«Οι επαναστάσεις δεν πέφτουν από τον ουρανό» – Άρθρο στο Δρόμο (φ.333 -12/11/2016)

Οι επαναστάσεις δεν παραγγέλλονται. Κυοφορούνται και γίνονται. Γίνονται από ανθρώπους που μετατρέπονται σε υποκείμενο μιας ιστορίας, που φτιάχνουν οι ίδιοι μέσα από επιλογές και στόχους. Η εποχή των κοινωνικών επαναστάσεων, γιατί δεν υπάρχει καμιά μεμονωμένη επανάσταση, σημαίνουν την πραγμάτωση ενός κοινωνικού βολονταρισμού που ανοίγει δρόμους απελευθέρωσης και χειραφέτησης. Από τι όμως;

Αν ισχύει η φράση «Σ’ αυτόν τον κόσμο το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων ζει μέσα στον πόνο, κυριαρχούνται από λίγα άτομα και καταπιέζονται από διάφορα πολιτικά και οικονομικά συστήματα»1, σ’ αυτήν βρίσκεται και η απάντηση στο ερώτημα. Απελευθέρωση και χειραφέτηση από πολιτικά και οικονομικά συστήματα καταπίεσης και κυριαρχίας των λίγων.

Ο ορίζοντας της εποχής που διανύουμε, ορίζεται ως η καθολική χειραφέτηση του ανθρώπου ή αλλιώς, ο κομμουνισμός. Πιο ειδικά είναι η μετάβαση, μέσα από πολλούς δρόμους, σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία που θα οργανωθεί σε άλλες βάσεις από το αχαλίνωτο κυνηγητό του κέρδους, την παραγωγή για την παραγωγή. Περνά, όμως, μέσα από αλλεπάλληλες εκρήξεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις, απέναντι στις συγκεκριμένες μορφές και τα δεσμά που δημιουργεί και μετασχηματίζει το καπιταλιστικό σύστημα. Η συγκεκριμένη κυοφορία της, η μορφή που θα πάρει καθώς και ο συσχετισμός που θα καταγράφεται από τα ρήγματα, θα προσδώσουν τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της. Γι’ αυτό η περιφρόνηση της ποικιλίας και της ιδιαιτερότητας μεγάλων ανατροπών και ρηγμάτων στο «πλανητικό χωριό», δεν βοηθούν. Η πραγματική δημοκρατία και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η σύμπλεξη εθνικού και ταξικού, γεννούν περισσότερες πραγματικές επαναστατικές υποστάσεις του σύγχρονου προλεταριάτου και των λαών, από την προσκόλληση σε μια αποκλειστικά δυαδική ταξική θεώρηση.

Μέσα απ’ τον αγώνα ενάντια στον συγκεκριμένο καπιταλισμό – ιμπεριαλισμό, καταχτιέται η ελευθερία ως ο τρόπος «της ανθρώπινης συμπεριφοράς απέναντι στην αντικειμενική-πραγματική δυνατότητα. Ελευθερία από την καταπίεση, ως μια έξοδος προς τον Εαυτό, προς το εμείς χωρίς αποξένωση, είναι το άλφα της επανάστασης και αποδίδει στην επαναστατική ώθηση μια μοναδική αλληγορία. Η ελευθερία είναι επίσης και το ωμέγα της επανάστασης,δηλαδή είναι η ανοιχτή πύλη προς εκείνη την ταυτότητα του ανθρώπου με τον εαυτό του στην οποία τίποτε πλέον δεν είναι ξένο, καμιά εξωτερίκευση, καμιά πραγμοποίηση, καμιά αδιαμεσολάβητη φύση, κανένα πεπρωμένο»2.

  1. Μάο Τσετούνγκ
  2. Ερνστ Μπλοχ

http://www.e-dromos.gr/oi-epanastaseis-den-peftoun-apo-ton-ourano/

Tagged : /

Κινητικότητα στο Κυπριακό – Άρθρο στο Δρόμο (φ. 332 – 5/11/2016)

Πιέσεις, επιδιώξεις και αλλαγές θέσεων

Έντονο παρασκήνιο διαβουλεύσεων και πρωτοβουλιών έχει στηθεί γύρω από το Κυπριακό με στόχο την προώθηση «λύσεων» τύπου Βοσνίας για το νησί. Λύσεων στα πλαίσια των σχεδιασμών των ΗΠΑ – Ε.Ε. – Μεγάλης Βρετανίας από τη μια μεριά, και του τουρκικού επεκτατισμού από την άλλη. Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως οντότητα, πρέπει, σύμφωνα με αυτούς τους σχεδιασμούς, να εξαφανιστεί και στη θέση της να προβάλλει ένα υβρίδιο κράτους, ένα κανονικότατο προτεκτοράτο.

Το ταξίδι Λαβρόφ τις προηγούμενες μέρες στην Αθήνα, αφορούσε και το κυπριακό πρόβλημα, ενώ ψηλά στην ατζέντα της αναμενόμενης επίσκεψης Ομπάμα, φαίνεται ότι θα βρίσκονται οι πιέσεις των ΗΠΑ για εξελίξεις στο ζήτημα, πάντα με τις προδιαγραφές που αναφέρθηκαν.

 

Η γεωπολιτική ατμόσφαιρα

Ο νέος γύρος για την «επίλυση» του Κυπριακού έχει ξεκινήσει σε ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον. Ο διεθνοποιημένος πόλεμο που διεξάγεται στη Συρία έχει ανοίξει για τα καλά τους ασκούς του Αιόλου. Στον πόλεμο αυτόν, συμμετέχουν άμεσα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη, αναμετρώνται ΗΠΑ και Ρωσία, παρεμβαίνουν ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις (Τουρκία, Ιράν) και δραστηριοποιούνται δυναμικές πτέρυγες του σουνιτικού ισλαμισμού (Χαλιφάτο, Αλ Κάιντα κ.λπ.) με τους προστάτες τους.

Η Κύπρος βρίσκεται πολύ κοντά στην εμπόλεμη ζώνη, ενώ είναι άμεσα εκτεθειμένη στον τουρκικό επεκτατισμό που κατέχει το 37% του νησιού από την εισβολή του 1974 και την ανακήρυξη του παράνομου «κράτους» του Ντεκτάς, στο βόρειο μέρος της Κύπρου. Αυτά είναι γνωστά εδώ και δεκαετίες. Στην τωρινή φάση, όμως, η επιθετικότητα και τα νέο-οθωμανικά σχέδια του Ερντογάν, με τις προκλητικές διεκδικήσεις σε όλο το τόξο Θράκη – Αιγαίο – Καστελόριζο – Κύπρος, δεν νοείται να περνούν σαν συνηθισμένες καταστάσεις. Οι εξελίξεις στα πεδία των μαχών και η εμφάνιση κουρδικής κρατικής οντότητας ως πιθανό επακόλουθο, οδηγούν σε επαύξηση των επεκτατικών διεκδικήσεων απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο.

Από την άλλη, η περιοχή του Αιγαίου, πέρα από «φράκτης» για τις προσφυγικές ροές, έχει οριστεί και ως «νατοϊκή θάλασσα» με κύριο στόχο την παρεμπόδιση των κινήσεων του ρωσικού στόλου στην περιοχή. Ο τελευταίος εντείνει την παρουσία του και ενδιαφέρεται να διατηρήσει τη Λαττάκεια ως κύρια ναυτική βάση, ενώ αναζητά κι άλλες «διευκολύνσεις». Η στάση της Ρωσίας απέναντι στην Τουρκία, όπως είδαμε συχνά τα τελευταία χρόνια, τροποποιείται ανάλογα με το κάθε φορά συμφέρον, ενώ απέναντι στην Ελλάδα κυριαρχεί η επιφυλακτικότητα, αφού αυτή εμφανίζεται πιστή γενικά στη Δύση και ειδικά στις ΗΠΑ, κι ας αλλάζουν οι κυβερνήσεις.

Οι σχέσεις Ρωσίας – Κύπρου είναι ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, διαφορετικό από τις σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας, αλλά και σε αυτό το σημείο η τελική έκβαση θα καθοριστεί από τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Μόσχας συνολικά στην ευρύτερη περιοχή. Οι δηλώσεις Λαβρόφ στην Αθήνα, προσπαθούν να δείξουν ενδιαφέρον και ανησυχία για τις διεργασίες στο Κυπριακό και θα χαρακτηρίζονταν μάλλον γενικόλογες.

Η πρόσφατη απόφαση της Κ.Ε. του ΚΚΕ να αποσύρει την υποστήριξή του κόμματος στη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας (θέση που σθεναρά είχε υποστηρίξει για δεκαετίες απέναντι σε όλες τις κριτικές που δεχόταν για αυτήν), ήταν προαναγγελμένη και αναμενόμενη. Δεν ξάφνιασε κανέναν, παρόλο που δημιούργησε θόρυβο και προκάλεσε την αντίδραση του ΑΚΕΛ που συνεχίζει να υποστηρίζει αυτήν τη θέση. Η πραγματικότητα έχει δείξει πως η θέση αυτή είναι εντελώς ξεπερασμένη. Κανείς μα κανείς, στην πραγματικότητα, δεν ψάχνει να βρεθεί μια φόρμουλα τέτοιας κοπής.

Είναι ξεπερασμένη επειδή όλες οι προτάσεις, από το σχέδιο Ανάν και μετά, την έχουν προσπεράσει. Αυτό είναι δεδομένο, αφού η φόρμουλα που αναζητείται παραπέμπει σε ένα υβρίδιο κράτους. Σε ένα χαλαρό συνομοσπονδιακό μόρφωμα με ξένη επιτροπεία που θα αποτελείται από δύο συνιστώντα κράτη και στην πράξη δεν θα μπορεί να διοικείται.

Είναι, όμως, ξεπερασμένη και για έναν ακόμα λόγο: Έχει ήδη καταπέσει στο εσωτερικό της Κύπρου, αφού ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός νιώθει εντελώς απροστάτευτος μέσα στη «συνομοσπονδιακή φόρμουλα», βλέποντας να δίνονται στην άλλη πλευρά τεράστιες αρμοδιότητες. Τη στιγμή μάλιστα που γνωρίζει από την πρόσφατη ιστορία (στρατιωτική κατοχή, εποικισμός, αυθαίρετη ανακήρυξη παράνομου τουρκοκυπριακού «κράτους») ότι όλα μέχρι τώρα λύνονται κυρίως με τη δύναμη και την αρπαγή.

Ακόμα, στην Κύπρο μόνο δύο κόμματα υποστηρίζουν τη «διζωνική δικοινοτική», το δεξιό ΔΗΣΥ και το αριστερό ΑΚΕΛ. Τα υπόλοιπα κόμματα έχουν απομακρυνθεί από τη θέση αυτή. Το ΔΗΚΟ με έμμεσο τρόπο, αλλά η ΕΔΕΚ, το Κίνημα Οικολόγων και το Κίνημα Αλληλεγγύη, κοινοβουλευτικά πλέον κόμματα όλα, καταγγέλλουν ανοικτά τη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία εδώ και καιρό.

 

Η «εθνική θέση» 

Η θέση αυτή υιοθετήθηκε από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων Ελλάδας και Κύπρου από το 1977-79 και δώθε (πέρα από τις κριτικές που είχαν διατυπωθεί) και αποτέλεσε κεντρική γραμμή του αστισμού και των βασικών αριστερών δυνάμεων (ΚΚΕ, ΑΚΕΛ, ΣΥΝ, ΣΥΡΙΖΑ). Προβλήθηκε ως «εθνική θέση» των ελλαδικών δυνάμεων σε μια ιδιαίτερη στιγμή του συσχετισμού που υπήρχε, για να καταλήξει να γίνει η πιστοποίηση του συμβιβασμού και του ενδοτισμού που είχε ήδη ανοίξει διάπλατα τις θύρες για τον τουρκικό επεκτατισμό και την κατοχή στο νησί. Τώρα που οι κόμποι φτάνουν στο χτένι, έχει πλέον διαφανεί καθαρά, ότι η θέση αυτή είναι ξεπερασμένη και δύσκολα κανείς μπορεί να επιχειρηματολογήσει για υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε αυτό το έδαφος.

