθοί και συντάξεις πείνας, οι ουρές στα συσσίτια, η τεράστια η απόγνωση, η πρωτιά στις αυτοκτονίες παγκοσμίως;

Αν συνεχιστεί το πείραμα, στο τέλος, το πειραματόζωο όσο κι αν αντιστέκεται δεν θα μπορεί να σωθεί. Κι αυτή η τιμωρία μιας χώρας, ενός λαού, ενός πολιτισμού θα είναι προς παραδειγματισμό, προς φρονηματισμό, προς γενική τρομοκράτηση. Ό,τι έκανε η Χ.Α. σε μια γειτονιά, σε μια περιοχή, σε μικροκλίμακα, το κάνει σε μια ολόκληρη χώρα το μνημονιακό-τροϊκανό σύστημα, ο συνασπισμός των ισχυρών της Ευρώπης, των χρηματαγορών-ληστών-καταστροφέων, αγκαζέ με ένα διεφθαρμένο ως το μεδούλι υπαλληλικό πολιτικό προσωπικό.
Ζητάμε την τιμωρία των ενόχων όλων των εγκλημάτων. Ζητάμε την τιμωρία όσων προχώρησαν σε τούτο το έγκλημα. Αν χρειάζεται «ειδική πλειοψηφία» για να χαρακτηριστεί «εγκληματική» η δράση της τρόικας και των μνημονιακών, αυτή υπάρχει: Εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες, εκατομμύρια εργαζόμενοι, απολυμένοι, συντριμμένοι, επαγγελματοβιοτέχνες, αγρότες, νέοι, άνεργοι, συνταξιούχοι, έχουν αποφανθεί κι αν χρειάζεται θα το ξανακάνουν. Η λογοδοσία θα γίνει. Θα δώσουν λόγο όσοι ήξεραν και έκαναν ό,τι έκαναν. Θα δώσουν λόγο όσοι προχώρησαν σε τούτο το έγκλημα. Θα γίνει κάθαρση, όχι απλά της αστυνομίας από τους νεοναζιστικούς θύλακες, αλλά ενός ολόκληρου πολιτικού και κρατικού συστήματος που στρατεύτηκε για να περάσει και να φανεί φυσιολογικό το έγκλημα κατά της χώρας, του λαού, της κοινωνίας.
Και θα ’ρθει η «12η Οκτωβρίου» για όλη τη χώρα και την κοινωνία. Θα γιορτάσει ο λαός μια μεγάλη νίκη ενάντια στο μεγαλύτερο έγκλημα που έγινε σε καιρό ειρήνης. Σε ένα έγκλημα που έχει συνέπειες όσο και ένας πόλεμος ή μια κατοχή. Η απελευθέρωση θα έρθει από έναν αγωνιζόμενο, όρθιο λαό. Το φρόνημα, τώρα, δεν πρέπει να καμφθεί, δεν πρέπει να μας κυριέψει η απόγνωση. Μετράμε τους νεκρούς μας, τον Παύλο Φύσσα, τους χιλιάδες «ανώνυμους» 30χρονους, 47χρονες, 59χρονους που δίνουν τέλος στην ζωή τους, τους χιλιάδες νεκρούς στους τόπους δουλειάς και πνιγμένους ή δολοφονημένους μετανάστες.
Το πολυτιμότερο πράγμα είναι η ζωή. Αγαπάμε τη ζωή, θα νικήσουμε το φασισμό των μνημονίων, της τρόικας και όλων των εγκληματικών συμμοριών. Ο γίγαντας Λαός θα σταθεί ορθός!
Tagged : / /