Ενώ στην Κύπρο σφίγγει ο κλοιός, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ συνεχίζουν να παζαρεύουν μια κάποια υπόσταση σε ένα υβρίδιο κράτους – συνομοσπονδίας. Παραβλέπουν έτσι τον φανερό σχεδιασμό ιμπεριαλιστών και Τούρκων επεκτατιστών, που δεν είναι άλλος από την πλήρη απορρόφηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την κατάλυσή της και τη μετατροπή της Κύπρου σε βάση του ΝΑΤΟ και περιφέρεια υπό τουρκική κηδεμονία. Οι εποχές που το ελληνοκυπριακό στοιχείο θεωρούσε ότι οικονομικά θα κυριαρχούσε στο νησί μέσα από λύσεις τύπου Ανάν (2004), μοιάζουν μακρινές. Η Τουρκία ανήκει στους G20, θέτει τις βάσεις για μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο (νερό και ενέργεια στα κατεχόμενα σε άμεση σύνδεση με την Τουρκία), και με την συνομοσπονδία γίνεται ρυθμιστής όλης της κατάστασης.

Σήμερα, η προοπτική για «λιγότερη Ελλάδα», για συρρικνωμένο ελληνισμό σε Ελλάδα και Κύπρο, υπό κηδεμονίες, βολεύει τόσο τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όσο φυσικά και τον τουρκικό επεκτατισμό. Όποιος δεν το βλέπει, θα το δει σε λίγο καιρό καθαρά. Γι’ αυτό, η κυριαρχία της Ελλάδας και της Κύπρου αποτελούν στοιχεία που δεν πρέπει να γίνουν βορά στις ληστρικές και αρπακτικές δυνάμεις. Γι’ αυτό, χρειάζεται στοχοθεσία που να αναδεικνύει αιτήματα και κινδύνους, να εκφράζει τα «Όχι» των λαών στους σχεδιασμούς ιμπεριαλιστών και επεκτατιστών.

Η φιλία των λαών δεν μπορεί να είναι σκέτο σύνθημα. Οφείλει να κτιστεί πάνω σε μια ξεκάθαρη βάση κοινών στοχεύσεων και όχι συγκάλυψης. Γιατί δεν είναι μια κοινή πάλη γενικώς απέναντι στον «κακό ιμπεριαλισμό» (που καταντά απλά σύνθημα και υπεκφυγή), ούτε μια πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση στις χώρες της περιοχής. Οφείλει να ονοματιστεί ο τουρκικός επεκτατισμός και να καταδεικνύεται η απειλή που αυτός συνιστά για την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Συρία, τους Κούρδους και για τον ίδιο τον τουρκικό λαό. Αυτό δεν το κάνει η απόφαση του ΚΚΕ. Γι αυτό μένει και πάλι πίσω από την πραγματικότητα.

http://www.e-dromos.gr/kinhtikothta-sto-kypriako/

Tagged : /

Η Ελλάδα είναι εθνικά κυρίαρχη; – Άρθρο στο Δρόμο (φ.331 – 28/10/2016)

Ας ορίσουμε ως εθνική κυριαρχία την δυνατότητα μιας χώρας να χαράσσει σε γενικές γραμμές τις κρίσιμες πολιτικές όσον αφορά την οικονομία, το νομοθετικό έργο, τη διοίκηση, την άμυνα. Στην περίπτωση αυτή, δεν βρίσκεται η χώρα μας σε συνεχή διαδικασία «αδειάσματος» τέτοιων στοιχείων με καταστρεπτικές συνέπειες; Η εθνική κυριαρχία δεν νοείται αποκλειστικά στις σχέσεις μιας χώρας με άλλες χώρες αλλά και στην δυνατότητα που έχει να ασκεί η «πολιτεία» τα δικαιώματά της και μέσα στα όρια της δικής της επικράτειας.

Η Ελλάδα, με αποφάσεις και της βουλής, έχει παραχωρήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα σε ένα καθεστώς επιτροπείας και άμεσου ελέγχου. Έχει απολέσει δικαιώματα και εργαλεία χάραξης και εφαρμογής πολιτικών σε όλους τους κρίσιμους τομείς. Τελεί υπό καθεστώς μνημονιακής ημιαποικίας και η πολιτική που εφαρμόζει υπαγορεύεται από οργανισμούς και θεσμούς που ουδεμία σχέση έχουν με την εθνική κυριαρχία. Μια νέα μορφή «βαυαροκρατίας» έχει εγκαθιδρυθεί και μάλιστα οδεύουμε προς το έτος 2021, νομίζοντας ότι έχουμε κατακτήσει την ανεξαρτησία και κυριαρχία μας. Ένας νέος Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος έχει επιβληθεί. Πιο απεχθής από τους προηγούμενους και με περισσότερο «δομικά» χαρακτηριστικά.

Η πραγματική κυβέρνηση βρίσκεται στο Χίλτον, από εκεί παρελαύνουν όλοι οι υπουργοί που μετά από «οντισιόν», παραλαμβάνουν μπιλιέτα με σαφείς οδηγίες για το τι πρέπει να πρωτοκολλήσει η Βουλή. Πολλές φορές δίνονται και χρονικά όρια που σπεύδουν χωρίς χρονοτριβή να υλοποιήσουν σχεδόν όλες οι μνημονιακές πτέρυγες. Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα που να ξεφεύγει από τις προδιαγραφές των Μνημονίων και τίποτα που να μην έχει υποβληθεί πρώτα προς έγκριση στους «θεσμούς».

Η Ελλάδα δεν έχει κυριαρχία ούτε σε όλη την επικράτειά της. Ο εναέριος χώρος ελέγχεται από ξένους ιδιοκτήτες αεροδρομίων και από υπηρεσίες του ΝΑΤΟ, το Αιγαίο έχει ανακηρυχθεί «νατοϊκή θάλασσα», τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι πλέον «γκρίζα ζώνη» υπό την διοίκηση της Frontex. Το «υπερταμείο» διοικείται από δύο ξένους συμβούλους και σε όλους τους οργανισμούς έχουν τοποθετηθεί τροϊκανοί επόπτες. Τελευταίο και καθόλου ασήμαντο, η χώρα βρίσκεται στο επίκεντρο μεγάλων γεωπολιτικών αναστατώσεων, έχει μετατραπεί σε οπισθοφυλακή πολεμικών συγκρούσεων και ταυτόχρονα αντιμετωπίζει τη διαρκή απειλή που συνιστά ο τουρκικός επεκτατισμός, μόνιμος περιφερειακός τραμπούκος στην ταραγμένη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Λεπτομέρειες όλα αυτά;

 

Αστισμός και εθνική κυριαρχία

Ο αστισμός της Ελλάδας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ σοβαρά για το στοιχείο της εθνικής κυριαρχίας. Ενδιαφερόταν πάντα για την προστασία που θα είχε ή θα τύχαινε από τις μεγάλες δυνάμεις κάθε εποχής και αποδεχόταν μια μορφή εξάρτησης και «συμπληρωματικότητας» της χώρας. Η ίδια η «μεγάλη ιδέα» του ευρωπαϊσμού οδηγούσε τις ελίτ της Ελλάδας να προσυπογράφουν όλες τις ρυθμίσεις για την ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση» (Μάαστριχτ, Λισαβόνα κλπ) που οδηγούσαν στη Γερμανική Ευρώπη αλλά και στην εκχώρηση δικαιοδοσιών σε ευρωπαϊκά όργανα που ούτε εκλεγμένα είναι ούτε εναπόκεινται σε οποιοδήποτε έλεγχο.

Με την υπογραφή των μνημονίων (από όλες τις κυβερνήσεις τα τελευταία 6 χρόνια), περνάμε σε ένα νέο καθεστώς όπου ακόμα και τυπικά στοιχεία κυριαρχίας που έχουν άλλες χώρες, εκχωρούνται στους νέους μηχανισμούς διεθνούς επιτροπείας και ελέγχου, ενώ ρητά και κατηγορηματικά η χώρα αποποιείται των δικαιωμάτων και των εργαλείων άσκησης πολιτικών. Η ελληνική κυβέρνηση υποβιβάζεται στο καθεστώς μιας υπηρεσίας της διοικητικής μηχανής των Βρυξελλών, του Σόιμπλε ή του Χίλτον Αθηνών. Κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας έχει ανατιναχθεί, τόσο η ψήφος όσο και η βούληση του λαού δεν έχουν καμία ισχύ στο νέο καθεστώς.

Παλιότερα, πριν από τα μνημόνια, οι εκπρόσωποι του αστισμού δήλωναν με κυνισμό και υπερηφάνεια κυνικά ότι με την ευρωπαϊκή ενοποίηση «τα εθνικά σύνορα και ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας θα περιορισθούν χάριν της ειρήνης» (Άννα Ψαρούδα Μπενάκη, τότε πρόεδρος της Βουλής, 8/2/2005). Ακολούθησαν περίεργες δηλώσεις είτε για «ρευστά σύνορα» από τον Γ. Παπανδρέου, είτε για μη ύπαρξη θαλασσίων συνόρων από τον Αλ. Τσίπρα, για να φθάσουμε στο ηχηρό «εμείς τηρούμε τις συμφωνίες», πάλι του Αλ. Τσίπρα, εννοώντας όλα τα μνημόνια, Α, Β και Γ που ψήφισαν 220 βουλευτές οικειοθελώς…

Η αλήθεια είναι ο αστισμός της Ελλάδας μαζί και όλο το επικοινωνιακό φάσμα, συγχρονίστηκε με τις απαιτήσεις της διεθνούς εκστρατείας συκοφάντησης και ανάδειξης ως αναχρονιστικών, λαϊκίστικων, ουτοπικών, σοβινιστικών, σκοτεινών και καθυστερημένων, όλων των αναφορών στην εθνική κυριαρχία στον σύγχρονο κόσμο. Παράλληλα δε, εκχώρησε όλα τα «κλειδιά» στις διεθνείς ελίτ ώστε να κυριαρχούν και να διαφεντεύουν την Ελλάδα. Με ανταλλάγματα, βέβαια, την ασυλία, την ατιμωρησία, τη συμμετοχή στη λεία και το ξεπούλημα προς ίδιον όφελος κι όσο επιτρέπουν τα μεγαθήρια.

http://www.e-dromos.gr/h-ellada-einai-e8nika-kyriarxi/

 

Tagged : /

Η εθνική κυριαρχία όρος διεξόδου της χώρας – Άρθρο στο Δρόμο (φ.331 – 28/10/2016)

Ποιον ωφελεί η κατάλυση της ανεξαρτησίας;

 Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δεν είναι ένα πλάσμα της φαντασίας. Ενεργεί με φορείς, δυνάμεις, θεσμούς και πρωτοβουλίες που στοχεύουν να δημιουργήσουν και να αξιοποιήσουν προς όφελος του κεφαλαίου τις καλύτερες και ευνοϊκότερες συνθήκες απομύζησης υπεραξίας και πλούτου σε πλανητικό επίπεδο. Κι αυτό μέσα σε περιβάλλον οξύτατου ανταγωνισμού και διαρκούς κρίσης.

Οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις χώρες, μέσα στο σύστημα αυτό, δεν είναι ισότιμες αλλά υπόκεινται στις αναγκαίες τροποποιήσεις που επιβάλλει η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου ώστε να υπερβεί αυτό τα όρια που εμποδίζουν την κερδοφορία του. Μια από τις πιο βασικές συνέπειες στο έδαφος αυτό είναι η ενίσχυση βασικών ηγεμονικών πόλων (πχ ΗΠΑ και Ε.Ε.) και η ανάπτυξη όρων που να επιτρέπουν στα υπερεθνικά τους μονοπώλια να συσσωρεύουν τεράστια κέρδη, να λεηλατούν περιοχές και χώρες, να επιβάλλουν τις πολιτικές τους με το λιγότερο κόστος. Αυτή η πορεία της παγκοσμιοποίησης ωφελείται τα μέγιστα από το άδειασμα της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας πολλών χωρών. Η εθνική κυριαρχία των χωρών-στόχων δεν έχει πλέον νόημα, πρέπει να εκχωρηθεί στους μηχανισμούς και τις δομές του πολυεθνικού κεφαλαίου, έτσι ώστε να αποκτήσουν οι χώρες μια συμπληρωματικότητα σε σχέση με τα κέντρα που διευθύνουν την παγκόσμια οικονομία.

Οι δυνάμεις που διευθύνουν τη διαδικασία αυτή, ασφαλώς και δεν παραιτούνται από τη δική τους εθνική κυριαρχία. Αντίθετα τη θωρακίζουν όλο και περισσότερο. Παρ’ όλο που οι μηχανισμοί και οι δομές που έχουν δημιουργήσει (διεθνείς μονοπωλιακοί χρηματιστικοί οργανισμοί, «αγορές» κ.λπ.) δεν τιθασεύονται πάντα, με συνέπεια να δημιουργούνται επιπρόσθετες νέες και πιο περίπλοκες αντιθέσεις. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ ή η Γερμανία που παίζει ηγεμονικό ρόλο στην Ε.Ε. δεν έχουν φυσικά απολέσει την εθνική τους κυριαρχία. Αντίθετα, την έχουν ισχυροποιήσει για να εξυπηρετήσουν τα ιμπεριαλιστικά σχέδιά τους.

Βρισκόμαστε επομένως μπροστά σε μια λογική αντίφαση; Ενισχύεται, τελικά, ή «αδειάζει» η εθνική κυριαρχία; Επειδή οι όροι μπορούν να δημιουργούν μια σύγχυση, ας λάβουμε υπόψη μας μια παρατήρηση που κάνει ο Σαμίρ Αμίν, πραγματευόμενος ακριβώς το θέμα της εθνικής κυριαρχίας:

«Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, όπως και η κριτική της, προκαλεί σοβαρές παρεξηγήσεις από τη στιγμή που την αποσπούμε από το κοινωνικό, ταξικό περιεχόμενο της στρατηγικής στην οποία εγγράφεται. Το κυρίαρχο κοινωνικό μπλοκ στις καπιταλιστικές κοινωνίες αντιλαμβάνεται πάντα την κυριαρχία ως ένα απαραίτητο εργαλείο για την προαγωγή των δικών του συμφερόντων, τα οποία είναι θεμελιωμένα τόσο στην καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας όσο και στην παγίωση των διεθνών θέσεων της».

Για να εξηγήσει περαιτέρω:

«Τα οικονομικά και κοινωνικά μέσα του κράτους (υπαγωγή της εργασίας στις απαιτήσεις των εργοδοτών, οργάνωση της ανεργίας και της επισφάλειας, κατακερματισμός του κόσμου της δουλειάς) και οι πολιτικές παρεμβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών επεμβάσεων), είναι συνδεδεμένες και συνδυασμένες στο κυνήγι αποκλειστικά ενός στόχου: της μεγιστοποίησης του όγκου της προσόδου που μονοπωλείται από τα “εθνικά” μονοπώλιά τους».

 

Παλιά και νέα εργαλεία

Έτσι, στην ατζέντα των κυρίαρχων δυνάμεων, η οργάνωση της δράσης των «δικών τους» μονοπωλίων επεκτείνεται διαρκώς έξω από τη χώρα τους, αφού αυτά έχουν πλανητική δράση. Επικεντρώνονται, μάλιστα, σε περιοχές και τομείς όπου η οικονομική προσάρτηση (με ό,τι αυτή συνεπάγεται) προωθείται πολύ ευκολότερα με το «άδειασμα» κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας των περιοχών και χωρών που είναι υπό άγρια εκμετάλλευση και λεηλασία.

Η κούρσα προς τον άυλο τομέα της οικονομίας, τον χρηματιστικό και τα νέα παράγωγα που «ανακαλύφθηκαν», οδηγεί σε διαδικασίας λεηλασίας χωρών, συσσώρευσης μέσω αρπαγής. Οι νέες προσαρτήσεις χωρών και περιοχών γίνονται τόσο με νέα, όσο και με «κλασικά» εργαλεία: Όλος ο μηχανισμός της χρέωσης οδηγεί σε αυτό το αποτέλεσμα και όλες οι πολιτικές των υπερεθνικών οργανισμών (Ε.Ε., ΕΚΤ, ΔΝΤ κ.λπ.) συνδράμουν αποφασιστικά στη δημιουργία χωρών-υβριδίων, όπου τα στοιχεία της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας έχουν «οικειοθελώς» παραχωρηθεί. Αποτέλεσμα η εμβάθυνση της εξάρτησης και η απώλεια όλων των στοιχείων εθνικής κυριαρχίας, καθώς και των εργαλείων και δυνατοτήτων άσκησης μιας άλλης πολιτικής στο εσωτερικό των χωρών. Τα νέα «εργαλεία», π.χ. η συμμετοχή σε μια μονοπωλιακή ένωση όπως η Ε.Ε., όπου το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει το εθνικού, όπου τα κοινοβούλια και οι κυβερνήσεις χάνουν μια σειρά από δικαιοδοσίες που είχαν, συνδυάζονται με κλασικά, όπως είναι τα εμπάργκο, τα τελεσίγραφα και οι πολεμικές επεμβάσεις.

Όπως έλεγε και κάποιος: «Ο ιμπεριαλισμός τείνει να παραβιάσει την πολιτική ανεξαρτησία χωρών, γιατί σε συνθήκες πολιτικής προσάρτησης, η οικονομική προσάρτηση είναι συχνά βολικότερη, φτηνότερη (είναι ευκολότερο να εξαγοράσει κανείς τους υπαλλήλους, να πετύχει εκχωρήσεις, να περάσει ένα ευνοϊκό νόμο κ.λπ.), ευκολότερη, ησυχότερη». Αντίθετα, ο πόλεμος και η κατοχή περιοχών έχει και άλλες πλευρές που συχνά καθιστούν δυσκολότερα τα πράγματα.

Για αυτό, ο δρόμος της κατοχύρωσης της εθνικής κυριαρχίας, δηλαδή της δυνατότητας μιας χώρας να ασκεί κυριαρχία στην επικράτειά της, να έχει δικαιοδοσία σε όλες τις πλευρές της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, αποτελεί όρο και προϋπόθεση για μια προοδευτική πορεία. Η εθνική κυριαρχία –ως λαϊκό, κοινωνικό και δημοκρατικό κυρίαρχο εθνικό σχέδιο- είναι απαραίτητο εργαλείο για την κοινωνική πρόοδο και τη δημοκρατία. Η κατάκτησή τους σήμερα φέρνει πιο κοντά στο στόχο την προσπάθεια να οικοδομηθεί ένας κόσμος πέρα από τον καπιταλισμό. Αλλά και να εγκαθιδρυθούν άλλοι συσχετισμοί στο διεθνές περιβάλλον που να ευνοούν μια διπλή κίνηση: την ανάδειξη μιας διεθνούς κοινότητας των λαών στα πλαίσια ενός περισσότερο «πολυκεντρικού» κόσμου.

 

Τι λένε κυνικά οι ευρωκράτες

«Με ένα χρέος που υπερβαίνει ας πούμε το 80 ή 90% του ΑΕΠ, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διατηρήσεις την ανεξαρτησία σου»

Άγκελα Μέρκελ

 

«Αρκετές κυβερνήσεις δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει ότι έχουν χάσει εδώ και καιρό την εθνική τους ανεξαρτησία καθώς στο παρελθόν, επέτρεψαν τη συσσώρευση του χρέους τους και τώρα έχουν ανάγκη από τη καλή διάθεση των χρηματοπιστωτικών αγορών»

Μάριο Ντράγκι

 

«Η εθνική κυριαρχία των Ελλήνων θα περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό με την αποδοχή της κοινοτικής βοήθειας»

Ζαν Κλοντ Γιούνκερ

 

«Μόνο αν οι χώρες της Ευρωζώνης είναι πρόθυμες να παραχωρήσουν την κυριαρχίας τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα καταφέρουν να την κερδίσουν ξανά»

Μάριο Ντράγκι

 

«Η εθνική κυριαρχία στην πραγματικότητα είναι μια αυταπάτη, μια εθνικιστική χίμαιρα που δεν θέλει ένα ανοιχτό έθνος, αλλά ένα κλειστό έθνος»

Εφημερίδα Liberation

 

http://www.e-dromos.gr/e8nikh-kyriarxia-oros-diexodou-ths-xoras/

Tagged : /

Πεισματάρικα γεγονότα, ανεξέλεγκτες αντιθέσεις – Άρθρο στο Δρόμο (φ.330 – 23/10/2016)

Ο πλειστηριασμός της Αριστεράς με απόφαση του Συνεδρίου

Η εβδομάδα που πέρασε δεν ήταν από τις καλύτερες για τον κυβερνητικό συνασπισμό και ιδιαίτερα για τους σχεδιασμούς του Μαξίμου. Παρά την μουδιασμένη φαντασμαγορία του 2ουσυνεδρίου, όπου ο πρόεδρος εκλέγεται με 93% και πριν ακόμα καταλαγιάσουν οι ιαχές «ή τώρα ή ποτέ το χρέος», από Δευτέρα το κλίμα άλλαξε τελείως.

Το ΣτΕ αποφάσισε τελικά με ψήφους 16-9 να εξετάσει στην ουσία τους τις προσφυγές κόντρα στην αρνητική εισήγηση. Η είδηση έσκασε σαν βόμβα και δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Μια ενδεχόμενη απόφαση του ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας του νόμου, αλλάζει όλο το πολιτικό σκηνικό με απρόβλεπτες συνέπειες. Η συνέχεια της άσχημης εβδομάδας ήρθε από τις απανωτές «σφαλιάρες» που έφαγε ξανά το επικοινωνιακό επιτελείο και ο ίδιος ο Τσίπρας από τους «φίλους» Ευρωπαίους. Ομοβροντία δηλώσεων Σουλτς, Ντράγκι και Σόιμπλε διέλυσαν τις αυταπάτες για διευθέτηση του χρέους μέσα στο 2016, αναγκάζοντας τον Αλ. Τσίπρα να εξαγγείλει χθες «μονομερώς» τελικά ότι ελπίζει σε θετική έκβαση.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Ερντογάν κλιμακώνει τις προκλήσεις, αμφισβητώντας σύνορα και κυρίως στέλνοντας τελεσίγραφα για νέο κύκλο προσφυγικών κυμάτων. Η απόλυση με συνοπτικές διαδικασίες του έμπειρου ανταποκριτή του ΑΠΕ στην Τουρκία Άρη Αμπατζή, δείχνει νευρικότητα και φόβο απέναντι στον Σουλτάνο, ο οποίος επανήλθε με χειρότερες δηλώσεις από αυτές για τις οποίες απολύθηκε ο ανταποκριτής…

Η επικείμενη συμπλήρωση 2 χρόνων στην κυβέρνηση, ενδέχεται να συμπέσει με την εμφάνιση μεγάλων εμποδίων και προβλημάτων, που δεν απέχουν από τα χαρακτηριστικά μιας γενικευμένης πολιτικής κρίσης και αναταραχής στους κόλπους του κράτους και των ισχυρών οικονομικών ελίτ και ολιγαρχών. Το κύριο εξαγόμενο είναι ότι το πολιτικό σκηνικό δεν είναι σταθεροποιημένο, η διαπάλη και η διαμάχη ανάμεσα σε πτέρυγες και ομάδες ενισχύεται, η ρευστότητα και η αβεβαιότητα στις εξελίξεις στην Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή μας δυναμώνει. Οι κόμποι φτάνουν στο χτένι και δεν διαφαίνονται εύκολες λύσεις.

Είναι προφανής ο πειρασμός της κυβέρνησης Τσίπρα να δημιουργήσει τους όρους ώστε να μην αποτελέσει εφήμερο και περαστικό διαχειριστή, αλλά να βάλει βάσεις για μονιμότερη παρουσία στην εξουσία. Αυτός ο «πειρασμός» οδήγησε σε κόντρες και συμβιβασμούς με διάφορα τζάκια, προωθώντας κάποια νέα ή όχι και τόσο νέα (Μελισσανίδης, Μαρινάκης, Σαββίδης κ.λπ.). Ο σχεδιασμός αυτός συναντά πολλαπλά εμπόδια και σε τέτοιες καταστάσεις, δεν φτάνει ένας χειρισμός σαν αυτόν που έγινε με την εκκλησία (μια «παρεξήγηση που λύθηκε»). Κι αυτό γιατί τα μαχαίρια για τις τράπεζες, τη δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ, έχουν βγει από το θηκάρι. Έτσι, είναι φανερό ότι οι μέθοδοι με τις οποίες θα λύνονται οι λογαριασμοί, δεν θα είναι οι κανονικές αλλά τα κτυπήματα κάτω από τη ζώνη θα δώσουν και θα πάρουν.

 

Ο άλλος πόλος…

Βέβαια έχει την πλάκα του να βλέπεις όλο το πολιτικό προσωπικό της παλιάς διαπλοκής να σκίζει τα ιμάτιά του για τη δημοκρατία, τα δικαιώματα (των δικαστών) και τη νέα διαπλοκή. Αποφεύγουν να λένε ονόματα (έχουν πείρα), ρίχνουν μπηχτές, προχωρούν σε κάποιες αποκαλύψεις, ταμπουρώνονται αλλά ίσαμε εκεί. Δεν προκαλούν όμως πολιτικό ζήτημα, πέρα από αντιπολιτευτικές κορώνες. Το ζήτημα είναι απλό: Ας βγάλει όση βρώμικη δουλειά μπορεί ο Τσίπρας. Δεν βιάζονται οι της Ν.Δ., άσχετα με το τι λένε στα λόγια. Αργότερα θα έρθει η ώρα τους…

Οι «μεγάλοι», όμως, βλέπουν και κατανοούν ότι μια κατά βάση μονοκομματική κυβέρνηση δεν λειτουργεί σε εδικές συνθήκες, όπως αυτές που διαμορφώνονται. Θα προτιμούσαν -και θα σπρώξουν προς τα εκεί- μια «οικουμενική», «εθνική» κυβέρνηση.

 

Οι διαφυγές του Αλέξη Τσίπρα

Με αυτά τα δεδομένα, ο Τσίπρας υποχρεώνεται σε κινήσεις. Όχι, δεν έχει πρόβλημα με το κόμμα. Ποιο κόμμα άλλωστε; Το κόμμα στο οποίο κανένα πρωτοκλασάτο στέλεχος δεν θέλει να γίνει γραμματέας; Όπως διαρρέεται, ο Π. Ρήγας θα είναι πάλι γραμματέας, ενώ μάλλον στη γραμματεία (τουλάχιστον στην πρώτη συνεδρίασή και μόνο) θα μετέχουν σαν μέλη της οι Δραγασάκης, Φίλης, Σκουρλέτης, ως δείγμα της σημασίας που δίνεται στο όργανο αυτό (είπαμε, υπάρχει μπόλικο θέατρο).

Οι βασικές κινήσεις αφορούν τον ανασχηματισμό που διαδίδεται ότι θα είναι «σαρωτικός», καθώς και πιθανά ανοίγματα σε «κεντροαριστερούς» χώρους. «Στόχος μας είναι μια ευέλικτη, γρήγορη διακυβέρνηση της χώρας. Δεν είναι θέμα προσώπων. Έχουμε μπροστά μας ένα πιο σοβαρό θέμα, το Προσφυγικό, ως προτεραιότητα της ατζέντας μιας κυβέρνησης. Θα δοθεί βάρος στο υπουργείο Μετανάστευσης». Κάτι ξέρει η Γεροβασίλη με αυτές τις δηλώσεις.

Ο Τσίπρας θα περιμένει, ωστόσο, να δει πώς διαμορφώνεται το τοπίο μετά τη απόφαση ή το μπλοκάρισμα του ΣτΕ (ένας ακόμα να αρρωστήσει και το θέμα παραπέμπεται στο μέλλον) και θα συνυπολογίσει και τις εξελίξεις στα μέτωπα της δεύτερης αξιολόγησης. Θα μετρήσει σοβαρά τις πραγματικές δημοσκοπήσεις, θα υπολογίσει τα πιθανά σενάρια και το ζήτημα των πρόωρων εκλογών (με λίστα πάλι) ίσως είναι μια κάποια λύση. Τέλος, ίσως υποδεχθεί τον Μπαράκ Ομπάμα κατά τις αρχές με μέσα Νοεμβρίου.

 

 

Ομπάμα, ο μεγάλος έρωτας

Ο Α. Τσίπρας δεν κρύβει την αγάπη του προς τις ΗΠΑ και δεν έχει κάνει τίποτα που να έχει στεναχωρήσει αυτήν τη μεγάλη «σύμμαχο». Φαίνεται μάλιστα να έχει το Μαξίμου ιδιαίτερες σχέσεις με το ίδρυμα Κλίντον και να ελπίζει στις ΗΠΑ για τα ζητήματα του χρέους. Μια επίσκεψη του Ομπάμα θα χρησιμοποιηθεί επικοινωνιακά προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο απερχόμενος πρόεδρος, όμως, δεν θα βρεθεί στην Αθήνα (αν τελικά έρθει) μόνο για αυτό. Κυρίως θα έρθει για τα γεωπολιτικά – εθνικά ζητήματα και κυρίως για να πιέσει για «λύση» στο Κυπριακό.

 

http://www.e-dromos.gr/peismatarika-gegonota-anexelegktes-anti8eseis/

 

Tagged : /

Ομιλία στην εκδήλωση: Η αγωνία αυτού του τόπου για ζωή (15/10/2016)

Παρακολουθήστε την ομιλία του Ρούντι Ρινάλντι στην εκδήλωση με τίτλο : Η αγωνία αυτού του τόπου για ζωή  που πραγματοποίησε η εφημερίδα  Δρόμος της Αριστεράς το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016.

 

Tagged : / /

Η κοινωνία έχει ανάγκη ένα νέο πρότυπο – Άρθρο στο Δρόμο (φ.329 – 15/10/2016)

Ζητούμενο μια συγκροτητική πολιτική πρόταση

Η περιοχή της κοινωνικής συνείδησης είναι ένα σύνθετο πεδίο όπου συνυπάρχουν και αντιμάχονται, στοιχεία τόσο των κυρίαρχων ιδεολογικών σχημάτων, όσο και των υποτελών στρωμάτων και τάξεων. Αν ενδιαφερόμαστε για μια πολιτική, οικονομική και κοινωνική διέξοδο της χώρας, σημαίνει ότι πρέπει να ορίσουμε και τα στοιχεία της. Να προσδιορίσουμε δηλαδή και να διαμορφώσουμε αξιακά πρότυπα και αναφορές που θα τείνουν να συγκροτούν την κοινωνία σε κάτι διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει σήμερα. Σε ανταγωνιστική κατεύθυνση προς αυτό που επιβάλλει ο κυρίαρχος τρόπος ζωής και οι εξαναγκασμοί του σε όλες τις διαδικασίες εσωτερίκευσης των κυρίαρχων ιδεών και συμβόλων.

Για να εκφραστούμε σαφέστερα: Η κοινωνία δεν μπορεί να σταθεί όρθια με την εφαρμογή οικονομικών «συνταγών» μονάχα, ή με πολιτικές «από τα πάνω». Η κοινωνία έχει ανάγκη από ένα νέο πρότυπο το οποίο εμπεριέχει αξίες και στόχους που προάγουν το σύνολο, δίνουν νόημα στη ζωή κάθε πολίτη, κινητοποιούν βασικές δυνάμεις στην τροχιά αλλαγών και κατακτήσεων.

Ιδιαίτερα για τις υποτελείς τάξεις και στρώματα, για έναν λαό και μια κοινωνία, ένα από τα ισχυρότερα όπλα είναι η κοινωνική συνείδηση. Με άλλους όρους, ο ιδεολογικός ή και «ψυχοκινητικός» παράγοντας. Οικονομικά και πολιτικά μέτρα ξεκομμένα από το πλέγμα της κοινωνικής συνείδησης και του ρόλου του ιδεολογικού παράγοντα, δεν μπορούν να τελεσφορήσουν.

Αντίθετα, παρατηρώντας τον κόσμο του συστήματος, του μνημονιακού καθεστώτος, βλέπουμε ότι εφαρμόζουν οικονομικές και πολιτικές φόρμουλες, αλλά γνωρίζουν καλά ότι όρος για να εφαρμοστούν, είναι το τσάκισμα του φρονήματος της κοινωνίας. Τα δισεκατομμύρια που ξοδεύονται σε διανοούμενους, ΜΜΕ, ειδικά ινστιτούτα και ιδρύματα, για να στηριχθεί η άποψη ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική», δεν ξοδεύονται τυχαία. Αντιθέτως, τονίζουν τον αποφασιστικό ρόλο που έχει η υπονόμευση κάθε εναλλακτικής πρότασης. Η αποδιάρθρωση της κοινωνικής συνείδησης στηρίζεται, λοιπόν, σε μια εκτεταμένη βιομηχανία.

Με αυτήν την έννοια, ο τομέας της κοινωνικής συνείδησης, και αντίστοιχα της κοινωνικής διεξόδου, έχει πρωταρχική σημασία ιδιαίτερα σε περιόδους σαν αυτήν που διανύουμε, όπου είναι αναγκαία μια εκ βάθρων ανασυγκρότηση του λαϊκού παράγοντα.

 

Πώς να ορίσουμε την κοινωνική διέξοδο

Όσο και αν φαίνεται παράξενο, η εποχή μας δεν είναι μόνο εποχή μεγάλων πολιτικών αλλαγών και κρίσης, αλλά και εποχή αναζήτησης αξιών και αρετών. Κοινωνική διέξοδος, πρωταρχικά σημαίνει μια άλλη κοινωνική συνείδηση. Ένα νέο αξιολογικό πρότυπο, όπου η αλληλεγγύη, το δημόσιο συμφέρον, η κοινωνία, ο λαός, η χώρα να πάρουν άλλα περιεχόμενα από αυτά με τα οποία ο μεταπρατισμός και ο ραγιαδισμός ή ο κοσμοπολιτισμός έχουν εμποτίσει την ελληνική κοινωνία. Πρακτικά σημαίνει μεταστροφή της υπάρχουσας κοινωνικής συνείδησης σε αντιδιαστολή με τα στοιχεία ωφελιμισμού, ατομισμού, κυνισμού, πραγματισμού. Διαφορετικό ανθρώπινο πρόταγμα που στο κέντρο του θα βρίσκεται η ανθρώπινη χειραφέτηση.

Σε αυτή τη βάση οικοδομείται μια επανανοηματοδότηση του κόσμου και ανακαλύπτονται άλλες αξιακές προτεραιότητες. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσπάθειας πρέπει να είναι η ανάδειξη αρετών και στην πολιτική σφαίρα, μια νέα ηθική και ένας νέος ανθρωπισμός. Η ανάδειξη τέτοιων στοιχείων κοινωνικής συνείδησης γίνεται σε αντιπαράθεση και αντιδιαστολή με όσα εκφράζονται στην κεντρική πολιτική σφαίρα (συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς), δηλαδή με τις λογικές μηχανισμών και χειρισμών και την μεγάλης κλίμακας διαφθορά και διαπλοκή.

Δύο αναγκαίες παρατηρήσεις. Καταρχάς, κάθε αλλαγή σε επίπεδο συνείδησης δεν μπορεί να γίνει αποσπώντας το πεδίο αυτό από τον στενό πολιτικό και οικονομικό καθορισμό. Ταυτόχρονα, όμως, αν δεν ειδωθεί και η αυτονομία και ο ειδικός ρόλος του παράγοντα της συνείδησης δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν σημαντικές αλλαγές. Δεύτερον, είναι προφανές ότι δεν μιλάμε για μια «εισαγωγή συνείδησης» με όρους εξωτερικής «πρωτοπορίας», αλλά παραμένει σύνθετος ο ρόλος και η σύνδεση της κοινωνίας και των επιμέρους υποκειμένων στην διαδικασία αυτή. Με την έννοια αυτή, ανταγωνιστικά στοιχεία σαφώς εκδηλώθηκαν σε σημαντικές στιγμές αυτών των χρόνων, αλλά και σε πιο «μοριακές» διεργασίες.

Τα θέματα που πρέπει να προσεγγιστούν είναι πολλά. Από την πληθώρα, οφείλουμε να ξεχωρίσουμε τα βασικά και καθοριστικά κάθε στιγμής και συγκυρίας και να ξεκινήσουμε από αυτά.

 

Δύο καθοριστικά μέτωπα και ένα μεγάλο ζητούμενο

Πρώτο θέμα. Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι οικονομικό, παρόλο που όλοι σχεδόν επικεντρώνονται στην οικονομική πλευρά του σύγχρονου αδιέξοδου. Είναι και οικονομικό αλλά, κυρίως, καθολικό. Είναι πρόβλημα υπόστασης συνολικά της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι είναι και πολιτικό, και πολιτιστικό και γεωπολιτικό, και παραγωγικό, και πολιτειακό, και παιδείας, και κοινωνικό, και εθνικό και δημογραφικό και πολλά ακόμα.

Ένα καθολικό πρόβλημα για να λυθεί απαιτεί καθολική λύση. Λύση  που συνυπολογίζει όλες τις σφαίρες και παραμέτρους. Μια καθολική απάντηση στο σύγχρονο νεοελληνικό πρόβλημα (εθνικό και κοινωνικό ζήτημα) μια σφαιρική, θα λέγαμε «ολιστική», αντίληψη του προβλήματος. Στα 6 μνημονικά χρόνια που διανύθηκαν, βρίθουν οι «μονοκαλλιέργειες» κυρίως γύρω από το οικονομικό πεδίο, αγνοώντας τους γενικότερους όρους μιας διεξόδου.

Άρα, σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης και ιδιαίτερα για τις βάσεις ενός πολιτικού κινήματος διεξόδου, είναι απολύτως απαραίτητη η κατανόηση της ταυτόχρονης και συνεξελικτικής προώθησης καθηκόντων και στόχων σε όλες τις κρίσιμες σφαίρες της υπόστασης χώρας και κοινωνίας. Πολιτειακό, πραγματική δημοκρατία, πολιτικό σύστημα, παραγωγική ανασυγκρότηση, ευρύτερος γεωπολιτικός παράγοντας, πολιτισμός, παιδεία, κοινωνική συνείδηση κ.λ.π.

Το ότι η κρίση είναι καθολική και πρέπει να αντιμετωπιστεί συνολικά, δεν σημαίνει βεβαίως ότι δεν υπάρχει η ανάγκη επιμέρους απαντήσεων. Απλούστατα, γιατί ως πολλά επιμέρους βιώνουν οι άνθρωποι το σύνολο. Είναι, όμως, αναγκαία μια διαδικασία συνειδητοποίησης ότι οι επιμέρους απαντήσεις πρέπει να συνδέονται σε μια συνολική εναλλακτική πρόταση.

Δεύτερο θέμα. Η άρχουσα τάξη, αδιαφορώντας για τα αδιέξοδα και τις συντελούμενες καταστροφές, προκρίνει τον εθισμό της κοινωνίας στην υπάρχουσα κατάσταση και στο δόγμα «Δεν υπάρχει εναλλακτική». Το τσάκισμα του φρονήματος και ιδιαίτερα η επιβαλλόμενη προσαρμοστικότητα στο μνημονιακό καθεστώς, οδηγούν σε γενικευμένα αισθήματα ανημπόριας, αδυναμίας. Το «όλοι μαζί θα βουλιάξουμε» ακούγεται συχνά, ενώ το «όλοι μαζί θα σωθούμε» τείνει να εκλείψει. Η αίσθηση ότι όλα θα χειροτερεύσουν, ότι δεν υπάρχει μέλλον καλύτερο είναι διαλυτική και παραλυτική. Το πνεύμα της αντίστασης δεν πρέπει να νικηθεί, να συντριβεί. Ο στόχος τους είναι ακριβώς το φρόνημα, το μυαλό, η ελπίδα.

 

Το μεγάλο ζητούμενο

Σε ολόκληρη τη χώρα, σε κάθε πτυχή της κοινωνίας, υπάρχουν άνθρωποι και συλλογικότητες, σκόρπιες κι ασύνδετες, που βίωσαν με διαφορετικό τρόπο και ένταση όσα έγιναν τα τελευταία χρόνια. Είναι ετερογενείς όσο αφορά τις δραστηριότητες τους, αρκετά ξεκομμένες και με στοιχεία υποκειμενισμού και ιδιαιτερότητας. Παρ’ όλα αυτά, είναι ζωντανές, παρούσες και αγωνιώσες δυνάμεις, εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Ποια πολιτική πρόταση θα μπορούσε να συγκροτήσει σε κίνημα, υποκείμενο, κίνηση, όλο αυτό το δυναμικό; Ποια πολιτική πρόταση θα μπορούσε να συγκινήσει, να δημιουργήσει δεσμούς, συντονισμό, υπαρκτό κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα;

Αυτό το μεγάλο ζητούμενο πολιτικής και υποστασιοποίησης ενός διάχυτου δυναμικού που είχε κοινούς αγώνες και στάση σε μεγάλες στιγμές, αλλά τώρα πραγματοποιεί μια «παράκαμψη» από την κεντρική πολιτική, είναι η μεγάλη πρόκληση. Το να πασχίσει κάποιος να απαντήσει στο μεγάλο αιτούμενο, σημαίνει αναγνώριση της σημασίας του ζητήματος και των προαπαιτούμενων που έχει. Γι’ αυτό και αποτελεί πτυχή των υποκειμενοποιητικών διαδικασιών στο επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης.

http://www.e-dromos.gr/h-koinwnia-exei-anagh-ena-neo-protypo/

Tagged : /

Μύθος ή πραγματικότητα ο τουρκικός επεκτατισμός; – Άρθρο στο Δρόμο (φ.328- 8/10/2016)

Οι δηλώσεις Ερντογάν αμφισβητούν ευθέως την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας

Στην πολιτική είναι απαραίτητη η σαφήνεια. Η θύελλα που ξεσήκωσε ο Ερντογάν –αλλά και ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος της Τουρκίας– για το ζήτημα της συμφωνίας της Λωζάννης και των νησιών του Αιγαίου, δεν αφήνει περιθώρια για περιστροφές.

Η επίσημη αμφισβήτηση της συμφωνίας μάς εισάγει σε μια νέα φάση, όπου ο τουρκικός επεκτατισμός εμφανίζεται πια να προχωρά με πιο θαρραλέα κι επιθετικά βήματα. Αναγκαία διευκρίνηση: Η οπτική του άρθρου είναι ότι υπάρχει τουρκικός επεκτατισμός, ότι είναι διαχρονικός και οργανικό στοιχείο του τουρκικού κράτους, είτε στην Κεμαλική μορφή είτε στην νεο-οθωμανική, και ότι αυτός αποτελεί πηγήαναστατώσεων και κινδύνων για όλες τις όμορες χώρες της Τουρκίας.

Ο Ερντογάν, με την αμφισβήτηση της Λωζάννης, προχωρά σε μια κλιμάκωση των μεγαλοκρατικών, επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας και θέτει τις βάσεις της στρατηγικής που θα ακολουθήσει στην επικείμενη αναδιαμόρφωση ολόκληρης της περιοχής (Συρία, Ιράκ αλλά και Αιγαίο, Κύπρος).

Όσοι νομίζουν ότι αυτές οι κινήσεις γίνονται για «εσωτερική κατανάλωση» κάνουν λάθος. Πρέπει να κατανοηθεί ότι το καθεστώς Ερντογάν και γενικότερα η τουρκική εξωτερική πολιτική δεν καθορίζονται τόσο από γκάλοπ και ποσοστά στις εκλογές, αλλά από βαθύτερες και ουσιαστικότερες βλέψεις. Γιατί δεν μπορεί να ξεχνιέται ή να θεωρείται «λεπτομέρεια» ότι η Τουρκία αναδεικνύεται σε περιφερειακή δύναμη πολεμώντας (στην κυριολεξία). Και μάλιστα σε πολλά μέτωπα, μέσα από σκληρές συγκρούσεις στο εσωτερικό και επαναδιευθετήσεις με τους μεγάλους του σύγχρονου κόσμου.

Επομένως, και για να το θέσουμε πιο απλά: υπάρχει απειλή προς την Ελλάδα ή αυτό είναι μια υπερβολή; Κι εδώ, οι απαντήσεις δεν μπορεί να είναι διφορούμενες, αντιφατικές και μεσοβέζικες. Όταν ολόκληρη η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, ερντογανική και κεμαλική αμφισβητεί την κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο και τα ελληνικά νησιά, όταν αυτή η αμφισβήτηση προχωρά και με έμπρακτο τρόπο από την στρατιωτική μηχανή της Άγκυρας –ενταγμένη σε όλα τα στρατιωτικά δόγματα και σχεδιασμούς- είναι τεράστια αφέλεια να νομίζει κανείς ότι αυτά γίνονται απλά για εσωτερική κατανάλωση και για το «θεαθήναι».

Η αντιπαράθεση του Ερντογάν με τους κεμαλικούς, ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, έχει γύρει υπέρ του πρώτου. Η αμφισβήτηση της συμφωνίας της Λωζάννης έρχεται να επικυρώσει αυτήν την πρωτοκαθεδρία, με πανηγυρικό τρόπο. Κυρίως όμως προωθείται για να εξασφαλίσει για την Τουρκία προνομιακούς όρους και ανταλλάγματα σε όσες αλλαγές μπορούν να προβλεφθούν στα πεδία του πραγματικού πολέμου (Συρία και Ιράκ) και όλων των διευθετήσεων που ακολουθούν. Ο Ερντογάν, ξηλώνοντας πιο αποφασιστικά μετά το πραξικόπημα τον κεμαλικό και φιλοαμερικανικό μηχανισμό, κινείται έτσι ώστε να αποτρέψει την δημιουργία κουρδικού κράτους νοτιοανατολικά, εξασφαλίζει την ανοχή να δημιουργήσει μια λωρίδα εντός συριακού εδάφους, εγκαταλείπει τον ISIS, ενώ είναι σε θέση να εκβιάζει την Ευρώπη και την Γερμανία με το όπλο των προσφύγων και την τουρκική παρουσία ιδιαίτερα στην Γερμανία (απαιτεί το καθεστώς βίζας). Ξέρει ότι η εσωτερική αγορά της Τουρκίας ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους Γερμανούς. Στην βάση αυτή έχει κατορθώσει να εξασφαλίσει την ευμενή ουδετερότητα (διάβαζε το «πράσινο φως») για διεκδικήσεις σε Αιγαίο, Κύπρο κ.λπ.

Κι επειδή το τουρκικό επιτελείο δεν είναι της πλάκας, γνωρίζει πολύ καλά την πραγματική κατάσταση της Ελλάδας. Η αδυναμία που έχει εντός των μνημονιακών πλαισίων (για να το πούμε κομψά) επιτρέπει στην Τουρκία να εκβιάζει και προς την δικιά μας πλευρά: «Η τήρηση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας εξαρτάται και από τις καλές σχέσεις που θα έχει η Τουρκία με την Ελλάδα».

Το καθεστώς Ερντογάν έχει μια μεγάλη εσωτερική στήριξη, δεν κινδυνεύει από κάποια αντιπολίτευση, δεν νοιώθει πίεση από καμία αριστερή δύναμη κι επομένως έχει περιθώρια για κινήσεις και πρωτοβουλίες στο γεωπολιτικό πεδίο.

Ο μόνος πραγματικός αντίπαλος του τούρκικου επεκτατισμού είναι το εθνικό κίνημα των Κούρδων. Ένας προοδευτικός παράγοντας που έχει δυναμώσει -κοινωνικά και πολιτικά- και που μπορεί να αποστα- θεροποιήσει το τουρκικό καθεστώς ή να εμποδίσει σχεδιασμούς και επεκτατικές βλέψεις. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι ο αμερικάνικος παράγοντας θα παίξει και το κουρδικό χαρτί αλλά ταυτόχρονα εκτιμά ότι μια γενικευμένη αναστάτωση της Τουρκίας είναι μια εξέλιξη που για πολλούς λόγους απεύχεται η αμερικάνικη εξωτερική πολιτική.

 

Υπάρχει απειλή και είναι σημαντική

Ο τούρκικος επεκτατισμός αμφισβητεί έμπρακτα και διαρκώς τα σύνορα που υπάρχουν. Η επίθεση του Ερντογάν προς την συμφωνία της Λωζάννης είναι η πλέον ηχηρή απόδειξη. Θέτει ζήτημα εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας, διεκδικεί ελληνικά νησιά και θεωρεί πως το Αιγαίο πρέπει να διχοτομηθεί στον 25ο μεσημβρινό (σε αυτό συμπίπτει πλήρως με τον αμερικάνικο παράγοντα). Από το 1975 έχει διακηρύξει το casus belli (αιτία πολέμου) στην περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το κυριαρχικό της δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, όπως ορίζει το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο.

Το τόξο Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος αποτελεί τον ζωτικό χώρο ενεργοποίησης των επεκτατικών σχεδιασμών της Άγκυρας. Και τώρα, το 2016, καταγγέλλεται το status που είχε εγκαθιδρυθεί με την συμφωνία της Λωζάννης. Αυτό σημαίνει ζήτημα συνόρων, ανοικτά και παστρικά. Στα δυο τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλά.

Ο χάρτης της Συρίας και ο πόλεμος στην περιοχή έχουν τροποποιήσει πολλά δεδομένα. Η Ρωσία έχει αναμιχθεί πιο ενεργά στην περιοχή, στην Τουρκία έγιναν πολλές αλλαγές, το κουρδικό έχει δυναμώσει, το προσφυγικό μετατρέπεται σε γεωπολιτικό όπλο.

Παράλληλα, το Αιγαίο γκριζάρεται, ανακηρύσσεται «νατοϊκή θάλασσα», ενώ στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου καταλύεται η ελληνική κυριαρχία. Στην Κύπρο το Μπαρμπαρός προχώρησε σε πολλαπλές προκλήσεις, για να μην θυμίσουμε τα διάφορα σχέδια του τουρκικού επιτελείου για τη δημιουργία σοβαρών επεισοδίων, συνοριακών και άλλων (σχέδια «Βαριοπούλα» κ.λπ.). Μάλιστα, η κεμαλική πτέρυγα, λαβωμένη τώρα αρκετά, κατηγορεί τον Ερντογάν ότι παραχώρησε 14 νησιά στην Ελλάδα… Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: Η Ελλάδα δεν απειλείται μόνο από τον δυτικό ιμπεριαλιστικό παράγοντα (ΗΠΑ, ΕΕ, Γερμανία, ΔΝΤ, ΕΚΤ, μνημόνια, ΝΑΤΟ κ.λπ.).

Απειλείται και από ανατολάς, από τον τούρκικο επεκτατισμό. Επίδικο είναι η εθνική κυριαρχία έως και ο διαμελισμός της χώρας, η απόσπαση δημόσιου πλούτου, νησιών, περιοχών, η αλλαγή του χάρτη και του ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή. Κοινωνικά, οικονομικά, δημογραφικά, εδαφικά, εθνικά, πολιτικά έχουμε «λιγότερη Ελλάδα». Αυτή η συρρίκνωση δεν έχει καθόλου προοδευτικό χαρακτήρα.

Και ούτε μπορεί κανείς να αδιαφορεί για αυτήν, με το σαθρό επιχείρημα ότι πρόκειται για «σύγκρουση δύο αστισμών», του τούρκικου και του ελληνικού.

Η συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας μέσα από σύγχρονους και κλασσικούς μηχανισμούς, συνοδεύεται πάντα από μια συρρίκνωση της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, της ευημερίας, των παραγωγικών δυνατοτήτων, σκοπεύει και καταλήγει στον εξανδραποδισμό του λαού.

 

Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας

Ο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας επιτυγχάνεται με την μνημονιακή πολιτική που επιβάλλουν ευρωκράτες και ευρωατλαντιστές (συμβολικά το Χίλτον έχει περισσότερη δικαιοδοσία από την Βουλή) και εντείνεται από τις απειλές και τις πιέσεις του ανατολικού γείτονα. Τόσο οι δυτικοί ιμπεριαλιστές όσο και οι τούρκοι επεκτατιστές ενδιαφέρονται να υπερασπίσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα, να βάλουν στο χέρι πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις της χώρας, διαλύοντας ή συρρικνώνοντας την.

Έτσι, για όποιον ενδιαφέρεται για την πολιτική, οικονομική, κοινωνική σωτηρία και διέξοδο της χώρας, γίνεται αμέσως αντιληπτό πως η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας αποτελεί κεντρικό στόχο και βασική προϋπόθεση. Τόσο απέναντι στον οδοστρωτήρα του δυτικού χρηματιστικού κεφαλαίου όσο και απέναντι στις επιβουλές των «κακών γειτόνων».

Η πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία χωρών και λαών απέναντι στους σύγχρονους δυνάστες σημαίνει τη δυνατότητα και τον αγώνα για εθνική κυριαρχία. Χωρίς το στοιχείο αυτό οποιαδήποτε συζήτηση για λαϊκή κυριαρχία και για πραγματική δημοκρατία καταντά χωρίς νόημα.

Η συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας μιας χώρας, όπως στην δική μας περίπτωση, είτε γίνεται με οικονομικό στραγγαλισμό και εγκαθίδρυση νεοαποικιακών θεσμών (τρόικα, Χίλτον, Υπερταμείο κ.λπ.) είτε γίνεται με απειλή πολέμου, γκριζάρισμα περιοχών, στρατιωτικές κατοχές και αμφισβήτηση συνόρων, δεν αποτελεί θετικό παράγοντα, ούτε επιτρέπεται η αδιαφορία απέναντί της. Αντίθετα, η σύνδεση του κοινωνικού περιεχομένου του αγώνα για διέξοδο με την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, οδηγεί σε μια προοδευτική κατεύθυνση και αλλαγή των εσωτερικών συσχετισμών προς όφελος του εργαζόμενου λαού και της χώρας.

 

Πώς αντιμετωπίζεται η απειλή;

Κατ’ αρχάς –πρώτιστο!- είναι το να αναγνωριστεί η απειλή. Αν υπάρχει και κανείς δεν την βλέπει, δεν θέλει να την βλέπει ή αδιαφορεί για αυτήν, τότε είναι αδύνατη η οποιαδήποτε αντιμετώπισή της.

Δεύτερον, η απειλή δεν αντιμετωπίζεται με «πολιτική φιλίας» και εξωραϊσμού. Αυτή είναι η φόρμουλα της ελληνικής αστικής τάξης.

Τρίτον, χρειάζεται πολιτική προετοιμασία και σωστός προσανατολισμός του λαού. Προσανατολισμός που θα διακρίνει το στοιχείο της απειλής και θα το τοποθετεί στους στόχους και το γενικότερο πλαίσιο ενός αγώνα για την διέξοδο της χώρας.

Τέταρτον, απαιτείται μια ενεργητική πολιτική στάση. Δεν αρκεί να λες «να μια απειλή». Η πολιτική της Τουρκίας πρέπει να καταγγελθεί ως επικίνδυνη και τυχοδιωκτική, εμπρηστική και απειλητική προς τους γείτονες. Αυτό πρέπει να συνοδευτεί από την καταγγελία και το πάγωμα όλων των διεργασιών σε διεθνή φόρα: ενταξιακές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο Ε.Ε, μυστικές συνομιλίες ανάμεσα σε επιτροπές των δύο χωρών κ.λπ.

Πέμπτο, σύνδεση της πάλης απέναντι στην δυτική απειλή με την απειλή και το στάτους που θέλει να επιβάλει η Τουρκία στο τόξο Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος. Συστηματική αποκάλυψη της νεο-οθωμανικής πολιτικής του Ερντογάν.

Έκτο, υποστήριξη στον αγώνα του κουρδικού λαού, του πραγματικού φίλου των προοδευτικών δυνάμεων στην περιοχή.

Έβδομο, καταγγελία του αντιπραξικοπήματος που έχει επιβάλει ο Ερντογάν και των συστηματικών διώξεων απέναντι σε κόμματα, δημοκρατικές ελευθερίες, εθνότητες.

Όγδοο, ανάκτηση της πλήρους κυριαρχίας στο Αιγαίο. Δεν είναι «νατοϊκή θάλασσα», ούτε χωρίζεται στον 25ο μεσημβρινό. Να σταματήσει το παραμύθι περί «κλειστής θάλασσας» και το γκριζάρισμα νησιών και περιοχών με πρόσχημα το προσφυγικό πρόβλημα.

Αυτά είναι ορισμένα από τα σοβαρά ζητήματα κυριαρχίας που δεν μπορούν παρά να καθορίσουν το περιεχόμενο και την κατεύθυνση ενός αγώνα.

 

Μια χρήσιμη, ιστορική παρένθεση

Το 1940 η Ελλάδα ήταν μια εξαρτημένη χώρα, στην οποία κυριαρχούσε κυρίως ο αγγλικός παράγοντας, ενώ ο γερμανικός είχε διεισδύσει αρκετά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα Βαλκάνια. Ο ιταλικός φασισμός επιτέθηκε στην Ελλάδα τον Οκτώβρη του 1940 και τότε εκφράστηκε η παλλαϊκή – πανεθνική αντίδραση του «Όχι». Ένα ολόκληρο έθνος και ένας λαός είπαν το «ΟΧΙ» και πολέμησαν ενάντια στον εισβολέα. Τον Απρίλη του 1941 οι ναζιστικές ορδές κάμπτουν την ελληνική αντίσταση και εισβάλλουν στην Ελλάδα, γεγονός που καθυστερεί σημαντικά την επίθεση τους ενάντια στην ΕΣΣΔ. Έκτοτε εγκαθιδρύεται η κατοχή που θα διαρκέσει έως το 1944. Όχι «σκέτη» κατοχή, αλλά τριπλή: γερμανική, ιταλική και βουλγαρική.

Η εθνική κυριαρχία της Ελλάδας καταλύεται και διαμοιράζεται. Η αστική τάξη την κοπάνησε προς Κάιρο μεριά υπό την προστασία των άγγλων «φίλων». (Και σήμερα η μεγαλοαστική τάξη της Ελλάδας την έχει κοπανήσει, προσυπογράφοντας τα μνημόνια, εξάγοντας τις καταθέσεις στην Ελβετία και στους φορολογικούς παραδείσους, αντιγράφοντας τις πρακτικές των γερμανοτσολιάδων συνεργατών).

Η Τουρκία δεν ενεπλάκη ενεργά στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά ήταν σύμμαχη δύναμη προς την Γερμανία. Οι γερμανοτουρκικές σχέσεις έχουν μια μακρά ιστορία…

Για όποιον δεν βλέπει στα παραπάνω καμιά αναλογία, παρά μόνο ότι χρειάζεται ένα μέτωπο, ή ακόμα χειρότερα ότι χρειάζεται ενότητα για να μπούμε στην Βουλή, θα υπενθυμίσουμε ότι το ΕΑΜ αγωνίστηκε ενάντια στην τριπλή κατοχή και υπερασπίστηκε την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας από την τότε Νέα Τάξη Πραγμάτων…

Σήμερα, ο αγώνας για την ειρήνη και για σχέσεις καλής γειτονίας δεν μπορεί να στηρίζεται στο «σφάξε με αγά μου να αγιάσω», ούτε στο καραγκιοζικό «βάρα με, βάρα με πολύ να ιδρώσεις, να κρυώσεις, να αρρωστήσεις, να πεθάνεις, να απαλλαγώ από σένα».

http://www.e-dromos.gr/my8os-h-pragmatikothta-o-tourkokos-epektatismos/

Tagged : /

«Στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή…» – Άρθρο στο Δρόμο (φ.327 – 1/10/2016)

«Στον αγώνα του συντρόφου, στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή…

…να φωτίσω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό» / Η Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ

 

Το τραγούδι του Σαββόπουλου μπορεί να γράφτηκε το 1975 αλλά με μια έννοια ένα βαθιά υπαρξιακό ζήτημα μας ταλαιπωρεί και σήμερα. Ως κοινωνία, αλλά και ευρύτερα ως τόπο και ως χώρα. Υπάρχει μια αγωνία, κάποιοι τη νιώθουν, την εκφράζουν, προσπαθούν να βρουν μια διέξοδο από αυτήν. Ενίοτε αποκομμένοι και μόνοι, συχνά μαζί με άλλους. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πια μονάχα «αιτίες που μας αφήνουνε μισούς» αλλά αιτίες που μας αφανίζουν, μας διαλύουν, μας στερούν κάθε μέλλον.

Ο «αγώνας του συντρόφου» σε γενικές γραμμές δεν επαληθεύτηκε. Από τότε που γράφτηκε το τραγούδι η Αριστερά γνώρισε πολλές χρεοκοπίες. Και σήμερα, σε όλες τις εκδοχές της, βρίσκεται μπροστά σε μια ακόμα χρεοκοπία, επώδυνη και με πολλαπλά κόστη. Το χειρότερο είναι πως μετατρέπεται σε συστημική δύναμη, λατρεύει το κράτος και την εξουσία. Κλεισμένη στο καβούκι των στερεοτύπων, αγκαλιάζει τον ωφελιμισμό και με έναν ιδιότυπο καταγγελτικό δογματισμό ονειρεύεται την είσοδό της στην Βουλή. Η «αγωνία αυτού του τόπου για ζωή» μοιάζει σαν να μην ταράζει, να μη συγκινεί, να μη χρωματίζει ιδιαίτερα την πολιτική Αριστερά και τη φυσιογνωμία της.

Η αγωνία αυτού του τόπου για ζωή εκφράζεται πολλαπλά και με πλάγιους δρόμους. Ίσως και με μια παράκαμψη από την κεντρική πολιτική διαδικασία και μέσα από μια πολλαπλότητα συλλογικών και ατομικών δραστηριοτήτων. Το γόνιμο και ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι αυτές εμφορούνται από μια κατάφαση απέναντι στη ζωή και από μια ενεργητική στάση που δεν αποδέχεται μοιρολατρικά το κακό που μας βρήκε. Αντιθέτως, αναζητά, εμβαθύνει, προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε επιβιωτικά, ανθρωπολογικά, συνειδησιακά, πολιτιστικά ζητήματα, προσπαθεί μέσα από τον αγώνα για την επιβίωση να μην απο-ανθρωποποιηθεί, να μην αλλοτριωθεί κι άλλο.

Το δυναμικό αυτό δεν ορίζεται κυρίως από τη σχέση του με τους πολιτικοποιημένους οργανωμένους χώρους, αλλά δεν είναι αδιάφορο για όσα γίνονται. Είναι απόμακρο από την κυρίαρχη εκδοχή της πολιτικής (κόμμα, κράτος, εκλογές, Βουλή κ.λπ.) νοιάζεται  όμως και ξέρει ότι κυβερνά το Χίλτον, ότι το «Υπερταμείο» σημαίνει γενικό ξεπούλημα ή ότι ο Τσίπρας είναι μέγιστος ψεύτης. Ορίζεται περισσότερο κοινωνικά και μέσω μιας δραστηριοποίησης στον τοπικό, παραγωγικό, πολιτιστικό τομέα, μέσα από κινήσεις και συλλογικότητες που έχουν κάτι να του πουν και που δίνουν πραγματικό χώρο για έκφραση και συμμετοχή. Σχεδόν σε κάθε περιοχή, σε κάθε πόλη, στην ύπαιθρο και τα νησιά, είναι πρωτίστως αυτές οι δραστηριότητες που αναδεικνύουν την αγωνία του τόπου για ζωή.

Αυτή η πολλαπλότητα δραστηριοτήτων αφορά πολλές χιλιάδες ενεργών πολιτών και ανθρώπων, προβληματισμένων για την πορεία της χώρας που φυσικά δεν ικανοποιούνται από όσα τους προσφέρει η στείρα πολιτική σφαίρα.

Αυτές οι δυνάμεις συγκροτούν ένα ιδιότυπο «εμείς». Ακηδεμόνευτο από την πολιτική διαδικασία και εν πολλοίς ρευστό, αφού δεν έχει βρει αρμούς, συγκολλητικές προτάσεις και εναλλακτική που θα μπορούσε να το συγκροτήσει σε ένα ενιαίο ρεύμα-κίνημα πολιτικής διεξόδου. Είναι, όμως, μια σημαντική και υπαρκτή κοινωνική βάση, ένας χώρος κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Αλλά και μια μεγάλη δεξαμενή ενός λανθάνοντος πολιτικού ριζοσπαστισμού που μπορεί να ξεπεταχτεί πάλι. Όπως τα χρόνια του 2010-2012, αλλά κουβαλώντας επιπλέον και την εμπειρία του δίχρονου 2014-2016.

Αυτό το δυναμικό αποτελεί στην ουσία τις ζωντανές δυνάμεις του τόπου που στέκονται συλλογικά απέναντι στη μνημονιακή ανθρωποφαγία και τους «μικρούς εμφύλιους» που αναπαράγει. Δυναμικό που έχει διαφορετική οπτική και αγωνία για την πορεία της χώρας. Ζωντανό γιατί δεν αμύνεται απλά (όσο κι αν αυτό έχει σημασία) αλλά σκέφτεται και λύσεις.

Γιατί όλα αυτά; Γιατί όποιος λογαριάζει να συμβάλει σε ένα νέο κίνημα-ξεκίνημα, σε ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου της χώρας δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί για το ποιες είναι οι δυνάμεις που μπορούν να συσπειρωθούν και να το συναποτελέσουν στα πρώτα του βήματα. Και ακόμα παραπέρα, οφείλουμε να σκεφτούμε και να δοκιμάσουμε μορφές για την έκφρασή τους, τέτοιες που να διατηρούν στοιχεία συμμετοχής και δημοκρατίας, πολλαπλότητας και ταυτότητας.

 

http://www.e-dromos.gr/stin-agonia-autou-tou-topou-gia-zoi/

Tagged : /

“Μπορούμε να ελπίζουμε” | Η Μ. Αναγνωστίδου στην παρουσίαση του βιβλίου του Ρ. Ρινάλντι στη Θεσσαλονίκη (29/9/2016)

Πραγματοποιήθηκε την περασμένη βδομάδα (29/9/2016) η εκδήλωση για τη παρουσίαση του βιβλίου  « Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε…» του Ρ. Ρινάλντι (εκδόσεις Α/συνέχεια),  την οποία διοργάνωσε η εφημερίδα «Δρόμος».

Η εκδήλωση ξεκίνησε με τη δημοσιογράφο  Μαρία Αναγνωστίδου (tv 100), η οποία έκανε μια συνοπτική παρουσίαση του βιβλίου από την πλευρά του αναγνώστη και ακολούθησαν  ο Ανδρέας Καρίτζης συγγραφέας του προλόγου και ο Ρούντι Ρινάλντι, συγγραφέας του βιβλίου.

Αν και όπως είναι φυσικό, από τον τίτλο και μόνο του βιβλίου, η κουβέντα είχε ματιές στο πρόσφατο παρελθόν της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ,  οι τοποθετήσεις των ομιλητών δεν περιορίστηκαν εκεί εστιάζοντας στο τι έλειψε αλλά κυρίως  στο τι λείπει από τον αγώνα του λαού μας για τη διέξοδο, ανοίγοντας έτσι μια κουβέντα δύσκολη αλλά αναγκαία για τα επόμενα βήματα.

Τέλος χαιρετισμό απεύθυνε  ο Γιώργος Αρχοντόπουλος, πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων της ΕΥΑΘ και μέλος του SOSTE το ΝΕΡΟ, καταγγέλλοντας το ξεπούλημα που ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Τρίτη.

Ακολουθεί  ένας σχολιασμός  από την Μαρία Αναγνωστίδου όπως αναρτήθηκε στην προσωπική της σελίδα στο facebook και η ομιλίας της στην εκδήλωση.

Θέλω να ευχαριστήσω δημόσια τον Ρούντι Ρινάλντι του οποίου το βιβλίο “Ασχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε” παρουσιάστηκε χθες στη Θεσσαλονίκη . Συναντήθηκα τηλεοπτικά με τον Ρούντι Ρινάλντι δυο φορές . Υπήρξε μέλος της πολιτικής γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ απο την οποία και αποχώρησε όταν υπογράφηκε το τρίτο μνημόνιο. Πρόκειται για έναν έντιμο,έξυπνο πολιτικό που ανησυχεί πραγματικά για την τύχη της χώρας και αναζητεί μια πολιτική διέξοδο από την συνολική κρίση που περνάει η Ελλάδα . Είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο που καταγράφει μια ιστορική αλήθεια που αφορά στη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και καταθέτει μια ανοικτή πρόταση -λύση για το μέλλον . Στην ομιλία μου επιχείρησα να τονίσω τα κύρια σημεία της συλλογιστικής του βιβλίου . Τον ευχαριστώ δημόσια για την πρόσκληση !

 

Ομιλία

Αρχικά ας εστιάσουμε την προσοχή μας στο φαινόμενο της μετάλλαξης. Ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα συναντά την ανταπόκριση του αυθόρμητου λαϊκού κινήματος στην αντίθεση προς την πολιτική των μνημονίων. Αποτέλεσμα; Η εκλογική άνοδος και η ανάληψη της εξουσίας τον Ιανουάριο του 2015. Η πορεία αυτού του κόμματος όμως από την κυβερνητική θέση επιφυλάσσει σε όλους μας μια εξαιρετικά οδυνηρή έκπληξη, αυτήν που ο Ρούντι Ρινάλντι ονομάζει μετάλλαξη.

Σε τι συνίσταται όμως αυτό το φαινόμενο; Το χαρακτηρίζει μια κεντρική αντίθεση. Εκείνη ανάμεσα στην επαναστατική ρητορική των υποσχέσεων που δελεάζουν τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού και στην βαθμιαία προσχεδιασμένη ολοκληρωτική στροφή του κόμματος προς μια οδυνηρότερη επιλογή της πολιτικής των μνημονίων.

Το ενδιαφέρον παράδοξο συνίσταται στο ότι το κύριο σώμα των ψηφοφόρων που ενίσχυσαν τον ΣΥΡΙΖΑ οδηγώντας τον στην ανάληψη της εξουσίας, συνέχισαν και συνεχίζουν να τον ακολουθούν παρά τη δραματική του μεταστροφή.

Μήπως αυτό σημαίνει και ένα διχασμό μέσα στον ίδιο τον πολίτη; Φάνηκε το εξής φαινομενικά ανακόλουθο: Από τη μια πλευρά η συντριπτική πλειοψηφία του λαού αποδοκιμάζει μέσω του δημοψηφίσματος τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και από την άλλη πλευρά ένα μεγάλο μέρος των πολιτών οδηγεί ξανά τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, μολονότι το κόμμα αυτό είναι πια ένα μνημονικό κόμμα που έχει διαψεύσει κατηγορηματικά την αριστερή του καταγωγή.

Όπως επισημαίνει εύστοχα ο Ρούντι Ρινάλντι από την ημέρα της δεύτερης ανάληψης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα επικρατεί μέσα στην ελληνική κοινωνία ένας θυμός που βαθμιαία αυξάνει δεν εκδηλώνεται με σαφή και ανάγλυφο τρόπο αλλά οδηγείται αναπόφευκτα προς την έκρηξη μιας οργής.

Από αυτή τη διαπίστωση ξεκινά ο συγγραφέας για να μας οδηγήσει στη διατύπωση της κεντρικής του πρότασης. Έχει αρχίσει να αναπτύσσεται ένα ευρύ δημοκρατικό κίνημα πέρα από την παραδοσιακή στάση και ρητορική της Αριστεράς το οποίο, μολονότι δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλώσει τη θέληση του, είναι η μόνη αυθεντική διέξοδος για το πρόβλημα της Ελλάδας. Το ζήτημα είναι αφενός ποια θα είναι η συμπεριφορά των μελών αυτού του κινήματος σε μια ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση και αφετέρου με ποιο τρόπο η εξέλιξή του θα δώσει σάρκα και οστά στη διέξοδο που όλοι αναζητούμε. Αυτό το διπλό ερώτημα πιστεύω πως είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που προτείνονται σε αυτό το βιβλίο.

Μεταξύ άλλων, αυτό το ερώτημα σημαίνει να αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για μια έξοδο από το καθεστώς της αποικίας χρέους, τη στιγμή που ενδέχεται να είμαστε -και είμαστε- πολίτες που ξεκινούν από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες. Πιστεύω ότι  η συζήτηση που θα ακολουθήσει μπορεί να προσφέρει σημαντικά σε αυτή την κατεύθυνση.

Εάν θέλαμε να περιγράψουμε τη διαδρομή που επιλέγει ο Ρούντι Ρινάλντι για να μας μεταδώσει την άποψη του θα επισημαίναμε τα εξής: Ο συγγραφέας με τα ποικίλα κείμενα και έγγραφα που μας εκθέτει παρακολουθεί χρονολογικά την πορεία της αρνητικής εξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ από την περίοδο κατά την οποία το κόμμα ήταν αξιωματική αντιπολίτευση μέχρι και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ότι η αρχή της παρακμής εντοπίζεται στο 2014 όταν αποφασίζεται η πολιτική της διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους εταίρους χωρίς ρήξη. Σε αυτή την απόφαση ο Ρούντι Ρινάλντι διαγιγνώσκει την αρχή μιας απρόσμενης μετάλλαξης.

Εγκαταλείπεται η πολιτική των μονομερών ενεργειών και βαθμιαία ενισχύεται μια κεντροαριστερή αντίληψη η οποία θα οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση από τις αρχικές του διακηρύξεις. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ακόμη και η εκλογική του νίκη τον Ιανουάριο του 2015 βρίσκει τον ΣΥΡΙΖΑ ήδη σημαντικά αλλαγμένο, όπως αποδεικνύει η συνέχεια, σε σχέση με ότι είχε υποσχεθεί.

Ένα κρίσιμο σημείο των διαπιστώσεων του συγγραφέα είναι η επισήμανση της λανθασμένης επιλογής για τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου του 2015, η οποία στέρησε την κυβέρνηση από κάθε ριζοσπαστική ενέργεια που θα μπορούσε να οδηγήσει σε άλλους όρους συζήτησης με τους Ευρωπαίους αξιωματούχους.

Το παιχνίδι από τότε αρχίζει να χάνεται. Με έγγραφα, συνεντεύξεις αλλά και άρθρα που παρατίθενται στο βιβλίο, ο Ρούντι Ρινάλντι δείχνει ότι η πορεία προς τον οδυνηρό συμβιβασμό που επήλθε τελικά ήταν προσχεδιασμένη και τόσο επιδέξια στημένη ώστε ακόμα και οι μεγαλύτερες υποχωρήσεις να βρίσκουν δήθεν αντίβαρο στην αριστερής απόχρωσης ρητορική.

Το αποτέλεσμα ήταν η ελληνική κυβέρνηση να είναι συνεπέστατη σε όλες τις υποχρεώσεις της προς του δανειστές, να μην προβάλλει την παραμικρή ουσιαστική αντίσταση, να επικαλείται πάντοτε τον δύσκολο αλλά έντιμο συμβιβασμό και να οδηγείται σε μια δραματική αποδυνάμωση. Περί τα τέλη του Μαΐου του 2015, η κατάσταση αυτή ήταν φανερή και τότε ο Αλέξης Τσίπρας επιλέγει την, κατά τον συγγραφέα του βιβλίου, τελευταία σπασμωδική του αντίδραση που είναι η απόφαση για την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος.

Εδώ ο Ρινάλντι διαβλέπει το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην απρόσμενης έντασης επαναστατική στάση του λαού (επικράτηση του όχι με 61,3%) και τις πραγματικές βλέψεις της κυβέρνησης, η οποία ήλπιζε πως μια οριακή επικράτηση του Όχι θα της έδινε το άλλοθι για έναν κακό συμβιβασμό.

Ίσως το αρνητικότερο στοιχείο της πολιτικής που ακολουθήθηκε ήταν ο υβριστικός χειρισμός του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. Η εύγλωττη περιγραφή των γεγονότων που ακολούθησαν, δείχνει με ποιον τρόπο κατέστη αποτελεσματικός ο συμβιβασμός με την υπογραφή του τρίτου και βαρύτερου μνημονίου. Από εκεί και μετά η αρνητική πορεία των πραγμάτων στη χώρα είναι γνωστή.

Θα ήθελα να υπογραμμίσω δυο παραμέτρους. Πρώτη, ο Ρούντι Ρινάλντι αποχωρεί από το Σύριζα όταν τα πράγματα πήραν αυτή τη τροπή και δεύτερη και κυριότερη παράμετρος, προβαίνει σε μια ειλικρινέστατη και δημιουργική αυτοκριτική, η οποία φαίνεται καθαρά στο τρόπο αφήγησης των γεγονότων μέσα στο βιβλίο. Πιστεύω ότι είναι προπάντων αυτή η αυτοκριτική που μπορεί να λειτουργήσει ως έναυσμα για τον καθένα και την καθεμία προκειμένου να αναλογιστούμε την εσωτερική μας στάση και την εξωτερική μας πράξη σε ότι αφορά τη δραματική πολιτική εξέλιξη που βιώνουμε.

Πιστεύω ότι έχει σημασία να τονιστούν δυο ακόμη επισημάνσεις του συγγραφέα του βιβλίου.

Πρώτη επισήμανση: Ο Ρούντι Ρινάλντι δείχνει με αναλυτικό και διαυγή τρόπο πως η απόφαση για μια συμβιβαστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στο εσωτερικό ήδη από το 2014, συνδυάζεται με μια φαινομενικά απροσδόκητη αλλά τελικά σχεδιασμένη ευνοϊκή υποδοχή του Αλέξη Τσίπρα ως μέλλοντος πρωθυπουργού από μέρους τόσο των ΗΠΑ όσο και του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου. Η ουσία εδώ βρίσκεται στην εντυπωσιακή παραλληλία μεταξύ της όλο και συμβιβαστικότερης πολιτικής στο εσωτερικό και της ομαλής και θετικής σχέσης του ΣΥΡΙΖΑ με τον ξένο παράγοντα. Από μια άποψη θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι τα πράγματα ήταν συνολικά προδιαγεγραμμένα.

Δεύτερη επισήμανση: Ας εξετάσουμε τον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου. «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε». Στην εισαγωγή του, ο Ρινάλντι αφηγείται αλλά και σχολιάζει μια καθοριστική συνομιλία του με τον Αλέξη Τσίπρα. Σε αυτήν, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίστηκε την πολιτική του συμβιβασμού και διαμαρτυρήθηκε για όσα άκουγε από τον συγγραφέα του βιβλίου, ο οποίος τότε ήταν μέλος της πολιτικής γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο νυν πρωθυπουργός λέγοντας «άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε», αποδοκίμασε την απόφαση του Ρινάλντι και των συντρόφων του να διαχωρίσουν τη θέση τους.

Είναι χαρακτηριστικό το ότι η συνολική ατμόσφαιρα αυτής της συνομιλίας δείχνει όχι μόνο την προσχεδιασμένη αλλαγή πολιτικής προς το χειρότερο, αλλά και τον κυνισμό με τον οποίο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίστηκε αυτή την αλλαγή, η οποία φυσικά ήταν ο μόνος τρόπος για να παραμείνει στην εξουσία. Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η εντυπωσιακότερη από τις συμβιβαστικές τάσεις μιας παράξενης Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη, η οποία επιλέγει να ισχυροποιηθεί ή και να κυβερνήσει διαψεύδοντας στην πράξη τις αρχικές κατευθύνσεις της.

Θα ήθελα να επισημάνω, τελειώνοντας, την ακόλουθη θετική διάσταση της σκέψης του Ρούντι Ρινάλντι. Μέσα στην σύλληψη αυτού του πολιτικού κινήματος που βρίσκεται σε ανάπτυξη, συνδυάζονται η δύσκολη αυτογνωσία, η διαπίστωση της συνύπαρξης του κοινωνικού με το εθνικό στοιχείο και η ανοικτότητα μιας κοινής και, σε πολλά της σημεία, πρωτοφανέρωτης δράσης που διαφαίνεται ότι μπορούμε να αναλάβουμε όλοι όσοι στοιχιζόμαστε με μια τέτοια προοπτική.

Επιπλέον, και ίσως αυτό είναι το κυριότερο, θέλω να τονίσω κάτι που με εξέπληξε πολύ ευχάριστα. Η συνεκτική συλλογιστική του βιβλίου, οι εύστοχες παρατηρήσεις σχετικά με τη λογική της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ και ο παραγωγικός τρόπος σύνδεσης των μερών και των κεφαλαίων του έργου, βρίσκουν απόλυτη ανταπόκριση στην προσωπικότητα του Ρούντι Ρινάλντι.

Η ευθύτητα, ο βαθύς και αυθεντικός στοχασμός, η εντιμότητα και η σοβαρότητα του συγγραφέα του βιβλίου, στοιχεία τα οποία βίωσα προσωπικά στις συνεντεύξεις με τον ίδιο, δείχνουν με τον κατηγορηματικότερο τρόπο ότι είναι εφικτή η ανταπόκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο της πολιτικής σκέψης και την ποιότητα του ανθρώπου που την παράγει. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να ελπίζουμε!

 

http://www.e-dromos.gr/ekdhlwsh-thessalonikh-anagnwstidou/

Tagged : / / /